Friday, January 9, 2009

Ο ελληνικός πολιτισμός ως τουρκική κληρονομιά



Τα ελληνικά μνημεία της Τουρκίας

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Η σχέση του τουρκικού εθνικισμού με τους προϋπάρχοντες πολιτισμούς ήταν προβληματική από τη στιγμή της εμφάνισής του. Ακόμα και ο οθωμανικός πολιτισμός έπρεπε να εξοβελιστεί και στη θέση του να αναπτυχθεί ένας καινούργιος αμιγώς τουρκικός που θα συνέδεε την κεντροασιατική καταγωγή με την ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτή η θέση αναπτύχθηκε υποδειγματικά από τον Ziya Gökalp (1876-1924) , που θεωρείται ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού. Για τους Τούρκους εθνικιστές, οι «Αρχές του Τουρκισμού» του Ζιγιά Γκιοκάλπ είναι ότι το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» για τους κομμουνιστές.

Ο Γκιοκάλπ λοιπόν θεωρεί ότι ο οθωμανικός πολιτισμός είναι βαθύτατα επηρρεασμένος και αποτελεί συνέχεια του «ρωμαίικου». Και ακριβώς γι αυτό το λόγο θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί και να καταστραφεί. Το πρώτο θύμα του τουρκικό εθνικισμού ήταν η οθωμανική γλώσσα και η εισαγωγή του λατινικού αλφάβητου. Με τον τρόπο αυτό, ο μουσουλμανικής κόσμος της Ανατολής, αποκόπηκε οριστικά από την εξαιρετικά πλούσια οθωμανική και ισλαμική γραμματεία.

Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι διάφορες ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες φάσεις που πέρασε η κρατική πολιτική του τουρκικού κράτους στον τομέα αυτό, ειδικά όταν αυτές οι αλλαγές συνδεθούν με τις τεράστιες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές.

Μνημεία και κρίση της ταυτότητας

Η κρίση ταυτότητας που μαστίζει τη σύγχρονη τουρκική κοινωνία δεν περνά απαρατήρητη στους μελετητές της ιδιόμορφης αυτής χώρας. Όπως δεν περνά απαρατήρητη και η γιγάντια προσπάθεια που καταβάλλει η κρατική γραφειοκρατία για οικειοποίηση του πολιτισμικού πλούτου των εθνών που προϋπήρχαν των Τούρκων και του ισλάμ, και κάποια στιγμή εξοντώθηκαν ή εκδιώχθηκαν.

Μνημεία, χοροί, ενδυμασίες παρουσιάζονται δημοσίως ως τουρκικά. Τα ερείπια των αρχαίων ελληνικών πόλεων, όπως της Εφέσου, της Περγάμου και άλλων, τα ελληνικά χριστιανικά μνημεία της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, των υπόσκαφων ναών της Καππαδοκίας και της Παναγίας Σουμελά της Τραπεζούντας, ακόμα και ο διασημότερος των ελληνικών χορών, ο ποντιακός πυρρίχιος Σέρα, παρουσιάζονται στο διεθνές κοινό ως τουρκικά. Βέβαια, ο χορός αυτός -που οι Τούρκοι τον ονομάζουν "Horon, δηλαδή "(τον) χορόν"- όπως και η ποντιακή λύρα, αποτελούν σημερινές μορφές έκφρασης των δεκάδων χιλιάδων ελληνόφωνων, μουσουλμάνων και κρυπτοχριστιανών, καθώς και των γεωργιανόφωνων Λαζών της Βόρειας Τουρκίας. Πιθανόν να μην προβαλλόταν καμιά ένσταση στο γεγονός της παρουσίασης ελληνικών πολιτιστικών στοιχείων ως χαρακτηριστικών της σύγχρονης Τουρκίας, εάν υπήρχε επίσημη αναγνώριση της πολυεθνικής καταγωγής των σύγχρονων Τούρκων ή, έστω, σεβασμού της ταυτότητας των μνημείων. Όμως αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν. Μέχρι σήμερα οι Τούρκοι περηφανεύονται για την κεντροασιατική καταγωγή τους και την κατακτητική συμπεριφορά τους. Από την εποχή που εμφανίστηκε ο παντουρκισμός και μέχρι τις μέρες μας, επίσημη ιδεολογία –όπως αυτή παρουσιάζεται στα κρατικά έγγραφα και αναπαράγεται από τα σχολικά εγχειρίδια- αποτελεί η βεβαιότητα ότι οι σύγχρονοι Τούρκοι προέρχονται από τους νομάδες εισβολείς του 11ου αιώνα και ότι η κοιτίδα του τουρκικού έθνους βρίσκεται στην Κεντρική Ασία, έως και τη δυτική Κίνα. Συστατικό της κυρίαρχης ιδεολογίας αποτελεί η παραδοχή ότι τα εδάφη της τουρκικής δημοκρατίας κατακτήθηκαν από τους προγόνους-εισβολείς. Αυτή η αντίληψη της ιστορίας επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο στις 29 Μαϊου κατά τους μεγαλειώδεις επίσημους εορτασμούς για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς μουσουλμάνους.

