Friday, June 15, 2007

ΟΙ ΙΕΡΑΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ

Οι καταβολές, η επίδραση και η ιδεολογία του τουρκικού στρατού

Του Στέφανου Κωνσταντινίδη

Ο τουρκικός στρατός έλκει την καταγωγή του από την οθωμανική παράδοση και από τη δομή και την ιδεολογία που του κληροδότησε ο ιδρυτής του τουρκικού κράτους, ο Μουσταφά Κεμάλ. Όταν ο Κεμάλ οργάνωσε τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τη στιγμή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν φυσικό να στηρικτεί στην οθωμανική στρατιωτική παράδοση από την οποία προερχόταν και ο ίδιος.
Εντούτοις ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε ήδη αναδιοργανωθεί, κυρίως από Γερμανούς αξιωματικούς, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Εξάλλου από την επανάσταση των Νεοτούρκων και μετά, το 1908, ο στρατός αυτός διαπνέεται ήδη από μια καθαρά εθνικιστική τουρκική ιδεολογία.
Ασφαλώς σημαντική υπήρξε στη συνέχεια η επίδραση που άσκησε στην οργάνωση και τη δομή του τουρκικού στρατού η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι στενές σχέσεις με τη Δύση και ιδιαίτερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επηρέασαν την εξέλιξη του τουρκικού στρατού, ενίσχυσαν την αντικομμουνιστική ιδεολογία του και κυρίως τον εφοδίασαν με όλα τα σύγχρονα όπλα.
Σε καθαρά όμως ιδεολογικό επίπεδο, ο τουρκικός στρατός παραμένει προσηλωμένος στις ιδέες που κληρονόμησε από το Μουσταφά Κεμάλ, οι πιο σημαντικές από τις οποίες είναι αυτές της υπεράσπισης του κοσμικού τουρκικού κράτους και της ακεραιότητας της Τουρκίας με τη μορφή του ενιαίου κρατικού πλαισίου. Ασφαλώς η υπεράσπιση του κοσμικού αυτού κράτους διασυνδέεται και με σημαντικά οικονομικά συμφέροντα. Προπάντων που ο τουρκικός στρατός ελέγχει ο ίδιος σημαντικούς τομείς της τουρκικής οικονομίας.

Ο τουρκικός στρατός πέραν από την κεμαλική και την οθωμανική παράδοση έχει δημιουργήσει επιπλέον μια μυθολογία για τις απαρχές του που λίγο είναι γνωστή εκτός Τουρκίας. Έτσι κάθε χρόνο, ο στρατός ξηράς γιορτάζει μια μυθική ημερομηνία-επέτειο δημιουργίας του που πάει πίσω στο 210 π.χ. Οι Τούρκοι ιστορικοί μιλάνε για τους πρωτοτούρκους οι οποίοι δημιούργησαν μια αυτοκρατορία ανάμεσα στα 210-179 π.χ., ένα είδος ομοσπονδίας νομαδικών λαών οι οποίοι προηγήθηκαν των Ούννων. Αυτοί οι πρωτοτούρκοι, σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους ιστορικούς, οργάνωσαν μια τρομερή στρατιωτική δύναμη στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορίας (αυτοκρατορία των στεπών) που έφτανε μέχρι την Κίνα. Φυσικά η μυθολογία αυτή στοχεύει στο να νομιμοποιήσει το ρόλο του στρατού και την υπεροχή του απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Πέραν όμως της μυθολογίας και των ιδεολογικών καταβολών του στρατού, η πραγματικότητα παραμένει εκπληκτική. Ο τουρκικός στρατός είναι ο μόνος στο δυτικό κόσμο που διατηρεί αποφασιστικό πολιτικό ρόλο. Κάτι που έγινε φανερό και με την τελευταία επέμβασή του που εμπόδισε την εκλογή προέδρου της Τουρκίας με ισλαμικές καταβολές. Πρόκειται για ένα στρατό που αριθμεί ένα δυναμικό 800 χιλιάδων στρατιωτών και 35 χιλιάδων αξιωματικών, από τους οποίους οι 300 είναι στρατηγοί και ναύαρχοι. Είναι ο μεγαλύτερος στρατός των χωρών του ΝΑΤΟ, με εξαίρεση τον αμερικανικό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, σε επίπεδο πρωτοκόλλου, που δείχνει την πολιτική επιρροή του αναφέρεται στις συναντήσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου του ΝΑΤΟ. Στις συνεδριάσεις αυτές, όλοι οι αρχηγοί των επιτελείων των διαφόρων κρατών είναι καθισμένοι πίσω από τους υπουργούς Άμυνας των χωρών τους. Μοναδική εξαίρεση ο Τούρκος αρχηγός στρατού που κάθεται δίπλα από τον Τούρκο υπουργό Άμυνας. Για να υπενθυμίζει, όπως φαίνεται, ότι αντίθετα με τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, ο τουρκικός στρατός δεν υπάγεται στην πολιτική ηγεσία της χώρας.
