«… Για να προλάβει ένα ενδεχόμενο ξεσηκωμό και των περιοχών αυτών ( Πάφρας ), έστειλε ο Σουλτάνος. Στις αρχές του 1800 φιρμάνι, με αντίγραφο του «Ιερού Φετβά», με εντολή για εκτέλεση στους Ντερεμπέηδες, σύμφωνα με το οποίο ετίθετο εκτός νόμου «το άπιστο και βρωμερό έθνος των γκιαούριδων». Με βάση το φιρμάνι αυτό και με την δικαιοδοσία οου είχαν οι Ντερεμπέηδες στην ζωή και στην περιουσία των χριστιανών, ( από το 1665 ακόμη, που τους το είχε εκχωρήσει ο Σουλτάνος ), οι Ντερεμπέηδες και οι άνθρωποί τους άρχισαν να συλλαμβάνουν από τα χωριά της Πάφρας και ειδικότερα κατά μήκος του ποταμού Αλυ από Πάφρα μέχρι Κιοπρού και Κάβζας, χιλιάδες Έλληνες ηλικίας από 15 έως 50 χρονών, με την δικαιολογία ότι διατάχθηκαν από τον Σουλτάνο να τους στρατεύσουν στον Τουρκικό στρατό, για να πάνε να πολεμήσουν τους άπιστους Γκιαούριδες σε διάφορες περιοχές της τότε απέραντης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Με την πρόφαση αυτή λοιπόν, συνέλαβαν οι άνθρωποι του Ντερεμπέη περισσότερους από 4.000 Ελληνες από τα χωριά και τις κωμοπόλις της Πάφρας. Τους μετέφεραν στην συνέχεια στην πόλη της Πάφρας και στην Σαμψούντα για να καταταχθούν, όπως είπαν στον τουρκικό στρατό. Τους έδεσαν λοιπόν ανά δύο πισθάγκωνα με σύρμα και τις νύχτες, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, τους μετέφεραν στον ποταμό Αλυ και τους έριχναν ζωντανους στο ρεύμα του ποταμού, όπου πνιγόταν με τον πιο φρικιαστικό τρόπο.Τούρκοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η ενέργεια των Ντερεμπέηδων ήταν εν αγνοία του σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης.
Εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια περίμεναν οι Παφροινοί την επιστορή των δικών τους, όσπου ο Άγγλος ιστορικός Αinsworth Γουλιέλμος Χάρισον ανακάλυψε τυχαία τους ομαδικούς τάφους των Παφραίων σε διάφορα σημεία του ποταμού Αλυ. Συγκεκριμένα, βρήκε σωρρούς από κόκαλα ανθρώπων με δεμένα τα άκρα των χεριών τους με συρματα….»
Αχιλ. Ανθεμίδη « Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντικού Ελληνισμού 1912- 1924»
«…Τα αυτά συνέβησαν και εις τας επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά. Εν τω μεταξύ η καταστροφή εξακολουθεί.
Τα παρά την Αμισόν εκκενωθέντα χωρία Αδά –Τεπέ, Γιελιτζέ, Καραγκιόλ, επυρπολύθησαν. Πλησίον του Κουρουκκοκτζέ πολλά γυναικόπαιδα εφονεύθησαν, ο πληθυσμός εστάλη εν…καταστάση εις το εσωτερικόν, το Ερικλι και άλλα χωρία εκάησαν.
Χείρονα τούτων συνέβησαν εις Πάφρα, όπου τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πύρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών και των σχολείων, αφού δε ελεηλατήθη η κινητή περιουσία, και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ολόκληρος απεστάλει εις το εσωτερικόν.
Ηδη οι μετατοπισθέντες εις τα διάφορα χωρία αποθνήσκουσιν εκ των ασθενειών, διαιτώνται εις τους στάβλους και αχυρώνας των Τούρκων, όπου στερούμενοι άρτου, ενδυμάτων και σκεπασμάτων, εν εποχή δριμυτάτου χειμώνος, υπερτιμήσεως των πάντων και ελλείψει φαρμάκων κατά των επιδημιών αποθνήσκουσιν ομαδόν.
Σκοπός όλων των φρικωδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων οίτινες οφείλουσιν ως οι Αρμένιοι. Ηδη το εν τέταρτον του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψεν εις τον θάνατον, η αυτή δε τύχη επιφυλάσσεται εις τους 30.000 εκτοπισθέντες εκ του Σαντζακίου μας.»
Από επίσημη Εκθεση της Πρεσβείας μας στην Κωνσταντινούπολη ( 1917 )
Στις 11 Δεκεμβρίου 1937 στα κεντρικά γραφεία της ΝΚVD, της μυστικής υπηρεσίας της Σοβιετικής Ένωσης, που αργότερα εξελίχθηκε στην περιβόητη ΚGΒ, ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας και διευθυντής της Νικολάι Γεζόφ υπέγραψε την ντιρεκτίβα με κωδικό αριθμό 50215. Η διαταγή ζητούσε να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες, ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα. Ιδιαίτερα όσοι είχαν αρνηθεί να λάβουν τη σοβιετική υπηκοότητα και όσοι εργάζονταν στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα, στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια, στον στρατό και στο ναυτικό.