Τούρκοι και μνημεία

Για χιλιάδες χρόνια πριν την εμφάνιση του ισλάμ και των Τούρκων, ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει σήμερα η τουρκική δημοκρατία υπήρξε χώρος δράσης, δημιουργίας και έκφρασης των Ελλήνων -αλλά και άλλων λαών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, όπως οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Ασσυροχαλδαίοι. Στις παράλιες περιοχές της δυτικής και βόρειας Μικράς Ασίας, Έλληνες υπήρχαν από τη δεύτερη χιλιετία π.χ. ενώ η Ιωνία, ο Πόντος η Καππαδοκία, καθώς και η Ανατολική Θράκη υπήρξαν βασικοί χώροι δραστηριοποίησής τους μετά τους αλεξανδρινούς χρόνους. Μέχρι την εμφάνιση του ισλάμ και τον περιορισμό του ελληνικού κόσμου από Άραβες και Τουρκομάνους εισβολείς, η μικρασιατική χερσόνησος υπήρξε ελληνόφωνη περιοχή στο μεγαλύτερο μέρος της. Η τελική κυριαρχία του οθωμανικού ισλάμ μετέβαλε το θρησκευτικό χαρακτήρα της περιοχής και αύξησε τα ποσοστά τουρκοφωνίας.

Όταν ο τουρκικός εθνικισμός αποπειράθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα να μετατρέψει τον πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό οθωμανικό χώρο σε αμιγώς τουρκικό χρησιμοποιώντας το ισλάμ, συνάντησε την αμείλικτη πραγματικότητα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανήκε σε διαφορετικές εθνικές ομάδες που είχαν ως θρησκεία το χριστιανισμό και είχε βαθύτατη σχέση με τον τόπο. Σχέση που αποδεικνυόταν πλήρως από τα μνημεία που είχε δημιουργήσει. Με βάση το νεοτουρκικό πρόγραμμα του 1911, για τους πληθυσμούς αυτούς επελέγη η γενοκτονία και η εκδίωξη. Απέμειναν όμως τα μνημεία, ως αδιάψευστοι μάρτυρες μιας πολύ διαφορετικής κοινωνικής κατάστασης που υπήρχε μέχρι πρόσφατα και μιας εξαιρετικά οδυνηρής «τακτοποίησής της».

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το ’22, το συναίσθημα ότι τα ελληνικά μνημεία -αρχαία, βυζαντινά και νεότερα- έθεταν σε διαρκή αμφισβήτηση τη «Νέα Τάξη» ήταν έντονο, τόσο στο στρατιωτικό κατεστημένο που ήλεγχε απολύτως το γεωγραφικό χώρο που κατέκτησε, όσο και στην κεμαλική κρατική γραφειοκρατία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά μνημεία που υπάρχουν στην Τουρκία είναι περισσότερα και εντυπωσιακότερα –με την εξαίρεση του Παρθενώνα- απ’ αυτά που υπάρχουν στα ελλαδικά εδάφη. Γι’ αυτούς τους λόγους, η επίσημη πολιτική στόχευε στον πλήρη πολιτιστικό εκτουρκισμό του εδάφους που κατέλαβε ο τουρκικός εθνικισμός με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922.

