Sunday, July 29, 2007

«Το Μικρασιατικό Ζήτημα στο νέο βιβλίο της Στ Δημοτικού»


Κ. Φωτιάδη, Καθηγητή Νεότερης Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Η ενασχόλησή μου με το βιβλίο της Στ Δημοτικού της κυρίας Ρεπούση απορρέει πρώτα από την ιδιότητά μου ως ιστορικού που αναλώθηκε στη μελέτη των ιστορικών γεγονότων του ευρύτερου χώρου της Μικράς Ασίας και έπειτα από την ιδιότητά μου ως παιδί πρόσφυγα προερχόμενου από το χώρο του ιστορικού Πόντου. Επειδή φρονώ ότι και οι δύο αυτές ιδιότητές μου στοιχειοθετούν το δικαίωμα να εκφράζω άποψη αναφορικά με το μείζον κατά την εκτίμησή μου ζήτημα της συγκεκριμένης διαχείρισης του Μικρασιατικού θέματος από το εγχειρίδιο της κυρίας Ρεπούση , αποφάσισα να καταθέσω και τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων.



Τι είναι ιστορία


Η πρώτη θεωρητική-ιδεολογική ένσταση που έχω αφορά στο μείζον ζήτημα του τι είναι η ιστορία.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη της ιστορίας που κυριάρχησε ως το 1940 η ιστορία ήταν μια παράδοση προσέγγισης των πρωτογενών πηγών . Η παράδοση αυτή σχετιζόταν με τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, , ενώ ο ιστορικός αποδεχόταν την εξάλειψή του ως υποκειμένου για να πετύχει την ανάπλαση του παρελθόντος μέσα από τον αφηγηματικό λόγο.

Με το ιστοριογραφικό παράδειγμα της σχολής των Annales η ιστορία έπαψε να λειτουργεί ως αφήγημα και αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Σύμφωνα με την εκδοχή του μοντερνισμού ο οποίος αποτελεί έναν συγκερασμό του θετικισμού, του μαρξισμού και του δομισμού στα πλαίσια της ιστορίας ο ιστορικός διαλέγεται με τις ποικίλες όψεις μιας πολύμορφης πραγματικότητας, μέρος της οποίας αντιπροσώπευαν οι πηγές και να διαμορφώσει τη δική του ολιστική προσέγγιση (Κόκκινος 1998, Μαυροσκούφης 2005). Ακόμα ο ιστορικός οδηγείται σε μια αναγωγή του ειδικού στο γενικό και του τοπικού στο εθνικό και το παγκόσμιο και σε μια αντιστοίχηση υλικών, δομών και νοοτροπιών. Οι μεταβολές στο οικονομικό πεδίο ευθύνονται σύμφωνα με τον μοντερνισμό για τη μετεξέλιξη των ιδεών στο πεδίο της κοινωνίας ενώ οι δομές και πολύ λιγότερο τα υποκείμενα διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη.

Πριν από το τέλος του 20ου αιώνα δημιουργήθηκε μια κρίση δομών στις ιστορικές σπουδές που οδήγησε στο εγχείρημα του μεταμοντερνισμού ή της μετανεωτερικότητας. Τα βασικά σημεία τριβής με το ερμηνευτικό μοντέλο του μοντερνισμού είναι η στροφή του ενδιαφέροντος στην πολιτισμική ιστορία, η αντίληψη ότι οι πηγές είναι κείμενα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και στην αφηγηματική της αναπαράσταση, η εισαγωγή του ερμηνευτικού σχήματος της ασυνέχειας και η έμφαση στις ιστορίες επί μέρους ομάδων, τάξεων, κοινωνιών.

Επειδή λοιπόν κάθε βιβλίο απαντά με τον τρόπο του στο ερώτημα τι είναι η ιστορία, φρονώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο της Στ Δημοτικού ανήκει εξ ορισμού στη μετανεωτερική εκδοχή της ιστορίας, αφού δεν αποπειράται να δημιουργήσει έναν ενιαίο εθνικό ιστορικό μύθο, δίνει ερεθίσματα για να δειχτεί ο διαμεσολαβημένος χαρακτήρας των πηγών (βλ. την πρόταση να συγκριθούν οι αντιδράσεις των Ελλήνων μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη με το λόγο του Κεμάλ για την ελληνική κατοχή της Σμύρνης) και παρουσιάζει το εθνικών διαστάσεων γεγονός της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής κατακερματισμένο, χωρίς διαθέσεις αιτιοκρατικής προσέγγισης, εκεί όπου η σχολή των Annales θα αναζητούσε διαπλοκές στο διπλωματικό πεδίο. Η εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας που προκρίνεται από τη συγγραφέα πόρρω απέχει εξάλλου της παραδοσιακής εκδοχής που εστίαζε στην προσέγγιση των συμβάντων.

