Friday, May 8, 2009

Οι Πόντιοι και η μουσική τους στο “ΔΙΦΩΝΟ”



Εξ εώας τα τέκνα σου

Το ελληνικό κράτος ποσώς νοιάστηκε για τη διατήρηση του γλωσσικού ιδιώματος των Ποντίων, ίσως καθώς κανένα άλλο κράτος δεν ήγειρε αξιώσεις πάνω τους.Ούτε καν ευτύχησαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας από τους θιασώτες της πολυπολιτισμικότητας. Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του δημοσιογράφου Κωστή Δρυγιαννάκη στο “ΔΙΦΩΝΟ” – τεύχος 160 Απρίλιος 2009. Οι τουρκικοί τουριστικοί οδηγοί γράφουν για τα γεγονότα της περιόδου 1922-1923: «Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας, οι Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή επέστρεψαν στη χώρα τους». Στη χώρα τους; Επέστρεψαν; Είχαν ζήσει στον Πόντο επί 3.000 χρόνια, και η ποντιακή γλώσσα ήταν εντελώς ακατανόητη για τους Αθηναίους του εικοστού αιώνα.
Το ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη Μαύρη Θάλασσα ιχνηλατείται ήδη στο μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας· η πρώτη ιστορική αποικία φαίνεται πως είναι η Σινώπη περί το 800 π.Χ. Σύντομα οι Έλληνες επεκτάθηκαν και 01new2.inddσε όλη την παραλία της θάλασσας αυτής, ιδρύοντας πόλεις όπως η Τραπεζούντα, το Παντικάπαιο, η Ολβία, η Κύζικος, η Φαναγόρεια κ.ά. Λόγω της γεωμορφολογίας, αλλά και των πληθυσμιακών ιδιαιτεροτήτων της ενδοχώρας, οι Έλληνες παραμένουν γενικά στην παραθαλάσσια ζώνη και χαρακτηρίζονται Πόντιοι (θαλασσινοί). Στην ελληνιστική εποχή ο Μιθριδάτης ο Κτίστης οργανώνει τα παράλια αυτά σε βασίλειο, το οποίο θα γίνει υποτελές των Ρωμαίων, το 65 π.Χ., για να καταλυθεί από τους Ούννους τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Η βόρεια πλευρά θα γνωρίσει στη συνέχεια διάφορους επιδρομείς: Βουλγάρους, Τατάρους, Βενετούς, Μογγόλους, Τούρκους κ.ά. Η νότια παραλία θα ενσωματωθεί στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δίνοντας μάλιστα τη βασιλική οικογένεια των Κομνηνών, τον ενδέκατο αιώνα.

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, δημιουργείται η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία πέφτει στα χέρια των Οθωμανών το 1461. Οι δυσκολίες των οθωμανικών χρόνων προκαλούν εξισλαμισμούς και κύματα μετανάστευσης από τη νότια προς τη βόρεια πλευρά, η οποία σταδιακά περνά στη ρωσική κυριαρχία. Κύμα βίας εμφανίζεται με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού, σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας της αποτυχημένης απόπειρας των Ρώσων να αυτονομήσουν την περιοχή. Μέσα σε μια δεκαετία, οι νεκροί ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Το 1923, με τη συνθήκη της Λοζάννης, οι χριστιανοί Πόντιοι εκτοπίζονται στο ελληνικό κράτος και εγκαθίστανται κυρίως στις βόρειες περιοχές του. Σε διάφορα κύματα, με μεγαλύτερο αυτό του 1991, και από τη βόρεια πλευρά της Μαύρης Θάλασσας πολλοί ελληνογενείς έρχονται στην Ελλάδα. Ωστόσο, όλες αυτές οι μετακινήσεις αφήνουν στα παράλια του Πόντου, μέχρι και σήμερα, σημαντικού μεγέθους πληθυσμούς ελληνικής καταγωγής[i].

marioupoliΤα παράλια της Μαύρης Θάλασσας καλύπτουν περίπου 4.000 χιλιόμετρα, μοιρασμένα σε έξι κράτη. Σε τέτοια έκταση είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς με γενικεύσεις για τον πολιτισμό. Οι ανακατατάξεις του εικοστού αιώνα κάνουν το θέμα ακόμη πιο πολύπλοκο, καθώς εμφανίζονται παρακλάδια που ακολουθούν το καθένα τον δικό του δρόμο. Οι όροι και οι ταυτότητες διαμορφώνονται ανάλογα με τη σκοπιά των ομιλούντων, συχνά και ανάλογα με τις πολιτικές τους απόψεις. Ενδεικτικά οι πληθυσμοί που μετακινήθηκαν από την πρώην ΕΣΣΔ στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται συλλήβδην Ρωσοπόντιοι. Οι ίδιοι άνθρωποι, στην ΕΣΣΔ και στους επιγόνους της, χαρακτηρίζονταν πάλαι ποτέ Πόντιοι, αλλά σταδιακά είχαν μετατραπεί σε κοινούς Έλληνες. Ο όρος Πόντιος έμεινε εν χρήσει για τους ελληνογενείς της νότιας παραλίας του Πόντου, ωστόσο στο κείμενο που ακολουθεί θα τον μεταχειριστούμε για όλους τους ελληνογενείς της Μαύρης Θάλασσας.


Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στους εκεί Πόντιους υπήρξε κυριολεκτικά κυκλοθυμική: από την προσπάθεια κωδικοποίησης της γλώσσας και αναπροσαρμογής της γραφής της τη δεκαετία του ‘20, ως τους διωγμούς και τις προσπάθειες βίαιης αφομοίωσης στα τέλη της δεκαετίας του ‘30


Αλισβερίσια σε αρχαίες γειτονιές

Σε όλο τον κόσμο οι κουλτούρες είναι κατ’ αρχήν τοπικές και οι γείτονες αλληλοεπηρεάζονται. Σίγουρα η γεωγραφική απομόνωση βοηθά τη διατήρηση παλαιότερων στοιχείων –ενδεικτικά, οι Πόντιοι εξακολουθούν να προφέρουν το ήτα σαν έψιλον και το αυ σαν αου. Η αλληλεπίδραση όμως με τους Τούρκους και τους Λαζούς είναι εμφανής στην ενδυμασία και στη γλώσσα, αντίστοιχα κι αυτή με τους Τατάρους και τους Ρώσους στις βόρειες παραλίες. Οι θρησκείες κάνουν το παζλ ακόμη πιο πολύπλοκο. Η γλωσσική ποικιλία δείχνει αμέσως πόσο χονδροειδείς είναι οι ταξινομήσεις των γλωσσολόγων[ii], πόσο εύκολες είναι οι διαστρεβλώσεις που υπηρετούν πολιτικές ή άλλου είδους σκοπιμότητες, και πόσο εύθραυστες και λεπτεπίλεπτες είναι οι ίδιες οι γλώσσες, που αλλάζουν και χάνονται, πτερόεσσες, μέσα σε λίγα χρόνια. Οι Πόντιοι στην Ελλάδα μιλούν πλέον μια γλώσσα αρκετά διαφορετική από των παππούδων τους στις παραλίες της Μαύρης Θάλασσας. Το ελληνικό κράτος ποσώς νοιάστηκε για τη διατήρηση του γλωσσικού ιδιώματος των Ποντίων[iii], ίσως καθώς κανένα άλλο κράτος δεν ήγειρε αξιώσεις πάνω τους. Ούτε καν ευτύχησαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας από τους θιασώτες της πολυπολιτισμικότητας, όπως συνέβη με τους Βλάχους ή τους Πομάκους.

Εξίσου περιορισμένο, όπως φαίνεται, υπήρξε και το ενδιαφέρον για την ιστορική πορεία των Ποντίων. Μόνο για τη σοβιετική πλευρά ξέρουμε κάποια πράγματα[iv]. Στην Ελλάδα, οι ακαδημαϊκές συζητήσεις φαίνεται να μονοπωλούνται από ερωτήματα του παρελθόντος[v]. Στην Τουρκία η αναγνώριση της πολυπολιτισμικότητας είναι ακόμη ταμπού, και οι συζητήσεις για ελληνογένεια και κρυπτοχριστιανισμό συχνά εκλαμβάνονται ως ελληνικός αλυτρωτισμός[vi]· ευτυχώς όμως τα τελευταία χρόνια και στις δυο πλευρές εμφανίζονται μελετητές που ασκούν αυτοκριτική, αντί να υπερτονίζουν τις φαυλότητες του επάρατου αντιπάλου. Οι ελληνικές κυβερνήσεις φέρουν σίγουρα τεράστιο μερίδιο ευθύνης για τους θανάτους χιλιάδων αθώων στη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Τα ολοκαυτώματα φαίνεται ότι ήταν βολικότερα στη διαχείριση από τα προσφυγικά κύματα[vii].

Η γιαγιά η Μάρθα έλεεν: «Εμάς, πουλάκι μ’, όντες θ’ εσκόναν εμάς ασό σαργερίν τ’ Άντρεσι εξέρετε πόσα φοράς έρθαν Τούρκ’ σο χωρίον και επαρακάλναν εμάς, μη φεύετεν, εμείς θα εμπένομεν εμροστά, κανείς κι’ θα πειράει σας»[viii].

Φαίνεται ότι εν πολλοίς τα δεινά των Ποντίων στις αρχές του εικοστού αιώνα δεν σχετίζονταν με ένα προαιώνιο μίσος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ή Ρωμιών και Τούρκων, αλλά κυρίως με τη σαρωτική άνοδο των στρατιωτικών στην εξουσία της μετέπειτα Τουρκίας και στη βίαιη εθνογένεση που οι τελευταίοι στόχευαν, και εν πολλοίς πέτυχαν να επιβάλουν. Η ισορροπία των διεθνών δυνάμεων στην περιοχή και οι καιροσκοπικές, βραχύβιες συμμαχίες δυσχέραναν τη θέση των Ποντίων ακόμη περισσότερο[ix]. Το τουρκικό στοιχείο προβάλλει μέσα από τα τραγούδια και τις λαϊκές αφηγήσεις συνήθως φιλικό και φιλόξενο και σπάνια ως φρικαλέος εχθρός. Αντίθετα οι πρόσφυγες συνάντησαν πλήθος εκδηλώσεων εχθρότητας από τους γηγενείς και ελάχιστα αισθάνθηκαν το ελλαδικό έδαφος σαν σπίτι τους. Τα χαζά ανέκδοτα που κατέκλυσαν κάποια στιγμή την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα στερεότυπο του Πόντιου ως αργόστροφου, αποδεικνύουν ότι αντιπροσφυγικός ρατσισμός εξακολουθούσε να υποβόσκει στην Ελλάδα του 1980. Οι Πόντιοι από το Νότο, ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες, αισθάνονται την τουρκική γλώσσα περισσότερο δική τους από τη νεοελληνική· και αυτό είναι ακόμη πιο έντονο στους Πόντιους της βόρειας πλευράς με τη ρωσική γλώσσα.

