Tuesday, April 30, 2013

Πάσχα εν Πόντω - Δύο υπέροχα έθιμα

Τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας: «τουρνίκες» και «καθίζω τζιχτζιράνο»
της Λένας Σαββίδου







Ο πλούτος των εθιμικών δρώμενων της Μεγάλης Εβδομάδας που έφεραν οι πρόσφυγες από τον Πόντο, είναι ασύλληπτου εύρους και ομορφιάς. Ο χρόνος, δυστυχώς, πολλά από αυτά τα θάμπωσε στη μνήμη κι άλλα τα παράλλαξε στο πέρασμα του. Το ευτυχές όμως είναι πως μέσα από λαογραφικές μελέτες και καταγραφές πολύ μεγάλο μέρος τους έχει διασωθεί κι έτσι ακόμη κι αν δεν υπάρχουν ως κομμάτια του «εορταστικού» βίου μας, μπορούμε να τα εντοπίσουμε, να τα μελετήσουμε και φυσικά να τα ματαγαπήσουμε και να τους ξαναδώσουμε «ανάσα», εντάσσοντας τα στην σύγχρονη πραγματικότητα μας.
Ένα πολύ όμορφο έθιμο που μας έρχεται από την περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν είναι οι Τουρνίκες. Το έθιμο αυτό το κατέγραψε ο Γ. Φωτιάδης στην εργασία του «Από τα πασχαλινά έθιμα του Ακ Δαγ Μαδέν» που δημοσιεύτηκε στον 38ο τόμο του Αρχείου Πόντου. Οι τουρνίκες ήταν τα αυγά που οι νοικοκυρές έβαφαν κι ετοίμαζαν για την Λαμπρή. Στο Ακ Νταγ Ματέν σε αντίθεση με ότι σήμερα επικρατεί, τα αυγά τα έβαφαν το Μεγάλο Σάββατο. Η συνήθεια να βάφονται αυγά ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου, κατά τον Φωτιάδη που φέρει στο φως και τη σχετική μαρτυρία, δεν έχει γνωστή προέλευση. Προσωπικά το θυμάμαι να συμβαίνει και στο δικό μας σπίτι-είμαστε πρόσφυγες από το χωριό Σιον (Επαρχίας Χαλδίας, τμήμα Χεροιάνων-Κελκίτ)- τουλάχιστον 40 χρόνια πριν, αρχές δεκαετίας του 70 και σταδιακά να εκλείπει και τα αυγά να βάφονται σταθερά πλέον την Μεγάλη Πέμπτη. Οι τουρνίκες δεν ήταν αποκλειστικά κόκκινα αυγά αλλά έχαιραν πλήθος χρωμάτων, όπως είναι το κίτρινο, το γαλάζιο και το πράσινο και πέραν των ωραίων χρωμάτων τους ήσαν πλουμιστές με όμορφα σχέδια. Τα αυγά που θα βαφόταν το Μεγάλο Σάββατο τα διάλεγαν από τα μέσα περίπου της Σαρακοστής και τα ξεχώριζαν σε εξαιρετικά γερά και σε…συνηθισμένα. Τα γερά έμεναν ξέχωρα από τα υπόλοιπα και ξέχωρα βαφόταν.
Ένα δεύτερο έθιμο που σχετίζεται με το βάψιμο των αυγών και που κι αυτό μας έρχεται από την περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν, το παραθέτει πάλι ο Γ. Φωτιάδης στην παραπάνω αναφερθείσα μελέτη του και είναι το «καθίζνε τζιχτζιράνο». Το έθιμο αυτό το κρατούσαν οι μερακλήδες του τσουγκρίσματος των αυγών και σκοπό είχε να δώσει αυγά τέτοια που κυλούν και στέκονται στη μύτη και κατά το σπάσιμο τους ακούγεται θόρυβος σαν να σπάζει κέλυφος σαλιγκαριού. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούσαν τη χόβολη. Την άνοιγαν και πάνω στη πυρακτωμένη πλάκα της έστρωναν στάχτη. Πάνω σε αυτή τη στάχτη τοποθετούσαν τα αυγά με τη μύτη προς τα κάτω και τα σκέπαζαν με ένα κιούπι. (Το κιούπι είναι το πήλινο σκεύος που σήμερα θα λέγαμε μικρό κανάτι ή μικρό πυθάρι). Από πάνω έριχναν τα αναμμένα κάρβουνα, τη χόβολη δηλαδή. Μέσα σε 24 ώρες ότι υπήρχε στο εσωτερικό του αυγού κατακαθόταν στη μύτη αυτού, ξεραινόταν, κολλούσε στον φλοιό και γινόταν σαν ένα σώμα με αποτέλεσμα όπως κι αν κυλούσε το αυγό να έρχεται να κάθεται στη μύτη, μιας κι εκεί πλέον είχε μετατοπιστεί κι όλο το βάρος του. Κατά το σπάσιμο αυτών των αυγών, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργούταν ήχος ιδιαίτερος και οι μερακλήδες πρόβαλλαν το… μεράκι τους.
Σήμερα ο χρόνος που διαθέτουμε στο να προετοιμαστούμε για τη Λαμπρή ολοένα και λιγοστεύει. Αυτό μας αναγκάζει να σβήνουμε από το τεφτέρι μας, όσα μας καθυστερούν από τις επείγουσες εργασίες μας ή να τα αντικαθιστούμε με ότι γίνεται ταχύτερα κι ευκολότερα. Έτσι, αγοράζουμε τα κουλουράκια έτοιμα ψημένα από το φούρνο, τα τσουρέκια τα παραγγέλνουμε στο ζαχαροπλαστείο γιατί που χρόνος να ζυμώσουμε και τα τελευταία χρόνια δε βάφουμε μήτε αυγά μιας και κυκλοφορούν καλοβαμμένα και καλογυαλισμένα πασχαλινά αυγά στα ράφια των υπεραγορών. Ας αναλογιστούμε όμως τι χάνουμε έτσι…κι όχι μόνον μέσα από τον κόσμο των ηθών και των εθίμων μας, μα κυρίως μέσα από την ίδια μας την ψυχή που πλέον ξεχνά να ευφραίνεται και να αγάλλεται. Ξεχνά να συμμετέχει και να δημιουργεί.

Saturday, April 27, 2013

Αλήθειες για την Κωνσταντινούπολη (Ισταμπούλ για τον δήμαρχο) με απλά λόγια, από έναν Τούρκο δημοσιογράφο

Σφοδρή κριτική ασκεί στους ομοεθνείς του ο Τούρκος δημοσιογράφος Engin Ardiç με άρθρο του στην εφημερίδα Sabah, στο οποίο διατυπώνονται σκληρές αλήθειες για την Άλωση της Κωνσταντινουπόλης.

Παράλληλα στην «Hurriyet», με αφορμή την ταινία "Άλωση 1453" που έχει σπάσει ταμεία στην Τουρκία, ο δημοσιογράφος Μπουράκ Μπεντίλ έθεσε το ρητορικό ερώτημα: Να γιόρταζαν οι Βρετανοί την «άλωση του Λονδίνου» ή οι Γερμανοί την «άλωση του Βερολίνου». «Μήπως πρέπει να περιμένουμε να ακολουθήσουν ταινίες όπως "'Αλωση 1974" ή "Αφανισμός 1915"»;
Παραθέτουμε το άρθρο που είχε δημοσιευθεί πριν τέσσερα χρόνια, στην Sabah, με αφορμή τους εορτασμούς που γίνονται κάθε χρόνο στην Τουρκία για την Άλωση:
«ΑΝ οργανωνόταν στην Αθήνα συνέδριο µε θέμα : «Θα πάρουμε πίσω την Πόλη»...
ΑΝ έφτιαχναν μακέτα µε τα τείχη της πόλης και τους στρατιώτες µε τις πανοπλίες τους να επιτίθενται στην Πόλη... (όπως εμείς στην Τουρκία κάνουμε κάθε χρόνο!)
ΑΝ ένας τύπος ντυμένος όπως ο περίφημος Έλληνας νικηφόρος και σχεδόν μυθικός Διγενής Ακρίτας έπιανε τον δικό µας Ulubatlι Hasan και τον γκρέμιζε κάτω...
ΑΝ ξαφνικά έμπαινε στην πόλη κάποιος ντυμένος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πάνω σε ένα λευκό άλογο και δίπλα του άλλος ως Λουκάς Νοταράς, ως Γεώργιος Φραντζής κι έμπαιναν ως αντιπρόσωποι της πόλης... ( όπως εμείς στην Τουρκία κάνουμε κάθε χρόνο!)
ΑΝ έφτιαχναν µια χάρτινη Αγία Σοφία που δεν είχε μιναρέδες αλλά Σταυρό....
ΑΝ έκαιγαν λιβάνι και έλεγαν ύμνους, θα µας άρεσε;
Δεν θα µας άρεσε, θα ξεσηκώναμε τον κόσμο, μέχρι που θα καλούσαμε πίσω τον πρέσβη µας από την Ελλάδα.
Τότε, γιατί το κάνετε εσείς αυτό, κάθε χρόνο; Πέρασαν 556 χρόνια και γιορτάζετε (την Άλωση) σαν να ήταν χθες ;
Γιατί κάθε χρόνο τέτοια εποχή, (µ΄ αυτές τις γιορτές πού κάνετε) διακηρύσσετε σε όλο τον κόσµο ότι:
«Αυτά τα μέρη δεν ήταν δικά µας, ήρθαµε εκ των υστέρων και τα πήραμε µε τη βία».
Για ποιο λόγο άραγε φέρνετε στη µνήµη µια υπόθεση 6 αιώνων; Μήπως στο υποσυνείδητό σας υπάρχει ο φόβος ότι η Πόλη κάποια µέρα θα δοθεί πίσω;
Μην φοβάστε, δεν υπάρχει αυτό που λένε µερικοί ηλίθιοι της Εργκενεκόν περί όρων του 1919.
Μη φοβάστε, τα 9 εκατομμύρια Ελλήνων δεν μπορούν να πάρουν την πόλη των 12 εκατομμυρίων, και αν ακόμα την πάρουν δεν μπορούν να την κατοικήσουν.
Κι οι δικοί µας που γιορτάζουν την Άλωση είναι µια χούφτα φανατικοί µόνο που η φωνή τους ακούγεται δύσκολα.
Ρε σεις, αν µας πούνε ότι λεηλατούσαμε την Πόλη τρεις µέρες και τρεις νύχτες συνεχώς τι θα απαντήσουμε;
Θα υπερασπιστούμε τον εαυτό µας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή θα αφήσουμε το θέμα στους ιστορικούς ;
Αντί να περηφανευόμαστε µε τις πόλεις που κατακτήσαμε, ας περηφανευτούμε µε αυτές που ιδρύσαμε, αν υπάρχουν. Αλλά δεν υπάρχουν.
Όλη η Ανατολή είναι περιοχή µέ την βία κατακτημένη...
Ακόμα και το όνομα της Ανατολίας δεν είναι αυτό που πιστεύουν (ana=µάνα, dolu=γεµάτη) αλλά προέρχεται από την ελληνική λέξη η Ανατολή.
Ακόμα και η ονομασία της Ισταµπούλ δεν είναι όπως µας λέει ο Ebliya Celebi «εκεί όπου υπερτερεί το Ισλάµ» τραβώντας τη λέξη από τα μαλλιά, αλλά προέρχεται από το «εις την Πόλιν».
Εντάξει λοιπόν, αποκτήσαµε µόνιµη εγκατάσταση, τέλος η νοµαδική ζωή και γι' αυτό ο λαός αγοράζει πέντε - πέντε τα διαµερίσµατα. Κανείς δεν μπορεί να µας κουνήσει, ηρεμήστε πια...
Οι χωριάτες µας ας αρκεστούν στο να δολοφονούν την Κωνσταντινούπολη χωρίς όμως πολλές φανφάρες».