Προσωπικά θεωρώ ότι η επιστημονική οπτική των συναδέλφων είναι πάντοτε σεβαστή. Εντοπίζω όμως στη συγκεκριμένη ανάγνωση του Μικρασιατικού Ζητήματος από την κυρία Ρεπούση μια μεγάλη αντίφαση: την απόπειρα να συγκεράσει το παραδοσιακό και στη βάση του εθνοκεντρικό εγχείρημα της κατασκευής ενός εγχειριδίου εθνικής ιστορίας για τα παιδιά της Στ Δημοτικού με αντιπαραδοσιακά υλικά: με υλικά του μετανεωτερικού παραδείγματος όπως ο κατακερματισμός των πολλών επί μέρους ιστοριών, κοινωνιών και η καθόλου υποψιασμένη και συχνά ύποπτη προσπάθεια να αμβλυνθούν εκείνες οι πτυχές των ιστορικών γεγονότων που χωρίζουν τους ιστορικούς μύθους δύο γειτονικών λαών (στην περίπτωσή μας του ελληνικού και του τουρκικού) και δομούν την αντίληψη της ετερότητας.

Και εξηγούμαι: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι μπορούν να γίνουν εταίροι σε μια ενιαία Ευρώπη μόνο αν συνειδητοποιήσουν το παρελθόν τους και μπορέσουν να αναθεωρήσουν τα σφάλματα που δυναμίτισαν τις μεταξύ τους σχέσεις. Δεν κερδίζεται η φιλία με «αποσιωπήσεις» του στυλ «χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν στην Ελλάδα». Η ιστορία είναι αμείλικτη, έχει τη δική της δυναμική και η συλλογική μνήμη της πολιτισμικής ομάδας από την οποία κατάγομαι και για την οποία σεμνύνομαι έχει να επιδείξει πολλές εκατόμβες θυμάτων που σφάζονταν από τους Τούρκους κυνηγούς την ώρα του συνωστισμού. Το κλίμα που δημιουργείται από το βιβλίο προσπαθεί απεγνωσμένα να φέρει στη μνήμη μας αναλογίες με το συνωστισμό στα λιμάνια της σύγχρονης Ελλάδας την περίοδο των θερινών μας διακοπών. Πρόκειται όμως για μια ελάχιστα υποψιασμένη και πολύ ύποπτη εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας. Όσο και αν οι πρωτογενείς πηγές διαμεσολαβούνται οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε μαύρα χάλια. Όσοι ποτέ κατάφεραν να φτάσουν. Και αυτό είναι το μόνο που διαμεσολαβείται έτσι από όλους και από όλες τις ιστορικές σχολές σκέψης. Κυριολεκτικά από όλες.

Κατά τα άλλα συμφωνά με το πνεύμα ότι θα πρέπει να διαβάσουμε πάλι τις πηγές να συμφωνήσουμε επιτέλους με τη ρήση του Σολωμού ότι «το έθνος θα πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» και να δώσουμε απαντήσεις σε νέα ερωτήματα που τίθενται πλέον την περίοδο της παγκασμιοποίησης όπως «Ποιο το μέλλον της εθνικής ιστορίας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία» ή «Ποιο το δέον γενέσθαι στα πλαίσια της διαπολιτισμικής αγωγής με το μάθημα των επί μέρους εθνικών αναγνωσμάτων». Πρέπει όμως προηγουμένως να συναποφασίσουμε αν μπορούμε να δομήσουμε την εθνική ολιστική προσέγγιση της ιστορίας με μετανεωτερικά υλικά και αν αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης των μαθητών μας.

