Wednesday, January 26, 2011

Αντιποντιακό παραλήρημα αποτυχόντος πολιτευτού!


Μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε όσους Πόντιους έτυχε να διαβάσουν το βιβλίο του πρώην υφυπουργού κ. Νίκου Μπίστη «Προχωρώντας και αναθεωρώντας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πόλις». Περιγράφοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τις διάφορες εθνοτοπικές ομάδες της Β΄ Αθήνας, στην οποία ήταν υποψήφιος κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές,  ο γνωστός από τη συμμετοχή του σε πάσης φύσεως τηλεοπτικά παράθυρα πολιτικός του κυβερνώντος κόμματος φτάνει στην ανοιχτή αμφισβήτηση -για πρώτη φορά από Έλληνα πολιτικό- της ίδιας της ύπαρξης της γενοκτονίας ως ιστορικού γεγονότος!

Ο κ. Μπίστης αφιερώνει δύο ολόκληρες σελίδες του ενδιαφέροντος κατά τα άλλα πονήματός του σε ένα προκλητικής εμπάθειας αντιποντιακό παραλήρημα, με το οποίο κατηγορεί ανοιχτά το χώρο των ποντιακών οργανώσεων για φασισμό και υποστηρίζει ότι το αίτημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας χρησιμοποιείται σκόπιμα από διάφορους «επαγγελματίες ποντιοπατέρες» ως εμπόδιο για τη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού!
Δεν αρκείται όμως μόνο στην έκφραση των «πολιτικών» του θέσεων επί του θέματος ο κ. Μπίστης,  αλλά υπεισέρχεται -και μάλιστα με αυτοπεποίθηση ιστορικού ολκής- στην ουσία, υποστηρίζοντας ότι «στα σαντζάκια όπου οι Πόντιοι δεν ξεσηκώθηκαν για να ενισχύσουν τους Ρώσους κατά των Τούρκων, δεν τους πείραξαν». Ακριβώς δηλαδή αυτό που έλεγε και το επίσημο κείμενο του τουρκικού ΥΠΕΞ για τη Γενοκτονία των Ποντίων, που μεταφράσαμε και δημοσιεύσαμε σε παλαιότερο τεύχος μας.  Και βέβαια μη σπεύσετε να αναρωτηθείτε από αντλεί ο κ. Μπίστης τόση βεβαιότητα για το ατράνταχτο ιστορικό επιχείρημα που επικαλείται,  διότι στις επόμενες σελίδες του βιβλίου του παρουσιάζει επαρκείς αποδείξεις του σεβασμού που τρέφει προς την επιστήμη της ιστορίας, αναφερόμενος επανειλημμένως στη εκτίμηση που τρέφει προς το πρόσωπο της κυρίας Ρεπούση (της γνωστής «μοντέρνας» ιστορικού, που έγραψε και τύπωσε με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων τα γνωστά φληναφήματα περί «συνωστισμού» στην προκυμαία της Σμύρνης), αλλά και στον αποτροπιασμό του για την άδικη επίθεση που αυτή δέχθηκε από διάφορους αγράμματους υπερπατριώτες!
Κι αφού λοιπόν δικαιολογημένα οι Τούρκοι έκαναν όσα έκαναν «στα σαντζάκια όπου οι Πόντιοι δεν ξεσηκώθηκαν για να ενισχύσουν τους Ρώσους», ο βαθύς γνώστης των διεθνών σχέσεων (και επί σειράν ετών εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής κόμματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου)  κ. Μπίστης αποδίδει εύσημα στον ΟΗΕ, διότι «έχει πολύ αυστηρά κριτήρια για την αναγνώριση γενοκτονιών  -διαφορετικά, η ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένη από πολέμους, σφαγές, βιασμούς και εθνοκαθάρσεις ανθρωπότητα θα έμπαινε σε νέες περιπέτειες, και μάλιστα αναδρομικά, για το χατίρι προέδρων και ενώσεων αποστράτων» (ενώ η μη αναγνώριση παρόμοιων γενοκτονιών προφανώς είναι κατά τον κ. Μπίστη άσχετη με τα διεθνή συμφέροντα και τους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς!).