Ο τουρκικός στρατός αποτελείται από 800 χιλιάδες στρατιώτες και 35 χιλιάδες αξιωματικούς, από τους οποίους οι 300 είναι στρατηγοί και ναύαρχοι. Είναι ο μεγαλύτερος στρατός των χωρών του ΝΑΤΟ, με εξαίρεση τον αμερικανικό.
Εκπαίδευση και Ιδεολογία
Η εκπαίδευση των Τούρκων αξιωματικών αρχίζει από πολύ νωρίς. Επιλέγονται σε ηλικία 14-15 χρόνων για μια πρώτη βασική εκπαίδευση τεσσάρων χρόνων σ’ ένα στρατιωτικό λύκειο και στη συνέχεια συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους σε μια στρατιωτική σχολή για αξιωματικούς για άλλα τέσσερα χρόνια. Η επιλογή είναι πολύ αυστηρή και πέραν από τους καλούς βαθμούς, ειδικότερα στον τομέα των επιστημών, οι υποψήφιοι και οι οικογένειές τους περνούν από πολύπλοκες ανακρίσεις. Στόχος των ανακρίσεων αυτών είναι να αποφευχθεί η είσοδος στο σώμα των αξιωματικών ατόμων που έστω και μακρινοί συγγενείς τους έχουν κάποια σχέση με την Αριστερά, το πολιτικό ισλάμ ή το κουρδικό κίνημα. Η ανάκριση αυτή άλλωστε είναι συνεχής για κάθε αξιωματικό, σ’ όλο το στάδιο της καριέρας του για τις διάφορες προαγωγές.
Το άλλο σημαντικό σημείο αναφοράς στην κατάρτιση των Τούρκων αξιωματικών είναι η ιδεολογική τους επιμόρφωση με βάση τις αρχές του κεμαλισμού. Έτσι 20% της εκπαίδευσης των Τούρκων αξιωματικών αναφέρεται στην ιδεολογία του κεμαλισμού. Σε γενικές γραμμές, οι Τούρκοι αξιωματικοί, με βάση την ειδική εκπαίδευση τους, στρατιωτική και ιδεολογική, αναδεικνύονται σε ένα είδος ξεχωριστής ελίτ. Η δημιουργία του πνεύματος αυτού της ξεχωριστής ελίτ είναι ένας από τους κύριους στόχους των τουρκικών στρατιωτικών σχολών. Με αυτό το πνεύμα και αυτή την ιδεολογία συμπεριφέρονται στη συνέχεια ως οι σωτήρες του έθνους, ως η ελίτ που εγγυάται την ύπαρξη του κοσμικού κράτους και μάλιστα ενός κράτους ενιαίου με μια μονοδιάστατη ταυτότητα στη βάση του που δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα των πολλαπλών εθνικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών ομάδων που αποτελούν σήμερα την Τουρκία.