Το ταξίδι της λύρας

Ακρογωνιαίος λίθος στη γνώση μας για τη μουσική του Πόντου είναι οι ηχογραφήσεις που πραγματοποίησαν την περίοδο 1930-1931 η Μέλπω Μερλιέ και οι συνεργάτες της· ένα πλούσιο απάνθισμα εκδόθηκε από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο σε δύο άλμπουμ: Τραγούδια Του Πόντου (ΜΛΑ, 2003) και Τραγούδια Από Παράλιες Πόλεις Της Μικράς Ασίας Και Του Πόντου (ΜΛΑ, 2004)[x]. Αυτές οι τεράστιας σπουδαιότητας ηχογραφήσεις κατ’ αρχήν αποδεικνύουν την αδιάσπαστη συνέχεια της ποντιακής μουσικής μέσα στον εικοστό αιώνα· παρά τις επιδράσεις, ο πυρήνας της δεν έχει αλλάξει. Ο κεμεντζές, η ποντιακή λύρα[xi], βρίσκεται στο επίκεντρο και παίζεται με τις ίδιες χαρακτηριστικές συνηχήσεις. Ωστόσο, οι ηχογραφήσεις της Μερλιέ αποκαλύπτουν ακόμη ότι η μεγάλη ιδιαιτερότητα των Ποντίων, γλωσσική όσο και μουσική, η οποία εξελίχθηκε σε ταυτότητά τους μετά την έλευση στην Ελλάδα, αφορά μια συγκεκριμένη περιοχή του Ανατολικού Πόντου, χονδρικά από τη Σινώπη ως το Μπατούμ και τους πρόποδες του Καυκάσου. Τα δυτικότερα παράλια παρουσιάζουν παραδόσεις που, χωρίς να στερούνται ιδιαιτερότητας, βρίσκονται πλησιέστερα σε αυτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και των παραλίων του Αιγαίου, και μάλιστα θυλάκους τέτοιων παραδόσεων συναντά κανείς και στον Ανατολικό Πόντο, σε μέρη όπως η Οινόη ή η Κερασούντα.

Στις λιγοστές εκδόσεις εθνογραφικού ενδιαφέροντος διαπιστώνει κανείς πράγματι και άλλα ηχοχρώματα, όπως λόγου χάριν τραγούδια με σάζι, βιολί και ούτι. Τέτοια στοιχεία περιλαμβάνονται στη συλλογή του Γιώργη Μελίκη Βρύση Μου Μαλαματένια (Lyra 1993) και αρκετές αποχρώσεις τους ανιχνεύονται και στην παλιά εμπορική δισκογραφία, όπως σε δίσκους του Νίκου Τσιμαχίδη ή του Χρήστου Μαρουφίδη. Ζουρνάδες και νταούλια και το ασκί –αυτό που οι Τούρκοι ονομάτισαν τουλούμ και οι σλαβόφωνοι γκάιντα– συνηθίζονταν επίσης στον Πόντο. Η Μερλιέ καταγράφει Πόντιους ασκαυλητές, αλλά για τους ζουρνάδες φαίνεται πως η μόνη μας γνώση είναι αυτή που κληροδοτήθηκε στους σπουδαίους ζουρνατζήδες της Μακεδονίας, όπως τον Χρήστο Γευγελή[xii]. Ιδιαίτερη περίπτωση Πόντιου ζουρνατζή στην Ελλάδα είναι ο Βασίλης Εταιρίδης, που αποτυπώνεται στο δίσκο Ποντιακά Τραγούδια Με ζουρνά Και Νταούλ (Φορά, 2004). Μιλώντας για εθνογραφικές μελέτες, πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή του Στάθη Ευσταθιάδη: ενδεικτικός ο δίσκος Έταιρον Και Η Λυγερή (Εν Χορδαίς, 1998).

Οι καταστροφές και η προσφυγιά ανέκοψαν το ρου της ποντιακής μουσικής στην εποχή του γραμμοφώνου: οι ίδιοι οι Πόντιοι, πρόσφυγες πλέον, περιήλθαν σε δεινή οικονομική θέση επί μεγάλο διάστημα, ενώ για το πιο εύρωστο οικονομικά γηγενές ελλαδικό στοιχείο η ποντιακή παράδοση ήταν αρκούντως αλλότρια. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ωστόσο δισκογραφούνται ο Νίκος Παπαβραμίδης, ο Νίκος Σπανίδης και, κυρίως, ο Σταύρος Πετρίδης (1896-1949) και ο γιος του, Γώγος (1917-1984), που σύντομα κερδίζει τον τίτλο του πατριάρχη της ποντιακής λύρας. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, οι λίγες αυτές ηχογραφήσεις μόνο σποραδικά έχουν επανεκδοθεί. Ο Γιώργος Αμαραντίδης εξελίσσεται σε σημαντικό εκπρόσωπο της λύρας στο πανελλήνιο, καθώς συμμετέχει στο συγκρότημα της Δόρας Στράτου.


Το τουρκικό στοιχείο προβάλλει μέσα από τα τραγούδια και τις λαϊκές αφηγήσεις συνήθως φιλικό και φιλόξενο και σπάνια ως φρικαλέος εχθρός. Αντίθετα οι πρόσφυγες συνάντησαν πολύ εχθρότητα από τους γηγενείς και ελάχιστα αισθάνθηκαν το ελλαδικό έδαφος σαν σπίτι τους


Κορτσόπον, λάλ’ με

Η εμπορική δισκογραφία του ποντιακού τραγουδιού ακολουθεί μια πορεία σύγκλισης με την υπόλοιπη παράδοση, με απλούστερους και εντονότερους ρυθμούς, ψήγματα αρμονίας και κάποιες νεωτερικότερες ενορχηστρώσεις, χωρίς να απολέσει την ταυτότητά της. Ενδεικτικός της συνύπαρξης του κεμεντζέ με κλαρίνο και ντραμς είναι ο δίσκος του Νίκου Ιωαννίδη Ποντιακά (Fidelity, 1975).

