Monday, February 2, 2009

Οι αγώνες της Σαντάς




Κατά το 1665- αναφέρει ο Νυμφόπουλος- επαναλήφθηκαν από τους Τούρκους με ολη την φρικαλεότητα τους οι βιαοπραγίες και οι καταπιέσεις εναντίον των Ελλήνων.

Μανιασμένα και φανατισμένα μπουλούκια Τούρκων υπό την οδηγίαν σκληρών και απάνθρωπων αγάδων που λεγόντουσαν τερεμπέηδες, διέτρεχαν τον Πόντο απ' άκρη σε άκρη κι έφερναν παντού τον θάνατο, την ερήμωση και την καταστροφή.

Μερικοί από τους Τούρκους, αφού χυμούσαν στα ελληνικά χωριά κι οργίαζαν τρώγοντας και πίνοντας ή ζητώντας όμορφες γυναίκες, στο τέλος απαιτούσαν να τους δώσουν και ντις παρασι ή ντίς κιρασί δηλαδή πληρωμή ενοίκιο δοντιών για τον κόπο πού υπόβαλαν τα σαγόνια τους και για την τιμή που κάναν στούς Χριστιανούς να τραγανίσουν τ’ αγαθά τους.

Μόνο η Σαντά είχε κάποια ησυχία και σιγουριά τούτη την περίοδο, κλεισμένη καθώς ήταν μέσα στα ψηλά βουνά της, μ’άντρες αρματωμένους κι επικίνδυνους και με το προστατευτικό φιρμάνι του σουλτάνου.

Αλλά κι αυτή ακόμα δεν μπορούσε να είναι ξένοιαστη, γιατί οι γύρω Τουρκοι, συνηθισμένοι ν’ αρπάζουν ότι ήθελαν, δεν μπορούσαν να χωνέψουν μια τέτοια ανεξαρτησία των Σανταίων, τους είχαν στο μάτι και θέλαν να βάλουν χέρι στα μέρη τους, προ παντός στα όμορφα «Παρχάρια» τους –βοσκές και τόπους παραθερισμού.

Έτσι, ο κίνδυνος ήταν πάντα κοντά και οι Σανταίοι έτοιμοι να χτυπηθούν με τους φανατισμένους και αχόρταγους γείτονες εχθρούς τους, που τους μισούσαν. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, έξαφνα, πρόβαλε ένας καινούργιος δυνάστης στα γύρω, ο φοβερός τερέμπεης Χατζή Σαλόγλου από την Τόνια, που δεν ρήμαζε μονάχα τους χριστιανούς, αλλά τάβαζε και με τους γείτονες Τούρκους αγάδες τιμαριούχους.

Με την κατάσταση που επικρατούσε τότε στον Πόντο τρωγόντουσαν μεταξύ τους και οι Τούρκοι αγάδες και μάχονταν να βάλουν πάνω χέρι ο ένας στο τιμάριο του άλλου.

Αυτός λοιπόν, ο Χατζής Σαλόγλου ,αφού πολέμησε τους γύρω αγάδες και τους νίκησε τοσο, ώστε έκρινε πως έφτασε η ώρα να βάλει χέρι και στην περήφανη βουνίσια πολιτεία για ν’ αναγνωριστεί αγάς της Σαντάς.

Το αγαλίκι τούτο το κυνηγούσαν κι άλλοι Τούρκοι γιατί ο τίτλος βάρυνε πολύ- δεν ήταν λίγο να χει ένας αγάς στην εξουσία του τους άντρες εκείνους που είχαν βγάλει τέτοιο όνομα.

Μεγάλο παλικάρι πίστεψε στον εαυτό του ο Χατζής Σαλόγλου και έστειλε ανθρώπους του να τρίξουν τα δόντια στούς Σανταίους και να του ζητήσουν φόρους.

Εκείνοι είπαν ότι θα δώσουν και βάλθηκε να κοιτάξουν πως θα γλιτώσουν απ’ αυτόν τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους.

Δεν ηταν καλή εποχή εκείνη για την Σαντά. Οι πολύχρονοι αγώνες είχαν πλάσει γερούς πολεμιστές, αλλά το κακό ήταν ότι αυτοί, εγωιστές κι αγρίμια όπως καταντούσαν απ’ τις νικηφόρες συγκρούσεις με τους Τούρκους, μόλις περνούσε ο κίνδυνος πιανόντουσαν και μεταξύ τους κι’ακολουθούσαν σκοτωμοί μεταξύ τους.