Sunday, April 14, 2013

Ξεριζωμός και προσφυγιά




Η Μαύρη Θάλασσα κυμάτιζε αλαφρά, σκούρα λουλακιά, και
μύριζε σαν καρπούζι ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του
Πόντου, μια φορά κ’ έναν καιρό δικά μας, δεξά αστραφτερό,
απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως,
μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα
και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το
αγαπημένο ουρανοθάλασσο ‘ ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα
ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος
βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους. Δύσκολο, δύσκολο
πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα βουνά,
θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι,
ένα χταπόδι είναι η ψυχή και όλα τούτα οι πλόκαμοί της.

Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο»

(Στη φωτ., το ατμόπλοιο ΙΩΝΟΠΟΛΙΣ που μετέφερε πάνω από 6.000 Πόντιους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Σεπτέμβριος 1923, [3.1.22]).


Το πρώτο κύμα Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα ήρθε το 1919-1920 από τα παράλια του Καυκάσου, το Βατούμ και το Σοχούμ και περιλάμβανε τους Ποντίους που ακολούθησαν το ρωσικό στρατό στην αποχώρησή του από τον Πόντο και το Καρς και Ποντίους της νότιας Ρωσίας, ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει μετά τη σοβιετική επανάσταση.

Ακολούθησε το δεύτερο μεγάλο κύμα το 1922, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, όταν μεγάλο μέρος του ποντιακού πληθυσμού κατέφυγε στις παράλιες πόλεις με σκοπό να αποβιβαστεί σε πλοία για την Ελλάδα. Ο ξεριζωμός συνεχίστηκε αμείωτος μέχρι το 1924, οπότε έφυγαν και οι τελευταίοι Έλληνες Πόντιοι, με τη συμφωνία για ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάνης (1923).

Οι Πόντιοι πρόσφυγες μεταφερόταν με τουρκικά βαπόρια και με επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων στην Πόλη, περιθάλπονταν από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στους στρατώνες Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης και από εκεί αποβιβαζόταν σε ελληνικά πλοία για αποστολή στην Ελλάδα. Οι συνθήκες μεταφοράς ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές και η κατάσταση στους στρατώνες Σελιμιέ, όπου έφταναν οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες ήταν τραγική, καθώς στοιβάζονταν κατά χιλιάδες, σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, χωρίς νερό και με τον τύφο που θέριζε.

Οι πρόσφυγες φτάνοντας στην Ελλάδα περνούσαν από υποχρεωτική καραντίνα, σε επίσης άθλιες συνθήκες, στους καταυλισμούς της Μακρονήσου και του Αη-Γιώργη, με τα πλοία που έφταναν στον Πειραιά, στο Καράμπουρνου (Καλαμαριά) της Θεσσαλονίκης, στην Καβάλα, το Βόλο, την Κόρινθο, την Πρέβεζα και αλλού. Ο συνολικός αριθμός των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 325.000 - 400.000 άτομα.

(Στη φωτ., Πόντιες πρόσφυγες στον καταυλισμό Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης, 1922,   [3.1.38])


«Συλλογισμένα πορπατώ, τα χέρα μ΄ σταυρωμένα,
κανείς κακόν να μη παθάν’ , αρνί μ΄, άμον εμένα»

(Στη φωτ., η οικογένεια Ευστάθιου Αλβανίδη από την Τραπεζούντα.  Λαύριο 1921,   [5.1])



Οικογένεια Μιχαήλ Σαρασίτη. Αθήνα, 1926.  [1993.6.69 α-β]
Φωτογραφία κειμήλιο και ζωντανή μνήμη για τα παιδιά και τα εγγόνια



Ο Σάββας Χριστοδούλου με τη σύζυγό του Κωνσταντίνα και το γιο τους Γεώργιο.
Καθιστή, η μητέρα του Σάββα. Λαύριο 1-9-1925.   [21.3]

Ποντιακή γραμματική

Τα ονομασίας που μεταχειρίζουμες για να φανερώνομε όντα (λ.χ. πρόατον), αντικείμενα (λ.χ. τραχτόρ), δουλίαν (λ.χ. σπείρσιμον) και ιδιότητα (λ.χ. μαχητικότητα) λέγοματα ονόματα ουσιαστικά.
Κύρια και κοινά 
Τα ονόματα τα ουσιαστικά είναι δυο λοέν:
κύρια και κοινά. Εκείνα τα ουσιαστικά που ανήκνε σ’έναν όντον για μόνον σέναν μέρος, ραχίν, λιμνίν, ποτάμ, λέχκουνταν κύρια ονόματα και γράφκουνταν με κεφαλαίον γράμμαν (λ.χ. το Κιλκίς, ο Καύκασος, η Μπαϊκάλη, ο Αξιός). Εκείνα τα ονόματα τα ουσιαστικά που επορούν να ανήκνε σ’όλια τα όντα και τα αντικείμενα ινός είδους λέχκουνταν κοινά ουσιαστικά ονόματα και γράφκουνταν με μικρό γράμμαν (λ.χ. τ’άλογον, το ποτάμ, η πολιτεία, το λιμνίν).
Συγκεκριμένα και αφερεμένα 
Τα ονόματα τα ουσιαστικά χωρίζομε ακόμαν σε συγκεκριμένα και αφερεμένα. Συγκεκριμένα λέγομε όλια εκείνα τα ουσιαστικά ονόματα που φανερώνε όντα και αντικείμενα πραματικά και ειν ατά που ελέπομε και 'σθανούμεσατα (λ.χ. ο μουχτερόν, το ξεραντέρ, το σταφύλ, το τσακέλ). Αφερεμένα λέγομε τα ονόματα τα ουσιαστικά που νια ελέπομε, νια αισθανούμεσατα, παραμόνον φαντασκούμεσατα (λ.χ. η όραση, ο νους).
Ντο καταληξία έχνε τα ουσιαστικά Καταληξία για τα αρσενικά σε -ας ο ψωμάς ο δουλευτάς σε -έας ο γραφέας ο οκνέας σε -ης ο κεμεντζετζής ο καϊκτζής σε -ες ο εργάτες ο Γιάννες σε -ον ο άνθρωπον ο τόνον σε -ς ο καβαλάρτς ο αράπς
Καταληξία για τα θελκά σε -α η γλώσσα η σημασία σε -η η τιμή η μηχανή σε -ε η Ελένε η αράχνε σε -ού η αλεπού η γλωσσού σε -ω η Δέσπω  
Καταληξία για τα ουδέτερα σε -αν το γράμμαν το τσακέλιζμαν σε -ιμον το σκάψιμον το βρέξιμον σε -ον το δέντρον το φυτόν σε -ος το πάθος το πάχος σε -ιν το παιδίν το λιμνίν Έχομε και ουδέτερα ουσιαστικά χωρίς κατάληξην σο ονομαστικόν τη πτώσην. Έχασαν την κατάληξην –ιν γιατί επεκόπεν κεπέμναν χωρίς κατάληξην (λ.χ. το πεγάδ, το κουτάλ, το πιρόν). 
Κλίση αρσενικών ουσιαστικών Ενικός αριθμός Το ονομαστικόν η πτώση σον ενικόν αριθμόν σ' όλα τελειών' για σο -ς για σο -ν. Το γενικόν η πτώση τ' ενικού τ' αριθμού χαν' το -ς τ' ονομαστικού τη πτώσης. Εκεί όμως όπου τ' ονομαστικόν η πτώση εχ το -ν η γενική παιρ' το -ς. Το αιτιατικόν η πτώση σον ενικόν αριθμόν το γνωρίζμαναθε εν το –ν παντού. Το κλιτικόν η πτώση αποκόφτ το -ς χε εκεί που εν σο -ον σο ονομαστικόν την πτώσην την κατάληξην το -ν και το καταληχτικόν το άτριφτον αλλάζ το -ο σε -ε λ.χ. ο άνθρωπον, ε άνθρωπε. Ονομαστική ο δουλευτάς ο αράπς ο λυριτζής ο φοιτητής ο εργάτες ο άνθρωπον ο αριθμός ο Λαζόπουλον Γενική τη δουλευτά τ' αράπ τη λυριτζή τη φοιτητή τ' εργάτε (-α) τη άνθρωπονος τ' αριθμού τη Λαζόπουλονος Αιτιατική τον δουλευτάν τον αράπ τον λυριτζήν τον φοιτητήν τον εργάτεν τον άνθρωπον τον αριθμόν τον Λαζόπουλον Κλητική δουλευτά αράπ λυριτζή φοιτητή εργάτε (-α) άνθρωπε αριθμέ Λαζόπουλε Κατά το δουλευτάς κλίσκουνταν και τα: ο καπνάς, ο ψαράς, ο προατάς, ο κυδωνάς, κτλ. Κατά το λυριτζής: ο τενεκετζής, ο καϊκτζής, ο ζουρνατζής, κτλ. Κατά το φοιτητής: ο μαθητής, ο φυτευτής, κτλ. Κατά το ο άνθρωπον: ο σύντροφον, ο υπάλληλον, ο δάσκαλον κτλ. Κατά τον Λαζόπουλον: ο Παρασκευόπουλον, ο Ξανθόπουλον κτλ. Κατά το αριθμός: Κερασινός, ζαντός, παλαλός κτλ. 
Πληθυντικός αριθμός Σον πληθυντικόν αριθμόν τα κατάληξια σ’ονομαστικόν την πτώσην είναι -ήδες, -άδες και -ντ. Σο γενικόν παντού εν η κατάληξη -ιον. Σο αιτιατικόν την πτώσην κάποτε τ’όνομαν εν αμόν ντο εν σο ονομαστικόν. Το άθρον μόνον αλλάζ σο αιτιατικόν την πτώσην και τα ονόματα που σο ονομαστικόν την πτώσην κ’έχνε το -ς το αιτιατικόν η πτώση παίρατο, λ.χ. οι δασκάλ, τοι δασκάλτς, οι παιδάντ, τοι παιδάντς κτλ. Το κλητικόν η πτώση εν χωρίς άρθρον όπως και τ’ονομαστικόν και μόνον όνταν βάλομε το άρθρον, χωρίεται λ.χ. ε λυριτζήδες, αρχινέστε το παίξιμον. Ονομαστική οι δουλευτάδες οι αράπ οι λυριτζήδες οι φοιτητάδες οι εργάτ οι ανθρώπ οι αριθμοί οι Λαζοπουλάντ Γενική τη δουλευταδίων τ' αραπίων τη λυριτζήδων τη φοιτηταδίων τ' εργατίων τη ανθρωπίων τ' αριθμίων τη Λαζοπουλαντίων Αιτιατική τοι δουλευτάδες τοι αράπς τοι λυριτζήδες τοι φοιτητάδες τ' εργάτς τ' ανθρώπς τ' αριθμούς τοι Λαζοπουλάντ(α)ς Κλητική δουλευτάδες αράπ λυριτζήδες φοιτητάδες εργάτ ανθρώπ αρίθμ Λαζοπουλάντ
Κλίση θελκών ουσιαστικών 
Ενικός αριθμός Τα θελκά ουσιαστικά σο γενικόν τη πτώσην τ’ ενικού αριθμού όλεα παίρνε το -ς. Ονομαστική η μάνα η χαρά η γλώσσα η αλεπού η στρωμοθήκη η κουτζή η γνως η λέξη η Ελένε Γενική τη μάνας τη χαράς τη γλώσσας τη αλεπούς τη στρωμοθήκης τη κουτζής τη γνως τη λέξης τη Ελένες Αιτιατική την μάναν την χαράν την γλώσσαν την αλεπούν την στρωμοθήκην την κουτζήν την γνως την λέξην την Ελένεν Κλητική μάνα χαρά γλώσσα αλεπού στρωμοθήκη κουτζή γνως λέξην Ελένε
Πληθυντικός αριθμός Σον πληθυντικόν αριθμόν παρατηρούμε πως όλεα τα θελκά που 'κ παρέσταινε έμψυχα ουδετεροποιούνταν. Ονομαστική οι μανάδες τα χαράντας τα γλώσσας τ' αλεπούδια τα στρωμοθήκας τα κουτζίδια/ οι κουτζἰδες τα γνώσια τα λέξεις Γενική τη μαναδίων τη χαραντίων τη γλωσσίων τ' αλεπουδίων τη στρωμοθηκίων τη κουτζιδίων τη γνωσίων τη λεξίων Αιτιατική τοι μανάδες τα χαράντας τα γλώσσας τ' αλεποὐδια τα στρωμοθήκας τα κουτζίδες τα γνώσια τα λέξεις Κλητική μανάδες χαράντας γλώσσας αλεποὐδια στρωμοθήκας κουτζίδες τα γνώσια τα λέξεις  
Κλίση ουδέτερων ουσιαστικών 
Ενικός αριθμός 
Ονομαστική το χωρίον το παιδίν το γάλαν το γράψιμον το μέλ(ιν) Γενική τη χωρί(ου) τη παιδί(ου) τη γαλατί(ου) τη γραψιματί(ου) τη μελί(ου) Αιτιατική το χωρίον το παιδίν το γάλαν το γράψιμον το μέλ(ιν) Κλητική χωρίον παιδίν γάλαν γράψιμον μέλ 
Πληθυντικός αριθμός Ονομαστική τα χωρία τα παιδία τα γάλατα τα γράψιματα τα μέλια Γενική τη χωρίων τη παιδίων τη γαλατίων τη γραψιματίων τη μελίων Αιτιατική τα χωρία τα παιδία τα γάλατα τα γράψιματα το μέλια Κλητική χωρία παιδία γάλατα γράψιματα μέλια Ασ' εμέτερα τα κουτσηας, τα κυριας Αντονιάδου και Κεσίδου, "Μαθήματα Ποντιακής Διαλέκτου"...ο Θεον ας έχ' ατς καλά !!!! Πλατωνικας