Το 1974, ο Χριστόδουλος Χάλαρης απεκάλυψε στο ευρύτερο κοινό έναν σαραντάχρονο τραγουδιστή με φωνή που αμέσως εντυπωνόταν ανεξίτηλα στη μνήμη. Ο Χρύσανθος, Θεοδωρίδης στο επώνυμο (1934-2005), καταγόμενος από το Καρς του Καυκάσου, είχε ήδη παρουσία στη δισκογραφία και στον πρώτο του μεγάλο δίσκο, Τραγούδια Του Πόντου (Regal, 1973), όπου ήταν φανερή μια τάση επιστροφής στις ρίζες και μια τεράστια γνώση της παλαιάς παράδοσης. Ο Χρύσανθος τραγούδησε σε πέντε δίσκους τού Χάλαρη και έγινε γνωστός στο πανελλήνιο, ωστόσο αυτό δεν σήμανε μια ευρύτερη διείσδυση της ποντιακής παράδοσης στο νεοελληνικό στερέωμα, με τον τρόπο που συνέβη, ας πούμε, με την κρητική. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν υπήρξαν τραγουδιστές που τίμησαν την ποντιακή τους καταγωγή –ενδεικτικά η Λιζέτα Νικολάου και ο Στέλιος Καζαντζίδης– χωρίς όμως να μπουν βαθύτερα στην ποντιακή ιδιαιτερότητα. Εξαιρετική περίπτωση τραγουδιστή του ελαφρού ρεπερτορίου, ο οποίος επέστρεψε και δούλεψε στις ποντιακές του ρίζες, αποτελεί ο Γιάννης Φλωρινιώτης.

Τα ίδια χρόνια στη Θεσσαλονίκη το ποντιακό τραγούδι ξεκινούσε κι έναν άλλο δρόμο: είχε ήδη μπει στη νυχτερινή διασκέδαση –βήμα που πιστώνεται στον Χρύσανθο και στον Γώγο– και μερικοί τολμηροί επιχειρηματίες αποφάσιζαν να εμπλακούν με τη δισκογραφία, γυρίζοντας ουσιαστικά την πλάτη τους στην πρωτεύουσα. Ο πρώτος ήταν ο Βασίλης Παπαδόπουλος με την εταιρεία Βάσιπαπ· λίγα χρόνια μετά ακολούθησαν ο Αντώνης Βεργιάδης με τη Βεράν και οι αδελφοί Πετρίδη με την Έλλη. Η κίνηση αυτή της Θεσσαλονίκης γενικά δεν έφερε επιστημονικούς προσανατολισμούς, ιστορικούς ή λαογραφικούς, αντίθετα ήταν μια κίνηση προσανατολισμένη στο μουσικό παρόν· μάλιστα, χωρίς αυστηρή οροθέτηση στον ποντιακό χώρο[xiii]. Οι καθαρολογίες δεν την αφορούσαν· την αφορούσε η ζωντάνια. Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι εταιρείες αυτές εξελίχθηκαν σε μια εστία για δεκάδες νέους καλλιτέχνες, εδραιώνοντας έτσι ένα νέο μουσικό ιδίωμα, χαρακτηριστικό των Ποντίων της Ελλάδας πια. Μερικά χρόνια αργότερα, το ιδίωμα αυτό θα αποτελούσε το πρότυπο για τους Πόντιους της σοβιετικής πλευράς.

Από την πλουσιότατη αυτή κίνηση είναι δύσκολο να επιχειρήσουμε αξιολογήσεις, είναι σίγουρο όμως ότι η Θεσσαλονίκη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ήταν πλέον το μεγάλο κέντρο της ποντιακής μουσικής. Τραγουδιστές ή λυράρηδες, όπως ο Θεόδωρος Παυλίδης (1957-2003), ο Παυλάκης «Δραμινός» Καλαϊτζίδης, ο Γιάννης Τσανάκαλης, ο Παναγιώτης Ασλανίδης, o Στάθης Νικολαΐδης, ο Μιχάλης Καλιοντζίδης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και πολλοί άλλοι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν ήδη θρυλικοί. Οι καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης δεν δίσταζαν να κάνουν δίσκους αντιπολεμικού ή κοινωνικού περιεχομένου[xv] στην ποντιακή γλώσσα και στο ποντιακό μουσικό ιδίωμα, αποδεικνύοντας τη ζωντάνια της παράδοσής τους, και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να γράφονται νέοι ποντιακοί στίχοι και τραγούδια. Κατακλείδα αυτής της κίνησης, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αποτελεί ο ποντιακός κινηματογράφος.

Τα ίδια ακριβώς χρόνια, επιχειρείται άλλη μια προσέγγιση της ποντιακής κληρονομιάς. Ο Ηλίας Παπαδόπουλος (γ. 1951), έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στη Γερμανία και σπουδάζοντας αρχιτεκτονική και σύνθεση, αναζήτησε τη θέση της λύρας μέσα στον κόσμο της λόγιας δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, είτε σε σύνολα δωματίου είτε σε αυτοσχεδιαστικά σχήματα, με συνεργάτες όπως ο Peter Kowald, ο Θόδωρος Αντωνίου κ.ά. Οι λίγες δισκογραφικές κυκλοφορίες του αποκαλύπτουν απίστευτες δυνατότητες του οργάνου, όπως και την εξαιρετική πολύπλευρη δεξιοτεχνία του ίδιου του Παπαδόπουλου.