Ο διαχρονικός πολιτικός ρόλος των στρατιωτικών Από το πρώτο πραξικόπημα του 1960 στη μεταμοντέρνα ανατροπή του Ερμπακάν το 1997 Από τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους ύστερα από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1923) η όποια πολιτική ζωή της χώρας βρίσκεται συνεχώς κάτω από την κηδεμονία του στρατού.
Κάθε φορά που η πολιτική ελίτ προσπάθησε να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό του στρατού, αντιμετωπίστηκε με βίαιο τρόπο. Μέχρι το 1945 η κηδεμονία αυτή ασκείτο μέσα από την ύπαρξη ενός μοναδικού πολιτικού κόμματος, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού, του οποίου ιδρυτής ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ και διάδοχός του ο Ισμέτ Ινονού. Τόσο ο Κεμάλ όσο και ο Ινονού ήταν στρατιωτικοί. Οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές με όλους τους περιορισμούς τους έφεραν στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα του Ατνάν Μεντερές που προσπάθησε από τη μια να φιλελευθεροποιήσει την οικονομία, να απαλλαγεί από την ηγεμονία του στρατού και να επιτρέψει κάποιες ελευθερίες στο ισλάμ. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο της χώρας, ο τουρκικός στρατός επιχείρησε το πρώτο του πραξικόπημα το 1960. Η κίνηση για το πραξικόπημα αυτό ξεκίνησε από κατώτερους και μεσαίους αξιωματικούς με εθνικιστικές ιδέες και με τάσεις τριτοκοσμικές. Η κατάσταση όμως παρέμεινε στο τέλος υπό τον έλεγχο της επίσημης ηγεσίας του στρατού η οποία απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα και σε μια θεαματική δίκη καταδίκασε και απαγχόνισε τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ατνάν Μεντερές και τον υπουργό Εξωτερικών Φατίν Ζορλού.
Αφού επέβαλε την κυριαρχία του, ο τουρκικός στρατός εσήγαγε ένα νέο σύνταγμα και επέτρεψε τις εκλογές που οδήγησαν σε μια ελεγχόμενη πολιτική ζωή. Η επάνοδος στην κυβέρνηση στοιχείων του παλαιού καθεστώτος με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και τα οποία δεν έδειχναν και ιδιαίτερο σεβασμό στο σύνταγμα που είχε επιβληθεί από τους στρατηγούς, οδήγησε σε ένα νέο πραξικόπημα το 1971. Τη φορά αυτή οι στρατιωτικοί δεν ανέλαβαν οι ίδιοι την εξουσία ούτε και διέλυσαν τη βουλή. Εγκατέστησαν όμως ένα καθεστώς υπό τον πλήρη έλεγχό τους με κυβερνήσεις τεχνοκρατών που δρούσαν ως μαριονέτες. Στην περίοδο αυτή διώκτηκε άγρια η Αριστερά ενώ υπήρξε ανοχή απέναντι στους ισλαμιστές. Μετά το 1973 το καθεστώς αρχίζει κάπως να φιλελευθεροποιείται. Οι στρατιωτικοί διαβλέπουν όμως να κινδυνεύει από τη δράση αριστερών ομάδων και επεμβαίνουν εκ νέου με βίαιο τρόπο το 1980. Το πραξικόπημα του 1980 οδήγησε στη φυλακή πέραν των 30 χιλιάδων ατόμων, θεσμοθετήθηκαν τα βασανιστήρια στις φυλακές και δολοφονήθηκαν εκατοντάδες ακτιβιστές της Αριστεράς ή και πολιτικοί κρατούμενοι.