Βέβαια κάθε άποψη έχει τη σημασία και την αξιοπιστία της αναλόγως του προσώπου που την εκφράζει. Και ο κ. Μπίστης κάθε άλλο παρά τυχαίο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί. Υπήρξε μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου -αλήθεια, αυτή η έρμη η συμμετοχή στο Πολυτεχνείο για πόσες ακόμη ατυχείς επιλογές και για πόσα ακόμη μεταπολιτευτικά πολιτικά αμαρτήματα των νεαρών τότε πρωταγωνιστών του θα χρησιμεύει ως άλλοθι;- ενώ κατανάλωσε τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια της πολιτικής του διαδρομής σε μία πρωτοφανή για την ελληνική πολιτική ιστορία προσπάθεια περάσματος απ’ όσο το δυνατόν περισσότερα κόμματα του αριστερού τμήματος του πολιτικού φάσματος. Αρχίστε λοιπόν να κρατάτε λογαριασμό: μεταπολιτευτικά εντάχθηκε στο ΚΚΕ, από το οποίο διαγράφτηκε το 1983. Εν συνεχεία προσχώρησε στο ΚΚΕ εσωτερικού. Το 1986 με τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού ακολούθησε το Γιάννη Μπανιά στο ΚΚΕ εσωτερικού-Ανανεωτική Αριστερά.  Το 1989 προσχώρησε στον ενιαίο Συνασπισμό και με τη διάσπαση του τελευταίου το 1993 εντάχθηκε στο νέο Συνασπισμό της κας Δαμανάκη. Αφού παρέμεινε σε αυτόν για μερικά χρόνια, τασσόμενος πάντα στην πλευρά των ανεξαρτήτως προέδρου «προεδρικών»,   αποχώρησε από το Συνασπισμό και ηγήθηκε της αλήστου μνήμης ΑΕΚΑ (Κίνησης Ανανεωτικής και Εκσυγχρονιστικής Αριστεράς), την οποία διέλυσε λίγο αργότερα, όταν αποφάσισε να ενταχθεί στο ΠΑΣΟΚ και να αναλάβει υφυπουργός Εσωτερικών στη βραχύβια τελευταία κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Σημίτη. Ζητάμε ειλικρινά συγνώμη αν λησμονήσαμε να αναφέρουμε κάποιον σημαντικό σταθμό της πολυκύμαντης πολιτικής του διαδρομής, αλλά δυστυχώς η παρακολούθησή της μάλλον υπερβαίνει τις δυνατότητές μας!
Από όλη πάντως αυτή την ιστορία των ανοησιών που έγραψε ο κ. Μπίστης (χολωμένος πιθανότατα   και από τη μόνιμη εκλογική του αποτυχία, αφού μέχρι σήμερα εξελέγη βουλευτής μόνο μία φορά κι αυτή με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας), βγαίνουν αβίαστα τρία συμπεράσματα. Το πρώτο, το θετικό, είναι ότι παρά την πολυετή περιηγητική του δραστηριότητα, ο κ. Μπίστης βρήκε το χρόνο να ασχοληθεί με εμάς τους Πόντιους και την άγνοιά μας περί της ιστορίας μας, που τείνει κατά τη γνώμη του να χαλιναγωγεί επικίνδυνα την Ελληνική εξωτερική πολιτική!  Το δεύτερο, το αρνητικό, είναι ότι απόψεις σαν του κ. Μπίστη εξακολουθούν απ’ ότι φαίνεται να συγκινούν ένα κομμάτι του πολιτικού μας προσωπικού, που συνεχίζει να εμπνέεται ακόμη από τις «υγιείς» αντεθνικιστικές ιδεοληψίες του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος «εκσυγχρονιστικού» εγχειρήματος.  Συμπέρασμα τρίτον, και ίσως ουσιαστικότερο από τα τρία: η ανθρώπινη βλακεία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της εκάστοτε ακροδεξιάς, αλλά δυνητικά ανήκει εξ ίσου σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.

