Thursday, August 30, 2007

Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (μέσα από τις μαρτυρίες των συμμάχων των Τούρκων)


Σάντερς και Κεμάλ


Του Βλάση Αγτζίδη

"Οι πασάδες διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου. Εγκαθίδρυσαν ένα τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν με πετρέλαιο βρέφη που ακόμα θήλαζαν, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, προβαίνοντας σε κάθε είδους ωμότητα. Επιβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα. Οδήγησαν γυναίκες σε οίκους ανοχής. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού\".


Διαβάζοντας την παραπάνω αναφορά είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι αυτά είναι λόγια του Κεμάλ Ατατούρκ. Κι όμως, όταν στα μέσα της δεκαετίας του '20 η τουρκική πολιτική σκηνή χαρακτηρίστηκε από τη διαπάλη για την εξουσία, με τα παραπάνω λόγια ο Κεμάλ κατηγόρησε και έσυρε σε δίκη τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στο νεοτουρκικό κίνημα. Τα εγκλήματα που διέπραξαν οι νεότουρκοι εθνικιστές κατά τη διάρκεια του Α\' Παγκοσμίου Πολέμου, έγιναν πολιτικό όπλο στα χέρια του Κεμάλ Ατατούρκ.

Μαρτυρίες Αυστριακών και Γερμανών

Η γενοκτονία κατά των Ελλήνων του Πόντου υπήρξε μέρος της ευρύτερης γενοκτονίας κατά των Ελλήνων και των άλλων χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική για εξόντωση των χριστιανών είχε αποφασιστεί σε συνέδριο των Νεοτούρκων εθνικιστών τον Οκτώβριο του 1911. Οι Νεότουρκοι είχαν αναριχηθεί στην εξουσία με πραξικόπημα από το 1908.

Η συμμαχία τους με τη Γερμανία του Κάιζερ, που αναζητούσε μερίδιο στις παγκόσμιες αγορές και το πλαίσιο του Α\' Παγκοσμίου Πολέμου, επέτρεψαν την υλοποίηση της απόφασης για τις γενοκτονίες. Τα προξενικά έγγραφα εκείνης τη περιόδου αποτελούν τον αδιάψευστο μάρτυρα της πολιτικής που ακολουθήθηκε.Ειδικά όταν προέρχονται από χώρες συμμαχικές τότε προς την Τουρκία.

Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο το 1916 αναφέρονται τα εξής:
"Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ\' τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων."

Σε προξενικό αυστριακό έγγραφο που συντάχθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1917 και φέρει τον τίτλο "Σύλληψη και εκτόπιση Ελλήνων\" διαβάζουμε:

"Το κτύπημα που σχεδιαζόταν εδώ και πολύ καιρό κατά των ντόπιων Ελλήνων εκτελέστηκε στις 9 αυτού του μηνός… Την ίδια μέρα έγινε στρατιωτική κατοχή των χωριών Αϊλάσκιοϊ και Κατίκιοϊ της Σαμψούντας. Τους τρεις έως τέσσερεις χιλιάδες κατοίκους τους κάλεσαν να συγκεντρωθούν τη νύχτα με την πρόφαση ότι θα τους μιλήσει δήθεν ο μουτεσαρίφης και τους πήγαν βίαια στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν μαζί τους τρόφιμα και ρούχα. Με το σκληρό χειμώνα που επικρατεί τώρα, την έλλειψη καταλυμάτων και τροφίμων, πολλούς από τους δυστυχείς αυτούς περιμένει σύντομα ο θάνατος."

Ο Αυστριακός πρόξενος στην Αμισό Κβιατόφσκι σε έγγραφο του 1918 αναφέρει:
\"Οπως επανειλημένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων\".

Εξ άλλου του είχε ειπωθεί από ανώτερους Τουρκους ότι: \"Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους... Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε."

