ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Saturday, January 19, 2008

Ομαδική εξόντωση 4.000 Ελλήνων της περιοχής Πάφρας!



«… Για να προλάβει ένα ενδεχόμενο ξεσηκωμό και των περιοχών αυτών ( Πάφρας ), έστειλε ο Σουλτάνος. Στις αρχές του 1800 φιρμάνι, με αντίγραφο του «Ιερού Φετβά», με εντολή για εκτέλεση στους Ντερεμπέηδες, σύμφωνα με το οποίο ετίθετο εκτός νόμου «το άπιστο και βρωμερό έθνος των γκιαούριδων». Με βάση το φιρμάνι αυτό και με την δικαιοδοσία οου είχαν οι Ντερεμπέηδες στην ζωή και στην περιουσία των χριστιανών, ( από το 1665 ακόμη, που τους το είχε εκχωρήσει ο Σουλτάνος ), οι Ντερεμπέηδες και οι άνθρωποί τους άρχισαν να συλλαμβάνουν από τα χωριά της Πάφρας και ειδικότερα κατά μήκος του ποταμού Αλυ από Πάφρα μέχρι Κιοπρού και Κάβζας, χιλιάδες Έλληνες ηλικίας από 15 έως 50 χρονών, με την δικαιολογία ότι διατάχθηκαν από τον Σουλτάνο να τους στρατεύσουν στον Τουρκικό στρατό, για να πάνε να πολεμήσουν τους άπιστους Γκιαούριδες σε διάφορες περιοχές της τότε απέραντης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Με την πρόφαση αυτή λοιπόν, συνέλαβαν οι άνθρωποι του Ντερεμπέη περισσότερους από 4.000 Ελληνες από τα χωριά και τις κωμοπόλις της Πάφρας. Τους μετέφεραν στην συνέχεια στην πόλη της Πάφρας και στην Σαμψούντα για να καταταχθούν, όπως είπαν στον τουρκικό στρατό. Τους έδεσαν λοιπόν ανά δύο πισθάγκωνα με σύρμα και τις νύχτες, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, τους μετέφεραν στον ποταμό Αλυ και τους έριχναν ζωντανους στο ρεύμα του ποταμού, όπου πνιγόταν με τον πιο φρικιαστικό τρόπο.Τούρκοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η ενέργεια των Ντερεμπέηδων ήταν εν αγνοία του σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης.
Εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια περίμεναν οι Παφροινοί την επιστορή των δικών τους, όσπου ο Άγγλος ιστορικός Αinsworth Γουλιέλμος Χάρισον ανακάλυψε τυχαία τους ομαδικούς τάφους των Παφραίων σε διάφορα σημεία του ποταμού Αλυ. Συγκεκριμένα, βρήκε σωρρούς από κόκαλα ανθρώπων με δεμένα τα άκρα των χεριών τους με συρματα….»
Αχιλ. Ανθεμίδη « Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντικού Ελληνισμού 1912- 1924»

«…Τα αυτά συνέβησαν και εις τας επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά. Εν τω μεταξύ η καταστροφή εξακολουθεί.
Τα παρά την Αμισόν εκκενωθέντα χωρία Αδά –Τεπέ, Γιελιτζέ, Καραγκιόλ, επυρπολύθησαν. Πλησίον του Κουρουκκοκτζέ πολλά γυναικόπαιδα εφονεύθησαν, ο πληθυσμός εστάλη εν…καταστάση εις το εσωτερικόν, το Ερικλι και άλλα χωρία εκάησαν.
Χείρονα τούτων συνέβησαν εις Πάφρα, όπου τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πύρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών και των σχολείων, αφού δε ελεηλατήθη η κινητή περιουσία, και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ολόκληρος απεστάλει εις το εσωτερικόν.
Ηδη οι μετατοπισθέντες εις τα διάφορα χωρία αποθνήσκουσιν εκ των ασθενειών, διαιτώνται εις τους στάβλους και αχυρώνας των Τούρκων, όπου στερούμενοι άρτου, ενδυμάτων και σκεπασμάτων, εν εποχή δριμυτάτου χειμώνος, υπερτιμήσεως των πάντων και ελλείψει φαρμάκων κατά των επιδημιών αποθνήσκουσιν ομαδόν.
Σκοπός όλων των φρικωδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων οίτινες οφείλουσιν ως οι Αρμένιοι. Ηδη το εν τέταρτον του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψεν εις τον θάνατον, η αυτή δε τύχη επιφυλάσσεται εις τους 30.000 εκτοπισθέντες εκ του Σαντζακίου μας.»

Από επίσημη Εκθεση της Πρεσβείας μας στην Κωνσταντινούπολη ( 1917 )

Friday, January 18, 2008

Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ


Την ατελείωτη νύκτα του αίματος και των οργίων που έγιναν μέσα στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, τη μεταφέρει πιστά η «Μαύρη Βίβλος» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

« Όλες οι κοπέλες και οι γυναίκες που συνέλαβαν οι τσετέδες, τις οδήγησαν μέσα στην Μονή, τις βίασαν και τις διακόρευσαν κτηνωδώς.
Μετά από επανειλημμένους βιασμούς και ενώ τα θύματά δεν ήταν σε θέση να κουνηθούν, τα αποκεφάλισαν μέσα στην Μονή. Εσφαξαν και άντρες, αφού τους ανάγκασαν να βλέπουν την κακοποίηση των γυναικών τους…. Μια εικοσάχρονη κοπέλα, η Κυρική Τσιρονίδου, βιάστηκε μπροστά στους δικούς της από εννέα βδελυρούς Τούρκους τσετάδες, από τους οποίους ο τελευταίος την αποτέλειωσε με το ξίφος του…»

Thursday, January 17, 2008

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ


Ο Μητροπολίτης Νευροκοπίου και Ζιχνών Αγαθάγγελος Τσαούσης περιγράφει τις συνθήκες κράτησης στην εκκλησία του Πάτλαμα, που από τότε ονομάστηκε «ο ναός της κολάσεως».