«Λίγο προτού αρχίσει η “Ελληνική Επιχείρηση” είχε δολοφονηθεί ο Κίροφ, που ήταν μέλος του Πολίτ Μπιρό και εκπρόσωπος της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο διέδωσαν ότι υπαίτιοι της δολοφονίας του ήταν οι “εχθροί» του λαού” και ως τέτοιοι ορίζονταν οι ξένοι. Όσοι δηλαδή έμεναν στην ΕΣΣΔ αλλά είχαν αρνηθεί να λάβουν την υπηκοότητα», λέει ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα, που αποκάλυψε μεγάλο μέρος των εγγράφων της «Ελληνικής Επιχείρησης». Οι Έλληνες που έμεναν τότε στη Σοβιετική Ένωση ξεπερνούσαν τις 400.000,
όπως προκύπτει από τις καταγραφές των τοπικών κοινοτήτων. «Οι περισσότεροι από τους Έλληνες δεν ήθελαν να πάρουν τη σοβιετική υπηκοότητα διότι ήλπιζαν πως κάποια στιγμή θα γύριζαν στην Ελλάδα. Μόνο που αν είχαν σοβιετικό διαβατήριο, τότε ενδεχομένως το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά να τους αντιμετώπιζε ως κομμουνιστές», λέει ο κ. Τζούχα. Οι ελληνικές προξενικές αρχές όταν πληροφορήθηκαν τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων ζήτησαν από τη κυβέρνηση Μεταξά να επιτρέψει τον επαναπατρισμό όσων το επιθυμούσαν προκειμένου να αποφύγουν τις εκτελέσεις και τις διώξεις. Παρόμοιες εκκλήσεις έγιναν και από τις τουρκικές, ιταλικές, γερμανικές και πολωνικές αρχές, καθώς, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία της ΝΚVD, παρόμοια εντολή με την «Ελληνική Επιχείρηση» είχε δοθεί για τους κατοίκους 13 μειονοτικών ομάδων που ζούσαν στην ΕΣΣΔ. «Οι περισσότερες χώρες δέχτηκαν να επαναπατριστούν οι υπήκοοί τους. Ο Μεταξάς όμως φάνηκε να φοβάται πως θα γέμιζε η Ελλάδα με κομμουνιστές και για τον λόγο αυτό επέτρεψε την επιστροφή πολύ λίγων Ελλήνων. Αργότερα έγινε γνωστό πως η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να κλείσει συμφωνία με τις ΗΠΑ και το Μεξικό προκειμένου να δεχθούν Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση με αρνητική όμως απάντηση», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
Τελικά η Ελλάδα επικαλούμενη την αδυναμία των ντόπιων διπλωματικών αρχών να εκδώσουν διαβατήρια αποφασίζει να δεχτεί 10.000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά των συλληφθέντων Ελλήνων. Ένα από τα «ελληνικά πλοία», το «Σβανέτια», έφυγε στις 28-7-1939 από το Βατούμ μεταφέροντας στη Θεσσαλονίκη τούς περισσότερους πρόσφυγες.
Οι Εφιάλτες. Τρεις βουλευτές ελληνικής καταγωγής, οι αδελφοί Κοκκινάκη και η Πάσα Αγκίλενα, δεν διατυπώνουν την παραμικρή διαμαρτυρία για τα όσα συμβαίνουν στους συμπατριώτες τους. Αμέτοχη παρακολουθεί τις εκκαθαρίσεις και η Αθήνα. Μόνο ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Μόσχα Δημήτρης Νικολόπουλος με διαβήματά του στη σοβιετική ηγεσία ζήτησε εξηγήσεις για τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων. Λίγους μήνες αφότου άρχισε η «Ελληνική Επιχείρηση», στις 8 Μαρτίου 1938, σύμφωνα με το σοβιετικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ΤΑΣΣ, ο Νικολόπουλος αυτοκτόνησε «διότι δεν μπορούσε να αντέξει τους πόνους της ανίατης ασθένειας από την οποία έπασχε και η οποία προσδιορίστηκε από τους γιατρούς ως καρκίνος του στομάχου».
Από τις 15 Δεκεμβρίου 1937 άρχισαν οι συλλήψεις των Ελλήνων με την κατηγορία του «κατασκόπου» και τη «συμμετοχή σε ελληνικές αντεπαναστατικές οργανώσεις». «Η ΝΚVD ζητούσε μάλιστα από όσους Έλληνες συλλάμβανε να υπογράψουν μια δήλωση με την οποία δέχονταν ότι ήταν μέλη μιας εθνικιστικής αντάρτικης οργάνωσης, που είχε στόχο την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στο νότιο τμήμα της χώρας σε συνεργασία με εχθρούς του κράτους», αποκαλύπτει ο κ. Τζούχα. Όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της ΝΚVD αυτή η πληροφορία είχε έρθει στη Μόσχα από την Αθήνα! Έλληνες ήταν, επίσης, αυτοί που ανέλαβαν να συντάξουν τις λίστες του θανάτου σε κάθε χωριό ή πόλη.
«Ώσπου να αρθεί το απόρρητο από όλα τα αρχεία, και από όσα έχει καταργηθεί, όταν επιτραπεί η πρόσβαση στους ερευνητές, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων θα παραμένει μυστήριο», υποστηρίζει ο κ. Τζούχα που συγκέντρωσε στοιχεία για τη θανάτωση περίπου 22.000 Ελλήνων.