ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Tuesday, February 12, 2008

ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Ιστορία, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Εθνική Στρατηγική και Προοπτική


Του Σάββα Καλεντερίδη*

Η παρουσία των Ελλήνων στον Πόντο

Η εμφάνιση των Ελλήνων στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου ανάγεται στον 8ο π.Χ. αιώνα, αν και υπάρχουν μύθοι που μιλούν για σχέση των Ελλήνων με την εν λόγω περιοχή σε παλαιότερες περιόδους (Μύθος του Προμηθέα, Αργοναυτική Εκστρατεία, Αμαζόνες κλπ).

Πρώτη αποικία των Ιώνων της Μιλήτου ήταν η Σινώπη, που χτίστηκε σε φυσικό λιμάνι, προφυλαγμένο από τη Συριάδα Άκρα, στα όρια της Παφλαγονίας και του Πόντου, η οποία με τη σειρά της έγινε η μητρόπολη στην αρχή δεκάδων και αργότερα εκατοντάδων ελληνικών πόλεων που χτίστηκαν σε όλες τις ακτές του Ευξείνου Πόντου.
Την πρώτη αυτή περίοδο και μέχρι την ίδρυση του Μιθριδατικού Βασιλείου του Πόντου (281 π.Χ.), η περιοχή του Πόντου και κυρίως οι πόλεις Δία, Ηράκλεια η Ποντική, Τίειον, Άμαστρις, Κρώμνα, Κύτωρος, Σήσαμος, Σινώπη, Αμισός και Αμάσεια, αποτέλεσαν κέντρα ελληνικού πολιτισμού, όπου γεννήθηκαν και έδρασαν δεκάδες σοφών, όπως οι Κλέαρχος ο Ποντικός, Ηρόδωρος ο Ηρακλεώτης, Ηρακλείδης ο Ποντικός, Διονύσιος ο Μεταθεμένος, Διόδωρος ο Σινωπεύς, Διογένης ο Σινωπεύς, Τυραννίων ο Πρεσβύτερος και άλλοι πολλοί, όλοι σε άμεση και μόνιμη επαφή με την Αθήνα και άλλα κέντρα του Ελληνισμού της Εποχής, αφήνοντας πίσω τους πλούσιο φιλοσοφικό έργο.
Την περίοδο του Βασιλείου του Πόντου, παρότι η δυναστεία των βασιλέων του, οι Μιθριδάτες, ήσαν εξελληνισμένοι Πέρσες ευγενείς, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική παιδεία ήταν η κυρίαρχη στα όρια της επικράτειάς της, κατάσταση που συνεχίστηκε και τη Ρωμαϊκή περίοδο (63 π.Χ.-4αι. μ. Χ.), αφού οι Ρωμαίοι δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν τη λατινική γλώσσα ούτε στην ίδια τη δημόσια διοίκηση επί των ημερών τους.

Την πρώτη βυζαντινή περίοδο (4ος – 12ος αι.) η περιοχή του Πόντου αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές διοικήσεις-θέματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου του λιμανιού και της πόλης της Τραπεζούντας, η οποία μετά το 1204 και μέχρι την Άλωση της Τραπεζούντας το 1461, αποτέλεσε την έδρα και την πρωτεύουσα του Κράτους των Μεγαλοκομνηνών.
Την περίοδο από την Άλωση (1461) μέχρι το 1924, που ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των Ελλήνων από την περιοχή, με βάση τις συμφωνίες για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Έλληνες του Πόντου κατόρθωσαν να επιβιώσουν, αν και ένα μέρος εξισλαμίστηκε κυρίως τους πρώτους αιώνες της οθωμανοκρατίας, και να δημιουργήσουν ισχυρές κοινότητες, με έντονη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη, κυρίως μετά το Χάτι Χουμαγιούν, που εκδόθηκε το 1857. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα λειτουργούσαν στον Πόντο πάνω από χίλια ελληνικά σχολεία, στα οποία φοιτούσαν περισσότεροι από 60.000 μαθητές.

