Πυκνό πέπλο μυστηρίου συνεχίζει να καλύπτει την υπόθεση «Εργκένεκον», παρά τις πρόσφατες αποκαλύψεις στη γείτονα. Η έκταση που έχει πάρει η υπόθεση και η στάση που τηρούν οι κυριότεροι θεσμοί της χώρας, όμως, δημιουργεί στους παρατηρητές εύλογα ερωτήματα για τις πραγματικές προθέσεις εκείνων που παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της Δημοκρατίας και ζητούν εξιχνίαση των εγκλημάτων.
Τα στοιχεία, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας έως...αυτήν τη στιγμή, συνηγορούν στο ότι ένας περίπλοκος παρακρατικός μηχανισμός, που δρούσε υπογείως, είχε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της γείτονος εδώ και πολλές δεκαετίες. Η, ήδη, θολή εικόνα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι τα μέλη της οργάνωσης έχουν συχνά ασύμβατες και συγκρουόμενες επαγγελματικές και ιδεολογικές καταβολές. Σε αυτό το δαιδαλώδες παρακρατικό σχήμα συναντά κανείς άτομα απ' όλο το φάσμα της τουρκικής κοινωνίας: α) Τις δυνάμεις ασφαλείας και τις μυστικές υπηρεσίες, β) Τη γραφειοκρατία και τον πολιτικό κόσμο ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή κομματικής απόχρωσης, γ) Τους ανθρώπους του υποκόσμου, δ) Τους θρησκευτικούς θεσμούς και οργανώσεις, ε) Τη διανόηση, και στ) Τον Τύπο. Διαπιστώθηκαν, λοιπόν, πολλά ευτράπελα, κατά τα οποία χωροφύλακες συνεργάζονταν με αντάρτες του ΡΚΚ, οι μυστικές υπηρεσίες προσέφευγαν στη χρησιμοποίηση των ακροδεξιών σε επικίνδυνες αποστολές, θρησκευτικές οργανώσεις παρείχαν χώρους για τις συναντήσεις της οργάνωσης, πανεπιστημιακοί και όργανα του Τύπου με κατάλληλες παρεμβάσεις καθοδηγούσαν την κοινή γνώμη κ.λπ. Για ποιο λόγο, όμως, η «Εργκένεκον», που την αποτελούν κυρίως επιφανείς Κεμαλιστές, στελέχη της κρατικής μηχανής και του Στρατού, παραβίασε την υπάρχουσα νομοθεσία και έδρασε στο περιθώριο;
Η ρίζα του κακού ανάγεται χρονικά στον «ψυχρό πόλεμο», όταν με την εισδοχή της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία, οι ΗΠΑ δρομολόγησαν, όπως είχαν κάνει και με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που συνόρευαν με το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», τη σύσταση της Διερευνητικής Επιτροπής Επιστράτευσης με αποστολή την οργάνωση ένοπλης αντίστασης σε περίπτωση σοβιετικής κατοχής. Η οργάνωση αυτή, που μετονομάστηκε αργότερα σε Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου, ανδρώθηκε και αναπτύχθηκε υπό την εποπτεία των Ενόπλων Δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου τουρκικού παρακράτους. Ο διφυής ρόλος των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, που φιλοξενούσε στους κόλπους του την οργάνωση, ως παράγοντας με λόγο όχι μόνο στην ασφάλεια της χώρας, αλλά και στα πολιτικά πράγματα, ίσως να απαντάται στα ερωτήματα περί της ενδυνάμωσης και διόγκωσης της ισχύος της. Δίνοντας τη δική του εκδοχή, ο δημοσιογράφος της «Μιλιέτ», Χασάν Τζεμάλ, θεωρεί την οργάνωση υπαίτια για τη δημιουργία του κατάλληλου πολιτικό κοινωνικού κλίματος που οδήγησε στις διαδοχικές στρατιωτικές επεμβάσεις και την εδραίωση της θέσης του Στρατού στο πολιτικό σύστημα ως το 1980. («Μιλιέτ» 14.1.2009) Η κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1990, όταν τον πρωθυπουργικό θώκο κατέλαβε η νεοεμφανιζόμενη, τότε, στον πολιτικό στίβο Τανσού Τσιλέρ. Άπειρη καθώς ήταν στη διεύθυνση των θεμάτων του κράτους, σε σύγκριση με τον προκάτοχό της Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, δεν διείδε έγκαιρα τους κινδύνους που ελλόχευαν, επιτρέποντας την εξάπλωση και ενδυνάμωση των παρακρατικών κύκλων. Η οργάνωση, μεταλλασσόμενη, βρήκε ερείσματα στον αγώνα κατά του ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία, όπου επιδόθηκε σε παρανομίες. Τα αποτελέσματα πρωτοήρθαν στην επιφάνεια, λίγο αργότερα, με το σκάνδαλο «Σούσουρλουκ», τον προάγγελο του «Εργκένεκον». Η κυβέρνηση Γιλμάζ, που αντικατέστησε την κυβέρνηση συνασπισμού του Ερμπακάν το 1997, κλήθηκε να διαλευκάνει τη διαπλοκή πολιτικού κόσμου και παρακράτους υπό «αντίξοες» συνθήκες. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Όπως ομολόγησε προσφάτως ο Γιλμάζ, οι στρατιωτικοί και ο κρατικός μηχανισμός δεν τον «στήριξαν» στην προσπάθειά του!