Σε πρώτη φάση, πολιτιστικός εκτουρκισμός σήμαινε εξαφάνιση ή υποβάθμιση -στην καλύτερη εκδοχή- όλων εκείνων των στοιχείων που θύμιζαν ότι μεγάλο μέρος των εδαφών της τουρκικής δημοκρατίας αποτελούσε γενέθλιο έδαφος άλλων εθνών. Έτσι σε γενικές γραμμές, οι ελληνικές αρχαιότητες υποβαθμίστηκαν, τα βυζαντινά μνημεία –πλην όσων είχαν μετατραπεί σε τεμένη- αφέθηκαν να καταρρεύσουν, τα νεότερα μνημεία καταστράφηκαν συνειδητά.

Όργουελ και κεμαλική Τουρκία

Η τουρκική πολιτική απέναντι στα ελληνικά μνημεία άλλαξε κατά τη δεκαετία του ’80. Η πολιτική οικειοποίησης αντικατέστησε την προηγούμενη αρνητική ή αδιάφορη στάση του κράτους και της κοινωνίας. Ο φόβος απέναντι στον ελληνικό αλυτρωτισμό εξαφανίστηκε και τα συναισθήματα ενοχής για την εξόντωση των γηγενών εθνών έπαψαν να ταλανίζουν τις επόμενες τουρκικές γενιές. Μεθοδικά άρχισε το τουρκικό κράτος να προσπαθεί να αλλάξει την ιστορία της περιοχής. Να δημιουργήσει την εντύπωση στις νέες γενιές και τους πολυάριθμους τουρίστες ότι όλα αυτά τα μνημεία τα δημιούργησαν οι διάφοροι Ανατολικοί Λαοί, που έχουν χαθεί σήμερα και τους οποίους εκπροσωπούν οι κληρονόμοι τους, οι Τούρκοι. Στις επίσημες επιγραφές στους ιστορικούς χώρους, όπως και στα αντίστοιχα βιβλία αναφέρεται ότι τα αρχαία μνημεία τα δημιούργησαν οι Λυδοί ή οι Πισίδες ή οι Λύκιοι ή οι Παφλαγόνες, τους οποίους αντικατέστησαν οι Πέρσες και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι. Παρ΄ ότι οι ιστορικοί χώροι είναι ελληνικοί και τα αντίστοιχα μουσεία είναι γεμάτα με ελληνικά ευρήματα και επιγραφές, δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναφορά στην πραγματική ταυτότητά τους. Η λέξη "Έλληνας", "Γιουνάν" ή "Γκρικ" απουσιάζουν παντελώς. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα ελληνικά μνημεία της χριστιανικής εποχής.

Σε διεθνές επίπεδο, η νέα προσέγγιση άρχισε με τη δειλή, στην αρχή, προβολή των αρχαιοτήτων στο πλαίσιο της τουριστικής πολιτικής. Χαρακτηριστική υπήρξε η χρήση του εντυπωσιακού εσωτερικού χώρου της Αγίας Ειρήνης στην Πόλη για επίδειξη μόδας πριν από μερικά χρόνια. Η πολιτική οικειοποίησης των μνημείων, αλλά και των μορφών, του ελληνικού πολιτισμού της Ιωνίας και της υπόλοιπης Μικράς Ασίας άρχισε βαθμιαία να γίνεται κτήμα του τουρκικού λαού. Πρώτη μαζική έκφραση της νέας στάσης υπήρξε η διεκδίκηση των γλυπτών της Περγάμου που βρισκόταν στο Βερολίνο. Τα γλυπτά προβλήθηκαν ως τα τουρκικά ελγίνεια. Δήμοι της περιοχής και κοινωνικές ενώσεις με τη στήριξη του κράτους οργάνωσαν διαμαρτυρίες και κινητοποίησαν τους Τούρκους μετανάστες για τη διεκδίκηση της "επιστροφής των γλυπτών στην πατρίδα". Η όλη απόπειρα -για όσους ήξεραν ότι οι απόγονοι των δημιουργών των γλυπτών εξοντώθηκαν με τον πιο άγριο τρόπο το Σεπτέμβριο του '22 και οι επιζήσαντες κατέφυγαν πρόσφυγες στα Βαλκάνια- είχε τα στοιχεία μιας εφιαλτικής φάρσας.