Επίλογος: έχουν περάσει ήδη αρκετές εβδομάδες, αν όχι μήνες, από την κυκλοφορία του βιβλίου του κ. Μπίστη, χωρίς ωστόσο να σημειωθεί η παραμικρή δημόσια αντίδραση εκ μέρους του οργανωμένου ποντιακού χώρου. Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε  οι Πόντιοι δεν είναι τελικά τόσο φασίστες, όσο υποστηρίζει ο κ. Μπίστης, είτε οι εκπρόσωποι των οργανώσεών τους θα πρέπει να επισκέπτονται λίγο συχνότερα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία….

… Διάφοροι πρόεδροι Ποντιακών Ομοσπονδιών, που έφτασαν στα χέρια και τα δικαστήρια για το παγκάρι της Παναγίας Σουμελά, είχαν στόχο ζωής να αναγνωριστεί η «γενοκτονία των Ποντίων». Από κοντά, σύσσωμη η Δεξιά, το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, με την Αριστερά να σφυρίζει αδιάφορα, σαν να μην ήθελε να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από το «αθώο» αίτημα. Επειδή όμως ο ΟΗΕ έχει πολύ αυστηρά κριτήρια για την αναγνώριση γενοκτονιών  -διαφορετικά, η ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένη από πολέμους, σφαγές, βιασμούς και εθνοκαθάρσεις ανθρωπότητα θα έμπαινε σε νέες περιπέτειες, και μάλιστα αναδρομικά, για το χατίρι προέδρων και ενώσεων αποστράτων-, περιόρισαν, τελικά, τις φιλοδοξίες τους στην αναγνώριση της «γενοκτονίας» από τη Βουλή των Ελλήνων και το ελληνικό κράτος. Κατά σατανική σύμπτωση, κάθε φορά που γινόταν  -ή φοβούνταν ότι θα γίνει- μισό βήμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, οι επαγγελματίες ποντιοπατέρες, συνεπικουρούμενοι από ιστορικούς πέμπτης διαλογής και βουλευτές της Β΄ Αθήνας και της Βόρειας Ελλάδας όπου αφθονεί το ποντιακό στοιχείο, έριχναν λάδι στη φωτιά της αμάθειας και του φόβου. Τέτοια ήταν η πίεση, που την τελευταία στιγμή ο Σημίτης μετέτρεψε την «ημέρα της γενοκτονίας» σε «ημέρα μνήμης». Αλλά αυτό  δεν τους πτόησε. Άρχισαν να γιορτάζουν την «ημέρα μνήμης» για τη γενοκτονία των Ποντίων, όπως συμπλήρωναν. Μια ομάδα κανονικών ιστορικών, και η μικρή ΑΕΚΑ από όλο το πολιτικό προσωπικό, στάθηκαν όρθιοι απέναντι στο κύμα της εθνοπρεπούς παραπληροφόρησης. Ως επικεφαλής της ΑΕΚΑ έπρεπε, μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του τηλεοπτικού χρόνου, να αναδείξω λεπτές αποχρώσεις, έχοντας απέναντί μου, κατά κανόνα, τον τηλεπαρουσιαστή που είναι πάντα με τους πολλούς για να εξασφαλίσει το παντεσπάνι του, έναν αγανακτισμένο Πόντιο, έναν κατά δήλωσή του ιστορικό, και ενίοτε τον ηθοποιό-ταγό της εθνικοφροσύνης και ίνδαλμα του Τζέημς Πάρις, τον Κώστα Πρέκα. «Πείτε το σφαγή», τους έλεγα, «πείτε το ξεριζωμό, έγκλημα, αλλά όχι γενοκτονία, γιατί στα σαντζάκια όπου οι Πόντιοι δεν ξεσηκώθηκαν για να ενισχύσουν τους Ρώσους κατά των Τούρκων, δεν τους πείραξαν. Δεν είναι λοιπόν καθολική, συστηματική εξόντωση, βάση σχεδίου, που απαιτείται για τη γενοκτονία». Ψύλλοι στ’ άχυρα. Ο ιστορικός επιτρέπεται, ίσως, να τα λέει αυτά. Ο πολιτικός όμως, που θέλει μάλιστα σταυρό στη Β΄ Αθήνας, πρέπει να συμπεριφέρεται όπως οι παλιοί μου σύντροφοι στην Αριστερά και οι μελλοντικοί μου στο ΠΑΣΟΚ: σιωπή και νηστεία από τις κακοτοπιές. Τι κι αν μ’ αυτό τον τρόπο στραβώνονται γενιές ολόκληρες και γίνονται βοά ενός φαιού εθνικισμού. Αυτοί θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα; (Σε αυτό το φίδι θα επανέλθω). Κοιτώντας σήμερα πίσω, επιμένω ότι, παρά το πολιτικό κόστος, πολύ καλά κάναμε και πήγαμε κόντρα στο ρεύμα, και σε εκείνη και σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αλλιώς δεν έχει νόημα -και οπωσδήποτε δεν έχει γούστο- να ασχολείσαι με την πολιτική. Οι καλοπροαίρετοι κάποτε θα καταλάβουν. Για τους άλλους δεν έχει σημασία, μια χαρά περνάνε παρέα με το φίδι μέσα στην τρύπα. Δεν ήταν, λοιπόν, μόνο τα ξινισμένα μούτρα μου από το μαρτύριο της λύρας που αποθάρρυναν τους Πόντιους δυνητικούς ψηφοφόρους μου. Είχαν και καλύτερους λόγους. Ο φίλος μου ο Γιώργος Καρυπίδης, φυσιολογικός Πόντιος αριστερός που ζει στη Θεσσαλονίκη, ισχυρίζεται ότι η πλειοψηφία των Ποντίων δεν τα πιστεύει αυτά. Μακάρι, παρότι οι πλειοψηφίες αρέσκονται στα στερεότυπα. Αν πάντως έχει δίκιο, καλό είναι αυτή η σιωπηλή πλειοψηφία να βρει τη λαλιά της, γιατί μόνο η μειοψηφία ακούγεται.