Την ώρα που κάποιοι νοσταλγούν τον γενοκτόνο Κεμάλ, ο Πειραιάς δεν ξεχνά τις γενοκτονίες.

20130414-130944.jpg
|ΠΟΔΗΛΑΤΟΔΡΟΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 98η ΕΠΕΤΕΙΟ
ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ

Τους ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν Έλληνες και Αρμένιους ήθελε να τονίσει η Ποδηλατοδρομία που πραγματοποιήθηκε σήμερα, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την 98η επέτειο της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Σημείο εκκίνησης της Ποδηλατοδρομίας, ήταν η πλατεία Κοραή στον Πειραιά και σημείο τερματισμού η πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Νέα Σμύρνη, όπου βρίσκεται το μνημείο της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Την Ποδηλατοδρομία συνδιοργάνωσαν οι Δήμοι Πειραιά, Μοσχάτου-Ταύρου, Καλλιθέας και
Νέας Σμύρνης και η Ένωση Αρμενίων Αθλητών και Προσκόπων Ελλάδος «HOMENETME».
Η εκδήλωση τέλεσε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ποδηλατικής Ομοσπονδίας.
Ο Δήμαρχος Πειραιά κ. Βασίλης Μιχαλολιάκος, στο σύντομο χαιρετισμό του, τόνισε:
«Φίλες και φίλοι, θέλω να ευχαριστήσω την Ένωση των Αρμενίων αδερφών μας, οι οποίοι εκτός του ότι έχουν καθαρή εθνική συνείδηση, είναι και πάρα πολύ καλοί πολίτες αυτής της χώρας που κατοικούν. Την αγαπούν και την υπηρετούν.
Να τους ευχαριστήσω γιατί έδωσαν την ευκαιρία στο Δήμο του Πειραιά, στον Πειραϊκό λαό να συμμετάσχουμε σε αυτήν την όμορφη αθλητική εκδήλωση μνήμης και τιμής στα θύματα της κτηνωδίας, της Γενοκτονίας.
Στη διαδρομή του ο καθένας μπορεί να πράττει και λάθη, αλλά να κάνει και σωστές ενέργειες. Θυμάμαι ως πολύ ιερή τη στιγμή, που ως Βουλευτής της Α΄ Πειραιώς στη Βουλή των Ελλήνων, ψήφισα την αναγνώριση της Γενοκτονίας των αδερφών Αρμενίων.
Επειδή οι εκδηλώσεις μας δεν μπορεί να είναι μόνο απόδοση τιμής και μνήμης, ας ενώσουμε όλοι οι λαοί τις δυνάμεις μας, ώστε να μην μπορεί καμία σκληρή πολιτική καμιάς χώρας να προκαλεί καινούργιες Γενοκτονίες, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Αυτή η εκδήλωσή σας, μας ενώνει. Ενώνει τους Δήμους και προπαντός τους λαούς. Καλή Ποδηλατοδρομία. Να είστε καλά. Καλή επιτυχία.»
Ο Πρόεδρος του Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας (ΟΠΑΝ) κ. Γιώργος Σιγάλας, ανέφερε:
«Σήμερα είναι μια ιδιαίτερη ημέρα. Σε συνεργασία με την Ένωση Αρμενίων Αθλητών και Προσκόπων Ελλάδος «HOMENETME» θέλουμε να δώσουμε μια άλλη διάσταση στην ημέρα που πλησιάζει για την Γενοκτονία των Αρμενίων. Αποφασίσαμε να ενώσουμε τέσσερις Δήμους, με σημείο εκκίνησης την πλατεία Κοραή και να καταλήξουμε στη Νέα Σμύρνη, όπου βρίσκεται το μνημείο της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Με αυτόν τον τρόπο, στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν ξεχνάμε, όπως επίσης και ένα μήνυμα αλληλεγγύης.
Παράλληλα, θα ευχαριστηθούμε μια πολύ όμορφη βόλτα, που ίσως μας δείξει κάποιους άλλους δρόμους για τη συνέχεια. Σας ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή σας».

Χαιρετισμό απηύθυνε και εκπρόσωπος της Ένωσης Αρμενίων Αθλητών και Προσκόπων Ελλάδος «HOMENETME.

Ποντιακή Φορεσιά


Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Η γυναικεία ενδυμασία πρέπι να πούμε ότι φορέθηκε μέχρη και τη μικρασιάτικη καταστροφή του 1922 ιδιαίτερα στα χωριά του Πόντου, ενώ στις μεγάλες πόλεις από τις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να επηρεάυετε από το ευρωπαίκό είδος ντυσίματος.
Το όνομά της το πήρε από το τυπικό ρούχο, το φόρεμα της γυναίκας τη ΖΟΥΠΟΥΝΑ ή ΖΥΠΟΥΝΑ, η οποία έδωσε και το όνομα της σ’ολόκληρη την ενδυμασία. ‘Ετσι την βρίσκουμε με τ’όνομα
‘’ΤΑ ΖΟΥΠΟΥΝΑΣ’’
„ΤΑ ΖΟΥΠΟΥΝΑΣ“ στο σύνολο τους ήταν σ’ όλες τις περιοχές του Πόντου ενιαίας μορφής, οι διαφορές υπήρχαν σε λεπτομέρειες οι οποίες χαρακτήριζαν και την τοποθεσία καταγωγής π.χ. βλέποντας κεντήματα ή το κούμπωμα Ζουπούνας ή τα σκισίματα της.
Υπάρχουν βέβαια φωτογραφίες σε λευκώματα, όπως και ορισμένα δείγματα στολών στο εθνικό μουσείο, αλλά όχι αρκετά για να περιγράψουμε με ακρίβεια τη στολή της κάθε περιοχής. ‘Ετσι έχουμε πληροφορίες ια τις φορεσιές της Τραπεζούντας, Ματσούκας, Κερασούντας, Σάντας, Σαμψούντας, αλλά μας λείπουν από τις τόσες άλλες περιοχές.

Η ΖΟΥΠΟΥΝΑ η ΖΥΠΟΥΝΑ, το φόρεμα, ένα ρούχο εξαιρετικής ποιότητας ολομέταξο, του οποίου  το ύφασμα λέγεται ότι το έφεραν μάλλον από την Ινδία,κατά συνήθεια ριγέ μέχρι σχεδόν τον αστράγαλο και σχίσιματα μέχρι επάνω,κοντά στο τέλος του ποδιού.
Τα σχισίματα ήταν κατά περιοχές αλλού τρία και αλλού τέσσερα.Έτσι για παράδειγμα έχοθμε τέσσερα σχισίματα στην Ζουπούνας της Ματσούκας και Τραπεζούντας και τρία στης Κερασούντας ένα μπροστά και δύο στα πλάγια.
Το κούμπωμα γινόταν μπροστά με 10-15 υφαντά κουμπιά που έκλειναν το άνοιγμα που έφτανε μέχρι τον αφαλό.Βαθύ άνοιγμα του λαιμού σύνηθως στρογγυλό.Το κούμπωμα του φορέματος διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.Τα ίδια κουμπιά συναντάμε στο γύρισμα τοθ μανικιού.Τα χρώματα που προτιμούνταν ήταν έντονα όπως μουσταρδί,πορτοκαλί ή το μουσταρδί με σκούρες καφέ ή μαύρες ραβδώσεις κ.ο.κ.

Το ΚΑΜΙΣ,συνήθως άσπρο,υφαντό πουκάμισο άλλοτε με γιακά,άλλοτε χωρίς ιδιαίτερες διακοσμήσεις.

Το ΣΠΑΛΕΡ ή ΣΠΑΡΕΛΟΠΟΝ για το οποίο έχουν γραφεί τόσα τραγούδια.
Ήταν ο αυτού καθ’αυτο΄θ στηθόδεσμος της νέας γυναίκας με δύο δεσίματα δυνήθως ένα πίσω από τον λαιμό κι ένα πίσω από την πλάτη.Το δέσιμο ήταν σφιχτό έτσι ώστε να πατάει το στήθος της γυναίκας για να μην φαίνεται πολύ έντονα και ελκυστικά.
Το διακοσμούσαν με πλεχτές δαντέλες που έβγαιναν από τον ανοιχτό λαιμό της Ζουπούνας.Το χρώμα δυνήθως άσπρο ή μπέζ.

Το ΣΑΛΒΑΡ ή ΣΑΛΒΑΡΙΝ μακρύ και πολύ φαρδύ παντελόνι από γυαλιστερό και ευχάριστο για το σώμα ύφασμα,έτσι ώστε να επιτρέπει όλες τις κινήσεις του σώματος χώρις ν’αφήνει να διακρίνονται οι γραμμές του γυναικείου κορμιού.Λέγεται ότι κατ’ακρίβεια γινόταν από 8 πήχες ύφασμα.

ΤΡΑΠΟΛΟΖ,υφαντό ύφασμα με διάφορους εμπριμέ χρωματισμούς τετράγωνο γύρω στο1,5 μέτρα που διπλωνόταν στη μέση πάνω από την Ζουούνα.Συχνά συναντάμε το μεταξωτό υφαντό.Φοριόταν συνήθως την καλοκαιρινή περίοδο.