Η περίοδος της Γενοκτονίας

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε εδάφη στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, εμφανίσθηκε στον ορίζοντα το φάσμα της ολοκληρωτικής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μπροστά σε αυτήν την προοπτική, άρχισαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διεργασίες σε επίπεδο διοικητικής, στρατιωτικής και πολιτικής γραφειοκρατίας, με στόχο τη δημιουργία ενός μηχανισμού ο οποίος θα προσπαθούσε να ελέγξει τις εξελίξεις, ούτως ώστε η διαδικασία απώλειας εδαφών να είναι κατά κάποιον τρόπο ελεγχόμενη και να καταλήξει στη δημιουργία ενός καθαρά μουσουλμανικού κράτους στα όρια της σημερινής Τουρκίας. Οι διεργασίες αυτές κατέληξαν στη δημιουργία πρώτα της μυστικής οργάνωσης İttihad-ı Osmani Cemiyeti, που ιδρύθηκε κυρίως από αξιωματικούς το 1889 στην Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία, στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη σύλληψη ορισμένων μελών της, ο πυρήνας της οργάνωσης διέφυγε στο εξωτερικό (Παρίσι), όπου το 1895 ίδρυσε την οργάνωση Osmanlı İttihat ve Terakki Cemiyeti, η γνωστή «Ένωσις και Πρόοδος». Το 1897 η έδρα της οργάνωσης, τα μέλη της οποίας άρχισαν να γίνονται γνωστά υπό την επωνυμία Νεότουρκοι, μεταφέρθηκε στη Γενεύη.

Η οργάνωση με τη δράση της άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά σε όλες τις κλίμακες της διοίκησης, πραγματοποίησε το 1902 το Πρώτο και το 1907 το Δεύτερο Συνέδριο των Νεοτούρκων (Παρίσι). Το 1907 έγινε μέλος της οργάνωσης ο Μουσταφά Κεμάλ και το 1908 ακολούθησε το Κίνημα των Νεοτούρκων, με επίκεντρο την 3η οθωμανική στρατιά, που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Η «Εταιρεία Ένωσις και Πρόοδος», η έδρα και οι δραστηριότητες της οποίας μεταφέρθηκαν πλέον στη Θεσσαλονίκη, τα έτη 1908, 1909, 1910 και 1911 πραγματοποίησε τέσσερα μυστικά συνέδρια, στα οποία χαράχτηκε η στρατηγική για την ολοκληρωτική κατάληψη της εξουσίας. Οι αποφάσεις των συνεδρίων αυτών δεν έγιναν ποτέ γνωστές, αν και έχουν περάσει 100 χρόνια από τότε. Και καταβλήθηκαν προσπάθειες να μην γίνουν γνωστές ακριβώς για να μην αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό για το προσχεδιασμένο έγκλημα της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών (Έλληνες, Αρμένιοι, Συροχαλδαίοι) της Μικράς Ασίας. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι με βάση το δημοσίευμα της εφημερίας TIMES του Λονδίνου, στο συνέδριο του 1911 «οι Νεότουρκοι αποφάσισαν τη δημιουργία ενός καθαρά μουσουλμανικού κράτους και την εκκαθάρισή του από τους χριστιανικούς πληθυσμούς έστω και με τη βία».

Η απόφαση αυτή ήταν που καθόρισε τις εξελίξεις στο θέμα της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας από το 1913 μέχρι το 1924, οπότε ολοκληρώθηκε η Ανταλλαγή των πληθυσμών.

Αποτέλεσμα της απόφασης αυτής ήταν η συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών που υπέγραψε το Σεπτέμβριο του 1913 η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Βουλγαρία. Αντίστοιχη συμφωνία πρότεινε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα, συμφωνία που υπογράφηκε στις 10 Μαΐου 1914, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο εκπατρισμός 250.000 Ελλήνων από τις περιοχές της Θράκης και της Μικράς Ασίας.

Ακολούθησε η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 2 Αυγούστου 1914, μετά από απόφαση της ηγεσίας της «Εταιρείας Ένωσις και Πρόοδος», η οποία μάλιστα το έπραξε χωρίς καν να ενημερώσει την κυβέρνηση και τον ίδιο το Σουλτάνο, που σημειωτέον είχε πλέον ρόλο συμβολικό, αφού όλες οι εξουσίες είχαν περιέλθει πραξικοπηματικά στα χέρια της πανίσχυρης τριάδας των Ενβέρ, Ταλάτ και Τζεμάλ.

Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο, στο πλευρό των Γερμανών, έδωσε τη δυνατότητα και το άλλοθι στους Νεοτούρκους να ολοκληρώσουν το σχέδιο του 1911, που είχε αρχίσει ήδη να εφαρμόζεται με τις δυο προαναφερθείσες συμφωνίες, πραγματοποιώντας απροκάλυπτα τη Γενοκτονία των Αρμενίων (24 Απριλίου 1915) και μαζικούς εκτοπισμούς ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών από τη Θράκη, τη Μυσία, την Ιωνία και τον Πόντο, σε διάφορες περιοχές της Ανατολίας, υπό το πρόσχημα της ασφάλειας. Οι εκτοπισμοί αυτοί, σε συνδυασμό με τα περιβόητα Τάγματα Εργασίας (αμελέ ταμπουρού), στα οποία στρατεύονταν οι Έλληνες με αποκλειστικό σκοπό την εξόντωσή τους, οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Το βιβλίο του αείμνηστου Ηλία Βενέζη Νούμερο 31328, αποτελεί τη ζωντανή ιστορική μαρτυρία ενός εκτοπισμένου, από τους ελάχιστους που διασώθηκαν.