«…οδήγησαν δώδεκα οικογένειες στο Πάτλαμα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Βρώμα, μπόχα, αλαλαγμοί και θρήνοι ήταν τα πρώτα που μας υποδέχθηκαν όταν άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας. Βρώμα ακαθαρσιών, βρώμα πεθαμένων, βρώμα ανυπόφορη μέσα σε πυκνό σκοτάδι… Ήταν μια φρικτή εικόνα από ζωντανούς, μισοπεθαμένους και νεκρούς. Μια γυναίκα πάλευε με τον θάνατο και ζητούσε επίμονα να φάει. Δίπλα ένας γέρος είχε κοντά του την κόρη του, που ήταν αναίσθητη από την πείνα. Ο γέρος έβγαλε το τσαρούχι του, το έκοψε κομμάτια και το έδωσε στο κορίτσι να το φάει. Αυτή άρχισε να μασάει με βουλιμία… Σε αυτή την κατάσταση θανάτου, που κράτησε πολλούς μήνες, βρήκαν φρικτό τέλος περί τους 3.000 Έλληνες…»

Monday, January 14, 2008

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ: Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ Η Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ


Η καταστροφή του 22 και η ανταλλαγή των πληθυσμών που την ακολούθησε, αποτελούν γεγονότα - τομές στη σύγχρονη Ελληνική ιστορία.Δεν είναι μόνο η στρατιωτική ήττα, ούτε το πολλαπλάσιας σημασίας γεγονός του ξεριζωμού της Ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Είναι η αλλαγή στην εξωτερική πολιτική, αλλά και στη συμπεριφορά του - μικρού πλην εντίμου πλέον - ελληνικού κράτους. Η ανταλλαγή των πληθυσμών αποφασίστηκε τον Ιανουάριο του 1923. Σε μία σύμβαση μιας σελίδας, όπου συμβαλλόμενοι είναι οι δύο εμπόλεμοι του 22, χώρεσε η διακοπή μιας ιστορίας αιώνων. Οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας, κυρίως αυτοί της ενδοχώρας, της Καππαδοκίας και του Πόντου, ξεριζώθηκαν από τη γη τους για να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή στην Παλιά Ελλάδα, πένητες και ανέστιοι. Τερματίστηκε έτσι μια παρουσία αιώνων των Ρωμιών στη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν όχι ως επυλίδες, αλλά ως αυτόχθονες, όπως στις υπόλοιπες περιοχές του ελληνισμού. Σ’ αυτό τον τερματισμό, επιχειρήθηκε να υπάρξει μια εξαίρεση: Στο δεύτερο και τελευταίο άρθρο της συνθήκης ανταλλαγής, προβλέπεται ποιοι εξαιρούνται της ανταλλαγής. Οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ορίζεται να παραμείνουν στις εστίες τους. Η συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφηκε στο τέλος του 1923, ορίζει τα δικαιώματα που θα απολαμβάνουν οι Ρωμιοί που εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, αφορά δηλαδή το μικρό μέρος εκείνο του Μικρασιατικού Ελληνισμού που παρέμεινε στις εστίες του για να εκδιωχθεί συστηματικά και σταδιακά στις επόμενες δεκαετίες.