Τρία χρόνια αργότερα οι στρατιωτικοί θα επιβάλουν μέσω ενός ελεγχόμενου δημοψηφίσματος το νέο σύνταγμα της χώρας που τους επιτρέπει να ηγεμονεύουν την πολιτική ζωή της. Ο αρχηγός άλλωστε του πραξικοπήματος, ο στρατηγός Κενάν Εβρέν, θα εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας όπως είχε συμβεί και με τον προκάτοχό του τον στρατηγό Τζελάλ Γκιουρσέλ μετά το πραξικόπημα του 1960. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του πραξικοπήματος του 1980 ήταν η χρησιμοποίηση από τους στρατιωτικούς των ισλαμιστών για την καταδίωξη και την εξουδετέρωση της Αριστεράς. Η συμμαχία αυτή στρατιωτικών και ισλαμιστών θα επιτρέψει στους τελευταίους να οργανωθούν και να διεκδικήσουν σταδιακά ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Βεβαίως η ισλαμοποίηση στην Τουρκία είχε αρχίσει από πολύ νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1950, αν όχι και νωρίτερα. Για πρώτη φορά όμως υπάρχει τόσο στενή συνεργασία στρατιωτικών και ισλαμιστών. Το τέταρτο πραξικόπημα του τουρκικού στρατού, το επονομαζόμενο και μεταμοντέρνο, ήταν αυτό του 1997 που ανέτρεψε τον πρώτο ισλαμιστή πρωθυπουργό τον Νεσμετίν Ερμπακάν. Την φορά αυτή το πανίσχυρο Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας υποχρέωσε σε παραίτηση τον Τούρκο πρωθυπουργό.
Παρά την επέμβαση του 1997 οι ισλαμιστές επανήλθαν στην κυβέρνηση το Νοέμβριο του 2002 με την εκλογή του Kόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης-ΑKP. Η διακυβέρνση της χώρας από το ισλαμικό αυτό κόμμα, κάτω από τα άγρυπνα μάτια του στρατού, οδήγησε σε κάποιες μεταρρυθμίσεις που άνοιξαν το δρόμο της Τουρκίας προς την Ευρώπη χάρη και στις έντονες πιέσεις της Ουάσιγκτον προς του Ευρωπαίους ηγέτες. Η ισορροπία που επεκράτησε ανάμεσα στους στρατιωτικούς, φρουρούς του κεμαλικού και του κοσμικού κράτους και τους ισλαμιστές της κυβέρνησης ανατράπηκε όταν οι τελευταίοι αποπειράθηκαν να αλώσουν το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, αυτό του προέδρου της Δημοκρατίας.
Με μια νέα παρέμβαση του ο στρατός απέτρεψε την εκλογή του Αμπντουλάχ Γκιουλ στο πολιτειακό αυτό αξίωμα και άνοιξε μια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας στην Τουρκία. Η παρέμβαση αυτή του τουρκικού στρατού δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτή του 1997 που χαρακτηρίστηκε ως μεταμοντέρνο πραξικόπημα. Η διαφορά είναι πως αυτή τη φορά δεν ήταν δυνατό να καταργηθεί η κυβέρνηση λόγω του ελέγχου που ασκεί στο κοινοβούλιο. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό θα ήταν η απευθείας ανάληψη της εξουσίας από το στρατό, κάτι για το οποίο δεν φαίνεται να ήταν έτοιμοι οι στρατηγοί. Εξάλλου από τη στιγμή που απέτρεψαν την εκλογή ενός ισλαμιστή στην προεδρία της χώρας και που πολύ πιθανό θα την αποτρέψουν και στο μέλλον, δεν συντρέχει λόγος για ένα ανοιχτό στρατιωτικό πραξικόπημα. Ούτως ή άλλως ελέγχουν τους γραφειοκρατικούς και δικαστικούς μηχανισμούς του κράτους και αν το AKP κερδίσει τις προσεχείς εκλογές, θα είναι μάλλον υποχρεωμένο να συμβιβαστεί μαζί τους αφού άλλωστε θα είναι δύσκολο να διαθέτει αυτή τη φορά την αναγκαία πλειοψηφία για να εκλέξει μόνο του τον πρόεδρο. Εξάλλου η προοδευτική ισλαμοποίηση της Τουρκίας από τη δεκαετία του ‘50 και μετά, παρά τις αιματηρές επεμβάσεις του στρατού, δεν αφήνει πολλά περιθώρια εκτός από ένα είδος ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους κεμαλιστές.