Ο Αυστριακός πρέσβης Παλαβιντσίνι αναφέρει τον Ιανουάριο του 1918:
"Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.\"

Η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα των τουρκικών αρχών για τη γενοκτονία που πραγματοποίησηαν. Όμως, στο επιχείρημα αυτό απαντά ο πρόξενος Κβιατόφσκι σε μια μυστική του αναφορά:

"Όσο κι αν κρίνει κανείς δριμύτατα τη μακρά σειρά εκτρόπων εκ μέρους του ελληνικού στοιχείου, δεν επιτρέπεται ωστόσο να μη σκεφτεί κανείς το μεγάλο αριθμό αθώων, τη συχνή καταπίεση των Ελλήνων, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού, τη βουλημία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία, καθώς και την πίεση του ρεύματος του παντουρκισμού που επιδιώκει την παραγκώνιση κάθε χριστιανικής επιρροής."

Ατέλειωτες είναι οι αναφορές στα διπλωματικά έγγραφα που έφερε πρώτος στο φως ο, ομότιμος σήμερα, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. Τα έγγραφα αυτά πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1962 σε ανάτυπο του συλλόγου Αργοναύτες-Κομνηνοί και επανεκδόθηκαν σε συμπληρωμένη μορφή το 1995 από την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης το 1995.

Μαρτυρίες Σοβιετικών

Αν η πρώτη φάση της γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε από τους Νεότουρκους μέχρι την ήττα τους το Νοέμβριο του 1918, η δεύτερη φάση της γενοκτονίας ξεκινά με τη συγκρότηση του κεμαλικού στρατού μετά την απόβαση του ιδίου του Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαϊου του 1919. Την περίοδο αυτή, οι καλύτεροι σύμμαχοι του τουρκικού εθνικισμού αναδεικνύονται οι σοβιετικοί, οι οποίοι ενισχύουν με κάθε τρόπο το κεμαλικό κίνημα. Όπλα, χρυσάφι και επίλεκτοι άνδρες αποστέλλονται για να βοηθήσουν τους Τούρκους εθνικιστές να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό στρατό στο μικρασιατικό μέτωπο και να καταστείλουν τα ένοπλα κινήματα των λαών της περιοχής, των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.

Οι μαρτυρίες των σοβιετικών απεσταλμένων έχουν ιδιαίτερη σημασία. Καταρχάς, λόγω της συμμαχικής τους προς τους κεμαλικούς ιδιότητας, έχουν πλήρη γνώση των ωμοτήτων κατά των Ελλήνων. Στις αναφορές τους δεν κρύβουν τον αποτροπιασμό τους για τα εγκλήματα των συμμάχων τους. Μεταξύ των άλλων, στοιχεία για τη γενοκτονία στον Πόντο υπάρχουν στο βιβλίο που εξέδωσε ο σοβιετικός πρέσβυς στη Αγκυρα Σ. Ι. Αράλοφ το 1960 στη Μόσχα με τον τίτλο \"Vospominaniya Sovietskogo Diplomata 1922-1923\". Ο Αράλοβ, ενημερώνεται στην Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Μ. Φρούνζε. Ο Φρούνζε είχε αποσταλεί από τον Λένιν, μαζί με γενναία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Ο σοβιετικός αρχιστράτηγος πληροφορεί τον Αράλοφ ότι είχε δει πλήθος Ελληνες που είχαν σφαγιαστεί: \"βάρβαρα σκοτωμένους Ελληνες - γέρους, παιδιά, γυναίκες\". Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι πρόκειται να συναντήσει: \"...πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους."

O Φρούνζε δίνει μερικές συγκλονιστικές εικόνες από την ποντιακή τραγωδία:

"Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Ελληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Ολοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο... Αλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι\' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου".


Ο Φρούνζε περιγράφει και άλλ
Publish Postο ένα περιστατικό. Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμαλώτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από αυτούς φώναξε στην σοβιετική αντιπροσωπεία ότι είναι και αυτοί ένοχοι γιατί ενισχύουν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το θέμα της κακομεταχείρησης των ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς, ο Αράλοβ το έθεσε -ματαίως όπως μας πληροφορεί στη συνέχεια- στον ίδιο τον Κεμάλ. Όπως γράφει: \"Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ\' όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου..."

Πηγή:
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007