Οι σκοτωμοί γεννούσαν μίση και διχόνοιες κι’ έδινε κι έπαιρνε η βεντέτα. Αλλά όπως γινόταν και στην Ελλάδα, μόλις κινδύνευε η πατρίδα ξεχνούσαν τα προσωπικά τους και όλοι μαζί τρέχαμε για τον σωσμό της.

Ένας οπλαρχηγός μονάχα θα μπορούσε να σώσει τη Σαντά τούτο τον καιρό, κρίναν όλοι οι Σανταίοι-κι αυτός ήταν ο Χαράλαμπος Αμοιράς, ξακουστός πολεμιστής, που για το άφοβο χαρακτήρα για την παλικαριά του λεγόταν Κούρτος.

Η λέξη αυτή στα τουρκικά σημαίνει λύκος –Κουρτ- και ο Αμοιράς είχε δεχτεί πραγματικός λύκος ανήμερος στις μάχες με τους Τούρκους.

Τα παλιότερα χρόνια, μάλιστα είχε κάνει και υπασπιστής σε έναν άλλον παρά, των Μακούλογλου, γιατί και αυτό συνηθιζόταν στα μέρη εκείνα, όπως και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αγάδες και πασάδες να διαλέγουν αντρειωμένους πολεμιστές από τη Σαντά, που με ευχαρίστηση πολεμούσαν τους εχθρούς του Αγά, αλλά και των Ελλήνων, άλλους Τούρκους αγάδες.

Όμως ο Κούρτος έλειπε από τη Σαντά, απ’ όπου είχε φύγει τον καιρό των εσωτερικών καυγάδων και των σκοτωμών, ζούσε στο Ερικλή κι’ είχε ορκιστεί να μην ξαναγυρίσει πίσω στην πατρίδα αν δεν σκοτώσει πρώτα κάποιον από την εχθρική του οικογένεια των Γιακωβάντων.

Τι να κάνουν οι Σανταίοι; Παρ’ όλα αυτά πηγαίνουν και το βρίσκουν και του λένε το και τό, η Σαντά κινδυνεύει γιατί ο φοβερός Χατζή Σαλόγλου έστειλε ανθρώπους και θέλει να την κάνει αγαλίκι του.

Ξεχνά αμέσως τα προσωπικά του ο Κούρτος, αφήνει τον όρκο του και παίρνει τον δρόμο για την Σαντά, όπου τη μέρα του ερχομού του βρισκόντουσαν ακόμα οι απεσταλμένοι του αγά. Στέλνει λοιπόν, άνθρώπους του και τους μηνά:

-Ο Κούρτος σας δίνει διαταγή το ίδιο τούτο βράδυ να βγείτε από τα σύνορα της Σαντάς, αν αγαπάτε τη ζωή σας.

Οι Τούρκοι τρέχουν στον αρχηγό του αποσπάσματος και του λένε ότι αυτό κι αυτό μας λέει ο Κούρτος. Σκυλιάζει ο αρχηγός και στέλνει τρείς, τους πιο γερούς ανθρώπους του, να πάνε στο σπίτι του Κορτου και να του πάρουνε τα όπλα.

Πάνε εκείνοι κι ο Κούρτος τους ρίχνεται, τους παίρνει τα δικά τους όπλα και τους λέει:

-Nα πείτε στο γενναίο τον αρχηγό σας ότι τα δικά μας όπλα ας έλθει να τα πάρει ο ίδιος.

Φούντωσε ο αρχηγός, έστειλε και άλλους -τους πιο ψυχωμένους που είχε- αλλά και αυτοί πάθαν τα ίδια και χειρότερα, έτσι που κατάλαβε ο Τούρκος ότι η άδικα κόπιασε, γύρισε πίσω στο Χατζή Σαλόγλου με τους άντρες του και του είπε, ότι όσο ζούσε ο Κούρτος ήταν πολύ δύσκολο να υποτάξει τη Σαντά και να την κάνει αγαλίκι του.

Κατάλαβε τότε κι ο αγά πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να βγάλει από τη μέση τον επικίνδυνο Ρωμιό, παρά μόνο με μπαμπεσιά, να τον σκοτώσει.

Γι’ αυτό περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία και σε λίγο καιρό έστειλε οχτώ ανθρώπους του στο πανηγύρι του Αϊ Γιάννη 29 Αυγούστου, τάχα για να γλεντήσουν με τους χριστιανούς, αλλά με τον σκοπό να βρούν τον Κούρτο σε μια μπόσικη στιγμή και να του ρίξουν. Το μάθε εκείνος, ξέφυγε μάζεψε πάλι τα παλικάρια του και είχε άγρυπνα τα μάτια του ολούθε.

