Friday, July 13, 2007

ΕΘΙΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ



ΕΘΙΜΑ ΣΑΝΤΑΣ

Σουμάδεμαν (αρραβώνας)

Αφού έδιναν το λόγο τους και ώριζαν την ημέρα του αρραβώνα συνήθως Σαββατόβραδο, το μέρος του γαμπρού με όργανα, λύρα, ταούλ (νταούλι), ζουρνάν, αγγείον (γκάιντα), πήγαινε στο σπίτι του κοριτσιού όπου γινόταν ο αρραβώνας . Πρώτα μιλούσαν σχετικά με το << σουμάδεμαν και το σουμαδεμέντι >> , ύστερα πρόσφεραν τα σουμάδαι, πρώτα δώρα, δηλ. δαχτυλίδι, τσίτι, φοτοδέμια και κατόπιν χόρευαν.

Στα τελευταία χρόνια προσκαλούσαν τον νέον και την νέαν που ήταν να αρραβωνιαστούν και τους έβαζαν να χορέψουν μαζί. Τότε καθένας από τους συγγενείς του νέου έπρεπε να χορέψει με την νέα και αντιστρόφως. Οι δε οργανοπαίκτες κάθε φορά που χόρευε κάποιος με τον ένα ή με την άλλη γονάτιζαν και <<εγαρσιλάεβαν>> , δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσουν κάτι. Τότε ο χορευτής αναλόγως της οικονομικής κατάστασής του και της διάθεσής του, χάριζε από 100 παράδες ως ένα ρούβλι και ένα μετζίτι.

Οι πτωχοί για λόγους οικονομίας δεν έκαναν επίσημα αρραβώνα, << σουμάδ εν ο λόγος εμούν >> .

Είχαν την συνήθεια να αρραβωνιάζονται πολύ νωρίς, μερικές μάλιστα γυναίκες όταν ήταν έγκυες, υποσχόταν ότι αν η μια γεννήσει αγόρι και η άλλη κορίτσι , θα γινόντουσαν συμπέθεροι. Και αυτό ήταν το μόνον σουμάδ. Με αυτόν τον τρόπο οι αρραβωνιασμένοι έμεναν αρραβωνιασμένοι απο δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια και όμως κανένας δεν μετάνιωνε. << Κάθα εις με την τύχην ατ >> έλεγαν . Τα τελευταία χρόνια μερικοί << έκλωσαν τα σημάδαι >>, μετάνιωσαν και διέλυσαν τον αρραβώνα, έτσι έλειψε το έθιμο να αρραβωνιάζονται μικρά.

Κοριτζακά και λογόπαρμαν

Το απόγευμα του Σαββάτου η μητέρα του κοριτσιού προσκαλούσε τους συγγενείς της , οι οποίοι μετά το φαγητό εχάριζαν διάφορα δώρα ή κάποιο είδος , πουχικά, ή και χρήμα. Και από το μέρος του γαμπρού πήγαινε κάποιος και χάριζε. Η κοπέλα προσκαλούσε χωριστά τις φίλες της και τις συνομήλικές της στις οποίες πρόσφερε << γιαγλίν τσουμούρ ή χαβίτζ >>. Το βράδυ ο γαμπρός έστελνε μερικούς συγγενείς και φίλους του στο σπίτι της νύφης με όργανο για να πάρουν την συγκατάθεση των συγγενών της νύφης. Μετά την συγκατάθεση το μέρος του γαμπρού πρόσφερε ρακί και τα φορέματα, τα οποία η νύφη θα φορούσε κατά την στέψη. Έτρωγαν και χόρευαν , ενώ δε χορευαν , ο κουμπάρος πήγαινε και έφερνε τον γαμπρό, έδινε την είδηση για αυτό με ένα πυροβολισμό. Χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη, καθένας από τους συγγενείς του γαμπρού χόρευε με τη νύφη κτλ., όπως στον αρραβώνα · προτού δε ξημερώσει διαλυόταν ο χορός και καθένας πήγαινε να κοιμηθεί.

