ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Monday, December 17, 2007

Η ΣΦΑΓΗ

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με αποστολή να αναλάβει τη διοίκηση δύο σωμάτων στρατού στην Ανατολία. Από τη μέρα αυτή ξεκινά η επισφράγιση και η κορύφωση της γενοκτονικής συμπεριφοράς των Τούρκων κατά των Ελλήνων του Πόντου, που είχε αρχίσει ήδη χρόνια πριν. Οι Πόντιοι θύματα των σατανικών στόχων του νεοτουρκισμού και του κεμαλισμού, σφαγιάστηκαν για μια Μ. Ασία καθαρά τουρκική απαλλαγμένη από μειονότητες. Ο παντουρκισμός υπήρξε ο δούρειος ίππος με τον οποίο η σύμμαχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Γερμανία, συνυπεύθυνη στη γενοκτονία, επιχείρησε να αλώσει οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά την Εγγύς και Μέση Ανατολή, και γι αυτό δεν δίστασε να θυσιάσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής.


Με τη επίνευση και την καθοδήγηση του Γερμανού συνταγματάρχη Λίμαν φον Σάντερς, η Τουρκία άρχισε τη στρατολογία των χριστιανών στα τάγματα εργασίας, που στην πραγματικότητα ήταν τάγματα θανάτου. Τόσο το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, όσο και τα φιλοτουρκικά έγγραφα των Γερμανών προξένων δεν τολμούν να αποκρύψουν τα εγκλήματα που διαπράττουν οι σύμμαχοί τους στην προξενική τους περιφέρεια. Από μαρτυρία του Γερμανού Πρόξενου της Αμισού Kuckhoff το 1916 φαίνεται ότι ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής είχε εκτοπιστεί.

Η κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους και η δημιουργία των ελληνικών αντάρτικων ομάδων χρησίμευσαν στους κεμαλικούς ως πρόσθετα προσχήματα, για να εξαφανίσουν ό,τι ελληνικό απόμεινε. Από νήπια ως γέροντες μεταφέρονται νηστικοί από τόπο σε τόπο. Σύμφωνα με έκθεση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, το Φεβρουάριο του 1917 το 1/4 του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψε στο θάνατο. Ο μητροπολίτης Νεοκαισάρειας Πολύκαρπος στις 12 Νοεμβρίου 1918 με επείγουσα έκθεσή του ενημέρωσε όλα τα Πατριαρχεία για τη θλιβερή κατάσταση του ποιμνίου του. Σαν να μη έφταναν τα τόσα δεινά, προστέθηκε για μια ακόμη φορά το φοβερότερο από όλα, ο εξισλαμισμός των χριστιανών. Η εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού έγινε συχνότατα αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τοπάλ Οσμάν, δήμαρχος Κερασούντας, δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Μόλις 4.000 από τους 14.000 Ελληνες της πόλης κατάφεραν να επιβιώσουν.

Μετά τον Μάϊο του 1919, υπό την καθοδήγηση του Μουσταφά Κεμάλ, Τσέτες, που κατά κύριο λόγο προέρχονταν από την τάξη των ληστών, εντάχθηκαν στην τουρκική χωροφυλακή και προέβησαν σε πλήθος φρικαλεοτήτων σε βάρος των Ελλήνων. Ακόμα και ο Τζεμάλ Νουζχέτ, νομικός σύμβουλος του φρουραρχείου Κωνσταντινούπολης και πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής της σουλτανικής κυβέρνησης του Φερίτ Πασά, αποδοκίμασε έντονα τις πρακτικές του Κεμάλ καταγγέλλοντας ότι χιλιάδες Ελληνες κάηκαν ζωντανοί μέσα σε ναούς, γυναίκες βιάστηκαν, περιουσίες λεηλατήθηκαν, και γενικά το 90% των Ελλήνων της Πάφρας είχε εξοντωθεί. Ευρωπαϊκές κι αμερικανικές ανθρωπιστικές οργανώσεις και προξενικές αρχές επιβεβαίωσαν τις καταγγελίες. Η εφημερίδα Τelegraph σε άρθρο της στις 17/5/1922 περιγράφει τη διαμαρτυρία της ουκρανικής διπλωματικής αποστολής, που πέρασε μέσα από τη Σαμψούντα καθ οδόν προς την ʼγκυρα, για τις φοβερές σκηνές που διαδραματίστηκαν μέσα και γύρω από την πόλη, για τις βιαιοπραγίες και τα πτώματα των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών που κείτονταν στο δρόμο, πολλά εκ των οποίων έφεραν και σημάδια βιασμού.

Συνολικά, μέχρι την αναγκαστική ανταλλαγή, πάνω από 350.000 Πόντιοι βρήκαν οικτρό θάνατο από τους Νεότουρκους στις πόλεις και τα χωριά, στις χαράδρες και τα βουνά, στις εξορίες και τις φυλακές. Το έγκλημα της Τουρκίας είναι διεθνές και διαρκείας. Ξεκίνησε με τους Αρμένιους, συνεχίστηκε με τους Έλληνες και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη και στο Κουρδιστάν.