Ελλαδοκεντρισμός-ελληνοκεντρισμός-αμερικανοκεντρισμός

Ένα από τα σημεία τριβής μου με την παραδοσιακή ιστορική σχολή ήταν και η εμμονή της στην ελλαδοκεντρική διάσταση,. Εξηγούμαι ότι εννοώ την προσκόλληση του ιστορικού αφηγήματος στα πεπραγμένα του Ελληνικού Βασιλείου. Η ιστορία των ελληνικών πληθυσμών που βρέθηκαν έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους το 1830 ή το 1912 δεν απασχολούσε ποτέ την επίσημη ιστορία. Η στρέβλωση αυτή καθιστούσε εξ ορισμού αναθεωρητέα κατά την εκτίμησή μου την παραδοσιακή σχολική ιστορία. Η αναθεώρηση όμως αυτή έγινε επιδεινώνοντας τα πράγματα στο παρόν βιβλίο και σε λίγο θα νοσταλγούμε τις 12 σελίδες του Μικρασιατικού Ζητήματος του προηγούμενου βιβλίου. Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο: Η εξήγηση είναι απλή: αν μέχρι τώρα η παρουσίαση ενός ακμαίου ελληνικού πολιτισμού έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους υπήρχε φόβος ότι θα έδινε τροφή στον νεοελληνικό αλυτρωτισμό, και θα προετοίμαζε ιδεολογικά τους Έλληνες για δυναμικές διεκδικήσεις αλύτρωτων πατρίδων, ο μετασχηματισμός της ανθρωπότητας σε ένα παγκόσμιο χωριό προϋποθέτει τον σταργγαλισμό της εθνικής ιδιαιτερότητας και συνείδησης για να προετοιμαστεί έτσι η αφομοίωση στο αμερικάνικο μοντέλο. Ο αφελληνισμός διευκολύνεται από την ελληνοτουρκική φιλία και την απώλεια της συλλογικής μνήμης. Μόνο έτσι η ανθρωπότητα πορεύεται ειρηνικά σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας αγοράς. Και αυτή την αντίληψη ακολουθεί το παρόν βιβλίο που απονευρώνει εσκεμμένα το λόγο και αποφεύγει να δώσει έμφαση σε όσα μας χωρίζουν με τους Τούρκους. Λυπάμαι αλλά δε θα αντικαταστήσω τον ελλαδοκεντρισμό που δε με εκφράζει καθότι θιασώτης του ελληνοκεντρισμού από το ιδανικό του αμερικανοκεντρισμού.

Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών & Ποντίων

Και έρχομαι τέλος στη σκύλευση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων που επιχειρείται από το συγκεκριμένο βιβλίο. Θα μπορούσα σε αυτό το σημείο να γράψω πολλά για τις ιστορικές ανακολουθίες, τις αντιφάσεις του, την έλλειψη καταμερισμού της ύλης ανάμεσα στον ελλαδικό και τον μικρασιατικό – παρευξείνιο Ελληνισμό. Ως πότε θα αγνοούμε συνειδητά τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους νεότουρκους και τους κεμαλικούς; Δε θα πω τίποτα όμως από όλα αυτά. Θα τονίσω μόνο το συναισθηματικό κομμάτι σε ό,τι με αφορά και θα ζητήσω από τη συγγραφέα να μου εξηγήσει πόσο παιδαγωγικά ορθό είναι να έρθουν τα παιδιά μου και τα παιδιά όλων των Μικρασιατών αντιμέτωπα με μια εκδοχή της ιστορίας όπως αυτή περί συνωστισμού για θερινές διακοπές που υπηρετείται από το παρόν βιβλίο και στην παράδοση της οικογένειας που φυλάγει τις αναμνήσεις από αυτό το παρελθόν ως οικογενειακά κειμήλια με ξεχωριστή συμβολική αξία. Ποιον θα πιστέψουν τα παιδιά Μας; Δε νομίζετε κυρία Ρεπούση ότι θα μας κάνετε αξιόπιστους, ανακόλουθους, αφερέγγυους και μυθομανείς, μόνιμα απολογούμενους απέναντι σε μια νέα γενιά που δεν έχει δικές της μνήμες από πολέμους και καταστροφές; Μας αξίζει κάτι τέτοιο, να αποξενωθούμε και να καταδικαστούμε συλλήβδην ως κατασκευαστές εθνικών μύθων;

H διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων και των άλλων προσφύγων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα βιβλίο σαν της κυρίας Ρεπούση.

Τόσο σοβαρή ώστε το συγκεκριμένο βιβλίο μας πληγώνει σήμερα. Και μας κάνει να αισθανόμαστε κι εμείς πρόσφυγες και σήμερα στην Ελλάδα που δε συμμερίζεται τις ευαισθησίες μας. Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν

Tuesday, July 24, 2007

Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Η ποντιακή είναι μία από τις λίγες διαλέκτους του ελληνικού λαού που προέρχονται από την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Σήμερα, με την γεωγραφική της έννοια δεν υφίσταται πλέον, όμως ακόμη και τώρα παρά το ότι πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από τότε που ο Ποντιακός Ελληνισμός εκπατρίστηκε, εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας και κυρίως στη Μακεδονία όπου διαβιούν αμιγείς ποντιακοί πληθυσμοί.