Γάμος

Στις αρχές και στα μέσα του 19ου αιώνα την παραμονήν του γάμου από το βράδυ, έλουζαν τον γαμπρόν μέσα στον στάβλο ενώ έξω από τον στάβλο έπαιζε το ταούλ και ο ζουρνάς, παιδιά δε κρατούσαν στα χέρια τα τριγώνια με φρούτα στις γωνιές τους. Το ίδιο γινόταν και για τη νύφη. Μετά το λουσιμο έβγαιναν στην αυλή για να ξυριστεί ο γαμπρός από τον κουμπάρο. Ενώ γινόταν το ξύρισμα, γυναίκες κατά τους πρώτους χρόνους και γυναίκες με άντρες κατά τους υστερνούς χρόνους χόρευαν γύρω από τον γαμπρό κρατόντας πετσέτες στα χέρια τους . Μετά το ξύρισμα τον χάριζαν.

Την ημέρα του γάμου, προτού γίνει η στέψη κάποιος προσκαλούσε όλο το χωριό χωριστά τον καθένα και μια γυναίκα προσκαλούσε μόνο τους παράνυμφους. Αφού μαζεύονταν αρκετοί , πήγαιναν με όργανα, ταούλ και ζουρνάν χορεύοντας να προσκαλέσουν τον κέλαρον ( σιτιστή του γάμου) και κατόπιν τον κουμπάρο. Στο κάλεσμα του κουμπάρου ένα παιδί κρατούσε δίσκο με φρούτα, ψωμί και ρακί (λέξη τούρκικη) και σκεπασμένο με μαύρο ή κίτρινο τσίτι (λέξη αγγλική) . Ο κουμπάρος έπαιρνε το ρακί και το τσίτι και έβαζε άλλο πιοτό και άσπρο τσίτι. Μόλις φθάναν στο σπίτι του γαμπρού , ετοιμάζονταν για το νυφέπαρμαν. Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, δηλ. αυτοί που πυροβολούσαν στον αέρα, και ακολουθούσαν οι άντρες, μετά ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι παρανυφάδες. Στα πρώτα χρόνια όλοι καβάλα επάνω στ'άλογα, τελευταία όμως πεζοί.

Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, στεκόταν κάποιος κρατόντας στο κεφάλι τραπέζι, που είχε το μελοβούτορον , δηλ. ψωμί με βούτυρο και μέλι. Ο κουμπάρος πρόσφερε για δώρο συνήθως μια ζώνη και 10-20 γρόσια, έπαιρνε το μελοβούτορον και έτσι άνοιγε ο δρόμος. Τότε παρουσιαζόταν η σπιτονοικοκυρά, η οποία φιλούσε το γαμπρό προσφέροντας αβγά και φρούτα. Ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της και έδινε και αυτός φρούτα. Έμπαιναν στο σπίτι ο γαμπρός με τον κουμπάρο, όπου ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από το χέρι και έβγαιναν έξω. Οι γονείς και οι κοντινοί συγγενεις της νύφης δεν ακολουθούσαν τότε.

Στην εκκλησία κατά το <<Ησαϊα χόρευε>> όλοι οι συγγενείς έπαιρναν μέρος στο χορό και χάριζαν μικρό ποσό στον ιερέα. Μόλις έβγαιναν από την εκκλησία οι τονανματζήδες πρώτοι, ύστερα και οι οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν το γαμπρό δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσει κάτι μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού.Μπροστά από την πόρτα του σπιτιου ή στην σάλα τοποθετούσαν τραπέζι, στην οποία οι καλεσμένοι τοποθετούσαν τα δώρα τους σε ρουχισμό και μετρητά. Έμπαιναν μέσα αφού χάριζε την μαέρτσαν (μαγείρισσα) ο κουμπάρος , η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού και οι προσκαλεσμένοι καθόταν να φάνε.