Φτάνοντας στο 2002, το πολιτικό σκηνικό είχε αλλάξει άρδην. Στην εξουσία είχαν έρθει οι Ισλαμιστές με ισχυρή πλειοψηφία. Το στράτευμα έγινε δέκτης νέων εκκλήσεων για πραξικόπημα. Θαρρεί κανείς ότι διαμορφώνονταν οι απαιτούμενες συνθήκες. Ο Στρατός περιορίστηκε όμως σε «προσεκτικές» παρεμβάσεις. Τι είχε αλλάξει; Διαγράφοντας μια αισιόδοξη εκδοχή των πραγμάτων, που παραβλέπει σχεδόν τον ρόλο των Ισλαμιστών στη σύνταξη του κατηγορητηρίου, στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ισλαμική «Γιενί Σαφάκ», ο δημοσιογράφος, Αβνί Οζγκούρελ, διακρίνει αλλαγή στη στάση των Ενόπλων Δυνάμεων και τοποθετεί την έναρξή της χρονικά στα 1999, έτος που συμπίπτει με τη διακυβέρνηση του συνασπισμού Ετσεβίτ-Γιλμάζ-Μπαχτσελί και τα εγκαίνια της ενταξιακής πορείας της χώρας στην ΕΕ. («Γιενί Σαφάκ» 19.1.2009). Ο Οζγκούρελ πιστεύει ότι τότε οι στρατηγοί είχαν πάρει μια απόφαση για το κράτος και ότι αυτή προέβλεπε ελεγχόμενη εξυγίανση και του ίδιου του στρατεύματος από τα κακοποιά στοιχεία που δρούσαν στις τάξεις του παρακράτους. Αυτήν την εξυγίανση δεν θα μπορούσε να την αναλάβει άλλος, βέβαια, από τη Δικαιοσύνη που ελέγχεται ακόμη από τους Κεμαλικούς κύκλους. Το ενδεχόμενο μιας συνεννόησης με τον Στρατό -με τους όρους που αυτός έθεσε- ενισχύεται πάντως από τη στάση που τήρησαν οι Ένοπλες Δυνάμεις μετά τη συνάντηση Ερντογάν-Μπουγιούκανιτ στο παλάτι Ντολμάμπαχτσε τον Μάιο του 2007. Μετά την εν λόγω συνάντηση, οι παρεμβάσεις του Στρατού στα πολιτικά πράγματα, που ήταν έντονες έως την παραμονή (27 Απριλίου), πράγματι μετριάστηκαν.
Παρά τα πολλαπλά κύματα συλλήψεων, όλα δείχνουν ότι το κουβάρι της διαπλοκής, που βαραίνει τις πλάτες κυρίως της Κεμαλικής παράταξης, θέλει αρκετό χρόνο και αποφασιστικότητα για να ξεδιαλυθεί. Ποιος μπορεί όμως να μας εγγυηθεί ότι η οργάνωση θα εξαρθρωθεί τελείως και δεν θα προκύψουν παραπλήσιοι μηχανισμοί; Ή ότι η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ επιθυμεί απλώς να μειώσει την ισχύ των Κεμαλιστών στην οργάνωση, ώστε να αποκτήσει δικαίωμα λόγου σε αυτήν; Γιατί, όπως πολύ ορθά μας υπενθυμίζει ο Οζγκούρελ, το τουρκικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να απαλλαχθεί εύκολα από τέτοιες οργανώσεις. Κι' αν ακόμη πραγματοποιηθεί, αυτό θα είναι πρόσκαιρο και θα προκύψουν σύντομα νέα σχήματα. («Γιενί Σαφάκ» 20.1.2009). Πρόκειται περί μιας έμφυτης ροπής του συστήματος προς την παράνομη οργάνωση και την αυθαίρετη εκτέλεση σχεδίων. Άλλωστε, κράτος και παρακράτος φαίνεται να αποτελούν τις δύο όψεις του Ιανού στην Τουρκία, καθώς διέπονται από μια αμφίδρομη σχέση, όπου οι απειλές κατά της ασφάλειας και της ακεραιότητας της χώρας που θέτει το ένα, αποτελούν τον λόγο ύπαρξης του άλλου. Ενώ αυτό που χρειάζεται η Τουρκία είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες για δημοκρατικό διάλογο, όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις και θεσμοί θα συμμετάσχουν επί ίσοις όροις.
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
Το Παρόν της Κυριακής - 25.01.2009