Ο γλωσσολόγος Άνθιμος Παπαδόπουλος, προβλέπει ότι με το πέρασμα του χρόνου θα συμβεί η πλήρης γλωσσική αφομοίωση της με την επίδραση της νεοελληνικής γλώσσας και θα καταταγεί στην κατηγορία των νεκρών γλωσσών.

Η ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την αρχαία Ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής των αποίκων του Πόντου από την Ιωνική Μίλητο. Οι επιδράσεις που δέχτηκε στο πέρασμα των 26 αιώνων ζωής, προέρχονται από την κοινή των αλεξανδρινών χρόνων, και από τη μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου. Επηρεάστηκε επίσης από τους Γενουάτες και Βενετσιάνους της Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς, καθώς φυσικά και από τους Τούρκους.

Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι, παρά τις προσμίξεις με ξένες λέξεις, αυτές δεν έμειναν αναφομοίωτες, αλλά εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής, συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξη της γλώσσας. Παράδειγμα το τουρκικό ρήμα aramak έγινε στα ποντιακά αραεύω (αναζητώ), κι έδωσε νέα παράγωγα, αράεμαν (αναζήτηση-ψάξιμο) και αραευτής (ερευνητής).

Χαρακτηριστικά της σημεία είναι :

H διατήρηση της προφοράς του Ιωνικού η ως ε (νύφε αvτί νύφη, κλέφτες αντί κλέφτης, έτον αντί ήτο, κλπ.)

Η διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ (κοσσάρα αντί κότα, σεύτελον αντί τεύτλον κλπ.).

Η διατήρηση του ω (με έκπτωση σε ο) ακόμη και στις περιπτώσεις που η κοινή νεοελληνική το έχει μετατρέψει σε ου (ζωμίν αντί ζουμί, ρωθώνι αντί ρουθούνι, κωδώνι αντί κουδούνι κλπ.).

Η διατήρηση ασυνίζητων των φωνητικών συμπλεγμάτων -ια , -ιο (καρδία αντί καρδιά, παιδία αντί παιδιά, ποπαδία αντί παπαδιά, κλπ.).

Η διατήρηση του αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (Νίκολα αντί Νικόλα, γάμπρε αντί γαμπρέ, κλπ.).

Η διατήρηση των θηλυκών επιθέτων σε -ος αντί σε -η ( η άλαλος αντί η άλαλη, η έμορφος αντί η όμορφη, κλπ.).

Η διατήρηση του αορίστου της προστακτικής σε -ου, αντί -ε (ποίσον-ποίησον αντί ποίησε, κόψον αντί κόψε, κλπ.).

Η διατήρηση της παθητικής κατάληξης -ουμαι (κοιμούμαι αντί κοιμάμαι, φανερούμε αντί φανερώνομαι, κλπ.).

Η διατήρηση της κατάληξης της προστακτικής του παθητικού αορίστου -θετε (ιωνικά) αντί του -θητε (αττικά) (αγαπηθέτε αντί αγαπηθήτε, κοιμεθέτε αντί κοιμηθείτε, κλπ.).

Η διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί, και η μετάπτωσή του, με αφαίρεση της πρώτης συλλαβής του ου ('κι θέλω αντί δε θέλω, 'κι τρώγω αντί δεν τρώω κλπ.). Το αρνητικό μόριο 'κι διαστέλλει την ποντιακή διάλεκτο από όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους που έχουν το μόριο δεν, προερχόμενο από το αρχαίο ουδέν. Οι Πόντιοι έχουν τη λέξη τιδέν (τίποτε, καθόλου), που προήλθε από το ουδέν. Οι προσωπικές αντωνυμίες που μπαίνουν ως αντικείμενα των ρημάτων, τοποθετούνται πάντα μετά από αυτά. (λέγωσε αντί σου λέω, κρούωσε αντί σε χτυπώ, φιλώσε αντί σε φιλώ, κλπ).

Αξίζει να σημειωθούν ορισμένες από τις πολυάριθμες αρχαίες ελληνικές λέξεις που διατηρήθηκαν ως σήμερα: βοτρύδιν (τσαμπί), λιμός (πείνα), 'στούδιν (κόκκαλο), ωβόν (αυγό), ωτίν (αυτί), έγκα (αρχαίο ήνεγκα-έφερα), τ' εμόν (το δικό μου), τ' εμέτερον (το ημέτερον, το δικό μας) κλπ.