Έπρεπε, άραγε να γίνει η ανταλλαγή; Και τότε και τώρα, πολλοί Μικρασιάτες και Ελλαδίτες θεωρούν ότι δεν έπρεπε. Ότι η αντιμετώπιση ανθρωπίνων ζωών σαν αντικείμενο που του αλλάζουμε θέση είναι μια λάθος αντιμετώπιση. Πολύ περισσότερο από σήμερα, τότε φάνταζε ακόμα πιο αδύνατο να λάβει χώρα μια τέτοιας κλίμακας μετακίνηση πληθυσμών. Τον Ιανουάριο του 23, ενώ οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης Ανταλλαγής βρίσκονταν σε εξέλιξη, οι πρόσφυγες από την καταστροφή, που βρίσκονταν ήδη στην Αθήνα, πραγματοποίησαν συλλαλητήριο κατά της Ανταλλαγής, κι έστειλαν τηλεγραφήματα με το ίδιο περιεχόμενο. Παρά τα όσα είχαν περάσει, παρά το ότι όλοι είχαν νεκρούς καια εξαφανισμένους και από το διωγμό του 22 και από τις εκτοπίσεις του 14, παρά το ότι οι περιουσίες πολλών ήταν ήδη ένας σωρός ερείπια και στάχτες, δε διανοούνταν ότι η παρουσία τους στην παλιά Ελλάδα ήταν κάτι άλλο από προσωρινή, πίστευαν ότι η επιστροφή είναι δεδομένη.
Όμως, η ανταλλαγή ήταν μονόδρομος. Αν δεν έφευγαν, υποθέταμε τότε και γνωρίζουμε σήμερα, η τύχη τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Ή θα τούρκευαν ή θα εξοντώνονταν, έρμαια στις διαθέσεις των Τούρκων, όπως -εκ των υστέρων αποδείχτηκε- οι εξαιρεθέντες. Και τελικά, όσοι γλύτωναν θα έφευγαν στην Ελλάδα, κυνηγημένοι όπως αυτοί. Δηλαδή, η ανταλλαγή θα συνέβαινε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά μόνο ως προς τους Ρωμιούς. Οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας, θα παρέμεναν, θα απολάμβαναν όλων των δικαιωμάτων μειονότητας και πιθανόν σήμερα να χειραγωγούνταν από την Άγκυρα, αποτελώντας ένα ακόμη πρόβλημα στο εσωτερικό. Ας μη ξεχνούμε ότι οι Μουσουλμάνοι ψήφισαν και στις εκλογές του 20, καθορίζοντας το αποτέλεσμα.Ο Βενιζέλος τα είχε υπόψη του αυτά όταν, στο δικό του απαντητικό τηλεγράφημα σ’ εκείνα των Μικρασιατών κατά της ανταλλαγής, τόνιζε δραματικά την αδυναμία της Ελλάδας να εγγυηθεί την ασφάλεια τους από τους Τούρκους σε περίπτωση που επέστρεφαν. Πέραν της τότε αδυναμίας η εξωτερική μας πολιτική από το 22 και μετά, δείχνει ότι δεν μπορούσε (γιατί δεν ήθελε) η Ελλάδα να αντιπαρατεθεί με τη γείτονα ούτε σε αυτό το σημείο τριβής.Η ανταλλαγή λοιπόν δεν ήταν επιλογή. Ήταν πράγματι μονόδρομος, όσο κι αν συναισθηματικά αρνούμαστε πολλοί ακόμα και τώρα να τη δεχτούμε, όσο κι αν άλλα ήταν τα όνειρα κι άλλες οι ελπίδες εκείνες που θάφτηκαν στη στάχτη από το γιαγκίνι της Σμύρνης.
Τονιζόταν, ακόμα, τότε, ότι και να επέστρεφαν οι πρόσφυγες της Καταστροφής, δεν θα είχαν δικαίωμα στις περιουσίες τους. Οι Τούρκοι θα τους αντιμετώπιζαν όχι ως παλιννοστούντες, αλλά ως νεοφερμένους, καθώς οι περιουσίες τους, όσες είχαν μείνει, ήταν ήδη κτήμα του Τουρκικού Κράτους.
Τέλος, ένα «θετικό» σημείο που θα μπορούσε να βρει κανείς στην ανταλλαγή, ήταν και η απελευθέρωση των γαιών που θα εγκατέλειπαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίες θα χρησιμοποιούντο για την αποκατάσταση των εξαθλιωμένων προσφυγικών πληθυσμών.Κοιτώντας κανείς πίσω σήμερα, με την ασφάλεια του να κρίνει βάσει δεδομένων κι όχι βάσει υποθέσεων, μπορεί να δει πόσο δικαιώθηκε η σκληρή πολιτική της ανταλλαγής. Μπορεί να ισχυριστεί επίσης ότι τελικά θα έπρεπε να έχει η συνθήκη μόνο το πρώτο άρθρο, ότι δεν έπρεπε να εξαιρεθούν της ανταλλαγής οι πληθυσμοί που παρέμειναν για να εκδιωχθούν σιγά σιγά σε λίγο. Και ακούγονται σαρκαστικές οι δηλώσεις σήμερα των Τούρκων σε διάφορες εκδηλώσεις Ελληνοτουρκικής φιλίας που εκφράζουν τη λύπη τους γιατί έφυγαν οι Έλληνες, που τους καλούν να ξαναγυρίσουν (!) λες και δεν είναι αυτοί που τους έδιωξαν, λες και δεν εφαρμόζεται η ίδια πολιτική μέχρι σήμερα. Όμως, συγχρόνως περνούν και το μήνυμα που θέλουν: ότι δηλαδή τώρα που μας έχουν εξοντώσει, τώρα που μας έχουν βγάλει από τη μέση, που έχουν το πάνω χέρι, μας καλούν. Θα είμαστε χρήσιμοι, όσοι αφελείς τα πιστέψουμε αυτά, ως διακοσμητικά στοιχεία στην Τουρκική εξωτερική πολιτική, ως γελωτοποιοί σε μία κωμωδία ελληνοτουρκικής φιλίας με το μαχαίρι στο λαιμό. Βέβαια, άλλες ήταν οι επιδιώξεις τότε από πλευρά Ελλάδας όταν επέμενε κι αυτή στις εξαιρέσεις: Θεωρούσε ότι και το Πατριαρχείο και οι Ρωμιοί της Πόλης θα συνιστούσαν μοχλό πίεσης προς την Άγκυρα. Αυτό βέβαια προϋπέθετε πολιτική βούληση που αποδείχτηκε ότι δεν είχαμε. Και σήμερα έχει καταφέρει η Τουρκία να αντιστρέψει την κατάσταση: Και τους εξαιρεθέντες έδιωξε ενώ οι δικοί της παρέμειναν, και το Πατριαρχείο το έχει σε ασφυκτικό κλοιό, ώστε να του στερεί οποιαδήποτε δυνατότητα αυτόβουλης δράσης σε κρίσιμα θέματα. Αντίστροφα, η εξαίρεση των