Μετά το φαγητό άρχιζε ο χορός. Μετά τα μεσάνυχτα χόρευαν το θυμιστό χορό. Αυτόν το χορό χόρευαν μόνο όσοι είχαν τις γυναίκες τους μαζί τους, οι δε υπόλοιποι, αν ήθελαν να χορέψουν , έπρεπε να πάρουν κάποιον άλλον ή κάποιαν άλλη για ταίρι. Τα ζευγάρια έπρεπε να 7 ή 9 κτλ. δηλαδή μονά. Στο χορό αυτό κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυό κεριά ή λαμπάδες αναμμένες, μπροστά από τους νεόνυμφους ένα παιδάκι κρατούσε λαμπάδα.Μετά από εφτά στροφές άλλαζαν το χορό, έμπαιναν στο χορό και άλλοι. Καθένας από τους συγγενείς της νύφης χόρευε με το γαμπρό και αντιστρόφως, οι δε οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν όλους τους άντρες.

Με το θύμιγμαν ο παπάς , αφού έβαζε ξανά τα στεφάνια στα κεφάλια των νεονύμφων, επεκαμάρωνεν, δηλαδή αφαιρούσε το πέπλο από το κεφάλι της νύφης. Αργότερα παρετήθηκαν να βάζουν ξανά τα στεφάνια, και επεκαμάρωνεν ο κουμπάρος, μετά το θύμιγμα.

Μετά το στεφάνωμα , αφού έτρωγαν άρχιζε ο χορός, μετά ερχόταν οι συγγενείς της νύφης με τους γονείς της, ο χορός σταματούσε και αφού έτρωγαν άρχιζε πάλι ο χορός·προτού έρθουν αυτοί κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βάλει τη νύφη να χορέψει. Προς τα ξημερώματα χάριζαν τη νύφη, αυτή δε φιλούσε τα χέρια τους, έπαιρνα ως δώρα από τον γαμπρό κότες ή κοκόρια και φεύγανε.

Λαλέματα σ' εφτά

Ύστερα από εφτά μέρες, συνήθως όμως την άλλη μέρα από το γάμο, πολλές φορές και μετά ένα χρόνο , οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν το γαμπρό . Γινόταν τραπέζι στο γαμπρό, το τηγάν, όλο από αυγά και κότα ψημένη ( τα οποία ο γαμπρός μοίραζε σε όλους ). Τότε η πεθερά χάριζε στο γαμπρό ένα τσαντάι, εκείνος δε ένα μετατζίτι, ακολουθούσε ο χορός. Ο παράνυμφος προσκαλούσε την Πέμπτη και ο κουμπάρος όποτε ήθελε.

Κρύψιμον και στύμνωμαν

Η αρραβωνιασμένη ως την μέρα του γάμου ξέφευγε από τα μάτια του αρραβωνιαστικού της και τους γονείς του. Ούτε βέβαια τους μιλούσε. Αλλά και μετά το γάμο εστίμνωνεν, δηλαδή δεν μιλούσε στον πεθερό, στην πεθερά και μερικούς άλλους συγγενειίς του γαμπρού για ένα και πολλές φορές για δέκα χρόνια ( που τώρα οι νύφες ακονίζουν τη γλώσσα τους για καλά πρωτού παντρευτούν) . Πάντοτε στεκόταν στο πόδι και μακρυά από τζάκι, (δηλ. σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς) ποτέ μπροστά στα πεθερικά της. Ότι ήθελε να πει το έλεγε στον διερμηνέα , τον άντρα της , και αυτός το μετέφερε στους γονείς του.

Χαρ και ποδαροπλύσιμον

Μετά μια ή δυο μέρες από τη μέρα του γάμου, μια γυναίκα μετέφερε από το πατρικό σπίτι της νύφης στο σπίτι του άντρα της το σαντούχ, δηλαδή σαντούκι που είχε μέσα την προίκα της νύφης. Η γυναίκα αυτή έπαιρνε ως δώρο ένα μετζίτι. Τότε η νύφη το απόγευμα πλένοντας τα πόδια καθενός από το σπίτι του πεθερού δώριζε, πουκάμισα , κάλτσες κτλ.και κείνοι της χάριζαν από ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι.