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ

Ποντιακή Λύρα (Κεμεντζές)

Ο κεμεντζές ή η κεμεντζέ είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο η καταγωγή του κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία,στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα.Στην Περσία υπήρχε ένα όργανο με την ονομασία "καμάντζια", όπως και στον Καύκασο με το όνομα "καμάντσιες".Ίσως από τις ονομασίες αυτές να προέρχεται το "κεμεντζέ" ή "κεμεντσέ". Σε μια επίσκεψή μου στο μουσείο λαϊκών οργάνων στο Νέο Δελχί της Ινδίας , είδα τρεις λύρες που έμοιαζαν με την ποντιακή , σε μεγαλύτερο μέγεθος , με χορδές από έντερα ζώων όπως ήταν αρχικά οι χορδές στον Πόντο.Φαίνεται ότι το όργανο αυτό ήταν διαδομένο στην περιοχή.

Η κατασκευή της στον Πόντο γινόταν συνήθως από ξύλο δαμασκηνιάς (κοκίμελον), το οποίο έκοβαν αρχές φθινοπώρου για να μην έχει πολλή υγρασία.Ο κορμός δεν έπρεπε να έχει ρόζους ή σχισίματα.Το έβαζαν μέσα σε χωνεμένη κοπριά για να ξεραθεί τελείως ώστε να μην σκάσει και το άφηναν πολλή καιρό , έως και δύο χρόνια.
Ώστε να ξεραθεί καλά.Χρησιμοποιούσαν το ξύλο δαμασκηνιάς γιατί είναι σκληρό και δεν επηρεάζεται εύκολα από την υγρασία.Χρησιμοποιούσαν και άλλα ξύλα,όπως ο κισσός.Στον ελλαδικό χώρο,όπου το κλήμα είναι πιο ξηρό, χρησιμοποιούν και άλλον ειδών ξύλα, τα οποία συνήθως λουστράρουν.

Αυτό το ξύλο το επεξεργάζονταν συνήθως οι ίδιοι οι λυράρηδες, στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω.Γι’ αυτό λένε ότι οι μονοκόμματες λύρες παίζουν καλύτερα.Βεβαίως έχει αλλάξει η τεχνική κατασκευής – τώρα η λύρα για ευκολία γίνεται κομματιαστή, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα είδη ξύλου.Η μορφή της λύρας είναι φιαλόσχημη και αποτελείται από τα εξής μέρη:

Το κιφάλ’(κεφαλή)

Τα ωτία (αυτιά,χορδοδέτες,τρία στον αριθμό,όσα και οι χορδές)

Η γούλα (λαιμός)

Η γλώσσα ή σπαρέλ’ ή σπαλέρ’

Τα τρυπία (τρύπες ,4 στο καπάκι,2 στο επάνω μέρος και 2 κάτω, δεξιά και αριστερά από τις χορδές).

Τα μάγ’λα (μάγουλα,έχουν δύο τρύπες , μία στα επάνω και μία στο κάτω μέρος)

Το καπάκ’(καπάκι)

Η ράχια (ράχη)

Ο γάιδιαρον (επάνω του ακουμπούν οι χορδές)

Τα κόρδας (χορδές).Αρχικά ήταν αποξηραμένα έντερα ζώου, έπειτα έγιναν μεταξωτές και από το 1920 μεταλλικές.

Τα ρωθώνια ή σκωλέκια (ρουθούνια ή σκουλήκια)

Το παλληκάρ’ (παλικάρι) το οποίο χρησιμεύει για να στερεώνονται οι χορδές.

Το στουλάρ’, είναι το ξύλο που βρίσκεται μέσα στο σκάφος της λύρας. Από τη μία πλευρά ακουμπάει στην πλάτη και από την άλλη στο καπάκι, από τα δεξιά πλευρά, όπως βλέπουμε τη λύρα, κάτω ακριβώς από τον «γάιδαρο» και δίπλα από το δεξί «ρουθούνι», συνήθως στο μέσον, ώστε να ξεχωρίζει τις ψιλές φωνές από τις χαμηλές(ζιλ-καπάν).

Το μέγεθος της λύρας (κεμεντζέ) ήταν συνήθως 45-60 εκατοστά . Από το λαιμό (γούλα) μέχρι το σημείο όπου τοποθετείτο ο γάιδαρος ήταν τα δύο τρίτα του μεγέθους της λύρας χωρίς το κεφάλι, το δε πλάτος της ήταν 7-11 εκατ., όσο ήταν και το μέγεθος του λαιμού.Στην περιοχή της Ματσούκας

(Τραπεζούντα) συναντάμε τις πιο μακρόστενες και υψίφωνες (ζιλ) λύρες του Πόντου. Οι χορδές της είναι συνήθως μια Σι κιθάρας (0,14)και δυο Λα βιολιού.Παίζονται με το τοξάρ’(δοξάρι),που παλαιότερα είχε τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου, ώστε να μην είναι καμένες από τα ούρα. Κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Η κεμεντζέ παίζεται συνήθως μόνη της και σε κλειστούς χώρους. Στους ανοιχτούς μπορούσαν να παίζουν δύο και περισσότερες κεμεντζέδες μαζί, χρησιμοποιώντας καμιά φορά σαν όργανο συνοδείας το νταούλι.