Τελευταία εξέλιξη στην ιστορία των Ποντίων στην Ελλάδα αποτελεί το ρεύμα των «παλιννοστούντων» από την πρώην σοβιετική επικράτεια, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κάποιοι από αυτούς ενσωματώθηκαν με επιτυχία στον υπάρχοντα ποντιακό κόσμο της Ελλάδας –τραγουδιστές όπως ο Αλέξης Παρχαρίδης, ο Γιάννης Τσιτιρίδης ή ο θαυμάσιος, νεότατος Χαράλαμπος Τσαντεκίδης– κάνουν ήδη καριέρα «χωρίς», όπως παρατηρεί ο Βασίλης Παπαδόπουλος, «ουσιαστικές διαφορές από τους προϋπάρχοντες Ποντίους της νότιας παραλίας». Όπως είναι βέβαια αναμενόμενο, αυτό το νέο κύμα φέρει σοβιετικές επιδράσεις και, καθώς τα σύνορα είναι πλέον ανοιχτά, πολλοί καλλιτέχνες διατηρούν μια στενή σχέση με τη ρωσική κυρίως πλευρά. Από αυτή τη ρωσοποντιακή γενιά ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι Europond, με δικό τους χρώμα, αντλώντας στοιχεία από τη νεότερη παράδοση των Ποντίων της Ελλάδας αλλά και από τη διεθνή ποπ σκηνή και, βέβαια, δεν στερούνται χιούμορ. Η δημιουργία χιπ-χοπ στην ποντιακή γλώσσα αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο παραμένει ζωντανή. Παραπλήσια περίπτωση είναι και αυτή των Οντισσέια, ο ήχος των οποίων σαφώς αποκλίνει από τον γνωστό ελληνικό, με πολύ έντονα πλήκτρα, που σχεδόν εκτοπίζουν τη λύρα και, με την ποντιακή γλώσσα υποβαθμισμένη σε βάρος της ρωσικής και της νέας ελληνικής.

Στην ξεχασμένη Ανατολή

Στην Τουρκία εκτιμάται ότι σήμερα ζουν περίπου 300.000 μουσουλμάνοι ελληνογενείς Πόντιοι. serra_xorosΟ προσδιορισμός τους είναι πλέον δύσκολος, καθώς η γλώσσα σταδιακά εγκαταλείπεται. Εικάζεται ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός κρυπτοχριστιανών[xvi], ωστόσο πολλοί είναι αυτοί που προτίμησαν να ενσωματωθούν στο νέο τουρκικό κράτος. Η ελληνική ρίζα μέσα στον τουρκικό περίγυρο εξελίχθηκε σε δυσβάστακτο και ουσιαστικά ανωφελές φορτίο και η αδυναμία –ή η απροθυμία– των ελληνικών κυβερνήσεων να συνδράμουν αυτό τον ελληνογενή πληθυσμό επέτεινε την αφομοίωσή του από την τουρκική πλευρά, που βολεύεται να τους χαρακτηρίζει Λαζούς και όχι Ποντίους[xvii]. Στην πραγματικότητα, ο όρος Μαυροθαλασσινοί είναι ο ρεαλιστικότερος, καθώς δηλώνει τόπο προέλευσης και όχι εθνοτική καταγωγή, πράγμα που εξακολουθεί να είναι ακανθώδες σημείο στην Τουρκία[xviii].
«Να το σταυρουλάκι» μου απάντησε και έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό σταυρό με αλυσίδα. Στο πίσω μέρος έγραφε Κωνσταντίνος 1921. «Πάρτε όλα τα χρυσαφικά αλλά το σταυρουλάκι θα το κρατήσω εγώ». «Μήπως είστε κρυπτοχριστιανός;» ρώτησα δειλά. «Όχι ακριβώς», απάντησε κατεβάζοντας το βλέμμα του, «αλλά… εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος». Άφωνοι σκύψαμε και φιληθήκαμε… σαν ξαδέρφια. Με παρακάλεσε η ιστορία αυτή να μείνει μεταξύ μας, αλλιώτικα θα κινδύνευε η καριέρα των δύο παιδιών του, που ήταν μόνιμοι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού αλλά και η δική του θέση, ως διευθυντού του τελωνείου. Επέμεινε «δεν έχει πια κανένα νόημα». Έφυγα χωρίς να πάρω τίποτα[xix].

Η παράδοση του Πόντου στην Τουρκία ακολουθεί τη δική της πορεία. Ανυπέρβλητη μουσική φυσιογνωμία υπήρξε ο Bahattin Çamurali (1928-198;) από τα Σούρμενα, και η φήμη του δεν λέει να ξεθωριάσει. «Για τους Ποντίους της Τουρκίας είναι ότι ο Γώγος Πετρίδης για τους Ποντίους της Ελλάδας» μου γράφει ο Özhan Öztürk, κορυφαίος μελετητής των παραδόσεων της Μαύρης Θάλασσας[xx]. Άλλοι σπουδαίοι λυράρηδες της παλαιάς γενιάς είναι ο Sadık Aynaci (1888-1946), ο Hüseyin Dilaver (1910-1964) και ο γιος του Fahrettin (γ. 1931), o Katip Şadi (γ. 1938) -δραστήριος ως σήμερα-, o Mehmet Sırrı Öztürk (γ. 1938), o Şevket Köroğlu (γ. 1947) κ.ά. Ο γνωστότερος ελληνόφωνος υπήρξε ο Yusuf Cemal Keskin (γ. 1954), ο οποίος έχει και ηχογραφήσεις στην ποντιακή. Σημαντική για την περιοχή ήταν η μουσικολογική εργασία του Hasan Maçkali Tunç (1912-1986), ένα απάνθισμα ηχογραφήσεων του οποίου εκδόθηκε προ ετών από την Kalan. Ανάμεσα στους νεότερους ξεχωρίζουν ο Fuat Saka (γ. 1952) και ο Volkan Konak (γ. 1967) fsvkμε πιο νεωτεριστική προσέγγιση· ηλεκτρικά όργανα παράλληλα με την ποντιακή λύρα έχουμε ακούσει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά εδώ είναι η αισθητική που δίνει άλλη προοπτική. Ο Saka συνεργάστηκε και με Πόντιους της Ελλάδας και η φήμη του είναι πλέον διεθνής· είχε προηγηθεί μια εικοσαετία διωγμών στη γενέτειρά του. Πρόκειται πλέον για μουσική προοριζόμενη για ευρύτερο ακροατήριο· η αναζήτηση κωδίκων επικοινωνίας οδηγεί σε αξιοθαύμαστες υβριδικές προτάσεις. Κοντύτερα στο λαϊκό ύφος κινούνται αστέρες όπως η Hülya Polat, η Cemile Cevherçiçek, ο Hayri Yaşar Karagülle κ.ά.