Ποτά στο γάμο

Έπιναν πολύ ποτό κυρίως ρακί και ρουμιού, δέκα οκάδες πολλές φορές βαρέλια ολόκληρα ξοδεύονταν. Τα ποτά τα πουλούσε ο επίτροπος της εκκλησίας ή άλλος που ήταν υποχρεωμένος να δώσει ορισμενο αριθμ΄οκάδων, π.χ. για βάπτιση μέχρι τρεις και σπάνια έξι οκάδες, για γάμο μέχρι δώδεκα και σπάνια δεκαπέντε.

Βάπτιση

Το όνομα του παιδιού δινόταν από τον νουνό ή νουνά (δεξάμενος ή δεξαμέντσα) . Συνήθως στο πρώτο παιδί, αν ήταν αγόρι,δινόταν το όνομα του παππού, αν δε ήταν κορίτσι το όνομα της γιαγιάς (καλομάνα), αν δε πιο μπροστά πεθάναν άλλα παιδιά που είχαν γεννηθεί τότε έδιναν το όνομα Ευστάθιος, Ναζή. Το βάπτισμα γινόταν πάντοτε στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία άντρες, γυναίκες και παιδια γύριζαν στο σπίτι, στο δρόμο ο παπάς έψελνε τροπάριο, μετά έτρωγαν και χορεύανε. Πολλές φορές γίνονταν πολλά έξοδα για φαγητά και ποτά γι'αυτό τα τελευταία χρόνια περιορίζονταν (εκτός από τον ιερέα, επίτροπον , νουνό και μάρτυρα) να πάνε στο σπίτι του παιδιού.

Τα έξοδα του βαπτίσματος ήταν του νουνού, ο οποίος έπαιρνε μαζί του και έναν μάρτυρα. Ο μάρτυρας έκανε διανομή τα κεριά στην εκκλησία και το ρακί στο σπίτι, έπαιρνε δε ως δώρο ένα ζευγάρι παντόφλες και μαντίλι. Ο νουνός πρόσφερε στον κουμπάρο του ένα ή δύο μπουκάλια ποτού και στην κουμπάρα ένα ρούβλι ως είκοσι γρόσια, αυτή δε πρόσφερε στον κουμπάρο της ένα τσαντάι (ντορβάς) και ένα ή δύο ζευγάρια ορτάροι (τσουράπια) ή κάλτσες, όλα χειροποίητα. Ο νουνός ήταν υποχρεωμένος να κάνει στο βαπτιστικό του τα πρώτα ρούχα και αργότερα να προσφέρει δώρα σε ρούχα ή χρήματα. Τα μικρά παιδιά ήταν υποχρεωμένος να τα ντύσει ο νουνός.

Κηδεία

Μόλις γινόταν γνωστός ο θάνατος, σταματούσαν κάθε δουλειά ως την ταφή . Τον νεκρό τον λούζαν και τον στόλιζαν ανάλογα. Απαραίτητο ήταν και το μοιρολόγι. Μερικοί μάλιστα επιστράτευαν γυναίκες για να συγκινήσουν τον κόσμο. Μετά την ταφήν όλος ο κόσμος γυρνούσε στο σπίτι του νεκρού, και έβαζαν τραπέζι. Στα σαράντα και στο ετήσιο μνημόσυνο ή έβαζαν τραπέζι ή μοίραζαν κολόθαι, δηλαδή άρτος φρέσκος από καθαρό σιτάρι, με ελιές ή τυρί.

Το απόγευμα της κηδείας οι μεν άντρες έπαιρνα μαζί τους ρακί , οι δε γυναίκες σαπούνι, τσίτια κορκοτικά και πήγαιναν στο σπίτι του πεθαμένου για να παρηγορήσουν τους σπιτικούς του . Αυτό λεγόταν χατιρέπαρμαν.

