Friday, October 16, 2009

Kεμαλισμός και νεοελληνική ιστοριογραφία


Του Βλάση Αγτζίδη

Μια σφαγή στο περιθώριο της Ιστορίας

Διαβάζοντας το διδακτορικό του εξαιρετικού Τούρκου ιστoρικού Fuat Dundar με τίτλο «Modern Turkiye’nin Sifresi» [«Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας» με υπότιτλο: Η Μηχανική των Εθνοτήτων της (οργάνωσης) Ένωσης και Πρόοδος (1913-1918)»] που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Iletisim, συναντήσαμε και πάλι το οργανωμένο σχέδιο του νεοτουρκικού εθνικισμού. Ενός εθνικισμού, που γεννήθηκε στους κόλπους του οθωμανικού στρατεύματος, επηρεάστηκε βαθύτατα από τον γερμανικό μιλιταρισμό και προσπάθησε να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου της σύνθεσης των πληθυσμών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1913-1918.

Στο διδακτορικό του ο Dundar αποδεικνύει ότι οι Νεότουρκοι είχαν εκπονήσει από το 1913 ένα οργανωμένο σχέδιο, με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων. Ο ίδιος αναδεικνύει μέσα από τη μελέτη των πηγών, οθωμανικών και γαλλικών, ότι η επιχείρηση τουρκοποίησης της Μικράς Ασίας με τη βία, τα πογκρόμ και τις μετακινήσεις πληθυσμών είχε λάβει ασύλληπτες διαστάσεις και έγινε με βάσει επίσημες κωδικοποιημένες οδηγίες που έστελνε η νεοτουρκική διοίκηση.

Ο Dundar συμπληρώνει κριτικά, από την πλευρά της σύγχρονης τουρκικής ιστοριογραφίας, τις πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας, που θύμισε σε όλους ότι οι εθνικές εκκαθαρίσεις εις βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναγκαίες για να δημιουργηθεί το τουρκικό έθνος-κράτος. Άφησε επίσης να εννοηθεί ότι αυτές οι μέθοδοι λίγο-πολύ δείχνουν το δρόμο και για την επίλυση του κουρδικού ζητήματος.

Στη συνέχεια η πολιτική αυτή των Νεότουρκων θα εξαγνιστεί, θα αποτελέσει την ιδεολογική βάση στη τουρκική δημοκρατία και θα τύχει ιδεολογικής επεξεργασίας από τους Τούρκους εθνικιστές κεμαλικούς ιστορικούς. Βασικοί άξονες της κεμαλικής «κατασκευαστικής» ιστοριογραφίας είναι η διαχρονική ανάδειξη του τουρκικού εθνικού παράγοντα εις βάρος της οθωμανικής οικουμενικότητας και η εξάλειψη των ιστορικών ερεισμάτων στη Μικρά Ασία και την Ανατολία των κληρονομικών εχθρών, των Ελλήνων. Βασικός στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι αφενός από τους προϊστορικούς χρόνους η Ανατολία κατοικιόταν από τουρκικά φύλα και αφετέρου ότι οι περιοχές αυτές την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) συγκροτούσαν την αδιαφιλονίκητη τουρκική πατρίδα, που επιβουλεύτηκαν οι «ξένοι ιμπεριαλιστές».

Φυσικά το ζήτημα του ιστορικού μεταίχμιου, με το πέρασμα από την εποχή της πολυεθνικής θρησκευτικής Αυτοκρατορίας στην εποχή των εθνών-κρατών, όπως και η παρουσία μεγάλων αριθμών Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων κ.ά. ουδόλως θεωρείται ως ζήτημα άξιο λόγου. Ο Etienne Copaux, εθνολόγος στο CNRS, αναφέρει ότι: «…οι κεμαλικοί ιστορικοί σφυρηλατούν ένα ‘νέο παρελθόν’. Απαντώντας έτσι στην αδήριτη γι αυτούς ανάγκη να συστήσουν ένα ένδοξο τουρκικό- και όχι πια οθωμανικό- παρελθόν».

Μελετώντας την νεοελληνική ιστοριογραφία, τον τρόπο πρόσληψης της σύγχρονης ιστορίας και ειδικά του συγκεκριμένου ιστορικού μεταίχμιου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος. Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη και ενιαία τουρκική εθνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στην Ανατολία, την οποία έρχονται να αμφισβητήσουν έξωθεν οι Έλληνες. Δεν υπάρχει γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους, γιατί απλώς η πολιτική των Νεότουρκων συγκροτούσε «νόμιμη αντίδραση». Δεν αντιμετωπίζεται η επόμενη μέρα της οθωμανικής κατάρρευσης ως ευκαιρία επίλυσης του εσωτερικού εθνικού ζητήματος, γιατί απλώς οι χριστιανικές κοινότητες δεν αντιμετωπίζονται ως συλλογικά υποκείμενα με πολιτικά δικαιώματα.