ΛΑΧΩΡ ή ΛΑΧΩΡΙΝ ,σε αντικατάσταση του τραπολόζ φοριόταν το ΛΑΧΩΡ βαρύ μάλλινο ύφασμα φερμένο από τη ΛΑΧΩΡΗ της Ινδίας που φοριόταν συνήθως το χειμώνα.Ο τρόπος που φοριόταν το Τραπολόζ και το Λαχωρ διαφέρει από περιοχή.¨Αλλοτε η μύτη του τριγώνου καταλήγει με μια χοντρή φούντα πίσω κι άλλοτε με πολλές γούντες ή κρόσσια στα δίπλα.

Το ΚΟΝΤΕΣ ή ΓΙΛΕΚ ,κοντό γιλέκο από τσόχα ή βελούδο στολισμένο με κεντήματα της εκάστοτε περιοχής.

Η ΚΑΤΙΦΕ ή ΧΡΥΣΟΝ ΚΑΤΙΦΕ,ακριβό και πλούσιο ρούχο που φοριόταν απαραίτητα πανώ από την Ζυπούνα,παμμένο από βαρύ βελούδινο ύφασμα με κεντήματα της περιοχής γύρω στην λεμόκοψη,στη πλάτη ή κάτω από τις μασχάλες και στο τέλος του μανικιού που ανέβαιναν μέχρι τον αγκώνα. Τα κεντήματα της κάθε περιοχής διέφεραν και στο δχήμα και στο μέρος που τοποθετούνταν πάνω στην Κατιφέ.Συνήθως χρησιμοποιούσαν κλωστή με περιεχόμενο γνήσιου χρυσαφιού και ήταν η περιφάνια της κάθε κοπέλας το πόσο εξαιρετικά είχε η ίδια της κεντήσει την Κατιφέ.

ΗΦΟΤΑ,ένα ανθεκτικό υφαντό ύφασμα που φορούσαν συνήθως οι γεροντοκόρες γυναίκες ή μάνες που μεγάλωναν μωρά και χρησημοποιόταν σαν έιδος ποδιάς.

Το ΠΙΣΤΑΜΠΑΛΙΝ ή ΠΙΣΤΑΜΠΑΛ ,ένα χοντρό ανθεκτικό ύφασμα προχειρότερο από την ΦΟΤΑ που φοριότανσαν ποδιά για τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού και του αγρού.Και τα δύο ήταν μακριά όσο η Ζυπούνα και συνήθως ριφέ και βαμβακερό.
Η επένδυση των ποδιών.

ΤαΟΡΤΑΡΙΑ ,ένα είδος χοντρής κάλτσας συνήθως για τον χειμώνα.

ΤαΓΕΜΕΝΙΑ ή ΠΟΣΤΑΛΙΑ,υποδήματα χαμηλά ανοιχτά από το πισώ μέρος με χαμηλό τακούνι.

ΤαΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ,χοντρά κλειστά παπούτσια.

ΤαΜΕΣΤΙΑ ή ΛΑΜΨΙΑ ,έιδος παντόφλας μέσα σε σπίτι.

ΤαΝΑΛΙΑ, είδος ξύλινων παντόφλων .

Τα ΖΟΥΛΟΥΦΑ ή ΤΖΟΥΛΟΥΦΑ,τούφες μαλλιών που στρίβονται από τους κροτάφους και περνώντας κάτω από τους λοβούς των αυτιών ενώνονται με τη μαναδική πλεξούδαπου ακουμπά στη μέση.

ΗΤΑΠΛΑ ή ΤΟ ΤΕΠΕΛΙΚΙ,χαρακτηριστικό σκέπασμα του κεφαλιού της πόντιας γυναίκας ,φτιαγμένο από χοντρό δέρμα ή από χοντρό ύφασμα στολισμένο με φλουριά σε κύκλους ή έναν ασημένιο δίσκο κεντημένο.

Το ΛΕΤΖΕΚ ή ΛΕΤΖΕΚΙΝ,η μαντίλα που φοριόταν χωρίς να δένεται,στερεβμένη πανώ στην κόμμωση και περασμένη πίσω από τ’ αυτιά σκεπάζοντας λίγοτην τάπλα.Το ύφασμα ήταν μετάξι, ταιριαστό σε απόχρωσμα με το χρώμα της Ζυπούνας και πλουμισμένο στις άκρες του με ψηλό κέντημα.Το φορούσαν συνήθως στα χωριά ενώ στις μεγάλες πόλεις όπως στην Τραπεζούντα παραλείπεται.

Τα ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ήταν απαραίτητο εξάρτημα της φορεσιάς που εκφράζανε κατά ένα μεγάλο μέρος πόσο ευκατάσταση είναι η οικογένεια της κοπέλας ή της γυναίκας.

Η ΩΡΑ,το ρολόι με την ασημένια ή χρυσή αλυσίδα που σκαλώνονταν στο πρώτο κουμπί της Ζυπούνας.

Το ΚΟΥΣΤΙΝ, κόσμημα πλουσίων γυναικών αποτελούμενο από σειρές χρυσών φλουριών τρυπημένο και περασμένο σε χρύση αλύσιδα με ένα πεντόλιρο.

ΤοΚΟΧΛΙΔ,ασημένια ή χρθσή αλυσίδα σε σχήμα κομπολογιού τυλιγμένη μια γορά γύρω από το λαιμό,ριγμένη πλούσια πάνω στο σπαρέλ φτάνοντας σχεδόν μέχρι τον αφαλό.

Ο ΣΤΑΥΡΟΝ,χρυσός Σταυρός κρεμασμένος σε χρυσή αλυσίδα.
  __________________________________________________________________

 
Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Το ΣΑΛΒΑΡΙΝ, η φαρδιά βράκα που έμοιαζε με τη νησιώτικη ή το ΠΟΤΟΥΡΙΝ το παντελόνι με τη φαρδιά Σέλλα τη ΚΟΝΤΗ ΖΟΥΠΟΥΝΑ ρούχα στο σχήμα που έχει καβάδι.

Το ΚΟΝΤΕΣΙΝ που έιναι οι διάφοροι τύποι της κοντής ζακέτας.

Το ΜΑΚΡΟΓΟΥΝΙ το χειμερινό μακρύ ρούχο.Όλα αυτά υποχωρούν πολύ γρήγορα μπροστά στην εισβολή της εθρωπαίκής αμφίεσης.

Τη ΖΙΠΚΑ, βράκα με στενό μπατζάκι και μεγάλη Σέλα, μαζεμένη σε πτθχές πίσω και λιγότερες μπροστά.Το ύφασμα της Σέλας έφτανε τα 4 περίπου μέτρα.¨Ηταν μάλλινο, τσόχινο ,σε χρώματα μαύρο, μπλε σκούρο ,γκρι ,καφέ με σκούρα στην απόχρωση συρήτια.

ΤοΚΑΜΙΣ, υφαντό πουκάμισο, συνήθως καρόή μονόχρωμο άλλοτε με γιακά κι άλλοτε χωρίς ,κούμπωμα συνεχόμενο μέχρι κάτω ή μισό.

Το ΓΙΛΕΚ,κοντό γιλέκο ίδιο με το ύφασμα της ΖΙΠΚΑΣ με σκούρα κεντήματα στη λαιμόκοψη και στο μέρος των κουμπιών και της μικρής τσέπης για την ώρα. Τα κεντήματα ήταν για παράδειγμα μπλε πάνω στο μαύρο ύφασμα ή στο γκρι και μαύρα πάνω στο μπλε στο καφ’ε και στο γκρι.

Το ΚΟΝΤΕΣ ή ΜΙΝΤΑΝ, κοντό πανωφόρι,η καλύτερα σακάκι με μακρύ μανίκι που γυρνούσε στο κάτω μέρος, φοδραρισμένο με σκούρο χρώματος φόδρα, έχοντας ανάμεσα στη φόδρα και στο εξωτερικό ύφασμα ένα σκληρό άλλο ύφασμα για να στέκετε στητό όπως και η ΖΙΠΟΥΝΑ και η ΚΑΤΙΦΕ της γυναίκας. Το κούμπωμα συνήθως σταυρώτο με δυο σειρές υφαντά κουμπιά που επέτρεπαν το κούμπωμα ή προς τ’αριστερά.

ΤοΖΩΝΑΡ,Μακριά λωρίδα υφάσματος περίπου 4 εκατοστών σε φάρδος και 8 μέτρων περίπου σε μήκος που χρησίμευε στο σφίξιμο των ρούχων επάνω στο σώμα του άνδρα.Ξεχωρίζει στο ΤΡΑΠΟΛΟΖ από την Τρίπολη της Αφρικής περίπου οχτώ μέτρων εκ των οποίων τα τέσσερα χρησίμευαν στο σφίξιμο της ενδυμασίας και τα υπόλοιπα τέσσερα στη διακόσμηση της, και στο ΑΤΖΑΜΣΑΛΙΝ α΄πο μάλλινο περσικό ύφασμα, μήκους περίπου 4 μέτρων.

Το ΣΙΛΑΧΛΙΚ ή ΣΕΡΑΧΛΙΚ ,Δερμάτινη χοντρή ζώνη με πολλές θήκες που φοριόταν πάνω από το τραπολόζ και χρησίμευε για να θηκιάζει το ΜΑΧΕΡ ή η ΚΑΜΑ ή το ΚΑΡΑΚΟΥΛΑΚ και η ΤΑΜΠΑΝΤΖΑΝ, το πιστόλι. Επίσης οι θήκες του χρησίμευαν και σαν είδος πορτοφολιού.
Τα ΦΥΣΕΚΛΙΚΙΑ, σταυρωτά ήταν χαρακτηριστικό εξάρτημα της φορεσιάς των ανταρτών.Πρέπει σε αυτό το σημείο ν’ αναφέρουμε, ότι τα φισεκλίκια ήταν εξάρτημα ανάγκης των ανδρών του βουνού και του ανταρτικού.Στις πόλεις και στα χωριά όπου η ζωή είχε την πολιτική της κι όχι την πολεμική της μοργή φοριόταν το ΣΙΛΑΧΛΙΚ με την ΚΑΜΑΝ.

Τα ΜΕΣΧΙΑ, δερμάτινες προσθήκες στα υποδήματα από χοιρινό ή βοδινό δέρμα με δέσιμο στα πλάγια που εξυπηρετούσαν πολύ τους άνδρες του βουνού για να μην βρέχονται τα ΖΙΠΚΑΣ.

Το ΟΡΤΑΡΙΑ, κοινά και στη γυναικεία ενδυμασία, χοντρές μάλλινες κάλτσες και τα ΤΖΑΠΟΥΛΑΣ ,χαμήλα υποδήματα με ελαγρύ τσαρουχάκι μπροστά.

Τα ΤΖΑΡΟΥΧΙΑ,τσαρούχια από χοιρινό ύφασμα για μέσα στο σπίτι ή τις αγροτικές εργασίες.

Το ΠΑΠΑΧ ή ΓΟΥΝΑ ,το πιο χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής όμως είναι αυτό του ΖΙΠΚΑΛΗ.

Το ΠΑΣΛΟΥΚ ή ΠΑΣΛΙΚ ή Κουκούλα, φοδραρισμένο ύφασμα όμοιο με της ΖΙΠΚΑΣ σε σχήμα κουκούλας με λωρίδες υφάσματος τα λεγόμενα ΩΤΙΑ τα οποία δένονταν με διαφορετικούς τρόπους .Στο μπροστά μέρος, το ΠΑΣΛΟΥΚ είχε τα ίδια κεντήματα με το ΓΙΛΕΚ και το ΚΟΝΤΕΣ. Στην κορυφή έφερε μια φούντα παχιά κρεμασμένη σε κορδόνι που δενόταν μαζί με το ένα ΩΤΙ από την αντίθετη μεριά του δεσίματος της κουκούλας.