Η Σανταία κοδέσποινα

Οι άντρες όλοι εργάζονταν στην Ρωσία και αλλού και έρχονταν στα σπίτια τους μετά δύο ως πέντε χρόνια. Σαν Σπαρτιάτισες οι γυναίκες διηύθυναν τα σπίτια τους. Από τις πρώτες μέρες της άνοιξης μέχρι το χειμώνα, η Σανταία ήταν αφοσιωμένη στη δουλειά. Το χειμώνα μερικές κατέβαιναν στην Τεμουράν και Σούρμαινα, όπου είχαν λίγα χωράφια και οι άλλες για να εργαστούν στο μάζεμα του καλαμποκιού. Όσες δε έμεναν στη Σάντα έγνεθαν και ύφαιναν σάλαι (μάλλινα υφάσματα) περιζήτητα και τσαντάγιαμε τέχνη κατασκευασμένα και ορτάραι. Πολλές μόνο από αυτή τη δουλειά ζούσαν .Γι'αυτό η πείνα γι'αυτές ήταν άγνωστη . Άλλες αρετές της Σανταίας που σπανίζαν σε άλλα χωριά είναι η κοσμιότητα και αυστηρότητα των ηθών, η πίστη και αφοσίωση στην οικογένεια. Μετά την απόκτηση δύο τριών παιδιών εγκαταλείπει τα νυφικά της ρούχα, αυτές δε που περνάνε τα σαράντα και ονομάζονται μεσοκαιρίτσαι σπάνια χορεύουν.

Η Σανταία θεωρεί αμάρτημα να μην βοηθήσει έναν ζητιάνο οιουδήποτε θρησκείας και αν ήταν και θεωρεί , ότι η ελεημοσύνη << πάει για την στράταν τη ξενιτέα >> .

Πλούσιοι και φτωχοί.

Προίκα

Αίσθημα υπερηφάνιας δεν υπάρχει μεταξύ τους, και δεν γίνεται διάκριση μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Γι'αυτό οι πλούσιοι παντρεύουν τις κόρες τους με φτωχούς μεν αλλά τίμιους και εργατικούς, και τους γιους τους παντρεύουν με φτωχά κορίτσια.

Το έθιμο της προίκας δεν υπάρχει, μάλιστα ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να κάνει το νυφικό φόρεμα, είτε φτωχός ήταν είτε πλούσιος. Το νυφικό φόρεμα, ήταν το ίδιο και γι'αυτό κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει αν η νύφη ήταν φτωχιά ή πλούσια.

Τα ρούχα

Οι άντρες φορούσαν σαλβάρ και τσόχαν από σαλ που ύφαιναν οι γυνείκες, και ζουπούναν, δηλ. βαμβακερό φόρεμα (αντί τη σημερινή φανέλα). Στο κεφάλι φορούσαν κουκούλι από κατσάν. Επειδή δε το σαλβαρ έφθανε μόνο ως τα γόνατα, εκτός από τα ορτάραι (χοντρές μάλλινες κάλτσες) φορούσαν και τοζλούχα.

Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.

Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

Πιο πολυτελέστερη ήταν η νυφική φορεσιά που αποτελούνταν :

Απο την τσόχα, κατασκευασμένη από ύφασμα μαχότ με κουλαπτάναι (σιρίτια),

Δύο ζουπούνας, η μία από κομάσ ή μουαράν , η άλλη από σαμ (σηρικόν),

Σπαλέρ (από κομάσ ή μουαράν) που κάλυπτε το στήθος, διότι η ζουπούνα το άφηνε ανοικτό,

Ζωνάρ (σηρικόν ) ,

Ποχτσά, ποικιλόχρωμο σάλι μεταξοβάμβακο και

Κουντούρας (μεσοπότινα).

Βραχιόλια και σκουλαρίκια ήταν άγνωστα. Τα μόνα κοσμήματα ήταν τα δακτυλίδια από δύο ως τρία και ο χρυσός σταυρός με διπλή ή τριπλή αλυσίδα από χρυσό. Μόνον κατά την ημέρα των γάμων ήταν σε χρήσει και το τρέμον , δηλ. δικτυωτό πέπλο μεταξωτό που σκέπαζε το κεφάλι και τους ώμους.

Χοροί

Τρεις μόνον, το αργόν ή ομάλαι, το λαγγευτόν και το θύμιγμαν. Αργότερα το μονόν ομάλαι και τελευταία η αρμενίτσα, η τρυγόνα, το κοτσαγγέλ και ο αντρικός σέρα.

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
Αρχείον Πόντου τόμος 11ος, 108-115