Κάποια βραδιά φτάνουν πάλι στη Σαντά αλλοι απεσταλμένοι του αγά και φέρνουν βόλτα επιδεικτικά στους δρόμους.

Καθώς τους έπιασε, όμως ,βροχή μπήκαν κάπου, άναψαν φωτιά και ζεσταινόντουσαν. Τ’ ακούει ο Κούρτος, παίρνει μαζί του μερικούς συντρόφους του και να τος ξαφνικά μπροστά τους. Τινάζονται εκείνοι ν’αρπαξουν τα τουφέκια:

-Ταβρανμάϊν!
Ουρλιάζει ο Κούρτος- όπως θα λέγαμε μην κουνιέστε-χυμά πάνω τους με τα παλικάρια του και τους δένει χειροπόδαρα. Τους κρατά όλη τη νύχτα και το πρωί σπάζει μερικά αυγά, τους πασαλείβει τα μούτρα, τους βάζει μπροστά στη φωτιά να ξεραθούν κι ύστερα δενει στην πλάτη του καθενός από ένα ψωμι και λέει.

-Το ξέρω ότι είσαστε πεινασμένοι, γι αυτό σας δίνω αυτά τα ωραία ψωμιά της Σαντάς. Μπορείτε να φάτε ο ένας από την πλάτη του άλλου. Άϊντε λοιπόν τραβάτε στον αγά σας και να του πείτε όλα όσα είδατε.

Πήραν το δρόμο εκείνοι και έφτασαν στο φρούριο της Τούφας, όπου βρισκόταν ο αγάς. Του είπαν το τι πάθανε και τότε εκείνος τρελλάθηκει απ’ το κακό του κι ορκίστηκε ότι θα αφανίσει την καταραμένη πολιτεία, θα πιάσει αιχμαλώτους όλους τους Σαντέους και δεν θα αφήσει λιθάρι επάνω σε λιθάρι στον τόπο τους.

Μάζεψε γρήγορα λοιπόν όση δύναμη μπορούσε, 600 άντρες απ το δικό του τιμάριο και 300 απ’ την περιφέρεια της Βαϊβούρτης, έτσι ώστε να έχει μαζί του μπόλικο ασκέρι για να τσακίση μια και καλή εκείνους τους γκιαούριδες που τόλμησαν να εξευτελίσουν τους ανθρώπους του.

Τα μαθαίνουν οι Σανταίοι και μαζεύονται για να σκεφτούν πως θα μπορούσαν να παραβγούν σε μια τόσο μεγάλη δύναμη, όλοι οι πολεμιστές- ο Κούρτος κι ο Τριαντάφυλλος Βελβελές από το χωριό Ισχανάντων, ο Γερονόσογλους από το Πινατάντων, οι Τσιλιγκιάρηδες από το Ζουρνατζάντων, οι Κουρτάντ από το Πιστοφάντων ,ο Βελής Μούτας από το Τερζάντων κι άλλοι από τις άλλες ομάδες και ενορίες, τα λένε συζητάνε κι αποφασίζουν να πιάσουν το κατάλληλο μέρος- ένα βράχο που κρέμεται επάνω στη λαγκαδιά , λίγο παρακάτω από ένα στενό που λεγόταν Φουρνόπον.

Από εκεί μπορούσα να φυλάνε το πέρασμα προς τα χωριά του Σαντάς, ώστε μόλις θα πρόβαλε ο αγάς με το ασκέρι να τον βαρέσουν από ψηλά με σιγουριά.

Φτιάξαν γρήγορα μοναχοί τους το μπαρούτι που του χρειαζόταν κι έστειλαν ένα δικό τους - τον Δαμιανό Τσουμπάνο – σ’ έναν γείτονά τους Τούρκο αγά, τον Χαβούζ ογλού, ζητώντας τη βοήθειά του. Εκείνος όμως, δίσταζε να τα βάλει με το φοβερό Χατζή Σαρόγλου, τρόμαζε με την τόση δύναμη που μάσεψε κι αρνήθηκε να βοηθήσει τους Σανταίους. Αλλο δεν έμενε, λοιπόν παρά να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.

Απέναντι στούς 1000 περίπου άνδρες του Τούρκου αγά ήσαν πολύ λίγοι οι Σανταίοι πολεμιστές, αλλά υπήρχαν κι οι γυναίκες. Ξεσηκώνονται και αυτές, ανασκουμπώνονται για τον αγώνα και μαζεύουν σωρούς τις πέτρες στο μέρος όπου κρίθηκε κατάλληλο για τη μάχη και απ’όπου θα μπορούσαν να τις ρίχνουν στα κεφάλια των στρατιωτών του επιδρομέα. Δεν ήξεραν όμως από που θα περνούσε ο Χατζής Σαρόγλου- υπήρχαν κι άλλα περάσματα-γι’ αυτό και βάλαν από 3 σκοπούς σε τρία άλλα μέρη και τους είπαν ότι όποιοι δούνε τον εχθρό, θα ρίξουν της Τουρκίας για ειδοποίηση.

