Wednesday, May 23, 2012

Επ’ αφορμή της μνήμης της συμφοράς του ποντιακού ελληνισμού

Άρθρον του ΝΙΚΟΛΑΟΥ  Γ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
(κλασσικού φιλολόγου)

Επ’ αφορμή της μνήμης της συμφοράς του ποντιακού ελληνισμού και εν συγκρίσει με όσα έχουν γραφεί και θα γραφούν και εις το μέλλον, προς επικύρωσιν της μεγάλης εκτάσεως της συμφοράς, το παρόν θα επιχειρήση να καταδείξη το άγριον του τόπου και την βαρβαρότητά του, πρίν εκεί μετοικήση το ελληνικόν έθνος, καταδεικνύον εν τω άμα, ότι η βαρβαρότης και το αφιλόξενον αυτού ήταν πεπρωμένο να παραμείνη εις τους αιώνας και οι Έλληνες να έχουν εις το διηνεκές ουδέν άλλον εν ταις ψυχαίς των εξ εκείνου, πάρεξ αναμνήσεων πικρίας, δυστυχίας και αίματος ρέοντος πολλών αδελφών των. Και ήτο τω όντι αδικία δια τους Έλληνας και η πληρωμή του τόπου, δια την συμβολήν των, που όχι μόνον τον εξημέρωσαν αλλά και κάποιες στιγμές πολιτισμικώς τον ανέδειξαν στην υφήλιον.
Ο Ορέστης στην τραγωδία του Ευριπίδου «Ιφιγένεια εν Ταύροις» μετά τον φόνο της μητρός του κι αφού αθωώνεται εν Αθήναις, κυνηγιέται εξ ομάδος Ερινυών τινών, που διεφώνησαν με την απόφασιν. Ο Απόλλων εις όν καταφεύγει, του δίδει εντολήν να υπάγη εις την Ταυρίδα να υφαρπάξη το άγαλμα της Άρτεμης και να το φέρη εις την Αττική στην περιοχή της Βραυρώνας. Περίεργη χρησμοδότησις υπό του θείου, που μόνον ως ένδειξις αποστροφής αυτού προς το βάρβαρον και δυσώδες ήθος των εκεί ντόπιων βαρβάρων μπορεί να εξηγηθή. Ήτο ο τόπος που και οι θεοί δεν ήθελαν να έχουν σχέσιν.

Η Ιφιγένεια η δύστυχη το ομολογεί. Λέγει στην αρχή της τραγωδίας:


«Η Άρτεμη …εδώ στην χώρα να κατοικήσω μ’ έφερε των Ταύρων,
Που την ορίζει βάρβαρος βαρβάρων ρήγας.
Σ’ αυτό τον ναό με κάνανε ιέρεια
Κι έτσι με τα έθιμα – χαρές της θεάς- βαδίζω μιας γιορτής
Που είναι μόνο τ’ όνομά της ωραίο.
Το έθιμο, όπως ήταν και πρίν έρθω, ποιο ήταν;
Όποιος Έλληνας ξεπέσει εδώ, τον ετοιμάζω για θυσία».
(στιχ. 36-50)

Πρώτη ανάκρουσις! Λαός βάρβαρος που έχει ως δεσπότη βάρβαρο βασιλέα και που λατρεύουν θεούς μόνον κατ’ όνομα; Γιατί με έθιμα ανθρωποθυσιών στα αλήθεια μόνον άνθρωποι δεν ήσαν και μόνον την θείαν χάριν δεν είχαν. Χαρακτηριστική ωστόσο είναι η απέχθειά των προς τους Έλληνας. Αυτούς είχαν έθιμο να θυσιάζουν. Δεν λέει για άλλες εθνικότητες. Το μίσος προς τον λαμπρό, τον ανώτερο στο ήθος και στο πνεύμα είναι αέναο, αυτών που βάρβαροι όντες και απολίτιστοι θεωρούν τις υψηλότερες ιδέες εχθρούς.

Ο σκοταδισμός, ίνα επιβιώση αποστρέφεται το φώς. Η σκοτεινή εξουσία ίνα μείνη αλώβητη στα μάτια και στις συνειδήσεις των παραδεδομένων μαζών που εξουσιάζει, διότι τυφλές ούσες, τυφλά την υπακούουν, θεωρεί τους ξένους ανώτερους πολιτισμικώς, εχθρούς της δυναστείας των. Είς λαός, όπως και ο τουρκικός, αιώνες αργότερα, καταδυναστευόμενος από την απαιδευσία του, την στέρησιν και τα εξαχρειωμένα ήθη, που οι σουλτάνοι των είχαν όφελος να διαιωνίζουν, ήτο ποτέ δυνατόν να δεχθούν εντός του κόλπου των άνθρωπους ανώτερους πολιτισμικώς; Με χίλιους δύο τρόπους οι βάρβαροι ρηγάδες των, θα τους πείθανε εν τέλει πως είναι κίνδυνος γι’ αυτούς η ύπαρξις των Ελλήνων. Όπως και εγένετο. Και εκδιώχθησαν από την Μ. Ασία ολόκληρη, εκριζώχθησαν και παρεδόθησαν στο αίμα και στην σφαγή, ποιοι; Εκείνοι που έφεραν στον τόπο εκείνο τον ανθρωπισμό.