συγκεκριμένων πληθυσμών από την ανταλλαγή αποτελούσε στόχο της Τουρκίας, που εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα της: Ως προς τους Μουσουλμάνους, είναι σαφής η επιδίωξη αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο χάρτη: Ήθελαν ένα πληθυσμό που θα μπορούσαν να προσεταιριστούν (πράγμα που επιτρέψαμε), δίπλα στα σύνορα, με στόχο μια μελλοντική προσάρτηση. Ως προς τους Χριστιανούς, κι εδώ ο στόχος είναι σαφής: Οι Ρωμιοί της Ίμβρου και της Τενέδου, (νησιών απελευθερωμένων από τον Ελληνικό στρατό), έμειναν ως αντιστάθμισμα της επαναπροσάρτησής τους στην Τουρκία για «στρατηγικούς λόγους». Από την άλλη, οι Ρωμιοί της Πόλης ήταν αναγκαίοι τότε στην Τουρκία, καθώς η οικονομία της ήταν στα δικά τους χέρια. Τους χρησιμοποίησαν μέχρι να διαμορφώσουν δικούς τους επιχειρηματίες, και όταν αυτό έγινε τους έδιωξαν. Ο συνήθης τρόπος σφετερισμού των επιχειρήσεων των Ρωμιών και των Αρμενίων ήταν ο εξής: Με δεδομένη την έχθρα του κράτους απέναντί τους, οι μειονοτικοί επιχειρηματίες συνεταιρίζονταν με κάποιον Τούρκο, ο οποίος και θα αποτελούσε την ασπίδα προστασίας τους. Ακολούθως, όταν ο Τούρκος ένιωθε έτοιμος να αναλάβει την επιχείρηση μόνος του, απλά τη σφετεριζόταν ενώ οι συνέταιροί του βρίσκονταν σε μια νύχτα στην Ανατολία να φτιάχνουν δρόμους ή δραπέτευαν στην Ελλάδα ώστε να γλυτώσουν, αφήνοντας νόμιμο κύριο τον Τούρκο. Η πρωτογενής δηλαδή συσσώρευση του εθνικού τουρκικού κεφαλαίου είναι προϊόν κλοπής. Αλλά τα ανωτέρω αποτελούν ήδη παραβιάσεις της συνθήκης της Λωζάννης. Μη φανταστεί κανείς ότι η συνθήκη θεμελίωνε κάποια ειδικά προνόμια για τους Χριστιανούς της Τουρκίας. Απλά επιβεβαίωνε αυτονόητα πράγματα για κάθε πολιτισμένο έθνος, τα δικαιώματα στη ζωή, εκπαίδευση οικονομική και πολιτική ελευθερία κλπ για τους μειονοτικούς. Αυτά δηλαδή τα αυτονόητα θέλησαν να κατοχυρώσουν στη Λωζάννη τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία εγνώριζαν τι είδους σεβασμό δείχνουν οι Τούρκοι σε τέτοιες αξίες.Βέβαια, οι Τούρκοι υπέγραψαν τη συνθήκη δίχως καμμία διάθεση να την τηρήσουν. Γι’ αυτό και άρχισαν αμέσως να την παραβιάζουν.Το ίδιο το πνεύμα της Συνθήκης είναι αυτό μεταξύ μιας ηττημένης Ελλάδας και της νικήτριας Τουρκίας, όσο κι αν ο Βενιζέλος δήλωνε ότι διαπραγματεύεται όχι ως ηττημένος αλλά ως εμπόλεμος: Είναι, νομίζουμε, ανατριχιαστική η διατύπωση του οικείου άρθρου της Συνθήκης:«Η Τουρκία από τη μία και τα υπόλοιπα Συμβαλλόμενα μέρη (εκτός της Ελλάδος) παραιτούνται αμοιβαία από όλες τις οικονομικές απαιτήσεις για απώλειες και ζημιές που υπέφεραν η Τουρκία και τα ανωτέρω μέρη και οι υπήκοοί τους … μεταξύ της 1-8-1914 μέχρι την ισχύ της παρούσης Συνθήκης …». (Άρθρο 58).« Η Ελλάδα αναγνωρίζει την υποχρέωσή της να πραγματοποιήσει επανορθώσεις για τις ζημιές που προξενήθηκαν στην Ανατολία από τις ενέργειες του Ελληνικού στρατού και διοίκησης … Από την άλλη, η Τουρκία, λαμβανομένης υπόψιν της οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας που προκύπτει από την επιμήκυνση του πολέμου και τις συνέπειές του, τελικά παραιτείται από κάθε απαίτηση επανόρθωσης κατά της Ελληνικής κυβέρνησης» (Άρθρο 59).Δεν υπήρξε ποτέ δικαίωμα επανορθώσεων για τους Ρωμιούς της Ανατολής που χάθηκαν στους διωγμούς και τις εκτοπίσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της Μικρασιατικής γενοκτονίας. Αγνοήθηκαν οι ζωές αυτές, και προστέθηκαν στους τόσους αγνοούμενους που έχει κατά καιρούς δημιουργήσει η ενδοτικότητά μας. Δεν είναι μόνο το ότι εδώ οι υπόλοιποι νικητές του Α΄ παγκόσμιου πολέμου έρχονται να απαρνηθούν τα όποια δικαιώματα αποζημίωσης είχαν. Είναι ότι ειδικά η εκ των νικητών Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται ως έχουσα τέτοιο δικαίωμα! Γι’ αυτό και δεν παραιτήθηκε η Ελλάδα ποτέ από ένα δικαίωμα που δεν υπήρξε. Για την Ελλάδα υπήρξε μόνο η ανάληψη ευθυνών για τη Μικρασιατική εκστρατεία και η μεγαλόψυχη ενέργεια της Τουρκίας να της χαρίσει τα χρέη της που προέκυπταν από τις ευθύνες αυτές. Στην πράξη βέβαια, οι επανορθώσεις δόθηκαν: Οι τεράστιες Ελληνικές περιουσίες, πολλαπλάσιες σε αξία από τις εγκαταληφθείσες Τουρκικές έπαιξαν αυτόν ακριβώς το ρόλο. Έτσι δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ό,τι επακολούθησε μετά τη Συνθήκη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούσε χρειάζονταν στην Τουρκία για τους πληθυσμούς που έμειναν στα όρια της Ελλάδας και τους οποίους θεωρούσε (και εν πολλοίς έκανε) δικούς της, και με την ελληνική ανοχή αν όχι συνδρομή, αν και οι πληθυσμοί αυτοί ήταν τότε αντικεμαλικοί ως βαθιά θρησκευόμενοι. Άλλωστε, η διατύπωσή τους εξέφραζε το αυτονόητο από πλευράς αρχών δικαίου και δεοντολογίας, πως θα μπορούσε κάποιος ν’ αρνηθεί την υπογραφή τους; Μόνο περιληπτικά και επιλεκτικά μπορεί να γίνει αναφορά σε περιπτώσεις παραβιάσεων της Συνθήκης στα πλαίσια ενός τέτοιου κειμένου. Η Συνθήκη προβλέπει την ισονομία και την απόλαυση των ίδιων πολιτικών δικαιωμάτων μεταξύ των Τούρκων και των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων (πλέον) της Τουρκίας. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1923, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και εταιρίες υποχρεώθηκαν να απομακρύνουν τους Έλληνες υπαλλήλους τους και το 1925 έκλεισε ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος και διασκορπίστηκε η βιβλιοθήκη του. Το 1955, 10 μέρες μετά τα Σεπτεμβριανά απαγορεύτηκε η έκδοση της εφημερίδας «Ελεύθερη Φωνή» και φυλακίστηκε ο εκδότης της.Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποβιβάστηκε σε απλό Τουρκικό ίδρυμα, γεγονός βέβαια για το οποίο δεν είχε έτσι κι αλλιώς αρμοδιότητα η Τουρκία. Κι ακόμα του αφαιρέθηκε η νομική προσωπικότητα, προκαλώντας αδυναμία διαχείρισης της μεγάλης περιουσίας του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά απαγορεύτηκε στους ιερείς να φέρουν ράσα εκτός ναών με εξαίρεση τον Πατριάρχη. Ακόμα, με τη συνδρομή ενός επίορκου ιερέα, του παπά Ευθύμ, «ανακαλύφθηκε» Τουρκορθόδοξος πληθυσμός τον οποίο θέλησε να εγκολπωθεί ο Ευθυμ με την υποστήριξη του Κεμάλ προσωπικά και του κράτους. Τα σχέδια πάντως της Τουρκίας για τον Ευθυμ και την ανάδειξη της Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας ως αντίπαλο δέος του Πατριαρχείου δεν υλοποιήθηκαν ελλείψει υποκειμένου: Οι πληθυσμοί που ήταν ο κύριος στόχος του σχεδίου ανταλλάχθηκαν, ενώ στην Πόλη το ποίμνιο παρέμεινε συσπειρωμένο γύρω από τον Πατριάρχη.Η Ίμβρος κι η Τένεδος κατέστησαν ανοιχτές φυλακές, κι οι ποινικοί κρατούμενοι που μεταφέρθηκαν εκεί οργίασαν σε βάρος των Ρωμιών με την ανοχή των Τουρκικών αρχών. Ακόμα χειρότερα, οι Τούρκοι κατάργησαν επίσημα το καθεστώς αυτοδιοίκησης, δηλαδή τη Συνθήκη της Λωζάννης, με σχετικό νόμο, πράγμα αδιανόητο για το διεθνές δίκαιο! Στα σχολεία της μειονότητας επιβλήθηκε η διδασκαλία στα Τουρκικά, ενώ οι μισθοί των Τούρκων δασκάλων διπλασιάστηκαν, του κόστους αναλαμβανομένου από τους ομογενείς.Όταν οι τεχνικές σχολές που ίδρυσε ο Κεμάλ έβγαλαν τους πρώτους απόφοιτους, τα αντίστοιχα επαγγέλματα απαγορεύτηκαν για τους Ρωμιούς, αναγκάζοντάς τους να φύγουν.Οι αθλητικοί σύλλογοι της ομογένειας, οι οποίοι σταθερά πρωταγωνιστούσαν στα εθνικά τουρκικά πρωταθλήματα, αναγκάστηκαν να συγχωνευτούν με Τουρκικούς.Κατά τη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου, οι Τούρκοι επιστράτευσαν τους εφέδρους από 20 έως 45 ετών της ρωμεϊκης, αρμένικης και εβραϊκής μειονότητας επαναλαμβάνοντας τη δοκιμασμένη πρακτική των ταγμάτων εργασίας. Παράλληλα επέβαλαν το περιβόητο «βαρλίκι» (varlik vergisi), υποχρεώνοντας τους μη μουσουλμάνους να καταβάλουν ένα υπέρογκο έκτακτο φόρο, εντός 4 εβδομάδων από την επιβολή του, δίχως δικαίωμα ένστασης. Ο οικονομικός αφανισμός που συνεπαγόταν ο φόρος και ο αναγκαστικός εκπατρισμός ήταν το λιγότερο: Αν δεν πλήρωναν, μεταφέρονταν στην Ανατολία σε καταναγκαστικά έργα με μεροκάματο δύο λίρες Τουρκίας: Η μία παρακρατούνταν έναντι της διατροφής του εκτοπισμένου, κι η άλλη έναντι της οφειλής του. Με αυτούς τους ρυθμούς, οι οφειλές θα εξοφλούνταν σε 200-300 χρόνια!Η χρήση της γλώσσας απαγορεύτηκε με την προπαγανδιστική εκστρατεία «Πατριώτη μίλα Τούρκικα (Vatandas Turkce konus)». Όσοι μιλούσαν Ελληνικά προπηλακίζονταν. Δεν χρειάζεται να γίνει εδώ λεπτομερής αναφορά στα Σεπτεμβριανά του 1955 ούτε στους διωγμούς του 1964, που αποτελούν τις κορυφαίες εκδηλώσεις του σχεδίου των Τούρκων για τον αφανισμό της ομογένειας. Ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα ανωτέρω αναφερόμενα εξαντλούν τις παραβιάσεις, αντίθετα μικρό απάνθισμά τους αποτελούν.Αυτό που πρέπει να καταδειχτεί εδώ, δεν είναι μόνο η Τουρκική προκλητικότητα. Είναι και η Ελληνική ανοχή των πράξεων αυτών, ανοχή που αποθρασύνει την Τουρκία και της επιβεβαιώνει ότι μπορεί να συνεχίσει ατιμώρητη. Κι από δω πρέπει να ξεκινήσουμε αν θέλουμε κάποια διέξοδο στα όσα μας συμβαίνουν: Μόνο αν αναθεωρήσουμε τον στρουθοκαμηλικό τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την Τουρκική πολιτική θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από αυτήν. Αποφασιστικότητα χρειάζεται κι όχι «ρεαλιστικός» υπολογισμός δυνάμεων. Γιατί οι χαμένοι αγώνες είναι μόνο αυτοί που δεν έγιναν.