Μιλώντας για την τουρκική Μαύρη Θάλασσα, θα πρέπει οπωσδήποτε να μνημονεύσουμε και τους Λαζούς Birol Topaloglu (γ. 1965) και Kazim Koyuncu (1971-2005), με πλούσιες δισκογραφίες, ανάμεσα στις οποίες ακόμη και επιτόπιες καταγραφές· εξαιρετικό δείγμα ο δίσκος του Topaloglu Lazeburi (Kalan, 2001). Αμφότεροι έχουν τραγουδήσει και στην ποντιακή γλώσσα, ο Koyuncu μάλιστα είχε και πολιτική δράση. Τη δική τους ψηφίδα προσθέτουν και οι αρμενογενείς Χεμσίνοι, θαυμάσιο δείγμα της μουσικής των οποίων αποτελεί το συγκρότημα Vova, με έντονες αποχρώσεις της μουσικής του Καυκάσου. Ωστόσο, αυτός που έφερε τη μουσική της Μαύρης Θάλασσας σε ευρεία δημοσιότητα στην Τουρκία είναι ο Erkan Ocaklı, παίζοντας σάζι και διατηρώντας τη χαρακτηριστική προφορά της περιοχής.
Είναι πολύ δύσκολο να αποτολμήσει κανείς να ξεχωρίσει τι πραγματικά είναι ελληνογενές, τι τουρκογενές και τι λαζικό στην περιοχή του σημερινού Πόντου. Πιθανότατα υπάρχουν λαζικές επιρροές στην παράδοση των ελληνογενών από πολύ παλαιά και είναι φυσικό να έχει δεχτεί και η λαζική πλευρά αντίστοιχα ελληνικές επιρροές. Οι τρεις εθνότητες συμβίωσαν επί μακρόν ειρηνικά. Ενδεικτικά, οι Λαζοί ονομάζουν τους χορούς τους «χορόν» και «χορούμι» και φαίνεται ότι υπάρχουν τεράστιες ομοιότητες με τους ποντιακούς χορούς. Αυτό που είναι περίεργο, είναι ότι ελάχιστες ομοιότητες παρουσιάζονται σήμερα ανάμεσα στην ποντιακή παράδοση που ξέρουμε και στις ομόλογες παραδόσεις που καταγράφονται στη γεωργιανή πλευρά, παρά τη γλωσσική συνάφεια των Λαζών με τους Γεωργιανούς. Ανάλογα, εμφανής είναι και η επίδραση των τουρκικών φύλων στην ποντιακή κληρονομιά, παραπέμποντας μάλιστα σε ανατολικότερες τουρκικές παραδόσεις, από τους Ασίκηδες της Ανατολίας ως τους Αζέρους Ασούγ και τους Τουρκομάνους Μπαχτσί. Πολλοί Τουρκομάνοι του Πόντου επίσης χρησιμοποιούν κεμεντζέ και λένε τους χορούς τους «χορόν.



Ο Ηλίας Παπαδόπουλος αναζήτησε τη θέση της λύρας μέσα στον κόσμο της λόγιας δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, είτε σε σύνολα δωματίου είτε σε αυτοσχεδιαστικά σχήματα, με συνεργάτες όπως ο Peter Kowald και ο Θόδωρος Αντωνίου

Πολλές Μαύρες Θάλασσες

Στη βόρεια πλευρά, η γνώση μας είναι τελικά ακόμη πιο περιορισμένη. Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στους εκεί Πόντιους υπήρξε κυριολεκτικά κυκλοθυμική –από την προσπάθεια κωδικοποίησης της γλώσσας και αναπροσαρμογής της γραφής της[xxi], τη δεκαετία του ’20, ως τους διωγμούς και τις προσπάθειες βίαιης αφομοίωσης στα τέλη της δεκαετίας του ’30– πολιτική την οποία, αν και χαλάρωσε, λίγο άλλαξε ως την εποχή του Γκορμπατσόφ. Μεγάλος αριθμός Ποντίων εκτοπίστηκε στην Κεντρική Ασία και κάποιοι, όπως ο Λάκι Κασόγλου (γ. 1939), εξακολουθούν σήμερα να κάνουν καριέρα στο Καζαχστάν. Ανάλογες περιπτώσεις υπήρξαν ο σπουδαίος Γιώργος Μορφέσσης (1882-1957), ο Γιάννης Βουτυράς (1914-1976) και η Ξένια Γεωργιάδη (γ. 1949)· κοινό χαρακτηριστικό τους ότι δεν είχαν καμία σχέση με την ποντιακή παράδοση[xxii]. Στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου φαίνεται ότι η παράδοση της ποντιακής λύρας δεν διακόπηκε· αντίθετα, στην Αζοφική η λέξη κεμεντζέ (γκιμιτσά) δηλώνει το βιολί. Αυτή η περιοχή, με επίκεντρο τη Σαρτανά, κοντά στη Μαριούπολη της σημερινής Ουκρανίας, φαίνεται πως είναι η πλουσιότερη σε ελληνικές παραδόσεις· από κει προέρχονται οι καταγραφές του Αλέξανδρου Ασλά, οι μόνες μουσικές καταγραφές παραδόσεων των ελληνογενών πληθυσμών τα σοβιετικά χρόνια. Σήμερα, συγκροτήματα όπως οι Σαρτάνσκι Σαμοτσβίτι και οι Μπιρ Ταϊφά[xxiii] εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή· πρόκειται ουσιαστικά για λαογραφικούς συλλόγους.