Τεράστια οικονομική δύναμη

Ο τουρκικός στρατός εκτός από τον πολιτικό του ρόλο ασκεί και μια σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της τουρκικής οικονομίας. Ο οικονομικός ρόλος των στρατιωτικών ξεκίνησε το 1961 όταν δημιουργήθηκε ο Oργανισμός Αλληλοβοήθειας Στρατού (OYAK). Σήμερα ο Οργανισμός αυτός έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις και ελέγχει ένα σημαντικό κομμάτι της τουρκικής οικονομίας. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι ελέγχει το 49% της παραγωγής αυτοκινήτων Ρενό στην Τουρκία, είναι η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής τσιμέντου και έχει μια επιβλητική παρουσία στη βιομηχανία τροφίμων και γεωργικών προϊόντων. Στη τσιμεντοβιομηχανία ο όμιλος αυτός διαθέτει μετοχές σε έξι εργοστάσια και ελέγχει το 15 % της παραγωγής τσιμέντου στην Τουρκία. Ακόμη πολύ πιο σημαντικό, ο όμιλος αυτός του στρατού ελέγχει το 51% της εταιρείας MAIS που ασχολείται με την εμπορία αυτοκινήτων. Επιπλέον ο όμιλος εισπράττει κατευθείαν κάποιους φόρους όπως αυτός πάνω στη βενζίνη. Εξάλλου κινείται και στο χώρο των πετρελαιοειδών σε συνεργασία με τη γαλλική εταιρεία ELF. Παράλληλα διαθέτει δική του ασφαλιστική εταιρεία, τράπεζα και μεγάλο αριθμό πολυκαταστημάτων.
Εξυπακούεται ότι ο έλεγχος που ασκεί ο στρατός πάνω στην τουρκική οικονομία είναι επικουρικός στην άσκηση του πολιτικού του ρόλου. Είναι μια ανεξάρτητη οικονομική δύναμη και οι οικονομικές του δραστηριότητες δεν ελέγχονται καν από το κοινοβούλιο.
Η ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας, μέθοδος για αντιμετώπιση της Αριστεράς και των Κούρδων.
Η σημερινή σύγκρουση του στρατού με το πολιτικό ισλάμ φέρνει στην επιφάνεια ένα πρόβλημα που υπάρχει από την εποχή της γένεσης της σύγχρονης Τουρκίας. Ο Κεμάλ είχε πιστέψει πως ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός ήταν αδύνατο να επιβληθεί χωρίς την αποϊσλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας. Την αποϊσλαμοποίηση αυτή την επέβαλε με βίαιο τρόπο. Στην πραγματικότητα η επίδραση του ισλάμ στην τουρκική κοινωνία δεν εξέλειψε ποτέ. Από το 1945 όμως που επετράπηκε ο πολυκομματισμός και κυρίως από το 1950 όταν το Δημοκρατικό Κόμμα του Ατνάν Μεντερές κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε την πρώτη μη κεμαλική κυβέρνηση, το ισλάμ αρχίζει να επανέρχεται. Ο Μεντερές και το κόμμα του εγκατέλειψαν ένα αριθμό θρησκευτικών απαγορεύσεων που είχεν επιβάλει ο Κεμάλ. Τα ισλαμικά στοιχεία αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και να διεκδικούν πολιτικό ρόλο. Στην αρχή δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό διαφόρων κομμάτων. Στη συνέχεια θα δημιουργήσουν δικούς τους πολιτικούς σχηματισμούς.
