Tuesday, August 13, 2013

-Η Εθνική ομάδα των Νέων στην Τραπεζούντα

Με αφορμή την πρόκριση στους “16″ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Εθνική μας ομάδα των Νέων U20 
Η Τραπεζούντα της Παναγίας
γράφει: Αντώνης Καρπετόπουλος


Η ελληνική αποστολή επέστρεψε πίσω στο Γκαζιαντέπ Σάββατο μεσημέρι, αλλά την Τραπεζούντα θα την έχει πάντα στην καρδιά της, θέλω να πιστεύω. Πρώτοι από όλους θα την έχουν οι νεαροί παίκτες του Κώστα Τσάνα, όχι μόνο γιατί εδώ πέτυχαν την πρώτη πρόκριση στο β γύρο παγκοσμίου Κυπέλλου που έχει πάρει ποτέ ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου, αλλά και γιατί το τριήμερο εκεί τους έδωσε τη δυνατότητα να αισθανθούν και περισσότερο Ελληνες και ότι παίρνουν μέρος σε ένα μεγάλο τουρνουά.
Ομολογώ ότι με εξέπληξε κομμάτι η θέληση των παικτών στο μοναδικό πρωϊνό ρεπό τους να επισκεφτούν την Παναγία Σουμελά, μολονότι μάλιστα τους εξήγησαν ότι η διαδρομή με το πούλμαν δεν είναι απλή και υπάρχει κι ένα κομμάτι που απαιτεί πεζοπορία.
Στο γκρουπ υπάρχουν και μερικοί θρησκευόμενοι και μερικοί ποντιακής καταγωγής, όπως ο Σταφυλλίδης και ο Μπουγαϊδης: όμως αν συμφώνησαν όλοι ότι αυτό θέλουν να κάνουν αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι στο σύνολό τους είναι ανοιχτόμυαλα παιδιά. Ολοι γνώριζαν ότι μιλάμε για ένα μνημείο της Χριστιανοσύνης, αλλά κι ένα αρχαιολογικό θαύμα που αξίζει να δεις από κοντά.




Είχα ακούσει διάφορα και για την Παναγία Σουμελά και για την Τραπεζούντα, αλλά αυτά που είδαν τα μάτια μου ξεπέρασαν την οποιαδήποτε προσδοκία. Χτισμένο στο πιο απόκρημνο σημείο ενός γιγάντιου δάσους που βρίσκεται σε ένα από τα βουνά που καλύπτουν τα νότια της πόλης, το μοναστήρι της Παναγίας νομίζεις ότι χτίστηκε όντως από αγγέλους.
Όταν το βλέπεις από κάτω, καθώς ανεβαίνεις το λιθόχτιστο δρομάκι, έχεις την εντύπωση ότι πρόκειται για μεσαιωνικό παρατηρητήριο ή έστω κάποιου είδους κάστρο. Το τοίχος του, χτισμένο για να το προστατεύει από πιθανές επιδρομές, δίνει μια αίσθηση μεγαλύτερου απομονωτισμού – οι καλόγεροι που το δημιούργησαν διάλεξαν ένα εξαιρετικά δυσκολοπροσβάσιμο σημείο, και την ίδια στιγμή μοιάζουν να ήθελαν να απομονωθούν από οποιοδήποτε πειρασμό, ακόμα και από τον πειρασμό της αισθητικής ομορφιάς του δασώδους καταπράσινου τοπίου.



Όταν φτάνεις πάνω και κοιτάς αυτή την απεραντοσύνη καταλαβαίνεις τι σημαίνει «σταματάω το χρόνο»: η Παναγία Σουμελά χτίστηκε με πολύ υπομονή, πολύ θέληση, πολύ επιμονή – η αρχιτεκτονική της επιβλητικότητα οφείλεται στο ότι δημιουργήθηκε χωρίς βιασύνες, χωρίς χρονικούς ορίζοντες, χωρίς την καταπίεση της παράδοσης του έργου. Δημιουργός της είναι ο Θεός χρόνος και ίσως επειδή την προστατεύει ακόμα για αυτό και άντεξε μια σειρά από λεηλασίες: οι ελάχιστες τοιχογραφίες που της έχουν απομείνει, με επιβλητικότερη αυτή της παναγιάς μάνας στο θόλο του πάλαι ποτέ ναού, επιτείνουν την αίσθηση της αιώνιας λύτρωσης. Ο «χρόνος προστάτης» σώζει τη μνήμη και τη λατρεία: παρόλο που λειτουργεί ως ένα είδος μουσείου και μολονότι βλέπεις σε αυτό δεκάδες Τούρκους επισκέπτες να περιφέρονται με την περιέργεια του τουρίστα που προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται, το μοναστήρι προκαλεί ένα είδος δέους – κρίμα που λειτούργησε για μια και μοναδική φορά πριν από τρία χρόνια. Κάποια στιγμή, μαγεμένος από το τοπίο, ο Κολοβός ψέλλισε «που ήρθαμε…».