Η περιοχή δυτικά της Κριμαίας, καθώς και η δυτική παραλία της Μαύρης Θάλασσας τείνουν να μη θεωρούνται Πόντος· αν και υπήρχαν και εδώ ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες, πολλές από τις οποίες εγκαταλείφθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, όπως λόγου χάριν η Αγχίαλος της Βουλγαρίας. Οι μουσικές παραδόσεις αυτών των τόπων είναι βέβαια διαφορετικές, αντικατοπτρίζοντας τους συσχετισμούς με άλλους πληθυσμούς –Βουλγάρους, Ρουμάνους, Μολδαβούς, Γκαγκαούζους κ.ά.– αλλά και στενότερους δεσμούς με τις παραδόσεις που αναπτύσσονται στη Βόρεια Ελλάδα. Διάσημος ελληνογενής τραγουδιστής στην περιοχή είναι ο μάλλον ξεχασμένος πλέον Jean Moscopol (1903-1980). Από αυτά τα μέρη κατάγονταν ο Γιάννης Ξενάκης.

Δυστυχώς, όπως συχνά συμβαίνει όταν οι συνθήκες είναι δύσκολες –και σαφώς εξακολουθούν να είναι τέτοιες για τους Πόντιους της ρωσικής πλευράς– πολλή από τη μουσική αυτού του είδους κυκλοφορεί με αυτοσχέδια μέσα και χωρίς τεκμηρίωση. Ο ευκολότερος τρόπος να τη συναντήσει κανείς είναι το YouTube και το MySpace ή κάποια ποντιακά γλέντια. Ο διαδικτυακός χώρος γενικά φιλοξενεί πάρα πολλά ποντιακά στοιχεία, μαζί κι εκείνα που είναι ανεπιθύμητα για τις τοπικές αρχές· συναντά κανείς εκεί από τα πλέον μελετημένα σχόλια μέχρι τις πιο απίστευτες βλακείες, και αυτό αποτελεί μια ακτινογραφία της σημερινής ποντιακής πραγματικότητας. Παρά την πλήρη ένταξή τους πλέον στη νεοελληνική κοινωνία, παρά την έλλειψη κρατικής μέριμνας για τη διατήρηση της γλώσσας, η ποντιακή κουλτούρα εξακολουθεί να είναι ζωντανή και δείχνει πως θα παραμείνει. Ομοίως ζωντανή εξακολουθεί να είναι και στην τουρκική πλευρά, παρά τις προσπάθειες του τουρκικού κράτους να ισοπεδώσει τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των αλλόγλωσσων πληθυσμών της χώρας. Η ρωσική πλευρά προσθέτει τη δική της πινελιά στον πίνακα.

Κλείνοντας αυτό το κείμενο, το οποίο ήδη είναι αρκετά μεγάλο, σημειώνω ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη στοιχεία για τον Πόντο που αναγκάστηκα να παραλείψω, ελλείψει χώρου, αλλά και ακόμη περισσότερα, όπως μπορώ να φανταστώ, που εγώ ο ίδιος αγνοώ. Θα ήταν χαρά κάθε υπόδειξη για συμπληρώσεις και διορθώσεις.

[i] Ανάμεσα στους διάσημους Ποντίους θα πρέπει να μετρήσει κανείς τον γεωγράφο Στράβωνα, τον ασκητή Ευάγριο τον Ποντικό, τον Διογένη τον κυνικό φιλόσοφο, τον Σοβιετικό κοσμοναύτη Φιόντορ Γιουρτσίχιν, τον ευθυμογράφο Δημήτρη Ψαθά, τον Ντέμη Νικολαΐδη και άλλους πολλούς.

[ii] Έχω κατά νου το βιβλίο του Raymond Gordon Jr, Languages of the World, SIL 2005, το οποίο χρησιμοποιώ κι εγώ ο ίδιος για γλώσσες για τις οποίες δεν έχω αμεσότερη επαφή. Στην περίπτωση των Ποντίων, ορισμένες από τις αστοχίες του ξεπερνούν κάθε φαντασία.

[iii] «Στη δεκαετία του ’60, στα χωριά της Κοζάνης» παρατηρεί ο Χρήστος Αντωνιάδης, σήμερα νευροχειρουργός αλλά και στιχουργός, «η ποντιακή γλώσσα ήταν απαγορευμένη στο σχολείο. Βέβαια, αυτό είχε μια πρακτική πλευρά: ότι τα ποντιόπουλα έπρεπε να αποκτήσουν δεξιότητες και στη νέα ελληνική, γιατί σ’ αυτήν θα διαγωνίζονταν αργότερα στις εισαγωγικές εξετάσεις και τα σχετικά. Όμως είναι θλιβερό ότι ακόμη και μετά τη μεταπολίτευση, όπου πλέον δεν ετίθετο θέμα άγνοιας της νεοελληνικής και το κράτος ήταν αρκούντως εύρωστο, δεν υπήρξε καμιά προσπάθεια να εισαχθεί η ποντιακή γλώσσα, έστω ως δεύτερη, σε δημοτικά σχολεία περιοχών όπου ζούσε ποντιακής καταγωγής πληθυσμός».

[iv] Ενδεικτικά τα βιβλία του Βλάση Αγτζίδη, Παρευξείνιος Διασπορά, (Κυριακίδης 1996, 2001) και Ποντιακός Ελληνισμός: Από τη γενοκτονία και τον σταλινισμό στην περεστρόικα (Κυριακίδης, 1990).

[v] Βασικό θέμα που συζητιέται στις μέρες μας είναι η αναγνώριση των γεγονότων της περιόδου 1915-1923 ως γενοκτονίας των Ποντίων. Ενδεικτικό της άποψης αυτής το πολύτομο έργο του Κώστα Φωτιάδη Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (Ηρόδοτος 2005).