Στις 16 Απριλίου του 1916 εισήλθαν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, προσφέροντας ένα ακόμα πιο ισχυρό άλλοθι στους Νεοτούρκους για την εξόντωση των Ελλήνων μέσα από τη μέθοδο των εκτοπισμών. Από την ημέρα αυτή, μέχρι την αποχώρηση των Ρώσων από την Τραπεζούντα (Φεβρουάριος 1918), οι Έλληνες του Πόντου, με εξαίρεση αυτούς που κατοικούσαν στην επαρχία Τραπεζούντας, υπέστησαν τα πάνδεινα από τους εκτοπισμούς και από τους ατάκτους, τους γνωστούς τσέτες. Τότε μεγάλος αριθμός Ελλήνων, για να γλιτώσει το βέβαιο θάνατο, επέλεξε το δρόμο της προσφυγιάς στην ομόδοξη Ρωσία. Με την αποχώρηση των Ρώσων από την Τραπεζούντα, το 1918, ήλθε η σειρά των Τραπεζουντίων, χιλιάδες από τους οποίους για να αποφύγουν το θάνατο κατέφυγαν στη Ρωσία και τον Καύκασο, αφήνοντας πίσω τους περιουσίες και παράδοση χιλιετιών.

Όταν το Μάιο του 1919 αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων του Πόντου ήδη είχε πεθάνει στις εξορίες ή είχε καταφύγει στη Ρωσία και τον Καύκασο. Αυτά για όσους νεοκεμαλιστές δημοσιογράφους και πολιτικούς στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ψάχνουν να βρουν «αντιιμπεριαλιστικό» άλλοθι για

το αποτρόπαιο έγκλημα της γενοκτονίας που έγινε στους Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας.

Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Αμισό, στις 19 Μαΐου 1919, στα βουνά του Πόντου υπήρχαν 37.000 αντάρτες, οι οποίοι είχαν καταφύγει στα όπλα είτε επειδή αρνούνταν να υπηρετήσουν και να πεθάνουν στα τάγματα εργασίας, είτε για να προστατέψουν τη ζωή τη δική τους και της οικογένειάς τους από τις ένοπλες ομάδες ατάκτων, που χρηματοδοτούνταν από την παραστρατιωτική οργάνωση Muhafaza-ı Hukuk-u Milliye Cemiyeti'nin, παρακλάδι της Εταιρείας Ένωσις και Πρόοδος.

Η πιο πολυμελής ομάδα ατάκτων, που είχε λάβει χαρακτήρα στρατού εθελοντών, ήταν το σύνταγμα του Τοπάλ Οσμάν, που είχε ως έδρα την Κερασούντα. Μέχρι το 1919, ο Τοπάλ Οσμάν και οι άνδρες του ήταν υπεύθυνοι για φόνους πολλών χιλιάδων Ελλήνων και για λεηλασίες εκατοντάδων ελληνικών χωριών. Στις 29 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ κάλεσε τον Τοπάλ Οσμάν σε μυστική συνάντηση στην πόλη Χάβζα της Αμισού και ως ο νέος αρχηγός του τουρκικού κράτους, του έδωσε εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, χρήμα και όπλα για να τελειώνει μια για πάντα με τους Ρωμιούς του Πόντου. Έκτοτε ο Τοπάλ Οσμάν άρχισε μεθοδικά να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Θωρείται ότι αυτός και το σύνταγμά του είναι υπεύθυνοι για τις περισσότερες σφαγές στην περιοχή του κεντρικού και του δυτικού Πόντου, με ιθύνοντα νου, για τη δεύτερη φάση της εγκληματικής του δράσης, τον Μουσταφά Κεμάλ.

Η Γενοκτονία και ο Ξεριζωμός των Ελλήνων, από μια περιοχή στην οποία ο Ελληνισμός είχε συνεχή και λαμπρή παρουσία 2.800 ετών, ολοκληρώθηκε το 1924, όταν αποχώρησε και ο τελευταίος Έλληνας του Πόντου, με βάση τις συμφωνίες Ανταλλαγής των Πληθυσμών, του 1923. Να σημειωθεί ότι ο Έλληνας πρόξενος, όταν έγραφε την τελευταία σελίδα του Προξενείου της Τραπεζούντας έγραφε ότι αφήνουμε πίσω μας εκατό χιλιάδες εξισλαμισμένους Έλληνες.