Το 1974 ήδη ο Νεσμετίν Ερμπακάν επικεφαλής ενός ισλαμικού κόμματος συμμετέχει στην κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετσεβίτ που πραγματοποίησε την εισβολή στην Κύπρο. Οι στρατιωτικοί και το κεμαλικό κατεστημένο, είτε με τις ανοιχτές στρατιωτικές τους επεμβάσεις, είτε μέσω των δικαστικών μηχανισμών, θέτουν εκτός νόμου κατά καιρούς τα ισλαμικά κόμματα τα οποία όμως επανεμφανίζονται με διαφορετικό όνομα. Ακόμη και πριν το σημερινό ισλαμικό κόμμα AKP, όταν το Κόμμα της Ευημερίας του Ερμπακάν ήρθε πρώτο κόμμα στις εκλογές του 1995, οι πολιτικοί παρατηρητές θεωρούσαν πως επρόκειτο στην ουσία για ένα συντηρητικό κόμμα που δεν απειλούσε τα συμφέροντα της Δύσης.
Η περίοδος του Τουρκγούτ Οζάλ στη δεκαετία του ‘80 είχε ήδη επαναφέρει το Ισλάμ τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στην εκπαίδευση και άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της χώρας. Φαίνεται ότι στην περίοδο αυτή που ακολούθησε άλλωστε το πραξικόπημα του 1980, οι στρατιωτικοί ανέχονται μια ελεγχόμενη ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της Αριστεράς και η εξέγερση των Κούρδων. Ανάμεσα στο πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό
Ο ιστορικός συμβιβασμός και το νεο-οθωμανικό μοντέλο
Για την Αθήνα και τη Λευκωσία, τα πράγματα δεν είναι απλά, και η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν είναι πανάκεια. Από το 1950 και μετά γινόταν ολοένα και περισσότερο φανερό πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος για την Τουρκία από αυτό ενός ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ και τον κεμαλισμό.
Η περίπτωση του Οζάλ είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης σοβαρής προσπάθειας σύνθεσης ισλαμισμού-κεμαλισμού. Είναι ακόμη το παράδειγμα που δείχνει πως η ευρωπαϊκή προοπτική είναι αποδεκτή από ευρύτερες δυνάμεις στην Τουρκία, ισλαμικού, κεμαλικού και τεχνοκρατικού προσανατολισμού. Ακόμη ο Οζάλ, ένας μετριοπαθής ισλαμιστής που άρχισε την πολιτική καριέρα του στο ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν αλλά που ήταν ταυτόχρονα και τεχνοκράτης, έκανε για πρώτη φορά φανερό στους Ευρωπαίους πως στην Τουρκία υπάρχει δυνατότητα ενός ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ, τον κεμαλισμό και τα διάφορα δυτικόφιλα πολιτικοκοινωνικά ρεύματα (αστικά στρώματα, διανοούμενοι, επιχειρηματίες, κ.λπ). ]
Ταυτόχρονα όμως η ισλαμοποίηση επαναφέρει και τη διασύνδεση με το οθωμανικό παρελθόν από το οποίο ο Κεμάλ είχε προσπαθήσει να αποκόψει την Τουρκία. Σταδιακά από το 1950 και μετά η Τουρκία διεκδικεί το οθωμανικό της παρελθόν και το υπερασπίζεται μάλιστα έντονα όπως φαίνεται και από τη βίαιη αντίδρασή της στην αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας. Η καταλυτική έτσι επίδραση του πολιτικού ισλάμ οδηγεί στην υιοθέτηση ενός νεο-οθωμανικού μοντέλου τόσο στην εσωτερική πολιτική ζωή, όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Ο Τουρκγούτ Οζάλ θα μπορούσε να θεωρηθεί ο θεωρητικός θεμελιωτής αυτού του νεο-οθωμανικού μοντέλου. Ο Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του που διέκοψαν τη συνεργασία τους με τον άλλοτε πολιτικό τους μέντορα τον Ερμπακάν, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οι συνεχιστές της πολιτικής του ιστορικού συμβιβασμού και του νεο-οθωμανικού μοντέλου που θεμελίωσε ο Οζάλ.