Οι άλλες ομάδες παρατάχθηκαν όπως κρίναν καλύτερα και περίμεναν όλοι τους μετατίθεται στο χέρι. Αφού τόσο κουτός συγχώνε όλους τους με το τουφέκι στο χέρι.Άφοβος ο Κούρτος ψύχωνε ολους και τους έλεγε ,ότι όσοι και ΄νάναι οι Τούρκοι να μην κιοτέβουν,γιατί σίγουρα θα τους τσακίσουν τα πλευρά απ’ τις καλές εκίνες θέσεις που κρατούσαν.

Άξαφνα ακούγονται οι τρείς τουφεκιές από το πέρασμα που είχαν σωστά υπολογίσει και τότε ρίχνονται κι’ οι άλλες μικρές ομάδες που είχαν σκορπιστεί στα γύρω, ανεβαίνουν προς το βράχο, ταμπουρώνονται καλά και μόλις άρχισε να ζυγώνει το ασκέρι του αγά, δίνει το σύνθημα ο Κούρτος.

Ανάβει αμέσως το τουφεκίδι, πέφτουν βροχή πέτρες, χτυπάνε οι άντρες, ρίχνουν οι γυναίκες, βόλια σφυρίζουν, κοτρόνες κατρακυλάνε προς τα κάτω, γεμίζει αντάρα ο τόπος και αντιλαλούν τα βουνά της Σαντάς, τα χανουνε οι Τούρκοι καθώς βρισκόντουσαν αφύλαχτοι κάτω από τους ταμπουρωμένος πολεμιστές.

Κάθε προσπάθεια για να περάσουν ήταν μάταιη, το βλέπε και σκύλιαζε ο αγάς αλλά τι μπορούσε να κάνει μπροστά σε κείνους τους αναθεματισμένους τους διαβόλους κι εκείνες τις λυσσασμένες τις γυναίκες τους, που ρίχναν βροχή τις πέτρες και ανοίγαν τα κεφάλια των αντρών του

-Απάνω τους, ούρλιαζε. Απάνω στους γκιαούρηδες!

Που όμως «απάνω τους»;. Πώς να σκαρφαλώσουν αφύλαχτοι σε κείνα τα κακοτράχαλα τα μέρη, αφού πίσω από κάθε πέτρα κρυβόταν και ένα τουφεκι; Όσο ανηφόριζαν τόσο φούντωνε το κακό και η λύσα των Σανταίων. Σε κίνδυνο μεγάλο βρισκόταν τώρα και ο ιδιος ο αγάς-βαϊ ντινινι,ιμανινι- βλαστημάει και δίνοντας διαταγή για οπισθοχώρηση στρέφει και παίρνει δρόμο προς τα κάτω.Φευγιό των Τούρκων, φωνές και αλαλαγμοί Ρωμιών, βλέπει ο αδελφός του Κούρκου ο Ταγουστανλης τον ίδιο το Χατζή Σαλόγγου που πήρε την τρεχάλα, τον σημαδεύει και τον ρίχνει. Το βόλι όμως, δεν πέτυχε τον ίδιο αλλά το άλογό του, πεφτει το ζωντανό, κατρακυλά και ο ίδιος, φωνές, χαρές, αντάρα, χαλασμός.

Νύχτα έφτασε στην Τούφα ο αγάς με το ασκέρι του, ντροπιασμένος και μανιασμένος το κλακό του. Μπα, δεν ήταν να το χωνέψει τέτοιο μασκαριλίκι και σχεδίαζε πως θα μπορούσε σ΄ένα δεύτερο γιουρούσι να δώση τη φούχτα των γκιαούρηδων το μάθημα που χρειάζονταν.

Ούτε όμως και οι Σανταίοι ησύχασαν με τη νίκη τους. Ήξεραν ότι ο αγάς ήταν εκδικητικός και σίγουρα θα επιχειρούσε και άλλα γιουρούσια, ίσως με μεγαλύτερες δυνάμεις, γι αυτό και ζήτησαν αμέσως να βρούν κάνα Τούρκο σύμμαχο, επειδή οι ίδιοι ήσαν λίγοι. Για το σκοπό αυτόν σκέφτηκαν να προσφέρουν το αγαλίκι της Σαντάς σε κάποιον άλλον αγά, που νάναι, όμως φίλος τους, να τους βοηθά την ώρα της ανάγκης και να μην ανακατεύεται στα εσωτερικά τους -μόνο με αυτόν τον τρόπο δέχονταν την προσφορά του τίτλου.