[vi] Έξυπνες οι παρατηρήσεις του Βλάση Αγτζίδη (μαζί με κριτική για τις θέσεις και τη στάση του Κ. Φωτιάδη) σχετικά με τους Πόντιους της Τουρκίας σε άρθρα του ιστοχώρου www.trapezounta.com. Στον ίδιο ιστοχώρο, πολύ ενδιαφέρον το άρθρο της Μαρίας Δεληθανάση Ούτε Έλληνες ούτε Τούρκοι σχετικά με τους εναπομείναντες ελληνόφωνους της Μαύρης Θάλασσας και τη στάση της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι τους.

[vii] Ελαφρά προσαρμοσμένη εδώ, αυτή η φράση ανήκει στην αναγνώστρια Olympiada στο φόρο Πόντος και Αριστερά, www.pontosandaristera.wordpress.com

[viii] Δημοσιευμένο από τον αναγνώστη Κιαμούλτς στο φόρο Πόντος και Αριστερά, ό.π.

[ix] Πολλά στοιχεία για τις ισορροπίες και τις συμμαχίες αυτές στους Βερέμη και Κολιόπουλο Ελλάς: Η σύγχρονη συνέχεια, Καστανιώτης 2006.

[x] Η πρώτη σχετική έκδοση από το Αρχείο Μερλιέ ήταν τα Αυθεντικά Μικρασιάτικα (Αφοί Φαληρέα, 1981). Το βινίλιο αυτό, που δεν επανεκδόθηκε, περιέχει και μερικά τραγούδια που δεν περιελήφθησαν στις κατοπινές συλλογές.

[xi] Π. Χαιρόπουλος, Η Λύρα (Κυριακίδης, 1986). Επίσης πολλά στοιχεία στον Φοίβο Ανωγειανάκη, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Μέλισσα 1991).

[xii] Μερικές σπουδαίες εκτελέσεις ποντιακών χορών από τον Χρήστο Γευγελή και τον Θανάση Σέρκο στο δίσκο Ζουρνάδες Και Νταούλια (General 1976).

[xiii] Εξαιρώντας την Έλλη, που αυτοχαρακτηρίζονταν ως Ποντιακή Εταιρεία Δίσκων. Σήμερα μόνο η Βάσιπαπ συνεχίζει.

[xiv] Ο Πέτρος Δραγουμάνος καταγράφει μόνο για τη Βάσιπαπ 480 τίτλους, ο Βασίλης Παπαδόπουλος σε τηλεφωνική μας επικοινωνία μίλησε περίπου για 900, οι μισοί τουλάχιστον από τους οποίους ποντιακοί. Η Βάσιπαπ δραστηριοποιείται από το 1967.

[xv] Ενδεικτικά: Γιάννης Κουσίδης, Μη ανθρώπ’, μη πολεμάτε (Έλλη, 1978), Ζ. Γεωργιάδης & Β. Μιχαηλίδης, Τα εργατικά (Έλλη 1979)

[xvi] Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου (Κυριακίδης 1988)

[xvii] Παραθέτω τη wikipedia: Οι Τούρκοι γενικώς χρησιμοποιούν τον όρο Laz για όλους τους κατοίκους της Μαύρης Θάλασσας ανατολικότερα της Σαμψούντος. Ο όρος Lazca, λαζική γλώσσα, συνήθως εννοεί την τουρκική διάλεκτο της Τραπεζούντος, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια γλώσσα του Νότιου Καυκάσου, άσχετη με την Τουρκική. Οι πραγματικοί Λαζοί αισθάνονται έντονη ανάγκη να διαφοροποιούν τον εαυτό τους από άλλους κατοίκους της περιοχής. Επίσης, οι μη Λαζοί αρνούνται την ονομασία, προτιμώντας για τον εαυτό τους το Karadenizli, «μαυροθαλασσινοί».

[xviii] Σπουδαία μελέτη για τον πολιτισμό του τουρκικού Πόντου είναι το βιβλίο του Omer Asan, Pontos Kültürü (Belge, Κωνσταντινούπολη 1996) – στα ελληνικά Ο πολιτισμός του Πόντου, (Κυριακίδης 1999). Απαγορευμένο από την τουρκική κυβέρνηση ως «γραπτή προπαγάνδα για τον διαμελισμό της Τουρκίας»!

[xix] Απόσπασμα από το κείμενο του Κωνσταντίνου Φωτιάδη Ο λαθρόβιος ελληνισμός του Πόντου, δημοσιευμένο στο διαδίκτυο, www.pontos-genoktonia.gr
[xx] Από τον Özhan προέρχονται οι περισσότερες από τις πληροφορίες μου για την εικόνα της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας μετά την ανταλλαγή. Ένα μεγάλο ευχαριστώ! Δικό του έργο είναι ο δικτυακός τόπος www.karalahana.com, όπως και το ογκωδέστατο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Μαύρης Θάλασσας, Karadeniz Ansiklopedik Sözlük, (Heyamola, Κωνσταντινούπολη 2005), με άφθονες πληροφορίες για τη μουσική, τα ήθη, την ονοματολογία της περιοχής και όλα τα σχετικά.

[xxi] Κ. Τοπχαράς, Γραμματική της ποντιακής διαλέκτου, (Κυριακίδης επανέκδοση 1998)

[xxii] Η Ξένια Γεωργιάδη επιχείρησε να σταδιοδρομήσει και στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, φαίνεται όμως χωρίς επιτυχία· τελικά επέστρεψε στη Ρωσία. Ο Μορφέσσης έχει μερικούς δίσκους γραμμοφώνου με ελληνικά τραγούδια, αλλά η περισσότερη δισκογραφία του είναι ρωσική.

[xxiii] Αναλυτική παρουσίαση και των τριών στο Δίφωνο, τ. 144, 9/2007. Τα βινίλια του Ασλά πρόσφατα επανεκδόθηκαν σε δίσκο ακτίνας.

ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