Η πολιτική της Ελλάδος μετά το 1923

Ενώ η Συνθήκη της Λοζάννης συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της ηττημένης Τουρκίας, η Ελλάδα, που ήταν με την πλευρά των νικητών, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις ως ηττημένη, απέναντι στην Τουρκία, που ήταν ηττημένη του Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά νικήτρια του Μικρασιατικού. Αυτός είναι και ο λόγος που μας επιβλήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, αφού η Ελλάδα, απομονωμένη διπλωματικά, δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει την άποψή της για το θέμα αυτό.

Στην εν λόγω Σύμβαση, που καθορίζονταν τα πρόσωπα, ο χρόνος της ανταλλαγής, η εκκαθάριση των περιουσιών τους, καθώς και η τύχη των εξαιρουμένων της ανταλλαγής προσώπων, υπάχθηκαν και όσοι είχαν αναχωρήσει μετά την 12 Οκτωβρίου 1912 από περιοχές που χαρακτηρίστηκαν ανταλλάξιμες. Οι κινητές και ακίνητες περιουσίες των ευαγών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων που ανήκαν σε ανταλλάξιμους και σε πρόσωπα που κατοικούσαν εκτός των εδαφών τους, υπάχθηκαν

επίσης σε ανταλλαγή. Ανατέθηκε σε μικτή επιτροπή η εκτίμηση και εκκαθάριση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν, με την πρόβλεψη να περιέλθουν στη συνέχεια στο κράτος, το οποίο καθίσταται οφειλέτης των δικαιούχων. Οι αξίες τέλος όλων των περιουσιών θα συνοψίζονταν και όση διαφορά προέκυπτε, αυτή θα καταβαλλόταν από το οφείλον κράτος στο έτερο.

Θα ήθελα να σταθώ σε αυτό το σημείο. Υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, οι περισσότεροι λόγω των διωγμών και της Γενοκτονίας, και είχαν εγκατασταθεί σε χώρες της Σοβιετικής Ένωσης -κυρίως στον Καύκασο-, αλλά και σε διάφορες άλλες χώρες της Ευρώπης, καθώς και στις ΗΠΑ. Πολλοί δε από αυτούς είχαν λάβει την υπηκοότητα της χώρας που τους φιλοξενούσε. Αυτούς τους ανθρώπους, τις περιουσίες τους και τα παραδοσιακά και νόμιμα δικαιώματα τους σε έναν τόπο με τον οποίο είχαν δεσμούς χιλιετιών, έξω από κάθε έννοια δικαίου και λογικής, συμπεριέλαβαν στη συνθήκη περί Ανταλλαγής των πληθυσμών η Ελλάδα και η Τουρκία. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα πολιτικό και δικαϊκό παράδοξο, που ήλθε να συμπληρώσει ένα άλλο τέτοιο, η Συμφωνία της Άγκυρας, του 1930, με την οποία η Ελλάδα χάριζε στην ουσία τις περιουσίες των Ελλήνων, των οποίων μόνο τη διαχείριση είχε αναλάβει ως τότε το τουρκικό κράτος. Να σημειωθεί ότι η αξία των ελληνικών περιουσιών ήταν πολλαπλάσια της ανταλλάξιμης των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν στην ελληνική επικράτεια και τη διαφορά αυτή έπρεπε να καταβάλλει η Τουρκία στην Ελλάδα και αυτή με τη σειρά της στους πρόσφυγες. Αν θέλει να δει κάποιος μελετητής το πώς αντιμετώπισαν οι προσφυγικής καταγωγής βουλευτές τις συμφωνίες της Άγκυρας, και τί πιέσεις και εξευτελισμούς δέχτηκαν, λαμβάνοντας επιτακτικά από τα κόμματά τους και από το κατεστημένο της Αθήνας εντολή να υπογράψουν για την επικύρωση των επαίσχυντων εκείνων συμφωνιών από την ελληνική βουλή, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στα πρακτικά της βουλής της εποχής.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πολιτικής, με την οποία εξομοιώθηκε ο θύτης με το θύμα και αποκαταστάθηκε μια σχέση αφέντη - ραγιά, δυστυχώς είναι σε όλους μας γνωστά και τα βλέπουμε παρακάτω.