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΟΥΜΕ


«…Δεν πρέπει, επίσης να λησμονούμεν ότι αι τουρκικαί σφαγαι κατά τας οποίας άνω του ενός εκατομμυρίου ( Έλληνες ) απωλέσθησαν, είναι σχετικώς πρόσφαται και οι Τούρκοι, μετά των οποίων διαπραγματευόμεθα, είναι, ως επί το πλείστον, οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι των οποίων τα χέρια είναι βουτηγμένα εις όλο αυτό το αίμα.
Πρέπει να επιδείξουν κάποιο ίχνος ματαμέλειας και καταλήγων εκφράζω την αγανάκτηση μου ώς Αμερικανού δια τον χαρακτηρισμόν του ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ως «Γ. Ουάσιγκτον» της Τουρκίας.
Είναι ένας αρχιδολοφόνος και η δημοκρατία του μία καταισχύνη εδραιωμένη είς το αίμα και συντηρούμενη με τους απαγχονισμούς χιλιάδων συμπατριωτών….»


Δήλωση του Τζώρτζ Χόρτον, Αμερικανού Γενικού Πρόξενου στη Σμύρνη, στην Εφημερίδα « Ουάσιγκτον Σταρς»

Monday, January 7, 2008

Το άγνωστο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ

21.000 ομογενείς εκτελέστηκαν και 30.000 εξορίστηκαν στη Σιβηρία στο πλαίσιο της «Ελληνικής Επιχείρησης», που εξελίχθηκε με την ανοχή του καθεστώτος Μεταξά
Το άγνωστο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ
Τα μυστικά σοβιετικά αρχεία αποκαλύπτουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1937
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΡΑΔΕΛΗΣ
Το πρωί της 15/12/1937 μπήκε στην ΕΣΣΔ σε εφαρμογή το σχέδιο «Ελληνική Επιχείρηση».
Όταν ολοκληρώθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1938, υπήρχαν περισσότεροι από 21.000 Έλληνες εκτελεσμένοι και περίπου 30.000 φυλακισμένοι στα σοβιετικά γκουλάγκ στη Σιβηρία.
Κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ που πρόσφατα αποχαρακτηρίστηκαν αποκαλύπτουν για ποιον λόγο η σοβιετική ηγεσία προχώρησε στην εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού, ενώ νέα αρχεία της μυστικής αστυνομίας αποκαλύπτουν πως η «Ελληνική Επιχείρηση» οργανώθηκε ύστερα από ψευδείς πληροφορίες που έδωσαν Έλληνες εναντίον συμπατριωτών τους.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1937 στα κεντρικά γραφεία της ΝΚVD, της μυστικής υπηρεσίας της Σοβιετικής Ένωσης, που αργότερα εξελίχθηκε στην περιβόητη ΚGΒ, ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας και διευθυντής της Νικολάι Γεζόφ υπέγραψε την ντιρεκτίβα με κωδικό αριθμό 50215. Η διαταγή ζητούσε να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες, ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα. Ιδιαίτερα όσοι είχαν αρνηθεί να λάβουν τη σοβιετική υπηκοότητα και όσοι εργάζονταν στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα, στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια, στον στρατό και στο ναυτικό.
«Λίγο προτού αρχίσει η “Ελληνική Επιχείρηση” είχε δολοφονηθεί ο Κίροφ, που ήταν μέλος του Πολίτ Μπιρό και εκπρόσωπος της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο διέδωσαν ότι υπαίτιοι της δολοφονίας του ήταν οι “εχθροί» του λαού” και ως τέτοιοι ορίζονταν οι ξένοι. Όσοι δηλαδή έμεναν στην ΕΣΣΔ αλλά είχαν αρνηθεί να λάβουν την υπηκοότητα», λέει ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα, που αποκάλυψε μεγάλο μέρος των εγγράφων της «Ελληνικής Επιχείρησης». Οι Έλληνες που έμεναν τότε στη Σοβιετική Ένωση ξεπερνούσαν τις 400.000,
όπως προκύπτει από τις καταγραφές των τοπικών κοινοτήτων. «Οι περισσότεροι από τους Έλληνες δεν ήθελαν να πάρουν τη σοβιετική υπηκοότητα διότι ήλπιζαν πως κάποια στιγμή θα γύριζαν στην Ελλάδα. Μόνο που αν είχαν σοβιετικό διαβατήριο, τότε ενδεχομένως το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά να τους αντιμετώπιζε ως κομμουνιστές», λέει ο κ. Τζούχα. Οι ελληνικές προξενικές αρχές όταν πληροφορήθηκαν τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων ζήτησαν από τη κυβέρνηση Μεταξά να επιτρέψει τον επαναπατρισμό όσων το επιθυμούσαν προκειμένου να αποφύγουν τις εκτελέσεις και τις διώξεις. Παρόμοιες εκκλήσεις έγιναν και από τις τουρκικές, ιταλικές, γερμανικές και πολωνικές αρχές, καθώς, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία της ΝΚVD, παρόμοια εντολή με την «Ελληνική Επιχείρηση» είχε δοθεί για τους κατοίκους 13 μειονοτικών ομάδων που ζούσαν στην ΕΣΣΔ. «Οι περισσότερες χώρες δέχτηκαν να επαναπατριστούν οι υπήκοοί τους. Ο Μεταξάς όμως φάνηκε να φοβάται πως θα γέμιζε η Ελλάδα με κομμουνιστές και για τον λόγο αυτό επέτρεψε την επιστροφή πολύ λίγων Ελλήνων. Αργότερα έγινε γνωστό πως η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να κλείσει συμφωνία με τις ΗΠΑ και το Μεξικό προκειμένου να δεχθούν Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση με αρνητική όμως απάντηση», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
Τελικά η Ελλάδα επικαλούμενη την αδυναμία των ντόπιων διπλωματικών αρχών να εκδώσουν διαβατήρια αποφασίζει να δεχτεί 10.000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά των συλληφθέντων Ελλήνων. Ένα από τα «ελληνικά πλοία», το «Σβανέτια», έφυγε στις 28-7-1939 από το Βατούμ μεταφέροντας στη Θεσσαλονίκη τούς περισσότερους πρόσφυγες.
Οι Εφιάλτες. Τρεις βουλευτές ελληνικής καταγωγής, οι αδελφοί Κοκκινάκη και η Πάσα Αγκίλενα, δεν διατυπώνουν την παραμικρή διαμαρτυρία για τα όσα συμβαίνουν στους συμπατριώτες τους. Αμέτοχη παρακολουθεί τις εκκαθαρίσεις και η Αθήνα. Μόνο ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Μόσχα Δημήτρης Νικολόπουλος με διαβήματά του στη σοβιετική ηγεσία ζήτησε εξηγήσεις για τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων. Λίγους μήνες αφότου άρχισε η «Ελληνική Επιχείρηση», στις 8 Μαρτίου 1938, σύμφωνα με το σοβιετικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ΤΑΣΣ, ο Νικολόπουλος αυτοκτόνησε «διότι δεν μπορούσε να αντέξει τους πόνους της ανίατης ασθένειας από την οποία έπασχε και η οποία προσδιορίστηκε από τους γιατρούς ως καρκίνος του στομάχου».
Από τις 15 Δεκεμβρίου 1937 άρχισαν οι συλλήψεις των Ελλήνων με την κατηγορία του «κατασκόπου» και τη «συμμετοχή σε ελληνικές αντεπαναστατικές οργανώσεις». «Η ΝΚVD ζητούσε μάλιστα από όσους Έλληνες συλλάμβανε να υπογράψουν μια δήλωση με την οποία δέχονταν ότι ήταν μέλη μιας εθνικιστικής αντάρτικης οργάνωσης, που είχε στόχο την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στο νότιο τμήμα της χώρας σε συνεργασία με εχθρούς του κράτους», αποκαλύπτει ο κ. Τζούχα. Όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της ΝΚVD αυτή η πληροφορία είχε έρθει στη Μόσχα από την Αθήνα! Έλληνες ήταν, επίσης, αυτοί που ανέλαβαν να συντάξουν τις λίστες του θανάτου σε κάθε χωριό ή πόλη.
«Ώσπου να αρθεί το απόρρητο από όλα τα αρχεία, και από όσα έχει καταργηθεί, όταν επιτραπεί η πρόσβαση στους ερευνητές, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων θα παραμένει μυστήριο», υποστηρίζει ο κ. Τζούχα που συγκέντρωσε στοιχεία για τη θανάτωση περίπου 22.000 Ελλήνων.