Το ΚΑΡΑΚΟΥΛΑΚ ή ΚΑΜΑ, το μακρύ μαχαίρι με την χαρακτηριστική λαβή που συναντάμε και στο χορό ΠΙΤΖΑΚΟΙΝ.

Η ΜΑΤΑΡΑΝ ,η θήκη για την πυρίτιδα.

Το ΓΑΒΛΟΥΧ ή ΚΟΒΟΥΣ,η καπνοσακούλο.

Το ΚΙΟΣΤΕΚ,την ασημένια αλυσίδα της ώρας με τον ΑΛΕΠΟ στο πάνω μέρος της που την έσφιγγε στο λαιμό ,ενώ το υπόλοιπο μέρος της έπεφτε πλούσια μπροστά στο στήθος μέχρι την τσέπη που ήταν η ώρα.

Το ΕΓΚΟΛΠΙΟ,ένα είδος ασημένιας θήκης με ανάγλυφες παραστάσεις του Αγίου Γεωργίου κάτι που χάριζε ο παππούς τον εγγονό βάζοντας την μέσα κάποιες γραμμένες ευχές.

Το ΦΥΛΑΧΤΟΝ ή ΧΑΪΜΑΛΙ, ασημένιο φυλαχτό κρεμασμένο στο λαιμό ή καρφιτσωμένο στο στήθος. Συνήθως το είχαν αυτοί που έφευγαν ή για τον πόλεμο ή στην ξενιτιά.

Ποντιακή Κουζίνα




Οι συνταγές που παραθέτουμε είναι απο το group <<ΠΟΝΤΙΑΚΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ>> στο facebook ευχαριστούμε όλους όσους προσθέτουν εκεί συνταγές και σας τις παρουσιάζουμε.



Η Ποντιακή κουζίνα  βλέπουμε ότι δεν περιλαμβάνει συχνή χρήση κρέατος, τα δε τυροκομικά της παρασκευάζονται αποκλειστικά από αγελαδινό γάλα. Η απουσία των αμνοεριφίων οφείλεται στην ιδιαίτερη διαμόρφωση των δασών που αποτελούνται από υψηλά δένδρα. Τα βοοειδή όπως είναι φυσικό δεν ήταν ζώα που εύκολα αποφασίζεις να τα σφάξεις μια και το καθένα αποτελούσε στο παρελθόν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του ιδιοκτήτη του, αφού εκτός από την παραγωγή γάλακτος ήταν και σημαντικό υποζύγιο. Θα βρούμε πολύ γάλα, βούτυρο και τυροκομικά να νοστιμίζουν τα ζυμαρικά και τις πίτες.
Η ανεπτυγμένη κτηνοτροφία (κυρίως αγελαδοτροφεία) παρείχε αφθονία γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ αντίστοιχα πληθωρικές ήταν η μελισσοκομία και η πτηνοτροφία, που σε συνδυασμό με το ψάρεμα στις πλούσιες θάλασσες της περιοχής, εξασφάλιζαν το διαιτολόγιο για τους κατοίκους της. Η αλήθεια είναι ότι η επάρκεια σε βασικά είδη διατροφής δεν σημαίνει και υπεραφθονία. Έτσι διαμορφώθηκε μία κουζίνα βασισμένη περισσότερο στην τέχνη της νοικοκυράς και λιγότερο στα πλούσια υλικά.

Όλα τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και η ενδοχώρα της βορείου Μ. Ασίας ονομάζονται «Πόντος». Εκεί ήκμασαν κατά το παρελθόν μεγάλες ελληνικές πόλεις και η περιοχή χαρακτηρίζονταν από την ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και το εμπόριο, όπως και οι περισσότερες περιοχές ακριτών του ελληνισμού.
Ο Πόντος είχε ποικιλία γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, πλούσια αλιεία και ναυπηγική και ανεπτυγμένο εμπόριο. Παρήγαγε σε μεγάλες ποσότητες αραβόσιτο, κριθάρι, βρώμη, σιτάρι, λινάρι, όσπρια, ρύζι, φουντούκια, καρύδια, κάστανα, κεράσια, μήλα, αχλάδια. Περιζήτητος στις Ευρωπαϊκές αγορές ήταν ο καπνός της Πάφρας και της Σαμψούντας, πολύτιμη επίσης ήταν η ξυλεία από τις βουνίσιες καρυδιές και υπήρχε αφθονία παραγωγής σε τυριά, βούτυρο, μέλι και αυγά. Τέλος, ο θαλάσσιος πλούτος διευκόλυνε την διατροφή των λαϊκών τάξεων.

Όπως ήταν φυσικό, οι διατροφικές παραδόσεις των Ποντίων διαμορφώθηκαν από τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής που κατοικούσαν αφού τα τοπικά προϊόντα υπήρξαν πάντοτε η βάση της διατροφής τους. Στα χωριά και στις κωμοπόλεις κυριαρχούσαν τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα ενώ στα παράλια οι κάτοικοι είχαν την ευτυχία να γεύονται τα νοστιμότατα ψάρια της Μαύρης Θάλασσας.

Η αφθονία των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων οδήγησε τις νοικοκυρές του Πόντου στη δημιουργία συνταγών που προέκυψαν από την ανάμιξη γαλακτοκομικών προϊόντων με τα παράγωγα των σιτηρών, καλαμποκάλευρο, κριθάρι, σιτάρι, πλιγούρι, κορκότο. Η κουζίνα των μεγαλοαστών στα μεγάλα εμπορικά κέντρα στην Τραπεζούντα, Σαμψούντα και την Κερασούντα έφερε έντονες Ρωσικές επιρροές. Τα πιροσκία ( πιτάκια από πατάτα και κιμά) τα πλινία και η σούπα μπορτς είναι μερικές από τις ρώσικες συνταγές που καθιερώθηκαν στην ποντιακή κουζίνα.