Με το νόμο περί του «Πόθεν έσχες την περιουσίαν» του 1942, γνωστό ως Βαρλίκ Βεργκισί (Varlık Vergisi), νόμος που ψηφίστηκε ενώ η Ελλάδα ήταν υπό τριπλή κατοχή και πολεμούσε στο πλευρό των «συμμάχων» εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, τη ίδια περίοδο που η Τουρκία παρίστανε τον «επιτήδειο ουδέτερο», εξοντώθηκαν οικονομικά και οδηγήθηκαν ξανά στα Τάγματα Εργασίας οι Έλληνες της Πόλης. Τότε δέχτηκε το πιο ισχυρό οικονομικό πλήγμα, που επηρέασε τη βιωσιμότητα της ελληνικής κοινότητας της Πόλης. Και όλα αυτά, πάνω στο χαρτί της συμφωνίας ελληνοτουρκικής φιλίας του 1930.

Πάνω στην ίδια λογική και εφ’ όσον η Ελλάδα δεν όρθωσε ποτέ αποτελεσματικά και πειστικά το ανάστημά της πολιτικά απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, συνεχίστηκαν οι θηριωδίες των Τούρκων στους Έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου το Σεπτέμβριο του 1955.

Και ακριβώς επειδή δεν υπήρχε η αντίδραση που έπρεπε από πλευράς της Ελλάδος και σε αυτήν την τουρκική βαρβαρότητα, ακολούθησαν οι απελάσεις του 1964 και ξανά, παράλληλα με την εισβολή στην Κύπρο, οι βιασμοί του 1974, βιασμοί και καταπιέσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Σας θυμίζω το θέμα του ελληνικού ορφανοτροφείου της Πριγκίπου, που πλήρωσαν με δικά τους χρήματα οι Έλληνες της Πόλης και μόλις πέρυσι ακυρώθηκαν οι τίτλοι ιδιοκτησίας του και πέρασε στην ιδιοκτησία του τουρκικού κράτους, κάτω από κάποιο νομικό πρόσχημα, που στηρίζεται έναν νόμο περί βακουφίων, μέρος του σχεδίου ολοκληρωτικής γενοκτονίας του ελληνισμού της Πόλης.

Τα πράγματα για την περίοδο 1974-2008 είναι πολύ χειρότερα. Τα θύματα αυτή τη φορά δεν είναι μόνο οι Έλληνες της Θράκης, της Πόλης, του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Κύπρου.

Τα θύματα είμαστε όλοι εμείς, οι Έλληνες πολίτες, που στην ουσία υποχρεωνόμαστε εκ των πραγμάτων, λόγω εσφαλμένων πολιτικών χειρισμών, να αποδεχτούμε μια νέα σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, στην λογική του νεοοθωμανισμού και του νεοραγιαδισμού.

Γιατί πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την κατάσταση σήμερα, που η Ελλάδα αντί για κατήγορος και διεκδικητής, είναι απολογούμενη, στη λογική αυτού που λέει ο λαός μας: «Εκεί που μας χρωστάγανε, μας κλέβουν και το βόδι»

Οι 150.000 Έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου, κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Τουρκία του 1923, μετά από ένα σχέδιο συστηματικής γενοκτονίας που στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της Τουρκίας, αλλά και σύσσωμος ο τουρκικός λαός, με μικρές εξαιρέσεις, το 2008 έγιναν δυο τρεις χιλιάδες ψυχές, γηρασμένες και χωρίς ελπίδα υποστήριξης από το εθνικό κέντρο. Τόσα χρόνια, αυτό έμαθαν οι άνθρωποι.

Από την άλλη πλευρά, οι 90.000 μουσουλμάνοι της Θράκης -Πομάκοι, Τούρκοι και Αθίγγανοι- του 1923, το 2008 έγιναν 150.000 Τούρκοι κατά τον κύριο Ερντογάν και τον κύριο Μπαμπατζάν, των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζει ασύστολα και κατά κόρον η Ελλάς...

Και δεν λέω ότι αυτό δεν γινόταν στο παρελθόν. Ίσως η Ελλάδα, αδυνατούσα να προασπίσει τα δικαιώματα των Ελλήνων της Πόλης της Ίμβρου και της Τενέδου, να παραβίαζε ορισμένα δικαιώματα των ανθρώπων αυτών.

Όμως τελικά, η Τουρκία, εκτός από τη γενοκτονία που διέπραξε όλα αυτά τα χρόνια εναντίον του Ελληνισμού της Πόλης, εν τοις πράγμασι έχει παραβιάσει βάναυσα τη συνθήκη της Λοζάννης, αφού με συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις ανέτρεψε το πνεύμα της αμοιβαιότητας της Συνθήκης, καθιστώντας την Ελλάδα στην ουσία ανυπεράσπιστη μπροστά στις ορέξεις της.