Saturday, January 5, 2008

Ο EΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Ξεκινώντας το μικρασιατικό εγχείρημα, ο Βενιζέλος έκανε δύο βασικά λάθη: τοποθέτησε κατ΄αρχάς ως αρμοστή στη Σμύρνη τον Στεργιάδη, άνθρωπο των Βρετανών, ο οποίος υπήρξε ο κακός δαίμονας των Μικρασιατών και παρόλες τις εκκλήσεις τους για αντικατάσταση, επέμενε στην αρχική του απόφαση, την οποία -όλως περιέργως- αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν οι βασιλικοί διάδοχοί του. Το δεύτερο βασικό λάθος του υπήρξε η υποτίμηση του ποντιακού κινήματος, ενός δυνομικότατου ελληνικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που δρούσε στη βόρεια Μικρά Ασία και απειλούσε άμεσα τις γραμμές εφοδιασμού των Κεμαλικών.

Αρμένιοι και Πόντιοι

Οι Έλληνες του Πόντου είχαν διατυπώσει από νωρίς το αίτημα δημιουργίας δεύτερου ελληνικού κράτους στις νότιες παραλίες της Μαύρης Θάλασσας, ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης του ελληνισμού στη γενέθλια γη. Τον Οκτώβριο του 1917 ο Κ. Κωνσταντινίδης, ένας από τους ηγέτες του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος της δυναμικής οργάνωσης της Μασσαλίας είχε ενημερώσει τον Βενιζέλο. Στον Πόντο, όπου κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι Τούρκοι είχαν προβεί σε γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, δρούσε ένα δυναμικό αντάρτικο ελληνικό κίνημα, το οποίο αριθμούσε σε 18.000 άντρες. Το αίτημα των Ποντίων ήταν η ενίσχυση των ανταρτών κατά το υπόδειγμα του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Βενιζέλος, παρότι αρχικά αμφιταλαντεύτηκε, επέλεξε να αγνοήσει τα αιτήματα των Ποντίων και να υποστηρίξει στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1918, την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Μια θέση που εξόργισε τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις, οι οποίες με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προσπάθησαν να παρέμβουν αυτοτελώς στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας Ελληνικού Κράτους στον Πόντο. Ο Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική του και στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 δήλωσε στον Αμερικανό πρόεδρο Ουϊλσον ό,τι παρότι οι Έλληνες του Πόντου επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, αυτός αντιτάχθηκε απόλυτα. Επίσης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sunday Times, δήλωσε ότι δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στην Αρμενία. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων. Το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα κατακλύστηκε από τηλεγραφήματα διαμαρυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη κ.ά. οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν "την προβαλλόμενη ιδέα καθ' ην η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους."

Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων άλλαξε η πολιτική της κυβέρνησης. Απεστάλησαν στον Πόντο και στον Καύκασο ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται εν μέρει τα ποντιακά σχέδια, επιτρέποντας τη δημιουργία ειδικού ποντιακού σώματος στον ελληνικό στρατό, ώστε μελλοντικά να μπορεί να αποσταλεί στον Πόντο. Όμως, ακόμα και τότε ήταν ορατή η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου από το Ποντιακό Ζήτημα το οποίο δεν το ενέτασσε στα ευρύτερα εθνικά σχέδια. Οι Πόντιοι συνέχισαν να επιζητούν την ελλαδική βοήθεια και να απαιτούν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο. Για το σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει τους απαιτούμενους πόρους για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης. Βασικό επιχείρημά τους ήταν ότι οι αντάρτικες ποντιακές δυνάμεις, θα μπορούσαν να αποκόψουν τις γραμμές εφοδιασμού των κεμαλικών από τους σοβιετικούς. Το Νοέμβριο του 1919 οι Βρετανοί απέριψαν σχέδιο αποστολής του ποντιακού τμήματος του ελληνικού στρατού στο Βατούμι και τη συγκρότηση επί τόπου ποντιακού στρατού. Ο Ελ. Βενιζέλος, με αφορμή τη βρετανική άρνηση επανήλθε στις απορριπτικές του θέσεις και επαναμετάθεσε το Ποντιακό Ζήτημα στα πλαίσια του Αρμενικού. Η στάση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο "απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου." Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθενιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα. Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στο Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος. Οι βασιλικοί διάδοχοι του Βενιζέλου δεν είχαν καμιά άποψη για τον Πόντο και αγνόησαν ολοκληρωτικά τις ποντιακές προτάσεις, ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ ολοκλήρωνε τη γενοκτονία του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού.

Ο Καζαντζάκης

¨Ενα από τα τραγικά λάθη του Βενιζέλου ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελική φιλοβασιλική παράταξη με τις φήφους των Τούρκων της Μακεδονίας και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων, των Βουλγαροφρόνων κ.ά έδωσαν τη νίκη στους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι πολιτεύτηκαν με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδίτες κομμουνιστές. Η τεράστια ευθύνη του Βενιζέλου ήταν ότι παραγνώρισε την αναγκαία προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση: Τον έστω και με τη βία εξαναγκασμό της Παλαιάς Ελλάδας να πάρει μέρος στην προσπάθεια και να καταβάλει τις απαιτούμενες θυσίες. Όπως γράφει ο Γ. Βεντήρης: "Διότι η πλειοψηφία του λαού της Παλαιάς Ελλάδας, συστηματικώς εξαπατηθείσα, παραγνώριζε κατά βάση την πραγματικότητα... Δύο το πολύ εκατομμύρια προσώπων του παλαιού κράτους έκριναν την τύχη έξη εκατομμυρίων Ελλήνων των Νέων Χωρών και του αλύτρωτου Γένους."

Στα μεγάλα ιστορικά αινίγματα εντάσσονται τα κίνητρα του Βενιζέλου για προκήρυξη εκλογών. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι πίστευε πως θα κερδίσει, ως επιβράβευση για τις μεγάλες επιτυχίες που κατάφερε στο διπλωματικό τομέα. Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονται ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση για εύσχημη αποχώρηση από την πολιτική σκηνή, ώστε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη πιθανής κακής εξέλιξης στο μικρασιατικό. Πάντως ο Νίκος Καζαντζάκης, συνεργάτης του Βενιζέλου, σε επιστολή του το Δεκέμβριο του 1921, υποστηρίζει ευθέως ότι έκανε τις εκλογές γνωρίζοντας ότι θα τις χάσει. Γράφει: "ʼνθρωπος που μ' επανάσταση κατάλαβε την αρχή και δικτατορικώς εκυβέρνησε τόσα χρόνια, Πώς; και Γιατί; θυμήθηκε το σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πώς θα χάσει." (Αρχείο Κώστα Τριαρίδη).