Η απλή και ανεπιτήδευτη κουζίνα του αγροτικού χώρου και των λαϊκών τάξεων είχε έντονο τοπικό χαρακτήρα που διαμορφώθηκε από τις γηγενείς εθνότητες των Ελλήνων και των Αρμενίων και πέρασε στους μετέπειτα κατακτητές τους Τούρκους οποίοι διατηρούν μέχρι σήμερα τα περισσότερα φαγητά με τις παλιές τοπικές ποντιακές ονομασίες τους. Πολλά φαγητά των ποντίων είναι κοινά σε όλη την Μικρά Ασία. Το κεσκέσι ή κορκότα ή χερσές και το φούστρον( ως καϊγκανάς)- γονιμικά φαγητά- τα συναντάμε στην Καππαδοκία και στην Ιωνία. Η ποντιακή κουζίνα σαφώς και δέχθηκε τις επιρροές της από την Τουρκική κουζίνα. Στο νομό Κασταμονής, ιδιαίτερα, προς το νότο, συναντάμε σε παραλλαγές κρεατόπιτες και κεμπάπια γνωστά και αγαπητά από όλες τις εθνότητες της περιοχής. Τέλος, οι Πόντιοι έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις σούπες οι οποίες είχαν ως κύριο συστατικό το αλεύρι, το καλαμπόκι, το σιτάρι και το κριθάρι. Ο τανωμένον σιρβάς,( με ταν ή πακιστάν –κατάλοιπο του δρουβανισμένου γάλατος-) ξυγαλένεν σιρβάς ( με γιαούρτι και κορκότο) το αλευρομάλεζον κυριαρχούσαν στην καθημερινή διατροφή των Ποντίων.
 ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ
ΞΥΛΙΝΑ
Αλμεχιέρ': Ξύλινος κουβάς για το άρμεγμα των ζώων.
Βαρέλα: Βαρέλια από ξύλο. Χρησίμευαν για τη φύλαξη του βουτύρου (βουτυροβάρελον), για μυζήθρα (μιντζοβάρελον) καθώς και για τη φύλαξη άλ­λων ρευστών υλικών.
Γαβάνα: Δοχεία με κυκλικά τοιχώματα, πλατύτερα στην κορυφή με σκέπασμα εφαρμοστό. Έβαζαν σ' αυτά συνήθως το βούτυρο.
Εγδίν: Ξύλινο γουδί με γουδοχέρι. Μ' αυτό κοπάνιζαν συνήθως σκόρ­δο.
Ζούμωτρον ή ζύμωτρον: Ξύλινη σκάφη για το ζύμωμα.
Καρσάνα: Στρογγυλές λεκάνες, σε πολλά μεγέθη, που τις χρησιμοποι­ούσαν για διάφορες δουλειές, όπως ζύμωμα, πλύσιμο χόρτων και λαχα­νικών κτλ.
Κενέσ' ή κενέτσ' ή κουτάλ': Μεγάλη ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα και το σερβίρισμα του φαγητού.
Κοβλάκα: Δοχεία στρογγυλού σχήματος με χερούλι ή δίχως (τα χωρίς χε­ρούλι τα έλεγαν καλιστέρα), συνήθως με πυθμένα πρόσθετο και στεφάνη στα χείλη. Σ' αυτά τοποθετούσαν Βούτυρο, γάλα, γιαούρτι κτλ.
Κοσκίνα: Τα κόσκινα, που διαχωρίζονταν σε είδη, ανάλογα με την κατα­σκευή και τον προορισμό τους (φασούλι κοσκίν', αλεύρι κοσκίν', κορκοτί κοσκίν' κτλ.).
Κούφας: Οι ξύλινοι κουβάδες.
Κρεατοκούρ': Χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο τεμάχιζαν το κρέας.
Ξυλλάγγ': Μεγάλο ξύλινο επίμηκες δοχείο, μέσα στο οποίο χτυπούσαν το ξύγαλαν (γιαούρτι) για να βγάλουν το βούτυρο. Το έλεγαν και δουρβάνιν ή δουρβάν.
Ξύλινο τανακούταλον: Για τη μετάγγιση του τάν' από ένα δοχείο σ' άλλο.
Πινάκ': Ξύλινος δίσκος όπου έβαζαν το ψωμί, κομμένο σε φέτες. Τον το­ποθετούσαν στο τραπέζι κατά τη διάρκεια του γεύματος.
Πινακωτή: Ξύλινο σκεύος επίμηκες με χωρίσματα όπου τοποθετούσαν τα ψωμιά αμέσως μετά το ζύμωμα και τα μετέφεραν στο φούρνο.
Πλαστρέα: Ειδικό τραπέζι για το άνοιγμα των φύλλων της ζύμης.
Τεπούρ': Μεγάλος μονοκόματος ξύλινος δίσκος για τον καθαρισμό των σιτηρών (από το τούρκικο tepir).
Υλιστοκάρσανον: Η ξύλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν το υλιστόν (στραγ­γιστό γιαούρτι που διατηρεί όλο του το βούτυρο).
Υλισιέρ': Ειδικό ξύλινο σουρωτήρι για το γάλα και το γιαούρτι (το ρ. στραγ­γίζω στην ποντιακή = υλίζω). Είχε ξύλινο περίβλημα και εσωτερικά αραιό ύφασμα για να επιτελείται το στράγγισμα.
Υλιστερόξυλον: Σανίδα στενή με τρύπα στη μέση όπου τοποθετούσαν το υλιστέρ.
Χλαού: Ξύλινη βέργα κυλινδρική με τη βοήθεια της οποίας άνοιγαν τα φύλλα τη ζύμης, πλάστης.
Χουλάρα: Ξύλινα κουτάλια.
Ψαροσάνιδον: Χονδρό σανίδι, πάνω στο οποίο καθάριζαν και τεμάχιζαν τα μεγάλα ψάρια
ΓΥΑΛΙΝΑ
Σισσιά: Γυάλινη φιάλη για ξίδι και διάφορα ποτά.
Στακάν: Γυάλινο ποτήρι ποτού (από το ρωσικό stacan = ποτήρι).
Καυκίν: Φλιτζάνι του καφέ ή ποτήρι ποτού.
ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ
Βέτρα: Κουβάς μετάλλινος για την άντληση και για τη μεταφορά νερού.
Δίλαβον: Ρηχή χύτρα με δύο λαβές και σκέπασμα.
Δίλαβον χαλκόν: Καζάνι μεγάλο με δύο λαβές.
Εμπροσπά: Σιδερένιος τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν σκεύη του μαγειρέματος (π.χ. σάτζ').
Εσγάρα η σγάρα: Σχάρα από λαμαρίνα (απ' το αρχαίο ουσ. εσχάρα = εστία).
Ιμπρίκ': Χάλκινη μικρή κανάτα που τη χρησιμοποιούσαν για το νίψιμο.
Ισκιρά: Βαθύ χάλκινο τάσι σιο οποίο έβαζαν γάλα, γιαούρτι ή ζουμερά φαγητά όταν ήθελαν να τα μεταφέρουν.
Κεφκίρ ή σιρκέτσ': Το τρυπητό, σουρωτήρι.
Κλωστοτήγανον: Τηγάνι με τοιχώματα ψηλά, λαδή και καπάκι (στραφτάρ'). Γύρω γύρω απ' τη στεφάνη είχε χείλια ώστε να ταιριάζει ακριβώς σ' αυτά το σκέπασμα. Το καπάκι του χρησίμευε στο να γυρίζονται απ' την άλλη μεριά φαγητά όπως οι ομελέτες (κλωστοτήγανον: από το κλώσιμον).
Κουκούμια: Χάλκινες στάμνες που μετέφεραν μ' αυτές νερό, μέσα και σης οποίες το ζέσταιναν.
Λακάνα: Λεκάνη χάλκινη σε διάφορα μεγέθη και για διάφορες χρήσεις.
Λαχανοκούταλον: Τρυπητή κουτάλα.
Μαστραπά: Μεγάλο χάλκινο ποτήρι νερού.
Μαχαίρα: Τα μαχαίρια του φαγητού.
Ξύστρα: Ξύστρα με λαβή, συνήθως φτιαγμένη από σίδερο. Μ' αυτήν έξυ­ναν το πλαϊνό μέρος απ' το ζύμωτρο για να ξεκολλήσουν τη ζύμη (ζουμάρ'). Μ' αυτήν ακόμη γύριζαν τα λαβάσα για να ψηθούν κι από την άλ­λη πλευρά.
Παλτάς: Ο μπαλντάς.
Παρχάτσ': Μεταλλικό δοχείο με χερούλι για τη μεταφορά φαγητού, νε­ρού κτλ. σε απόσταση.
Περόνα: Τα πιρούνια.
Πηγέλον: Κουβάς από λαμαρίνα με χερούλι για τη μεταφορά νερού.
Ρεντέ: Τρίφτης από λαμαρίνα.
Σατούρ' ή σατίρ': Μεγάλο, βαρύ και πλατύ μαχαίρι με το οποίο τεμάχιζαν το κρέας.
Σάτζ' ή σάτσ': Δίσκος κυρτός, τις περισσότερες φορές φτιαγμένος από λαμαρίνα. Πάνω του έψηναν λαβάσα, φύλλα ζύμης κτλ. ενώ άναβε από κάτω φωτιά. Για να μειώσουν τη δύναμη της φωτιάς και να μην καίγονται τα φαγητά, εσαχτάρωναν το σάτσ', δηλ. το άλειβαν από κάτω με στάχτη βρεγμένη με νερό.
Σαχάνια: Πρώτα χάλκινα κασσιτερωμένα, ρηχά για σερβίρισμα φαγητού.
Σινίν: Δίσκος χάλκινος σε διάφορα μεγέθη με χείλη γύρω γύρω στη στε­φάνη. Σ' αυτόν έβαζαν τα κόλλυβα, τα δώρα που πήγαιναν στο γάμο κτλ. Παλαιότερα, σε μεγάλα σινία απίθωναν τα φαγητά. Έβαζαν τα σινιά πά­νω σε χαμηλούς τρίποδες και έτρωγαν, καθισμένοι κατάχαμα γύρω γύρω.
Σιρπόσια: Χάλκινα Βαθιά πιάτα με σκέπασμα και χείλη για να κουμπώνει ακριβώς το καπάκι που χρησίμευε στο να διατηρούνται ζεστά τα φαγητά μέχρι να καταναλωθούν.
Ταβά: Χάλκινη κασσιτερωμένη κατσαρόλα, ρηχή, με μεγάλη επιφάνεια Βάσης. Είχε στα πλάγια χερούλια και υπήρχε σε διάφορα μεγέθη.
Τσάινικα: Τα τσαγερά.
Τανοκούταλον: Κουτάλα ειδική για τη μεταφορά του τάν' από ένα δοχείοσ' άλλο.
Ταψίν ή τεψίν: Δίσκος χάλκινος που πότε είχε και πότε δεν είχε χείλη. Κατασκευαζόταν σε διάφορα μεγέθη και χρησίμευε για το ψήσιμο των γλυκών και των φαγητών στο φούρνο. Ταψίν έλεγαν και το δίσκο με τον οποίο κερνούσαν τους επισκέπτες.
Τένζερη ή τεντζερέ: Χάλκινη χύτρα σε διάφορα μεγέθη. Μαγείρευαν διάφορα φαγητά σην τεντζερέ.
Τζοβζέ ή τζοζβέ: Σκεύος για την παρασκευή του καφέ (μπρίκι).
Τέτσια: Χάλκινα δοχεία κασσιτερωμένα όπου φυλάσσονταν οι καβουρμάδες.
Χαρατσοτήγανον ή τηγάν': Ήταν χάλκινο τηγάνι και παρασκεύαζαν σ' αυτό το χαράτσωμα, δηλ. το καρύκευμα (π.χ. έκαιγαν λάδι ή βούτυρο μαζί με κρεμμύδι) για ορισμένα φαγητά, όπως τανωμένον σιρβά.
Χαλκέρ ή χαβάν: Χάλκινο γουδί με το γουδοχέρι.
Χαλκόν: Το καζάνι. Αν είχε χερούλια στα πλάγια, το έλεγαν δίλαβον. Σ' αυτό έβραζαν νερό για την πλύση και έκαναν φαγητά σε μεγάλες πσότητες για γάμους, μνημόσυνα κτλ. Σ' αυτό, επίσης, έβραζαν τα ρετσέλια, τις
μαρμελάδες κτλ.
Χελβανή: Σκεύος χάλκινο με καπάκι και χείλη πεπλατυσμένα. Ο κορμός της ήταν λίγο διαφορετικός από του τεντζερέ.
Χεροχάλκ': Το έφτιαχναν οι χαλκωματάδες σε διάφορα μεγέθη και ήταν το κύριο μαγειρικό σκεύος. Σ' αυτό μαγείρευαν τα σουρβάδας, τα λάχανατα όσπρια και άλλα φαγητά. Το ονόμαζαν έτσι, γιατί έμοιαζε με καζάνι (χαλκόν) και είχε λαβή για να πιάνεται. Αντί σκεπάσματος, χρησιμοποιούσανμια ειδική σανίδα. Το χαλκοπούλ' ήταν επίσης σκεύος ιδίου σχήματος μόνο που ήταν αρκετά μικρότερο, γι' αυτό και το χρησιμοποιούσαν οι ολίγομελείς οικογένειες.
Χουλάρα: Τα κουτάλια.
ΠΗΛΙΝΑ

Γκουδέτσα ή κιουβέτσια: Αγγεία από πηλό, πλατιά και σε διάφορα μεγέθη, στα οποία έψηναν φαγητά στο φούρνο.
Κεραμίδα: Κεραμίδες, πάνω στις οποίες έψηναν τα ψάρια στο φούρνο.
Λαγήνα: Πήλινες στάμνες που χρησίμευαν για τη μεταφορά του νερού. Όταν είχαν δύο λαβές λέγονταν "διλαβήτσας", ενώ όσες είχαν λεπτό λαι­μό λέγονταν και "χαλχανίστρας", προφανώς απ' το θόρυβο που δημι­ουργείται απ' την εκροή του νερού απ' το στόμιο.
Λαγηνόπα, αποκαλού­σαν τα μικρά πήλινα σταμνάκια.
Λακάνας: Πήλινες λεκάνες.
Μελιτολάηνον: Πήλινο βαθύ δοχείο, βερνικωμένο, κυρίως για μέλι (μελιτοδοχείο).
Πουλούλι: Μεγάλο πήλινο δοχείο αλειμμένο εσωτερικά κι εξωτερικά με καθαρή πίσσα. Διατηρούσαν σ' αυτό γαλακτοκομικά, στύπα κτλ.
Προζυμερόν: Μικρό δοχείο όπου φυλασσόταν το προζύμι για το επόμε­νο ζύμωμα. Μάλιστα, για να μην κολλάει στα τοιχώματα το ζυμάρι, πα­σπάλιζαν τα τοιχώματα με αλεύρι, το προσάλευρον.
Σκουτέλ': Επίσημο πήλινο πιάτο, βερνικωμένο, από το λατινικό scutella = πιάτο φαγητού.
Σταμνία: Στάμνες πήλινες για τη μεταφορά νερού. Τσανάκα: Πήλινα πιάτα σε διάφορα μεγέθη.
Τσαοπότηρα: Πήλινες κούπες για το τσάι.
Τσορτανογλίστα: Πήλινη λεκάνη μέσα στην οποία έλιωναν με χλιαρό νε­ρό τα τσορτάνα για να κάνουν το τανοσίρβ' (τα τσορτάνια ήταν σβόλοι από πασκιτάν' ή υλιστόν, στεγνωμένοι στον ήλιο).
Φλιντζάνα: Τα φλιτζάνια του καφέ που τα 'λεγαν επίσης και "ποτήρα τη καβάς".
 ΣΥΝΤΑΓΕΣ
 ΔΕΜΕΣ
Για τη ζύμη
1 κιλό αλεύρι
2 ποτήρια χλιαρό νερό
2 κουταλιές λάδι
1 κουταλάκι μαγιά
1 6 κουταλιές βούτυρο
αλάτι
Για τη γέμιση:
1 κιλό μαύρα λάχανα
2 κρεμμύδια
2 κουταλιές δυόσμο
2 σκελίδες σκόρδο
½ ποτήρι λάδι
αλάτι, πιπέρι