Μικρό παράδειγμα -χαρακτηριστικό και γραφικό παράλληλα- των απίστευτων ιδεολογημάτων που διαχύθηκαν στην τουρκική κοινωνία, βρίσκεται στην ετικέτα του κρασιού Trakya (δηλαδή, Θράκη), που πουλιέται στη δυτική Τουρκία. Στην άκρως κλασικής τεχνοτροπίας ετικέτα αυτή, πάνω σε ένα βαρέλι κάθεται μία νύμφη περιτριγυρισμένη από κληματαριές και τσαμπιά σταφυλιών. Μόνο που δεξιά και αριστερά της νύμφης υπάρχουν, αντί για λέοντες, δύο γκρίζοι λύκοι. Να σημειωθεί ότι ο γκρίζος λύκος αποτελεί το σύμβολο του παντουρκισμού και δηλοί την "κόκκινη μηλιά", δηλαδή την αρχαία τουρκική κεντροασιατική κοιτίδα. Αυτή ακριβώς είναι και η μεθόδευση του τουρκικού κράτους: Να καλλιεργήσει την πίστη ότι τα ελληνικά μνημεία της Μικράς Ασίας ανήκουν και συγκροτούν τον αρχαίο τουρκικό πολιτισμό.

Ο Αστερίξ ως αρχαίος Ρωμαίος

Η σύγχρονη προσπάθεια της Τουρκίας να παρουσιάσει τα ελληνικά μνημεία (αρχαία, μεσαιωνικά και νεότερα) ως τουρκικά είναι τόσο αστεία , όσο να βλέπαμε τους Ισπανούς να παρουσιάζουν τον πολιτισμό των Αζτέκων και των Ίνκας ως ισπανικό, οι Γερμανοί τα εβραϊκά τραγούδια ως γερμανικά, οι Αγγλοσάξονες τους χορούς των Ινδιάνων ως βρετανικό δημιούργημα, οι Ισραηλινοί τα ισλαμικά τεμένη της Ιερουσαλήμ ως δικά τους, οι Έλληνες το Αλατζά Ιμαρέτ της Θεσσαλονίκης ως ελληνικό, οι Σλαβομακεδόνες τον Μέγα Αλέξανδρο ως πρόγονό τους και οι Ιταλοί τον Αστερίξ ως αρχαίο Ρωμαίο.

Η ελλαδική απουσία υπήρξε μνημειώδης στα θέματα αυτά, όπως και στο σύνολο των θεμάτων που άπτονται της σύγχρονης ιστορίας του ελληνισμού της καθ' ημάς Ανατολής. Η απουσία αυτή υπήρξε απότοκος της μετά το '22 συγκεκριμένης αντίληψης των πραγμάτων και της απόλυτης εσωστρέφειας (βλ. δύο άρθρα στην "Καθημερινή": "Το "22 και η νεοελληνική ιδεολογία", 16 Νοεμβρίου 2003 και " Μικρά Ασία και αμφισβήτηση της Ιστορίας", 16 Σεπτεμβρίου 2001). Μόνο οι οργανώσεις των προσφύγων του '22 και των απογόνων τους αντέδρασαν στις τουρκικές μεθοδεύσεις.

Για παράδειγμα, οι οργανώσεις των προσφύγων από την Πέργαμο αντέδρασαν και κατάγγειλαν την πολιτική οικειοποίησης των γλυπτών της Περγάμου. Ζήτησαν -εις μάτην- από την επίσημη Ελλάδα να καταγγείλει τις τουρκικές μεθοδεύσεις στην Ουνέσκο και να διεκδικήσει το σεβασμό της ταυτότητας των μνημείων.

Οι οργανώσεις και οι προσφυγικές Ομοσπονδίες επανειλημμένα μίλησαν για τις προσπάθειες της κεμαλικής Τουρκίας, όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από τις αναρτημένες πινακίδες στους ιστορικούς χώρους και στα μουσεία, όπως και στο περιεχόμενο των τουρκικών βιβλίων. Ίσως θα έπρεπε και η επίσημη Ελλάδα να διερευνήσει το φαινόμενο και να εντάξει στην ατζέντα των διμερών σχέσεων και το ζήτημα του σεβασμού της ταυτότητας των μνημείων.