Η εκτίμηση του Καζαντζάκη ισχυροποιείται με τη στάση Πόντιου Πιλάτου που κράτησε ο Βενιζέλος απέναντι στη Μικρασιατική ʼμυνα, η οποία τον κάλεσε να μπει επικεφαλής ενός κινήματος σωτηρίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Δεν αποδέχτηκε τον προτεινόμενο ρόλο και απέφυγε να συμβουλεύσει τους Μικρασιάτες για το σκόπιμο της ένοπλης αντιμετώπισης στην περίπτωση επαναφοράς του τουρκικού καθεστώτος στη Σμύρνη. Όπως έγραψε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος στην τελευταία επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, λίγο πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη: "...Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικό κράτος αλλά και σύμπαν το ελληνικό έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Αδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάσει και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος..."

Η Ανατολική Θράκη

Ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ξέσπασε το Σεπτέμβριο του 1922 η επανάσταση του Στρατού και του στόλου εναντίον της κυβέρνησης Γούναρη με επικεφαλής το συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Η ανατροπή της βασιλικής κυβέρνησης και η παρουσία ισχυρού ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη δημιούργησε ελπίδες ότι η καταστροφή δεν θα ήταν πλήρης. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν όμως αποφασίσει την παράδοσή της στους Κεμαλικούς. Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο οι επαναστάτες κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση είχε ήδη αποδεχτεί την άποψη της Αντάντ για την Ανατολική Θράκη. Έτσι, συνέδεσε την επιστροφή του στην κυβέρνηση με την αποδοχή της Γαλλοβρετανικής άποψης από τους επαναστάτες. Στο τηλεγράφημα προς τους επαναστάτες έγραφε: "Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης ήταν καταστροφή ανεπανόρθωτος... εφόσον αι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσίν της εις την Τουρκία. Η κυβέρνηση είναι ανάγκη τάχιστα να χαράξη την πολιτικήν της. Εάν η πολιτική αύτη περιλαμβάνη την απόφασιν να κρατήσωμεν την Θράκην και εναντίον της γνώμης των πρώην συμμάχων μας, αι θερμαί μου ευχαί θα συνοδεύουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι εν τοιαύτη περιπτώσει εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν."

Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 1ης/14ης Οκτωβρίου 1922 ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 250.000 νέους πρόσφυγες. Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχό της σ' αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού, ενώ είναι βέβαιο ότι ούτε τα κεμαλικά στρατεύματα μπορούσαν να διασχίσουν τον Ελλήσποντο και τα Δαρδανέλλια, ούτε η Αντάντ να υποχρεώσει στρατιωτικά την Ελλάδα να αποχωρήσει. Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης αποτελεί μια από τις πλέον λευκές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Η Λωζάννη

Ο Βενιζέλος έχει ήδη μετατραπεί σε ένα κλασσικό Παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Τίποτα πια δεν θυμίζει το Βενιζέλο της κρητικής επανάστασης. Το μόνο του μέλημα είναι τα κρατικά συμφέροντα, όπως αυτός τα ερμηνεύει, ανεξαρτήτως αν γι' αυτό πρέπει να θυσιαστούν ελληνικοί πληθυσμοί. Αγνοώντας πλήρως τους πρόσφυγες και τις οργανώσεις τους υπέγραψε το 1923 στη Λωζάννη την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών -"μετανάστευση" ονομάσθηκε στα επίσημα κείμενα- και στη συνέχεια αποδύθηκε σε μια προσπάθεια μη αποζημίωσης των προσφύγων με βάση τις πραγματικές τους περιουσίες που εγκατέλειψαν στους γενέθλιους χώρους τους. Ειδικά στην εκλογική του περιφέρεια εγκατέστησε πολύ λιγότερους πρόσφυγες από τους μουσουλμάνους που είχαν απελαθεί στην Τουρκία. Ο λόγος ήταν προφανής: Οι περιουσίες των μουσουλμάνων που δικαιωματικά θα έπρεπε να μοιραστούν στους πολλαπλάσιους πρόσφυγες, χρησιμοποιήθηκαν από την εκλογική του πελατεία. Στη συνέχεια και με μεσολαβητή τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο Βενιζέλος υπογράφει το 1930 την "Ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας" παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Για να δείξει επί πλέον τα αισθήματά του προς την Τουρκία, ο Βενιζέλος προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για Νόμπελ Ειρήνης. Οι μεγάλοι χαμένοι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν οι πρόσφυγες. Οι περιουσίες τους ισοψηφίστηκαν, παρότι δεκαπλάσιας αξίας, με αυτές των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό κράτος πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία.

Η αντιπροσφυγική συμπεριφορά του Βενιζέλου συνεχίστηκε με την απαγόρευση καθόδου στην Ελλάδα, το 1930, των προσφύγων με ελληνική υπηκοότητα από το μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση και υπόκειντο των διατάξεων της συνθήκης της Λωζάννης. Η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης και του Ελ. Βενιζέλου καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματική τον Ιανουάριο του 1931 από τη γενική συνέλευση του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων και χαρακτηρίστηκε "σκληρή, παράνομη, αντεθνική και απάνθρωπη". Ζήτησαν επίσης να αναλάβει η Ελλάδα την υποστήριξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Ρωσίας και να ζητήσει αποζημιώσεις για τις τεράστιες ελληνικές περιουσίες που είχαν δημεύσει οι σοβιετικοί. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης είχε τραγικές επιπτώσεις στους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Εμφανίστηκαν περιπτώσεις άρνησης έκδοσης διαβατηρίων από την Ελληνική Πρεσβεία σε πρόσφυγες που ήταν υπό εκτόπιση στη Σιβηρία ή στην Κεντρική Ασία. Η πολιτική αυτή εγκλώβισε στη Σοβιετική Ένωση, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από το μικρασιατικό Πόντο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ελληνική εθνότητα θρήνησε τόσο μεγάλο αριθμό (50.000) θυμάτων την περίοδο των μεγάλων σταλινικών διώξεων του 1937-1938.