Ο ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στο κεμαλισμό και το πολιτικό ισλάμ δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν και συγκρούσεις ανάμεσά τους όπως αυτή που ζει σήμερα η Τουρκία. Συγκρούσεις και σκαμπανεβάσματα αυτού του είδους θα υπάρχουν και στο μέλλον. Όμως ακόμη και ένα ανοιχτό στρατιωτικό πραξικόπημα δεν θα μπορούσε να θέσει τέρμα σ’ αυτό τον ιστορικό συμβιβασμό όπως δεν το έχουν πετύχει και τα πραξικοπήματα του παρελθόντος. Από τη μια η τουρκική κοινωνία είναι βαθειά διχασμένη ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους κεμαλιστές. Από την άλλη το πολιτικό ισλάμ φαίνεται να κυριαρχεί στο πολιτικό επίπεδο αν λάβει κανείς υπόψη ότι ισλαμιστές υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα κόμματα και πέραν του AKP. Δεν μπορεί όμως με κανένα τρόπο να επικρατήσει για την ώρα, αφού έχει απέναντί του το στρατιωτικό κατεστημένο και τους γραφειοκρατικούς και δικαστικούς μηχανισμούς του κοσμικού κράτους.
Ούτε και η Δύση θα ήθελε την πλήρη επικράτηση του έχοντας το φόβο μιας τυχόν ριζοσπαστικοποίησης του. Εξάλλου το νεο-οθωμανικό μοντέλο που προκύπτει από το συμβιβασμό αυτό είναι από τη φύση του επεκτατικό. Ως τέτοιο ικανοποιεί τόσο το στρατιωτικό κατεστημένο όσο και τους ισλαμιστές. Πρόκειται επομένως για ένα ενοποιητικό στοιχείο ανάμεσα στις δύο τάσεις. Και ασφαλώς διαψεύδει την αντίληψη που καλλιεργήθηκε στη Δύση και κυρίως στην Ελλάδα ότι οι στρατιωτικοί είναι “οι σκληροί” και οι άλλοι, οι υποτιθέμενοι ευρωπαϊστές - ισλαμιστές και μη- είναι οι μετριοπαθείς. Χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιμέρους διαφορές, καμιά φορά και σοβαρές. Ασφαλώς είναι δύσκολο και παρακινδυνευμένο να προβλέψει κανείς σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί μελλοντικά η Τουρκία. Φαίνεται πάντως ότι η ισλαμοποίηση και νεο-οθωμανοποίηση είναι μια αναπόφευκτη διαδικασία.
Το βασικό ερώτημα είναι πόσο σταδιακά θα προχωρούν ώστε να αποφευχθεί η βίαιη αντίδραση του κεμαλικού κατεστημένου. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας βίαιης σύγκρουσης αν η διαδικασία αυτή πάει πολύ μακριά και πολύ γρήγορα. Αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της Τουρκίας και να υποχρεώσει τη Δύση να επανεξετάσει την όλη στρατηγική της στην περιοχή. Ας μη ξεχνά κανείς τι συνέβη στην Αλγερία πριν μερικά χρόνια όταν ο στρατός εμπόδισε το ισλαμικό μέτωπο που κέρδισε τις εκλογές να πάρει την εξουσία. Κι ας μη ξεχνά κανείς πού κατέληξε το Ιράκ που στο παρελθόν είχε ένα από τα πιο ισχυρά κοσμικά κράτη στην περιοχή, παρά τις δικτατορικές δομές του, και η ιρακινή κοινωνία ήταν από τις πιο αποϊσλαμοποιημένες της περιοχής.
Αλλά ακόμη και η ευρωπαϊκή δυναμική στην οποία όλοι επενδύουν, ιδιαίτερα η Αθήνα και η Λευκωσία, δεν εγγυάται με κανένα τρόπο ότι η Τουρκία θα εγκαταλείψει το νεο-οθωμανικό επεκτατικό μοντέλο στην εξωτερική της πολιτική. Μήπως έχουν εγκαταλείψει τις ηγεμονικές τους βλέψεις το Βερολίνο, το Παρίσι ή το Λονδίνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Είναι φυσικό όμως ότι η ευρωπαϊκή δυναμική θα υποχρεώσει τη νεο-οθωμανική πολιτική να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο όπως ακριβώς προσαρμόζεται σ’ αυτό το πλαίσιο η γερμανική ή η γαλλική ηγεμονική πολιτική. Χωρίς ακόμη να λησμονεί κανείς και την επίδραση του ευρύτερου ατλαντικού πλαισίου.