Το ζητούμενο

Ποιο θα πρέπει να είναι το ζητούμενο όμως σε όλη αυτή την ιστορία;

Το πως και το γιατί φθάσαμε εδώ.

Η Ελλάδα, επί έναν αιώνα δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την Τουρκία, νομιμοποιώντας στην ουσία με τη στάση της τις απαράδεκτες πολιτικές της Άγκυρας. Δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει μια στρατηγική, η οποία θα της επέτρεπε να συλλάβει και να υλοποιήσει πολιτικές που θα της έδιναν τη δυνατότητα να αποκρούσει την τουρκική επιθετικότητα και να προασπίσει τα συμφέροντά της.

Τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό ότι η ευφυείς πολιτικές και οι εύστοχες επιλογές στις διμερείς και στις διεθνείς σχέσεις, τις περισσότερες φορές είναι δυνατόν να εξισορροπήσουν πιθανές ανισορροπίες στο ισοζύγιο δυνάμεων, η Ελλάδα, αντί να αναδείξει πολιτικά το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας και να επιδιώξει να φέρει την Άγκυρα σε θέση απολογούμενου και άμυνας, αντί να διεκδικήσει τη δικαίωση στο θέμα της γενοκτονίας, αντί να διεκδικήσει τα δικαιώματα των Ελλήνων της Πόλης της Ίμβρου και της Τενέδου, τη δικαίωση στην Κύπρο, ακριβώς για να βάλει φραγμό σε αντίστοιχες μελλοντικές πολιτικές και σε πολιτικές παράλογων διεκδικήσεων, που όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε ποιες είναι, κινούμαστε στην κατεύθυνση της εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων ούτε καν στη λογική της εξομοίωσης του θύματος με το θύτη, αλλά στη λογική του «σφάξε με πασά μου ν’ αγιάσω». Γιατί τί άλλο μπορεί να υποθέσει κανείς, τι μηνύματα δίνουμε στην ίδια την Τουρκία, στη διεθνή κοινότητα, αλλά και στον ελληνικό λαό, όταν καταθέτουμε στεφάνια όχι στο εθνικό μνημείο μιας χώρας, αλλά στον τάφο ενός ατόμου, ενός καθαρού φασίστα, που ήταν αυτός που ηγήθηκε των εγκληματικών ομάδων που διέπραξαν τη γενοκτονία εναντίον του ελληνισμού; Τι μηνύματα δίνουμε στους απογόνους των θυμάτων της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας, όταν από τη μια πλευρά η ελληνική πολιτεία έχει αναγνωρίσει τη Γενοκτονία και μετά από λίγους μήνες, στις 19 Μαΐου, θα κληθούμε να παραστούμε σε επίσημες κρατικές τελετές για τη μνήμη της Γενοκτονίας και από την άλλη τιμούμε με τον πιο επίσημο τρόπο με κατάθεση στεφάνου τον αρχιγενοκτόνο των προγόνων μας; Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι με τέτοιες πράξεις αυτοϋπονομευόμαστε και στρώνουμε το χαλί για τις επόμενες ανάλογες πολιτικές της Τουρκίας;

Τη στιγμή που το ηθικό και η αυτοπεποίθηση του ελληνικού λαού, εξ’ αιτίας της συνεχούς υποχωρητικότητας είναι στο χειρότερο σημείο, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων με το συγκεκριμένο τρόπο, ενώ υφίσταται η απειλή πολέμου, οι καθημερινές παραβιάσεις στο Αιγαίο και οι απροκάλυπτες αμφισβητήσεις στα Ίμια, τη Γαύδο και στο σύνολο του Αιγαίου, εγκαθιστούν μια σχέση υποτέλειας ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα;

Εθνική Στρατηγική και Προοπτική

Και τώρα, θα μου επιτρέψετε να περάσω στο τελευταίο μέρος της ομιλίας μου. Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και πλήρες μέλος της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και, πολύ σωστά κατά την άποψή μου, επιδιώκει την ουσιαστική συμμετοχή της σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και σε όσα διαδραματίζονται σε όλο τον κόσμο, για να ενισχύει συνεχώς τη θέση της στο διεθνές σκηνικό.