Τρόποι παιξίματος της ποντιακής λύρας

Η ποντιακή λύρα είναι από τα λίγα αυτοσυνοδευόμενα μουσικά όργανα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ακούσματα είναι: τα διαστήματα της 4ης και 5ης καθαρά, συνοδευόμενα από τρίλιες. Τα διαστήματα είναι αρμονικά και σε ορισμένες περιπτώσεις μελωδικά. Στα αρμονικά διαστήματα ο ισοκράτης είναι εναλλασσόμενος, ενώ στα μελωδικά είναι συνεχόμενος. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε, εκτός από τα προαναφερθέντα διαστήματα 4ης και 5ης καθαρά, και τα διαστήματα 6ης μικρής και μεγάλης 7ης ελαττωμένης και 8ης καθαρά. Τα διαστήματα, λόγω της ιδιομορφίας της ποντιακής μουσικής, έχουν πολλές φορές ηχομοριακή αλλοίωση.

1.Η ποντιακή λύρα είναι η μοναδική που παίζεται με την ψίχα των δακτύλων, και όχι με το νύχι όπως η κρητική, η πολιτική, η θρακιώτικη, η νησιώτικη κ.α.

1.Ο κύριος τρόπος παιξίματος είναι διπλόχορδος (δάκτυλα και δοξάρι)που θεωρείται και ο γνησιότερος. Σε αυτήν την περίπτωση η μία χορδή δίνει τη μελωδία και η άλλη τη συνοδεία, δημιουργώντας έτσι τα μουσικά διαστήματα που αναφέραμε παραπάνω.

1.Ο μονόχορδος τρόπος, ο οποίος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: α) το μονόχορδο παίξιμο με το δοξάρι, ενώ τα δάχτυλα πατάνε δύο χορδές ταυτόχρονα, απομονώνοντας τη δεύτερη που δημιουργεί τον ισοκράτη. Β) η κλασική μονοχορδία, όπου δάχτυλα και δοξάρι παίζουν μία χορδή. Η διαφορά των δύο παραπάνω είναι στο ηχόχρωμα.

Τρόποι χορδίσματος

1.Το χόρδισμα της ποντιακής λύρας είναι σε διαστήματα 4ης καθαρά(κλασικός τρόπος)π.χ.πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Σι(Καπάν).

1.Μίμηση του αγγείου ή τουλούμ(γκάιντας):Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Λα(Μεσαία) ταυτόχρονα με την πρώτη, Τρίτη χορδή Μι(Καπάν).

1.Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Μι(Καπάν) ταυτόχρονα με τη δεύτερη.

1.Πρώτη χορδή Λα(Ζιλ), δεύτερη χορδή Μι(Μεσαία), Τρίτη χορδή Λα(Καπάν) ογδόη χαμηλότερα.

Στα χορδίσματα με την μίμηση του αγγείου παίζουμε ταυτοφωνίες συνεχόμενες και σε άλλες περιπτώσεις η πρώτη χορδή έχει την μελωδία και η δεύτερη τον μόνιμο ισοκράτη σαν συνοδεία.(Μιχάλης Καλιοντζίδης)


ΜΕΓΑΛΟΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΠΡΙΝ ΤΟ 1910

ΣΤΑΥΡΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ ΦΑΝΤΑΚ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ

ΣΑΒΒΕΛΗΣ ΓΙΑΚΟΥΣΤΙΔΗΣ ΙΜΕΡΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΤΕΝΙΔΗΣ ΠΑΝΤΣΟΝ

ΗΛΙΑΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΑΛΙΣΟΦΙ ΚΑΡΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΜΟΥΖΕΝΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΟΡΤΑΝΙΔΗΣ ΤΣΟΡΤΑΝΙΚΑΣ ΣΑΝΤΑ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΔΗΣ ΑΤΡΑ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΓΕΡΙΚΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ ΜΟΥΖΕΝΑ

