ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Sunday, May 27, 2007

Tα "ζίπκας"

Από το 1995, η Προεδρική Φρουρά ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τον Ελληνισμό του Πόντου συμπεριέλαβε επίσημα στον κατάλογο των στολών των ευζώνων εφέδρων και τη στολή του Πόντιου μαχητή, γνωστή από τους ιστορικούς αγώνες των Ελλήνων του Πόντου αλλά και από το πλήθος των ποντιακών παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων ανά την Ελλάδα, που καθένας με τον τρόπο τους την τίμησαν και την τιμούν ως σήμερα. Αν κι η παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου ποικίλει εξαιτίας της γεωφυσικής ποικιλίας της περιοχής, αλλά και των ασχολιών και του τρόπου ζωής των Ελλήνων, εμφανίζεται σε δύο βασικούς τύπους, την αγροτική και την αστική.


Οι άνδρες της υπαίθρου κυρίως φορούσαν «τα ζίπκας», δηλαδή ένα παντελόνι με στενά σκέλη και φαρδιά σούρα στο πίσω μέρος, που λέγεται ζίπκα, ζωνάρι στη μέση και το ιδιόμορφο κάλυμμα του κεφαλιού, την «κουκούλα» ή «πασλύκ». Συνήθως η φορεσιά συμπληρωνόταν με πλήθος εξαρτημάτων και οπλισμό για να εντυπωσιάζει. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους Ελληνες του Πόντου και τους Λαζούς του Καυκάσου. Τα ζίπκας υιοθετήθηκαν κυρίως από τους νέους, γιατί ταίριαζαν καλύτερα στην έφιππη δραστηριότητα της ειρηνικής και πολεμικής ζωής. Η χρήση της από τους Λαζούς, γνωστών για την ανδρεία τους, προσέδωσε στη φορεσιά και το στοιχείο του θρύλου.

Η γυναικεία αγροτική φορεσιά έχει βυζαντινή προέλευση. Αποτελείται από τη «ζουπούνα», έναν μακρύ χειριδωτό επενδυτή, το πουκάμισο και το «σαλβάρι», μια πολύ φαρδιά βράκα. Στη μέση τυλίγεται το ζωνάρι και πάνω από αυτό δένεται η ποδιά. Περιλαμβάνει επίσης κοντή ζακέτα για το πάνω μέρος του κορμιού. Η φορεσιά αυτή παρουσιάζει βέβαια πολλές παραλλαγές από τόπο σε τόπο. Στις πόλεις το σαλβάρι είναι πολύ φαρδύ και η ζουπούνα μακριά από μεταξωτά βελούδα, ενώ συνοδεύεται συνήθως από κοσμήματα και το «τεπελίκ(ιν)» ή «τάπλα», ένα μικρό κάλυμμα της κεφαλής. Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το «σπαλέρ(ιν)» ή «σπαρέλ(ιν)», μια τραχηλιά στο στέρνο και το στήθος πάνω από τη ζουπούνα. (πρβλ. το γνωστό ποντιακό τραγούδι : «Aφκά ς σο σπαλερόπο σου ντο είνα ατά ντο κείνταν; / Κιμισχανάς μηλόπα είν, εμέν κ εσέν κανείνταν» = «Τι είναι αυτά που βρίσκονται κάτω από τη τραχηλιά σου; / Της Αργυρούπολης μήλα είναι, εμένα και εσένα μας ...χορταίνουν»).

Από το τέλος του 19ου αιώνα, άντρες και γυναίκες των αστικών κέντρων σταδιακά υιοθέτησαν τα ευρωπαϊκά ενδύματα χωρίς, τουλάχιστον ως το 1922, να ατονήσει και η χρήση της παραδοσιακής ενδυμασίας. Με την εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα η παραδοσιακή φορεσιά εγκαταλείπεται ουσιαστικά. Επιβίωσε ως καθημερινό ένδυμα μόνο σε λίγους αγροτικούς πληθυσμούς ως το 1930. Σήμερα, δεν διασώζονται παρά μόνο αντίγραφα της ανδρικής φορεσιάς, ενώ χάρη στις γυναίκες του Πόντου που εγκαταστάθηκαν στην Τσάλκα της Γεωργίας, διασώθηκαν άθικτες οι φορεσιές των γιαγιάδων τους.