Αυτό, κατ’ αρχάς είναι μια ορθή επιλογή, αφού η διεθνής θέση της χώρας είναι αυτή που είναι δυνατόν να εξισορροπήσει τυχόν αδυναμίες και ελλείψεις που είναι δυνατόν να εμφανιστούν στις σχέσεις μας με διάφορες χώρες σε διμερές επίπεδο.

Η Ελλάδα, με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατόρθωσε για πρώτη φορά στην ιστορία να συμμετέχει σε έναν διεθνή οργανισμό, στον οποίο δεν είναι μέλος η Τουρκία. Δηλαδή, η Ελλάδα συμμετέχει σε έναν οργανισμό στον οποίο η Αθήνα έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει και να δρομολογεί εξελίξεις και να επηρεάζει αποφάσεις για θέματα που αφορούν αυτήν καθ’ αυτήν την Τουρκία, χωρίς να έχει τη δυνατότητα η Άγκυρα να επηρεάσει εκ των έσω τις εξελίξεις και τις αποφάσεις αυτές.

Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει στην ουσία ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα, με το οποίο προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που δημιουργεί κατά καιρούς στη χώρα μας το γεωπολιτικό και στρατηγικό μέγεθος της Τουρκίας, που όντως είναι μεγάλο.

Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας, που ακολουθείται πιστά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, έχει θετικές πλευρές και θετικά αποτελέσματα -όπως για παράδειγμα η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση- πλην όμως είναι μονοσήμαντη και χωρίς βάθος. Από την άλλη πλευρά, ως μέρος αυτής της πολιτικής, χρησιμοποιείται και «καταναλώνεται» ίσως το μοναδικό στρατηγικό πλεονέκτημα που έχει η Ελλάδα στα χέρια της έναντι της Τουρκίας, χωρίς να εξασφαλίζουμε απτά και μόνιμου χαρακτήρα αποτελέσματα. Και εννοώ την πολιτική της χώρας μας απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η πολιτική υποστήριξης της πορείας της Τουρκίας προς την Ευρώπη, με τελικό στόχο την είσοδό της ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ορθή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία στο δρομολόγιο αυτό προς την πλήρη ένταξη θα προβαίνει σταδιακά σε μόνιμου χαρακτήρα αλλαγές, παραχωρήσεις και δεσμεύσεις, οι οποίες θα την καταστήσουν στο τέλος της διαδικασίας μια χώρα που τουλάχιστον δεν θα συνιστά απειλή εθνικής ασφάλειας για την Ελλάδα. (Φυσικά υπάρχουν ενστάσεις στο κατά πόσο μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις και στις υπογραφές που βάζει η Τουρκία, όπως επίσης υπάρχουν ενστάσεις στο κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να «σηκώσει» την Τουρκία, αφού υπάρχει ο κίνδυνος αντί για τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, να οδηγηθούμε σε εκτουρκισμό της ίδιας της Ε.Ε. ή τουλάχιστον της ΝΑ Ευρώπης. Τέλος πάντων, ομιλούμε επί τη βάσει αρχών.)

Στις παραχωρήσεις και τις ρυθμίσεις που αναφέρθηκα, θα πρέπει να συμπεριληφθούν προσεκτικά μια σειρά από θέματα, όπως η επίλυση του Κυπριακού, τα θέματα που αφορούν τα δικαιώματα του Πατριαρχείου και των Ελλήνων της Πόλης της Ίμβρου και της Τενέδου, η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας και τα ζητήματα αστικής φύσεως που πιθανόν να υφίστανται, η απροκάλυπτη ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας μας, με την παραβίαση των δικαιωμάτων των Πομάκων και των Αθιγγάνων της ελληνικής Θράκης, που εκτουρκίζονται βίαια από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, υπό την ακατανόητη ανοχή της ελληνικής πολιτείας. Τέλος θα πρέπει να εξασφαλιστεί ως ένα από τα πρώτα βήματα ένα ζήτημα που διαχρονικά προσδίδει στρατηγικό βάθος και εξασφαλίζει την επιβίωση της ίδιας της Ελλάδας. Το ζήτημα του Αιγαίου, που αποτελεί τον πνεύμονα του Ελληνισμού. Να σας θυμίσω ότι κατά έναν επίσης ακατανόητο τρόπο, στην 4η παράγραφο της συμφωνίας της Μαδρίτης αποδεχτήκαμε ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο, για να νομιμοποιήσουμε στην ουσία το casus belli της Άγκυρας, αφού είναι κοινά αποδεκτό ότι η κάθε χώρα κατά κάποιο τρόπο νομιμοποιείται να προστατέψει τα ζωτικά της συμφέροντα ακόμη και με πόλεμο. Εν πάση περιπτώσει, σε αυτό το δρομολόγιο της Τουρκίας προς την Ευρώπη, θα πρέπει να λυθεί οριστικά το ζήτημα της άρσης του casus belli και η καθαρή αποδοχή από πλευράς της Τουρκίας του δικαίου της θάλασσας, που δίνει το δικαίωμα στην Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που συμβεί αυτό (η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.) λύνονται ως δια μαγείας όλα τα ελληνοτουρκικά προβλήματα ή μάλλον οι απαράδεκτες διεκδικήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο.