Με τον τρόπο αυτό, η αντίληψη της νεοελληνικής ιστοριογραφίας και το ερευνητικό της πεδίο, περιορίστηκε απελπιστικά. Σημαντικά τμήματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας έμειναν στο σκοτάδι ως άγραφες Λευκές Σελίδες. Κι αυτό γιατί η ιστοριογραφία μας καθορίστηκε από τα στενά συμφέροντα του έθνους-κράτους και των διαφόρων πολιτικών εκδοχών που εμφανίστηκαν αποκλειστικά στα όριά του. Αναπαρήγαγε έτσι πιστά την αντιμικρασιατική πολιτική, που κορυφώθηκε σε δύο ιστορικές στιγμές: το Νοέμβρη του 1916, όταν οι παρακρατικοί «Επίστρατοι» του Ιωάννη Μεταξά έκαναν το πογκρόμ κατά των Μικρασιατών προσφύγων και το Σεπτέμβρη του 1922, όταν η κυβέρνηση Γούναρη απαγόρευσε την εκκένωση της Σμύρνης και παρέδωσε το χριστιανικό πληθυσμό στους νικητές κεμαλικούς. Ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο στη συνέχεια απεκρύβη η μικρασιατική τραγωδία και κατασκευάστηκε το ιδεολόγημα της ανήθικης «ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην Τουρκία» και την ηθική αντίσταση του τουρκικού λαού κατά των εισβολέων. Η νομιμοποίηση των εθνικών εκκαθαρίσεων που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο κοινός τόπος. Ως εξέλιξη της ίδια πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί η αποσιώπηση και η απουσία κάθε ερευνητικής απόπειρας, για τις σταλινικές διώξεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης από το 1937.

Η πραγματικότητα αυτή θα αμφισβητηθεί μόνο μετά τη δεκαετία του ’90, όταν θα προβάλλει –με όχι επιτυχημένο πάντα τρόπο- μια ιστοριογραφική σχολή που θα γεννηθεί στους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει την αντίδραση της παραδοσιακής ιστοριογραφίας –των «νέων ιστορικών» συμπεριλαμβανομένων- οι οποίοι θα κινηθούν μ’ ένα σπασμωδικό τρόπο καταγγελίας και αμφισβήτησης της νέας αυτής τάσης. Η ενόχλησή τους θα είναι τόσο έντονη, ώστε θα καταφύγουν και σε μεθόδους συνειδητής παραχάραξης και παρανόησης, ακόμα και διεθνών νομικών όρων, όπως αυτός της «γενοκτονίας», προκειμένου να υποστηρίξουν την παραδοσιακή φιλοκεμαλική τους εκδοχή. Όπως επίσης και αποσιώπησης σημαντικών αποφάσεων διεθνών οργανισμών, όπως αυτό της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars), που εντάσσει τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής στις μεγάλες γενοκτονίες του 20ου αιώνα.

Παράλληλα, δε θα λείψουν περιπτώσεις, όπου θα έχουμε συμπεριφορές ακατανόητης υπεροψίας, κάτι ως Αγγλοσάξονες που μελετούν τους Αμπορίτζιναλς. Χαρακτηριστικές πρόσφατες περιπτώσεις τέτοιας συμπεριφοράς, αποτελεί το επιστημονικό συνέδριο που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τα 100 χρόνια από το Πραξικόπημα των Νεότουρκων, όπου οι διοργανωτές απέφυγαν να καλέσουν Έλληνες ιστορικούς, όπως π.χ. ο Π. Ενεπεκίδης, που έχουν μελετήσει τα διπλωματικά έγγραφα της περιόδου 1908-1918, απ’ όπου συνάγεται ότι οι Νεότουρκοι πραγματοποίησαν γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής. Αντίστοιχη περίπτωση είναι το γεγονός που έλαβε χώρα στο πρόσφατο συμπόσιο του περιοδικού «Historein», όπου η Γενοκτονία των Ποντίων αναφέρθηκε ως λαϊκό μύθευμα που αντιστρατεύεται την «επίσημη επιστημονική ιστορία».

Εν κατακλείδι

Βρισκόμαστε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, όπου για πρώτη φορά οι βασικές αρχές της παραδοσιακής νεοελληνικής ιστοριογραφίας αμφισβητούνται μέσα από μια αποδομητική λειτουργία, που προέκυψε με την εμφάνιση της προσφυγικής ιστοριογραφίας. Ως γνωστό η αποδόμηση (deconstruction), «είναι ένα μεγάλο θεωρητικό ρεύμα, που διέτρεξε όλες τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, θέτοντας εν αμφιβόλω συμβάσεις οι οποίες κάλυπταν βεβαιότητες και αγκυλώσεις». Κακώς οι εκφραστές των «παραδοσιακών αξιών» της νεοελληνικής ιστοριογραφίας την αντιμετωπίζουν ως καταστροφή και ξεθεμελίωμα. Αντιθέτως, είναι έρευνα επί της ιστορικότητας των εννοιών, γίνεται αυτοψία στα δομικά υλικά που συγκρότησαν το εγχείρημα των εθνών-κρατών στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Η αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία και πρόκληση για να αναστοχαστούμε πάνω στα βασικά ζητήματα του νεότερου ελληνισμού.

Τελικά, παρά το ότι συζητείται στα πηγαδάκια, φαίνεται ότι την ουσιαστική αποδόμηση της νεοελληνικής ιστοριογραφίας την επιχείρησε η προσφυγική ιστοριογραφία από τη δεκαετία του ’90 και εντεύθεν. Και ίσως έτσι δικαιολογείται η αμηχανία της παραδοσιακής ιστοριογραφίας -των «νέων ιστορικών» συμπεριλαμβανόμενων- προς τις νέες προσεγγίσεις.

Με πολύ μικρές αλλαγές δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “”Ιστορία” (τεύχ.3, Μάϊος 2009) της εφημερίδας “Έθνος”, σελ. 70-71

Ypoloipo