  Βάζετε το λάδι με το κρεμμύδι να ροδίσει. Κόβετε, πλένετε τα λάχανα και τα ανακατεύετε με το κρεμμύδι, προσθέτοντας το δυόσμο, το αλάτι, το πιπέρι, το σκόρδο. Τα αφήνετε μέχρι να ψηθούν. Αφαιρείτε 1 ποτήρι αλεύρι σε ένα πιάτο και το υπόλοιπο το ζυμώνετε με τη διαλυμένη μαγιά, το λάδι, το αλάτι, λίγο-λίγο το νερό. Χωρίζετε τη ζύμη σε μικρά μπαλάκια και τα ανοίγετε σε παχιά φύλλα πιέζοντας με τα δάχτυλα. Αφού γεμίσετε τα δεμέσια με τη γέμιση τα τηγανίζετε σε καυτό λάδι.
Για τη γέμιση χρησιμοποιούμε ή τυρί φέτα ή μυζήθρα ή πατάτες, κρεμμύδι τριμμένο ή μανιτάρια, ότι επιθυμούμε
ΤΑΝΟΜΕΖΕΣ
½ κιλό γιαούρτι στραγγιστό
Ό τυρί τριμμένο
1 κρεμμύδι
2 κουταλιές άνηθο ψιλοκομμένο
2 κουταλιές δυόσμο ψιλοκομμένο
1 ντομάτα κομμένη φέτες
1 αγγουράκι κομμένο φέτες
2 πιπεριές ψημένες κόκκινες
2 πιπεριές ψημένες πράσινες
2 σκελίδες σκόρδο τριμμένο
λίγη ρίγανη, πιπέρι, αλάτι
4 κουταλιές λάδι

  Καθαρίζετε και κόβετε φέτες ψιλές το κρεμμύδι, το αλατίζετε, το τρίβετε με το χέρι, το πλένετε και το στραγγίζετε με τις παλάμες σας. Σε ένα σκεύος χτυπάτε το γιαούρτι με το τυρί και ανακατεύετε το δυόσμο, τον άνηθο, το σκόρδο, το πιπέρι και το αγγούρι. Το βάζετε σε μια σαλατιέρα και το γαρνίρετε με την ντομάτα, τις πιπεριές και από πάνω τη ρίγανη με το λάδι.
ΦΕΛΙΑ
Φελία (αυγόφετεσ)
  Τα φελία είναι ένα ακόμη πρόχειρο φαγητό που γίνεται με την αξιοποίηση πάντα μπαγιάτικου ψωμιού.
Σπάμε 4-5 αυγά σε ένα βαθύ πιάτο και τα χτυπάμε μέχρι να ομογενοποιηθούν προσθέτοντας και αλάτι ανάλογα με τις προτιμήσεις. (Για να γίνουν πιο αφράτα προσθέτουμε γάλα εβαπορέ σε αναλογία: στα 3 αυγά ένα γαλατάκι του καφέ).
Κόβουμε το μπαγιάτικο ψωμί σε φέτες πάχους 1,5 με 2 εκατοστά.
Βάζουμε στη φωτιά το τηγάνι με ποσότητα λαδιού που να φτάνει μέχρι τη μέση της φέτας του ψωμιού και περιμένουμε να κάψει.
Ρίχνουμε τις φέτες ψωμιού μια-μια μέσα στο πιάτο με τα χτυπημένα αυγά γυρίζοντας πάνω κάτω για να επαλειφτούν με το αυγό, και με μια τσιμπίδα ή ένα πιρούνι τις τοποθετούμε στο τηγάνι. Βάζουμε στο τηγάνι όσες χωράνε.
Μόλις ψηθούν (ροδίσουν) απ’ τη μια μεριά τις γυρίζουμε για να ψηθούν κι από την άλλη.
Τις στοιβάζουμε σε ένα καθαρό πιάτο ή ταψάκι και τις σερβίρουμε. Τρώγονται ζεστές.
ΤΥΡΟΚΛΩΣΤΗ

* Βούτυρο
* αλεύρι
* τυρί

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Βούτυρο, αλεύρι και τυρί
ΟΔΗΓΙΕΣ
  Τσιγαρίζουμε αγελαδινό βούτυρο. Ρίχνουμε λίγο νερό και σιγά-σιγά αλεύρι για να μην σβολιάσει μέχρι να γίνει ένας πηχτός χυλός. Βάζουμε το τυρί σε φέτες κι ανακατεύουμε. Όταν αρχίσει το μίγμα να μοιάζει με λιωμένη μαστίχα και σχηματίζει μια κλωστή (τυροκλωστή) είναι έτοιμο.
ΜΥΔΙΑ ΜΕ ΠΛΙΓΟΥΡΙ
* 500 γρ. μύδια
* 5-6 κρεμμυδάκια φρέσκα
* άνηθο ψιλοκομμένο
* 1 ντομάτα ώριμη
* 2-3 πιπεριές
* 1/2 φλιτζάνι ελαιόλαδο
* αλάτι, πιπέρι
* 1 φλιτζάνι πλιγούρι

  Καθαρίζουμε καλά τα μύδια και τα αχνίζουμε σε λίγο νερό. Σοτάρουμε τα κρεμμυδάκια ψιλοκομμένα με τις πιπεριές και προσθέτουμε τον άνηθο και την ντομάτα. Μόλις πάρουν μια βράση ρίχνουμε τα μύδια κι αφήνουμε να βράσουν όλα μαζί. ύστερα προσθέτουμε το πλιγούρι με δύο φλιτζάνια νερό. Προσθέτουμε αλάτι, πιπέρι και λίγο πριν το τέλος το λάδι.
ΧΑΒΙΤΣ
Υλικά:
2 κούπες καλαμποκίσιο αλεύρι
1.5 κουταλάκι αλεύρι
250-300 γραμμάρια αγελαδινό βούτυρο

  Σε μια χύτρα βράζουμε 1,5 λίτρο νερό, προσθέτοντας 1,5 κουταλάκι αλάτι. Σε ένα ευρύχωρο μπολ, ρίχνουμε 2 κούπες καλαμποκίσιο αλεύρι, κατά προτίμηση φουρνιστό και ανακατεύουμε με κρύο νερό, φτιάχνοντας ένα αραιό χυλό. Ρίχνουμε σιγά σιγά το χυλό στη χύτρα με το νερό που βράζει ανακατεύοντας συνέχεια. Καίμε αγελαδινό βούτυρο σε ένα τηγάνι και το ρίχνουμε σιγά σιγά στη χύτρα με το χυλό ανακατεύοντας συνέχεια. Κατεβάζουμε τη χύτρα από το μάτι της κουζίνας. Το χαβίτσ’ είναι έτοιμο. Σερβίρεται ζεστό.
ΜΟΥΧΟΥΛΙΑ
ΥΛΙΚΑ : ΑΛΕΥΡΙ ΖΑΧΑΡΙ ΒΟΥΤΗΡΟ ΑΥΓΑ ΚΑΙ ΓΑΛΑ

Παρασκευάζεται η ζύμη με αλεύρι προσθέτοντας ζάχαρη, βούτυρο, αυγά και λίγο  γάλα
Από την ζύμη γίνονται βαρκούλες οπoίες αλείφονται από πάνω με αυγό
Ψήνονται στο φούρνο και πασπαλίζονται με ζάχαρη άχνη
ΓΑΛΑΤΟΜΑΛΕΖΟΝ
Υλικά: Γάλα  αλεύρι  βούτυρο

Το γάλα βράζει με λίγο αλάτι βάζουμε σταδιακά αλεύρι μέχρι να γίνει κρέμα παχιά και μετά περιχύνεται καυτό βούτυρο και ανακατώνεται

ΓΑΛΑΤΟΜΑΛΛΕΖΟΝ ΑΠΟ ΓΑΛΑ+ΜΑΛΕΖ
ΜΑΛΕΖ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΜΑΛΑΣΣΩ =ΚΑΝΩ ΚΑΤΙ ΜΑΛΑΚΟ
ΤΟΥΡΣΙ ή ΣΤΙΠΑ
Υλικά: 2 κιλά μελιτζάνες μέτριες, λάχανο, 2 ματσάκια σέλινο, 2 κόκκινες καυτερές πιπεριές, 10 κόκκινες γλυκές πιπεριές, 3 κεφάλια σκόρδο, 1 μπουκάλι ξίδι, 2 χούφτες αλάτι.
  Εκτέλεση: Κόβουμε όλα τα υλικά (εκτός από τις μελιτζάνες) σε πολύ ψιλά κομμάτια. Τα τρίβουμε όλα μαζί με το αλάτι και ρίχνουμε το ξίδι. Σε μια κατσαρόλα βράζουμε νερό με μια χούφτα αλάτι και ρίχνουμε τις μελιτζάνες αφού τις κόψουμε. Μόλις βράσουν τις στραγγίζουμε και βάζουμε κάποιο βάρος από πάνω για μια νύχτα. Χαράζουμε τις μελιτζάνες μια φορά και βάζουμε το γέμισμα στην μελιτζάνα. Μετά τις δένουμε με ένα κλωνάρι σέλινο. Αραδιάζουμε σε ένα μπολ και ρίχνουμε το ζουμί που περίσσεψε μέσα. Σε τρεις μέρες είναι έτοιμες.
ΚΑΤ’ΜΕΡΙΑ
Υλικά
για 4 κομμάτια:

- 2 κιλά αλεύρι
- 2 κουτ. σούπας μαγιά ξηρή
- ½ λίτρο ελαιόλαδο
- αλάτι

Βάζουμε το αλεύρι σε μια λεκάνη και σιγά-σιγά προσθέτουμε το νερό και το αλάτι, μέχρι η ζύμη μας να γίνει αρκετά μαλακή για να πλάθεται εύκολα. Τη μοιράζουμε σε 4 μέρη και ανοίγουμε 4 φύλλα.