Κυρίες και κύριοι

Η άποψή μου είναι ότι η Ελλάδα οφείλει και πρέπει να έχει καλές σχέσεις με όλες τις χώρες του κόσμου και φυσικά με όλες τις χώρες της περιοχής. Μόνον ένα περιβάλον ασφάλειας και συνεργασίας θα μας επιτρέψει να αναπτύξουμε τη δυναμική μας και να επιδείξουμε την εξωστρέφεια που απαιτούν οι καιροί και να υποστηρίξουμε τα γεωπολιτικά, τα εθνικά και τα οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδος και του Ελληνισμού στην περιοχή.

Στην προσπάθειά μας αυτή θα πρέπει να εξαλείψουμε τα στερεότυπα που εμπόδιζαν την προσέγγιση και την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των λαών, ακόμη και ξαναγράφοντας -χωρίς όμως να παραχαράσσουμε- την ιστορία. Και φυσικά, ανάμεσα στις προσπάθειές μας αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθεί η προσέγγιση και η εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία και η ιστορική συνεννόηση ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό λαό. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνεται επί τη βάσει ξεκάθαρων αρχών και κυρίως, με ένα σχέδιο που έχει ενσωματώσει τα διδάγματα της ιστορίας και το κυριότερο, θα μας προστατέψει από νέες τραγικές περιπέτειες που είναι δυνατόν να προέλθουν εξ ανατολών. Με πολιτικές που δεν θα προσβάλουν, αλλά θα δίνουν αυτοπεποίθηση στον ελληνικό λαό.

Όμως, η -κυριολεκτικά χωρίς κανένα αντάλλαγμα- άτακτη υποχώρηση της Ελλάδος σε όλα τα μέτωπα (κουρδικό, κυπριακό, ποντιακό, σκοπιανό κλπ), τη στιγμή που η Τουρκία συνεχίζει τις ανθελληνικές και άκρως επικίνδυνες για τα εθνικά μας συμφέροντα και την ενότητα της χώρας μας πολιτικές της στην Κύπρο, τη Θράκη, το Αιγαίο, τα Σκόπια, το Κοσσυφοπέδιο, την Αλβανία και την λεγόμενη Τσαμουριά, δεν συνιστούν κινήσεις καλής θέλησης, με σκοπό την εξομάλυνση των Ε-Τ σχέσεων, αλλά βαρύτατο ολίσθημα, τις συνέπειες του οποίου θα κληθούμε να πληρώσουμε, όταν ίσως οι πρωταγωνιστές αυτής της πολιτικής δεν θα είναι ενεργά πολιτικά πρόσωπα.

Γι’ αυτό, ως μέσον άμυνας σε όλα τα παραπάνω, ύψιστο καθήκον του κάθε Έλληνα πολίτη είναι να παρατηρεί και να καταγγέλλει έγκαιρα, χωρίς φανατισμούς και εντάσεις, αλλά με καθαρή πατριωτική φωνή κάθε πολιτική κίνηση και απόφαση που στην ουσία υποθηκεύει τα εθνικά μας συμφέροντα και φαλκιδεύει το μέλλον και την πορεία του τόπου και του Ελληνισμού.

Τέλος, θα ήθελα ενώπιόν σας να θέσω ένα ρητορικό ερώτημα. Αναρωτιέμαι αν όλοι αυτοί, οι ταγοί του Έθνους μας, που με τις αποφάσεις και τις επιλογές τους στο πεδίο των Ε-Τ σχέσεων μας έφεραν διαχρονικά στη σημερινή κατάσταση, είναι σε θέση να κοιτάξουν στα μάτια τον κάθε Έλληνα και ειδικά εμάς τους Πόντιους, τους Κυπρίους, τους Θράκες, τους Κωνσταντινουπολίτες, τους Σμυρνιούς που συνωστίζονταν…..

Σας ευχαριστώ

*Κείμενο ομιλίας που έκανε ο Σάββας Καλεντερίδης στις 6 Φεβρουαρίου 2008 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ελληνικού Ανανεωτικού Ρεύματος, Ακαδημίας 88