Thursday, December 20, 2007

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Από τις θρησκευτικές γιορτές, μεγάλη σημασία έδιναν στα Χριστούγεννα. Την παραμονή των Χριστουγέννων εθήμιζαν (έλεγαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα). Τα πιο χαρακτηριστικά και ιδιωματικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα του Πόντου είναι τα ακόλουθα:

Χριστός ΄γεννέθεν,
χαράν σον κόσμον,
χα καλή ωρά, καλή σ' ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ ΄γεννέθεν,
οψέ ΄γεννέθεν, ουρανοστάθεν.
Τον εγέννεσεν η Παναγία,
Τον ενέστεσεν Αϊ- Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
κι εκατήβεν σο σταυροδρόμι,
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Έρπαξαν Ατόν οι χιλ' Εβραίοι,
χιλ΄ Εβραίοι και μυρι' Εβραίοι.
Α σ' ακρόντικα κι α' σήν καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολή ΄κι εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν και μύρον έτον,
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον,
Για μυρίστ΄ατό κι εσύ Αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρα
και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δάβα σο ταρέζ', κι ελά σην πόρταν,
δος μας ούβας και λεφτοκάρα.
Κι αν ανοιείς μας, χαράν σην πόρτα σ'.

Τα επόμενα χριστουγεννιάτικα κάλαντα γνωστά στην περιοχή του Ατάπαζαρ, του νομού Νικομήδειας (όχι άγνωστα και σε περιοχές του Δυτικού Πόντου), ανήκουν μάλλον στη «λόγια» παράδοση:

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν
και εν τη Παρθένω κατώκησεν.
Βασιλεύς των όλων και κύριος
ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,
τάξεις των αγγέλων, ευφραίνεσθε.
Δεύτε εν σπηλαίω θεάσασθαι,
κείμενον εν φάτνην τον Κύριον.
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται,
δώρα προσκομίζουσιν άξιον.
Ζήτω, προσκυνήσατε Κύριον,
Τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Ήνεγκεν Αστήρ Μάγους οδηγών,
άνω τω σπηλαίω προσέφερεν.
Θεός Βασιλεύς επουράνιος,
τίκτεται εν φάτνη Θεότικτος.
Ίδεν ο Ηρώδης ως έμαθεν,
όλως εξεπλάγη ο δόλιος.
Κράζει και βοά προς τους λειτουργούς,
τους δοξολογούντας τον Κύριον.
Λέγετε σοφοί και διδάσκαλοι,
άρα, πού γεννάται ο Κύριος;
Μέγαν και φρικτόν το τεράστιον,
των ανρωπίνων εξεθύμισεν.
Νύκτα Ιωσήφ χρήμα ήκουσεν,
Άγγελου Κυρίου ελάλησεν.
Ξένον και παράδοξον άκουσμα
και εις συγκατάβασιν θέαμα.
Όμμα αραθύμησε Δέσποινα,
τους εγκαταβαίνοντας έσωσε.
Πύλαι οραταί και ανέκραζεν,
δούλος τον Δεσπότην εβάπτιζεν.
Ρεύμα Ιορδάνου εστρέφετο,
κατερχόμενον προς τον Κύριον.
Σήμερον χαρά η ευφρόσυνος,
Άγγελος Κυρίου ελάλησεν.
Τάγματα Αγγέλων θαυμάζουσι,
Πνεύμα κατελθόν εκ του ουρανού.
Ύμνος Σοι προσφέρουσι ευλαβώς
τα του Ιορδάνου ορώμενα.
Φόβω Ιωάννης Σου άπτεται,
φωνή εξελθούσα εξ ουρανών.
Χαρά αγιάσαι τα ύδατα,
Πνεύμα κατελθόν εις τον ποταμόν.
Ψηλαφών ωμάς προς την Σην πλευράν,
πιστεύσας βοών προς τον Κύριον.
Ο ον του Πατρός προαιώνιος,
φώτισον τους πάντας πιστεύσαντας.

Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές. Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι.

Χουσπαντιών ήταν λαϊκά δρώμενα που τελούνταν την παραμονή των Χριστουγέννων από όμιλο τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι μεταμφιέζονταν: ο ένας σε γενειοφόρο γέροντα, που ονομαζόταν Μπέης ή Αγάς, ο άλλος σε νέο με μαύρα γένια που θα υποδυόταν το ρόλο του γαμπρού, ο τρίτος σε νέο που θα υποδυόταν το ρόλο του δικαστή-κριτή κι ο τέταρτος σε ωραιότατη νέα, που ονομαζόταν Φατήκ.