Θέλει κανείς να ακούση και τα αιώνια λόγια των βαρβάρων και να ιδή το μίσος των για τους Έλληνας;
«Της γής της βάρβαρης αυτής πολίτες
Όλοι στ’ άλογα μπρός! Χαλιναρώστε
Και τρέξτε στ’ ακρογυάλι, το ναυάγιο
Το ελληνικό στα χέρια σας να πέση.
Μπρός… αθεόφοβους ανθρώπους κυνηγήστε
..για να τους πιάσουμε… και τότε
Να παλουκωθούνε τα κορμιά τους.»
(στιχ. 1520-1530)

Ιδού τι αντιμετώπισαν για αιώνες οι Έλληνες του Πόντου. Ένα μίσος απύθμενο, όπερ αφετηρία έχον την μισαλλόδοξη θρησκεία των βαρβάρων, ήτις βάρβαρη αυτή, θεωρούσε άθεους και άπιστους τους άλλους -το κοράνι άπιστους βαπτίζει όλους όσους έχουν θρησκεία άλλη- βάρβαρη την θρησκεία των Ελλήνων, ωδηγούσε αυτούς στις περιβόητες κτηνωδίες των και θηριωδίες, απαγχονισμούς, παλουκώματα κτλ. Πόσον αίμα αθώο εχύθη!
«Ω συμφορά! Αποκοτιά φρικτή!
Ποια τύχη πλάι τους να στεκότανε
Γι’ αυτούς τι πέρασμα να βρισκότανε
Μακρυά από την χώρα αυτή, μακρυά από τον σκοτωμό
Για να σταλούν πίσω στο Άργος,
πρίν το αίμα των γυρεύοντας ζυγώσει το σπαθί;»
(στιχ. 930-939)

Το χρέος βέβαια ήταν βαρύ για εκείνους που έχοντας την τύχη των Ελλήνων εκείνων στα χέρια τους δεν έκαναν ότι μπόρεσαν, την ώρα που έπρεπε για να λυτρώσουν τους αδερφούς των. Χρέος αβάστακτο αλήθεια και ευθύνη μεγάλη, που μόνον άνθρωποι πατριώτες και με αγάπη στο όμαιμο και ομόθρησκο και ομόγλωσσο θα μπορούσαν να αισθανθούν, με άλλα λόγια άνθρωποι κυβερνήτες με αγάπη απύθμενη προς την πατρίδα των. Δυστυχώς δεν μπορέσαν εκείνοι και το αίμα του ποντιακού ελληνισμού θα τους βαραίνει αιώνια.
«Δικό σου χρέος, ταλαίπωρη ψυχή.
Δικό σου χρέος αυτό να ψάξης να βρής
Την σωτηρία εκείνων.
Άραγε από στεριά κι όχι από θαλάσσης;
Μα πεζοπόροι τρέχοντας, θα ήτανε κοντά
Ο θάνατος,
Ανάμεσα από βάρβαρες φυλές σαν θα περνούσαν
Και δρόμους κακοτράχαλους.
Από των μαυρογάλαζων των βράχων
Πάλι το στενό
Ήταν μακρυά η φευγάλα με καράβι»
(στιχ. 940-948)

Ήταν μακρυά ο Πόντος από την μητέρα Ελλάδα!! Και αυτό ήταν ίσα ίσα που έκανε μεγαλύτερο το χρέος εκείνων που εκλήθησαν να απεμπλέξουν τους Έλληνες του Πόντου από τη βάρβαρη θηριωδία που τους έζωσε αμετάκλητα και να βρούν τρόπο να το κάνουν. Η γεωγραφική απομόνωσις του Πόντου διεδραμάτισε  το μεγάλο της ρόλο στο δράμα που εξελίχθη.

Στο συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού (Δεκ. 1918- Απρ. 1919), συνέδριον όπερ επραγματοποίησαν αι νικητήριαι δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να διευθετήσουν τα ζητήματα που αφορούσαν την διανομήν των εδαφών εις βάρος των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βενιζέλος, επειδή και επιέσθηυπό των συμμάχων, δεν συμπεριέλαβε ποτέ τον Πόντο εις τον φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων και πρότεινε να παραχωρηθή η περιοχή εις την υπό ίδρυσιν Αρμενική Δημοκρατία. Είχεν κρίνει ο «εθνάρχης» ότι η αποδοχή εκ της Ελλάδος αιτήματος των Ποντίων για ανεξαρτησία και μετέπειτα ενσωμάτωσιν με την μητέρα πατρίδα θα εξασθενούσε τα αιτήματα της χώρας σε περιοχές γειτονικές αυτής. Θυσιάστηκαν ψυχές προκειμένου να εξυπηρετηθούν και πάλι ωμά συμφέροντα.

Αυτή ήταν η υπέυθυνος στάσις των Ελλήνων δια τον ποντιακόν ελληνισμό, που ήκμασε σε έναν τόπο, που μόνο φιλικός δεν ήταν ανέκαθεν.