  Ξεκινάμε με το πρώτο: απλώνουμε αλεύρι στο τραπέζι για να μην κολλάει το ζυμάρι και το ανοίγουμε με τον πλάστη. Το λαδώνουμε, διπλώνουμε τις δύο μεριές προς τα μέσα, τις λαδώνουμε πάλι και διπλώνουμε συνεχώς μέχρι να γίνει ορθογώνιο. Το αφήνουμε λίγο να σταθεί, το ξανά ανοίγουμε με τον πλάστη και το ψήνουμε στο σατς. Παρομοίως φτιάχνουμε και τα υπόλοιπα φύλλα. Αν το ψήσουμε και το φύλλο μας κάνει φουσκάλες, σημαίνει μεγάλη επιτυχία!
ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΤΣΟΥΡΕΚΙΑ
Υλικά για το προζύμι:
- 340 γραμ. νερό- 340 γραμ. αλεύρι - 20 γραμ. μαγιά - λίγη ζάχαρη
για τη ζύμη:
- 670 γραμ. αλεύρι - 100 γραμ. ζάχαρη - 180 γραμ. βούτυρο - 6 γραμ. αλάτι - 4 αυγά - λίγες σταφίδες για τη γέμιση: - 1 μπολάκι καρύδια - 1 μπολάκι σουσάμι άσπρο - 1 μπολάκι σουσάμι μαύρο - 1-2 κουτ. σούπας κανέλα - λίγη μαστίχα - λίγη ζάχαρη - 2 κουταλάκια μαχλέπι
  Πρώτα ετοιμάζουμε το προζύμι. Σε μια λεκάνη βάζουμε χλιαρό νερό και διαλύουμε τη μαγιά. Για να λιώσει η μαγιά πιο γρήγορα, βάζουμε λίγη ζάχαρη. Με το χέρι σιγά-σιγά βάζουμε το αλεύρι και ανακατεύουμε. Μόλις αποκτήσει μαλακή και ενιαία ύφη, το σκεπάζουμε με μια πετσέτα και το αφήνουμε στην άκρη να φουσκώσει. Στη συνέχεια, ετοιμάζουμε τη γέμιση. Σε ένα τηγάνι, ανάβουμε τα αρώματα από το σουσάμι, δηλαδή ανακατεύουμε το άσπρο σουσάμι με μια ξύλινη κουτάλα, πάνω στη φωτιά. Η διαδικασία αυτή κρατά 5 λεπτά και τα σουσάμια χοροπηδάνε στη διάρκειά της. Μετά το πεντάλεπτο αλέθουμε τα σουσάμια στο multi. Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία και με το μαύρο σουσάμι. Έπειτα σε ένα μεγάλο μπολ βάζουμε τα αλεσμένα σουσάμια, λίγη ζάχαρη, 2 κουταλάκια μαχλέπι και 1-2 κουταλιές της σούπας κανέλα, καρύδια, μαστίχα και τα ανακατεύουμε. Η γέμιση είναι έτοιμη. Μόλις διπλασιαστεί σε όγκο το προζύμι φτιάχνουμε τη ζύμη. Ανακατεύουμε το προζύμι με τα αυγά, τη ζάχαρη, το αλάτι και το υπόλοιπο αλεύρι. Ζυμώνουμε είτε στο μίξερ είτε με το χέρι. Το βούτυρο, το βάζουμε στο τέλος, επειδή παίρνει καλύτερο άρωμα το ζυμάρι. Όταν είναι έτοιμη η ζύμη, την αφήνουμε να «ξεκουραστεί» για 20 λεπτά. Ανοίγουμε τη ζύμη με ένα χοντρό πλάστη, βάζουμε σε μια πλευρά της τη γέμιση και τυλίγουμε τη ζύμη. Για να κλείσει, την κολλάμε με αυγό ή με λίγο νερό. Άμα κολλήσει, τη στρίβουμε σαν σαλιγκάρι, το οποίο περνάμε με αυγό, για να ροδοκοκκινίσει, το πασπαλίζουμε με καρύδια και ζάχαρη και το ψήνουμε για 25 λεπτά περίπου στους 180˚C
ΠΟΥΡΜΑΣ (ΓΛΥΚΟ ΓΑΜΟΥ)
800 γραμμ αλεύρι
350 γραμμ βούτυρο,
200 γραμ ζάχαρη
1 πρέζα αλάτι
  Ζυμώνουμε με ζεστό νερό το αλεύρι και φτιάχνουμε ζύμη που χωρίζουμε σε κομμάτια για να ανοίξουμε φύλλο, όσο πιο λεπτό μπορούμε. Βουτυρώνουμε το ταψί και παίρνουμε ένα-ένα φύλλο, το αλείφουμε με βούτυρο και το πασπαλίζουμε με ζάχαρη. Τυλίγουμε το φύλλο ρολό και το βάζουμε στο βουτυρωμένο ταψί. Συνεχίζουμε βάζοντας το ένα ρολό δίπλα στο άλλο μέχρι να κλείσει το ταψί. Αλείφουμε την επιφάνεια με βούτυρο και ψήνουμε στους 180 βαθμούς να ξεροψηθεί ο πουρμάς. Κόβουμε κομμάτια και σερβίρουμε.
ΤΣΑΧΛΑΜΑΣ
Βράζουμε το αγελαδινό γάλα και το κάνουμε γιαούρτι κανονικά. Όταν πήξει το γιαούρτι, το ρίχνουμε στο «ξυλάνγκ»* και το χτυπάμε με το ξύλο. Στο χτύπημα προσθέτουμε νερό, χλιαρό το χειμώνα, κρύο το καλοκαίρι. Όταν ξεχωρίσει το βούτυρο, το μαζεύουμε, το στύβουμε και το κρατάτε. Αυτό που μένει είναι το ταν. Το ταν μπορούμε να το πιούμε στο ποτήρι με παγάκια και, αν θέλουμε, με ελάχιστο αλάτι και δυόσμο. Το ταν μπορούμε να το κάνουμε πασκιτάν ως εξής: Θα το βάλουμε να βράσει και θα το αδειάσουμε σε πάνινο σακούλι να στραγγίσει, για να γίνει η μυζήθρα. Αυτή μπορούμε να τη βάλουμε στις πίτες ή να την φάμε μαλακή όπως είναι. Μπορούμε όμως να το αλατίσουμε και να το βάλουμε σε πήλινο σκεύος με αλάτι από πάνω. Αυτό είναι το πασκιτάν. Τρώγεται με ψωμί ή μπαίνει σε σούπες ή σε άλλα φαγητά, σ΄’αυτή την περίπτωση πρέπει να το λιώσουμε μέσα σε νερό. ΤΣΑΧΛΑΕΥΩ = ΑΝΑΚΑΤΕΥΩ ΤΣΑΧΛΑΜΑΣ
ΜΠΟΡΤΣ (ΚΑΡΣ)
½ κιλό μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας με κόκαλο
1 μεγάλο λάχανο ( ΤΟΥΡΣΙ)
2 καρότα ½ κοτσάνι σέλινο (με τα φύλλα),1 ματσάκι μαϊντανό ,
4 μέτριες πατάτες,
1 μεγάλο κρεμμύδι,
1 φλιτζάνι ελαιόλαδοΧυμό από 2 λεμόνια,
Αλάτι – πιπέρι (κατά βούληση)
2 φλιτζάνια χυμό τομάτας
Οδηγίες
   Κόβουμε το κρέας σε κομμάτια και βράζουμε για 1 ώρα. Ψιλοκόβουμε όλα τα λαχανικά και τα σοτάρουμε ελαφρά με το ελαιόλαδο και το κρεμμύδι. Προσθέτουμε το κρέας και σοτάρουμε για λίγο ακόμη. Κατόπιν προσθέτουμε το ζωμό κρέατος και αφήνουμε να βράσουν για 30 λεπτά. Στη συνέχεια ρίχνουμε το χυμό τομάτας και στο τέλος το χυμό λεμονιού.
ΚΟΧΛΙΔΙΑ
1000γρ. 1000 1000 γρ.σαλιγκάρια
500γρ. ντομάτες
1 κουταλάκι γλυκού τοματοπελτέ
1 πράσινη καυτερή πιπεριά
2 μεγάλα ξερά κρεμμύδια
200γρ. ελαιόλαδο (1 φλιτζάνι)
100γρ. λευκό κρασί (½ κρασοπότηρο)
Αλάτι, πιπέρι (μαύρο), πιπέρι καγιέν (κόκκινο καυτερό)
1 κουταλάκι του γλυκού ζάχαρη (λευκή)
125γρ. νερό (μισό ποτήρι)
Ρίγανη
1 κλωνάρι μαϊντανός
1 δαφνόφυλλο
Πως το φτιάχνουμε:
   Όπως κάνουμε πάντα στα σαλιγκάρια τα ταΐζουμε για 24 ώρες, τουλάχιστον, με ψωμί. Στη συγκεκριμένη συνταγή μπορούμε, μαζί με το ψωμί να ρίξουμε και μπόλικο θυμάρι αφού έτσι επιτάσσει η ποντιακή παράδοση. Αυτό (το τάισμα με ψωμί) γίνεται έτσι ώστε τα σαλιγκάρια να έχουν καλύτερη γεύση και να μην έχουν γεύση ...σαλιγκαριού. Ξεχωρίζουμε τα ζωντανά από τα ψόφια και τοποθετούμε τα ζωντανά σε μια κατσαρόλα και τα βράζουμε για 15 λεπτά. Ύστερα τα σουρώνουμε. Κόβουμε το κρεμμύδι (όχι σε πολύ μικρά κομμάτια), το ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα και το τσιγαρίζουμε στο ελαιόλαδο. Μόλις αρχίσουν να ξανθαίνουν τα πρώτα κομμάτια ρίχνουμε και τα σαλιγκάρια. Τσιγαρίζουμε τα σαλιγκάρια μαζί με το κρεμμύδι για 2 με 3 λεπτά και μετά προσθέτουμε ελάχιστο νερό (μισό ποτήρι), τις φρέσκες ντομάτες, μια κουταλιά του γλυκού τοματοπελτέ, αλάτι, μαύρο πιπέρι και καγιέν, 1 κουταλάκι του γλυκού ζάχαρη, τη ρίγανη και το δαφνόφυλλο. Συνεχίζουμε μέχρι να εξατμιστούν τα πολλά υγρά και ρίχνουμε το μαϊντανό, την καυτερή πιπεριά και το λευκό κρασί. Αφήνουμε το φαγητό να βράσει για άλλα 5 λεπτά και είμαστε έτοιμοι.
ΠΕΙΝΕΡΛΙ
- (4-6 άτομα)
- 700 γρ. αλεύρι
- νερό
- αλάτι
- 400-500 γρ. τυρί φέτα (τριμμένο)
- 1/2 φλιτζάνι βούτυρο αγελάδας λιωμένο
  Τοποθετούμε σε μια λεκάνη το αλεύρι, ανάλογο αλάτι και τόσο νερό, ώστε ζυμώνοντας να παρασκευάσουμε μια ομοιογενή ζύμη. Κατόπιν τοποθετούμε τη ζύμη σ’ αλευρωμένο πάγκο. Τεμαχίζουμε τη ζύμη σε 6 με 8 κομμάτια και ανοίγουμε με τα χέρια μας το κάθε κομμάτι δίνοντάς του μακρόστενο σχήμα. Υπερυψώνουμε γύρω γύρω τη ζύμη, σχηματίζοντας ένα ‘τειχίο’ και μέσα στο κοίλο μέρος της ζύμης, αφού αλείψουμε βούτυρο, προσθέτουμε το τυρί. Τοποθετούμε τα πεϊνιρλί σε βουτυρωμένο ταψί και τα ψήνουμε σε μέτριο φούρνο 180οC, ώσπου να ροδοκοκκινίσουν. Σερβίρουμε αμέσως. Στον Πόντο συνήθως δεν τοποθετούσαν τυρί στο εσωτερικό της ζύμης, παρά μόνο βούτυρο και τύλιγαν τα πεϊνιρλί όπως τα πιροσκί. Αυτές τις πίτες τις ονόμαζαν γιαγλία. Ανάλογα, όμως, με τα υλικά που τοποθετούσαν στο εσωτερικό τους, πριν τα ψήσουν, τα γιαγλία έπαιρναν και διαφορετική ονομασία. Τα γιαγλία με τυρί τα ονόμαζαν πεϊνιρλία, με καβουρμά καβουρμαλούγια κ.ο.κ. Η λέξη πεϊνιρλί είναι τούρκικη, peynir =τυρί. Η λέξη καβουρμά είναι επίσης τουρκική και είναι το καβουρντισμένο κρέας, με το λίπος του, που το διατηρούσαν όλη τη χειμερινή περίοδο.
ΓΙΟΧΑΣ
Συστατικά
Συστατικά για τα φύλλα:
1 κιλό νερό,
αλάτι, αλεύρι όσο σηκώσει
- Συστατικά για την πίτα:
5 φύλλα, 200 γρ. τυρί,
2 αυγά.
 Εκτέλεση:  Ετοιμάζουμε τη ζύμη και ανοίγουμε φύλλα. Τα φύλλα τα μισοψήνουμε σο σάτζι. Μπορούμε να ετοιμάσουμε πολλά φύλλα και να κρατήσουμε για μελλοντική χρήση. Για την πίτα: Ετοιμάζουμε τη γέμιση ανακατεύοντας το τυρί με τα αυγά. Σε ένα τηγάνι λιώνουμε λίγο βούτυρο σε μέτρια φωτιά. Βρέχουμε 2 φύλλα και τα βάζουμε στο τηγάνι γυρίζοντάς τα μέχρι να κοκκινίσουν (κάθε φορά που τα γυρνάμε προσθέτουμε βούτυρο). Προσθέτουμε τη γέμιση και άλλα 2-3 φύλλα. Μόλις κοκκινίσει είναι έτοιμη η πίτα
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΕΤΟΡΑΧΗΣ
Αετοράχη , Ελασσόνα , Λάρισα  ΤΚ 40200
Τηλ.+302493087386 fax.+302310931144 ,+302410593682
www.aetorachi.gr ,  e- mail :contact@aetorachi.gr