Ο Βασίλης Γεωργόπουλος, σοφός άνθρωπος, του είπε να θυμάται πως η μπάλα μέσα της, δεν έχει αέρα, όπως κάποιοι νομίζουν, αλλά όλο τον κόσμο, γιατί μπορεί να σε πάει παντού. Ο μικρός του Πανιωνίου και δυο – τρεις ακόμα κούνησαν καταφατικά το κεφάλι.
Αν η Παναγία Σουμελά είναι σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού η Τραπεζούντα είναι προφανώς η χαμένη γη της Επαγγελίας του. Πάντα έβρισκα ψιλοχαζά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, έπειτα όμως από το σύντομο πέρασμα από εδώ τα θεωρώ όχι απλώς χαζά, αλλά ανόητα. Αν οι Πόντιοι είναι κουτοί κι είχαν διαλέξει για να εγκατασταθούν ένα τόσο όμορφο μέρος, αναρωτιέμαι ποιοι μπορεί να είναι οι έξυπνοι. Κατάλαβα επίσης περνώντας και τα δάκρια όλων των δικών μας Ποντίων όταν αναφέρονται στη Γη τους: η Τραπεζούντα είναι μια πόλη – κομψοτέχνημα, ένα μπαλκόνι που κρέμεται πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Πολυεπίπεδη, πολύβοη, αλλά και κοσμοπολίτισσα, η Τραπεζούντα κουβαλάει ακόμα πολλά σημάδια της ποντιακής ελληνικότητας. Υπάρχουν ακόμα οι μεγάλες ελληνικές πλατείες, οι ελληνικές εκκλησίες – κυρίως μια ατμόσφαιρα που δείχνει ότι υπάρχει μια σύνδεση της συγκεκριμένης πόλης με αυτές των παράλιων της Μικράς Ασίας παρόλο που η απόσταση είναι τεράστια.




Στις σχεδόν τέσσερις σούπερ καλοκαιρινές μέρες που περάσαμε εκεί περιμένοντας να σφραγιστεί και επίσημα το εισιτήριο της πρόκρισης στους 16, γνωρίσαμε κάμποσους Τούρκους που ήξεραν ποντιακά ή ακόμα και λίγα μοντέρνα ελληνικά: μερικοί μας ζήτησαν και εισιτήρια για να ρθουν να υποστηρίξουν την εθνική ομάδα και όντως το έκαναν. Όπως περίπου συμβαίνει και στην Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα υπάρχει μια περίεργη μάχη μεταξύ Δύσης και Ανατολής που όμως δεν έχει νικητή: η τελική σύνθεση καθιστά το τοπίο μοναδικό – στο όμορφο αυτό σκηνικό συνυπάρχουν πολλά πλάσματα του Θεού κι αν η ποντιακή Κοινότητα δεν είχε ξεριζωθεί βίαια το 1920 είναι δεδομένο ότι θα μεγαλουργούσε, αφού τις βαθιές ρίζες της πόλης αυτή τις έβαλε.




Φεύγοντας από τη μικρή αυτή ειδυλλιακή πόλη αναρωτιέσαι γιατί η Μοίρα είναι τόσο σκληρή με τους δημιουργούς. Οι Πόντιοι δημιούργησαν κάτι τόσο όμορφο που ξεσήκωσε μια ζήλεια. Και η ζήλεια, όπως όλα τα εγωπαθή συναισθήματα, προκάλεσε μια καταστροφή που πονάει ακόμα πολύ καθώς η ομορφιά της δημιουργίας παραμένει…


ΠΗΓΗ