Ο ιστορικός όμως συμβιβασμός ισλαμισμού-κεμαλισμού απειλείται περισσότερο από την έκρηξη των ταυτοτήτων που αργά ή γρήγορα θα επιδιώξουν την αναγνώρισή τους, προπάντων αν υποθέσουμε πως θα συνεχιστεί η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το ερώτημα είναι αν οι ταυτότητες αυτές θα μπορέσουν να συμβιώσουν στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού μοντέλου παράλληλα με την “τουρκικότητα” και το ισλάμ.
Σε τελική ανάλυση, όσον αφορά την Αθήνα και τη Λευκωσία, τα πράγματα δεν είναι επομένως απλά, όπως κάποιοι αναλυτές τα παρουσιάζουν, και όπως κάποιοι πολιτικοί πιστεύουν όταν θεωρούν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ως πανάκεια. Η κατάσταση είναι δυστυχώς πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο πολύπλοκη από αυτή των σεναρίων επί χάρτου που απλοποιούν και υπεραπλουστεύουν τα πράγματα.
Όπως και στο παρελθόν, έτσι και τώρα, φαίνεται ότι ο ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στο κεμαλισμό και το πολιτικό ισλάμ δεν θα κλονιστεί ούτε και σε περίπτωση ανοιχτού στρατιωτικού πραξικοπήματος.

Η εθνική και ρεπουμπλικανική ταυτότητα

Το θέμα της ταυτότητας ταλανίζει την Τουρκία από τη στιγμή της δημιουργίας του σημερινού τουρκικού κράτους το 1923.Στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το θέμα αυτό καλύπτεται από το ισλάμ ενώ η “τουρκικότητα” είναι δευτερεύον συστατικό της οθωμανικής ταυτότητας,τουλάχιστον στην περίοδο της ακμής της Αυτοκρατορίας. Η κοσμική ταυτότητα που προσπάθησε να δημιουργήσει ο Μουσταφά Κεμάλ με κύριο συστατικό την “τουρκικότητα” και με αποβολή της ισλαμικής συνισταμένης δεν πέτυχε να επιβληθεί από μόνη της.Αν και ο Κεμάλ πέτυχε την αναβάθμιση της “τουρκικότητας”, η ισλαμική συνισταμένη της τουρκικής ταυτότητας παρέμεινε επίσης ουσιαστικό συστατικό της στοιχείο. Η Τουρκία αποτελείται από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, λαών και θρησκευτικών ομάδων. Ο Κεμάλ προσπάθησε, με μια έντονα εθνικιστική ιδεολογία, να δώσει σε όλες αυτές τις ομάδες μια ταυτότητα εθνική και ρεπουμπλικανική. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε. Οι Κούρδοι διεκδικούν την εθνική τους ταυτότητα, οι Αλεβίτες τη θρησκευτική τους ταυτότητα,οι χριστιανικές μειονότητες το δικαίωμα ύπαρξης τους και οι λαϊκές μάζες των σουνιτών την ισλαμική τους ταυτότητα. Αυτό που υπερασπίζεται σήμερα το κεμαλικό κατεστημένο συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών, η κοσμικότητα του κράτους, ανάγεται στην επιβολή μιας μονοδιάστατης εθνικής ταυτότητας που παραμένει τεχνητή. Οι όποιες μεταρρυθμίσεις και η όποια δημοκρατικοποίηση του καθεστώτος οδηγούν στην έκρηξη των επιμέρους ταυτοτήτων και απειλούν την ενότητα και την ακεραιότητα του τουρκικού κράτους. Επί της ουσίας επομένως το πρόβλημα της Τουρκίας είναι πρόβλημα ταυτότητας.

Πηγή: Φιλελεύθερος 13/05/2007