Οι τρεις, εκτός από την εικονική νύφη, τη Φατήκ, καθώς και οι συνοδοί τους, φορούσαν στο κεφάλι δέρματα προβάτων ή άλλων ζώων. Την αγριότητα της εμφάνισής τους συμπλήρωνε και ο εξοπλισμός τους με ξύλινα μαχαίρια, ραβδιά και όπλα. Με το σούρουπο ο όμιλος άρχιζε την επίσκεψη στα σπίτια. Προηγούνταν οι επισκέψεις στα πολύ φιλικά κι ύστερα, ανάλογα φυσικά με τη διάθεση και την κόπωση των μελών του θιάσου, στα άλλα. Κατά την επίσκεψη στο σπίτι, έμπαιναν πρώτοι ο Αγάς με τη Φατήκ κι άρχιζαν το χορό με τη συνοδεία λύρας. Αφού χόρευαν λίγα λεπτά, η Φατήκ διέκοπτε το χορό και έτρεχε δήθεν να κρυφτεί σε μια γωνιά του δωματίου. Σε λίγο έμπαινε στο δωμάτιο ο Ντελή Κανλής, ο νέος, και κρατώντας ξύλινο ραβδί προσποιούνταν ότι αναζητεί τη Φατήκ. Ύστερα απευθυνόταν στον οικοδεσπότη λέγοντάς του: « Καλησπέρα, νοικοκύρη. Νοικοκύρη, ο εχθρός σου να τυφλωθεί! Έχασα μια όμορφη νέα. Αυτήν ψάχνω. Βοήθησέ με να τη βρώ ». Κι ο νοικοκύρης του απαντούσε: « Ψάξε και βρες την ».

Αφού εκείνος την αναζητούσε για λίγα λεπτά χτυπώντας το ραβδί του στους τοίχους και στα έπιπλα του δωματίου, τελικά εν αγνοία του δήθεν, χτυπούσε με το ραβδί του την κρυμμένη στη γωνιά νύφη. Αμέσως άρχιζε να οσφραίνεται, ενώ ταυτόχονε ξεστόμιζε τη φράση: « Εδώ κάτι μυρίζει ». Γεμάτος χαρά που ανακάλυψε τη Φατήκ, άρχιζε έναν ξέφρενο χορό μαζί της. Η ενέργειά του αυτή κινούσε δικαιολογημένα τη ζήλεια του παραγκωνισμένου, πια, γέρου Αγά, που αθέατος παρακολουθούσε από κάποια γωνιά, γεμάτος οργή όσα συνέβαιναν. Κι όταν η ζήλεια του φούντωνε, γεμάτος οργή ορμούσε πάνω στο τρισευτυχισμένο ζευγάρι για ν' αποσπάσει τη Φατήκ από τα χέρια του νέου. Ο νέος αντιδρούσε. Ακολουθούσε δυναμική πάλη για την καρδιά της πανέμορφης Φατήκ, μέχρις ότου έμπαινε στο δωμάτιο ο δικαστής-κριτής, που κρατώντας ξύλινο μαχαίρι προσπαθούσε να τους χωρίσει.

Αφού με την επέμβαση δικαστή-κριτή τελείωνε η πάλη, ο νέος απηύθυνε στον οικοδεσπότη, που παρακολουθούσε με δέος όσα συνέβαιναν, το ακόλουθο ερώτημα: « Αφέντη, αυτή η όμορφη νέα σε μένα ταιριάζει ή σ' αυτόν εδώ το σκυλόγερο ;». Κι ο αυτοσχέδιος δικαστής δε δυσκολευόταν να εκδώσει τη δίκαιη απόφασή του: « Όχι, νέε μου, σε σένα ταιριάζει !».

Κι η κρίση, αυτή, προκαλούσε την έκρηξη χαράς του νέου, ενώ ο Αγάς λυπόταν. Τούτο το ένιωθε ο νέος και για να μετριάσει τη θλίψη του μαραζωμένου Αγά, πρόβαινε στην εικονική διχοτόμηση της νύφης με ξύλινο μαχαίρι. Η ενέργειά του αυτή χαροποιούσε τον Αγά και τότε όλοι ικανοποιημένοι, επιδίδονταν σε ξέφρενο χορό.

Αφού τελείωνε ο χορός, εύχονταν στον οικοδεσπότη « καλά Χριστούγεννα » κι εκείνος τους εδινε σαν φιλοδώρημα τσουρέκια, ξηρούς καρπούς, χρήματα κ.α.

Οι αυτοσχέδιοι ηθοποιοί συνοδευόμενοι από τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου, τα οποία σ' όλη τη διάρκεια του δρώμενου παρέμεναν έξω από το χώρο της τέλεσής του, επισκέπτονταν άλλο σπίτι για να επαναλάβουν το δρώμενο.

Ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, έτρωγαν όλοι μαζί στο σπίτι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από το νονό τους και πολλές φορές ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόνταν « καλαντίασμαν ».