Μαζεύτηκαν λοιπόν, τα συζήτησαν και αποφάσισαν να αποκηρύξουν τον Χαφούζ ογλού που κιότεψε και αρνήθηκε να τους βοηθήσει την ώρα της ανάγκης. Στη θέση του ανακήρυξαν αγά της Σαντάς τον φίλο τους Κιουτσουκ Αλή Χατζόγλου Κιουτσούκ άλλη Χατζόγλου από την Ούζη, που με μεγάλη χαρά δέχτηκε το αγαλίκι μαζί με τη συμφωνία για βοήθεια.

Η γνώμη των Σανταίων ήταν να χτυπήσουν αμέσως τον χατζή Σαρόγλου στη φωλιά του και όχι να περιμένουν το καινούργιο του γιουρούσι, γιατί ετσι θα χάνονταν πολύτιμος καιρός, αλλά και θα προετοιμαζόταν καλύτερα ο εχθρός τους. Σύμφωνος ήταν και καινούργιος σύμμαχός τους και έτσι ξεκίνησαν 110 Σανταίοι αρματωμένοι, ενώθηκαν με 39 Τούρκους τρου Κιουτσούκ αλή κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για το φρούριο της τούφας, χτύπησαν το κονάκι του αγά, έκαψαν το φρούριο και σκότωσαν πολλούς άντρες του Χατζή Σαρόγλου, που τρομαγμένος εφυγε τη νύχτα στο χωριό Μεσαρέ κι από κει στο χωριό Καλάνεμα της περιφέρειας του Πλατάνου.

Ύστερα από αυτό οι νικητές πήραν πάλι τα βουνά τους ρίχνοντας μπαταριές χαράς και όλος ο πληθυσμός της Σαντάς βγήκε να τους υποδεχτεί, έναν μόνο Σανταίος είχε σκοτωθεί στη μάχη. Όσο για τον Κιουτσούκ άλή οι ντόπιοι ιστορικοί τον επαινάνε γιατί πολέμησε κι αυτός παλληκαρίσια με τους 39 δικούς του.

Άλλη σύγκρουση δεν αναφέρεται μ’εκείνον το φοβερό εχθρό των Σανταίων, παρά μόνο ότι το 1829 προσπαθησε πάλι να μαζέψη δύναμη για εκδίκηση,αλλά τα σχέδια του τα ματαίωσαν οι Σανταίοι καταγγελλοντας τον στο βαλή της Τραπεζούντας, που πήρε μέτρα κι έτσι ησυχάσαν οριστικά από δαυτον.

Έμεινε ομως,τώρα εχθρός τους ο Χαφούζ ογλού,ο αγάς δηλαδή που είχαν αποκηρύξει.Αυτός είχε θυμώσει για την καθαίρεσή του,πολύ περισσότερο γιατί οι Σανταίοι τον κατηγόρησαν οτι κιότεψε και δεν κράτησε τον λόγο του.Έτριζε τα δόντια του κι' απειλούσε οτι θα συγυρίσει τους Σανταίους,αν δεν άλλαζαν την απόφασή τους.

Προχωρώντας μάλιστα απ'τα λόγια στην πράξη,παραμόνεψε κάπου,καθώς έμαθε οτι 20 Σανταίοι γυρνούσαν απο την Βαϊβουρτη στο χωριό τους,τους έπιασε και τους φυλάκισε.Χωρίς να χάσουν καιρο οι Σανταίοι στέλνουν αμέσως στο χωριό του αγά 50 παλληκάρια,που του μηνάνε:

-Αγά,θα κάψουμε εσένα και το χωριό σου αν δεν λευτερώσης αμέσως τους πατριώτες μας.Ο Χαφούζ ογλού που δεν ξεχώριζε και για μεγάλη αντρειοσύνη,οχι μονάχα λευτέρωσε αμέσως τους αιχμαλώτους,αλλά χάρισε στους προεστούς της Σαντάς απο ενα περσικό σάλι,για να δείξει τις καλές προθέσεις του και ν' αρχισει μαζί τους μια καινούργια περίοδο φιλίας.

Έτσι καλμάρανε εκείνοι κι αργότερα του ξαναδώσαν το αγαλίκι,αλλά χωρίς το δικαίωμα ν'ανακατεύεται στα εσωτερικά τους.

Αποσπασμα απο το βιβλιο του Μιλτιαδη Νυμφόπουλου "Ιστορία της Σαντάς"