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΣΕΛΑΛΙΔΗΣ ΟΡΝΤΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΙΔΗΣ ΜΑΪΡΑΧΤΑΡΤΣ ΚΡΩΜΝΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΝΤΖΑΡΤΣ ΜΟΥΖΕΝΑ

ΣΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ ΑΤΑΠΑΖΑΡ

ΔΗΜΟΣ ΟΥΣΤΑΜΠΑΣΙΔΗΣ ΒΕΛΒΕΛΕΣ ΚΡΩΜΝΗ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ ΑΜΟΙΡΟΓΛΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ

ΠΑΥΛΟΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ ΚΙΟΥΛΕΠΕΡΤ ΑΡΤΑΧΑΝ

ΠΑΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΚΑΡΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ ΒΡΙΓΚΟΝ ΛΥΚΑΣΤΗ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ ΑΤΡΑ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΓΟΥΛΤΙΔΗΣ ΠΑΝΤΖΑΡΟΤ ΚΑΡΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΚΟΛΟΜΥΤΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΠΑΝΤΣΟΝ ΚΙΟΛΑ ΚΑΡΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΞΥΜΥΤΣ ΚΡΩΜΝΗ

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΡΟΛΙΔΗΣ ΤΣΑΛΠΟΥΡΤΣ ΓΙΑΛΑΓΟΥΤΣΑΜ ΚΑΡΣ

ΝΑΘΑΝΑΗΛ ΠΑΠΑΚΟΣΜΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΚΑΣ ΚΡΩΜΝΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ ΤΣΑΛΙΚΤΣ ΚΟΥΤΟΥΛΑ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΙΔΗΣ ΚΙΟΥΛΕΠΕΡΤ ΑΡΤΑΧΑΝ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΟΥΣΙΔΗΣ ΑΓΟΥΡΖΕΝΟΝ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ

ΛΑΖΑΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΖΑΤ ΚΑΡΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ ΡΩΣΙΑ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ ΡΩΣΙΑ

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΙΑΜΙΔΗΣ ΣΑΜΑΛΟΓΛΗΣ ΜΕΣΑΡΕΑΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ

ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΕΛΑΛΙΔΗΣ ΟΡΝΤΟΥ

ΣΠΥΡΟΣ ΤΑΝΙΜΑΝΙΔΗΣ ΙΜΕΡΑ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΕΙΜΩΝΙΔΗΣ ΣΑΝΤΑ

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ ΙΜΕΡΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ ΚΙΟΛΑ ΚΑΡΣ

ΓΕΡΙΚΑΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΑΡΑΛΗΣ ΚΡΩΜΝΗ

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΒΡΑΜΙΔΗΣ ΚΡΩΜΝΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΗΡΥΚΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΪΖΟΓΛΗΣ ΚΑΠΙΚΙΟΪ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΠΛΑΤΑΝΑ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΤΟΤΟΝ ΤΣΑΠΙΚ ΚΑΡΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΤΑΡΙΔΗΣ ΠΑΤΑΡΟΝ ΑΝΩ ΜΑΤΣΟΥΚΑ

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΑΔΗΣ ΠΥΛΟΝ ΒΑΡΕΝΟΥ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΖΙΔΗΣ ΚΙΟΛΑ ΚΑΡΣ

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΜΕΤΑΞΥ 1910 - 1930

ΓΩΓΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΕΝΙΑΜΙΔΗΣ ΡΟΔΟΧΩΡΙ ΝΑΟΥΣΑΣ

ΑΛΕΚΟΣ ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΛΑΤΙΤΣΙΑ ΒΕΡΟΙΑΣ

ΗΛΙΑΣ ΣΕΒΑΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΪΤΣΑ ΚΑΡΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΪΒΑΖΙΔΗΣ ΑΪΒΑΗΣ ΑΡΓΑΛΙ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ ΚΟΛΧΙΚΟ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΚΩΣΤΙΚΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΡΩΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΣΤΥΛΛΟΣ ΤΑΡΑΤΣΙΔΗΣ ΚΟΥΝΑΚΑΛ Α.ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ ΒΕΡΟΙΑ

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΟΥΣΙΔΗΣ ΡΩΣΙΑ ΚΙΛΚΙΣ

ΜΗΤΑΣ ΤΑΥΡΙΔΗΣ ΡΩΣΙΑ ΛΑΓΚΑΔΑΣ

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΚΙΟΛΑ ΚΑΡΣ ΚΙΛΚΙΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΙΑΚΟΥΣΤΙΔΗΣ ΙΜΕΡΑ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΡΑΪΛΑΝΙΔΗΣ ΑΓ.ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΚΙΛΚΙΣ

ΣΤΑΘΗΣ ΑΜΑΡΑΝΤΙΔΗΣ ΣΟΥΜΟΥΛΤΣ ΑΝΩ ΜΑΤΣΟΥΚΑ ΚΑΠΝΟΧΩΡΙ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΛΕΚΟΣ ΑΛΒΕΡΑΤΣΙΔΗΣ ΑΓ.ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΙΛΚΙΣ

ΑΝΕΣΤΗΣ ΑΪΒΑΖΙΔΗΣ ΚΟΛΧΙΚΟ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΑΛΗΣΟΦΙ ΚΑΡΣ ΜΑΥΡΟΠΗΓΗ ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΚΟΣΜΙΔΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΙΣΑΑΚ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΛΥΔΕΝΤΡΙ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΤΣΙΔΗΣ ΠΟΛΥΜΥΛΟ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΚΟΛΙΑΣ ΚΡΟΥΚΛΙΔΗΣ ΚΟΥΜΠΑΝ ΡΩΣΙΑΣ ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟ ΚΙΛΚΙΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΫΣΙΔΗΣ ΠΟΛΥΔΕΝΤΡΙ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΑΝΕΣΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΚΙΛΚΙΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΞΗΡΟΒΡΥΣΗ ΚΙΛΚΙΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΡΩΣΙΑ ΛΑΓΚΑΔΑΣ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΤΕΡΠΥΛΟΣ ΚΙΛΚΙΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΓΚΟΖΙΔΗΣ ΚΟΙΛΑΔ A ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ ΓΕΡΑΚΑΡΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΡΑΚΑΡΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΗΛΙΑΣ ΚΕΜΕΝΤΖΕΤΣΙΔΗΣ Κ.ΒΡΥΣΗ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

ΣΤΑΘΗΣ ΠΟΡΦΥΡΙΔΗΣ ΞΗΡΟΒΡΥΣΗ ΚΙΛΚΙΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΑΔΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΡΣ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑ

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΡΝΙΚΙΔΗΣ ΜΑΥΡΟΛΕΥΚΗ ΔΡΑΜΑΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΤΟΥΛΙΔΗΣ ΑΓΟΥΡΣΑ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙ ΔΡΑΜΑΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΩΚΑΣ ΧΕΡΣΟ ΚΙΛΚΙΣ

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΜΕΤΑ ΤΟ 1930

ΓΙΩΡΓΟΥΛΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΙΔΗΣ ΚΡΥΑ ΒΡΗΣΗ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΥΛΗΣ ΚΟΥΣΙΔΗΣ ΜΑΥΡΟΡΑΧΗ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΜΑΡΑΝΤΙΔΗΣ ΣΟΥΜΟΥΛΙΚΑΣ ΚΑΠΝΟΧΩΡΙ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΝΙΚΟΣ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ ΜΑΥΡΟΡΑΧΗ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΝΙΚΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΜΜΟΧΩΡΙ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

ΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑ

ΖΩΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΤΡΙΑΔΙ ΣΕΡΡΩΝ

ΚΩΣΤΙΚΑΣ ΤΣΑΚΑΛΙΔΗΣ ΣΚΑΛΩΤΗ ΔΡΑΜΑΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΣΤΑΡΙΔΗΣ ΤΣΑΝΑΚΑΛΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ ΑΡΣΕΝΙ ΣΚΥΔΡΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Κ.ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΕΔΕΣΣΑΣ

ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ ΑΪΒΑΖΙΔΗΣ ΚΟΛΧΙΚΟ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥΛΓΑΡΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ

ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΝΑΟΥΣΗΣ

ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΚΑΤΩΧΩΡΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΔΑΜΙΚΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

ΑΝΕΣΤΗΣ ΜΩΥΣΙΔΗΣ ΠΟΛΥΔΕΝΤΡΙ ΛΑΓΚΑΔΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΙΔΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΙΔΗΣ ΝΕΑ ΖΩΗ ΕΔΕΣΣΑΣ

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΝΟΙ ΒΕΡΟΙΑΣ

Η Τραπεζούντα κρατάει πάντα το ελληνικό άρωμα

Στη βυζαντινή περίοδο (476 μ.Χ.) αναφέρεται ως μία από τις σημαντικότερες πόλεις και το 10ο αιώνα ως η «Βασιλίς των πόλεων» του Εύξεινου. Τότε απέκτησε σχολεία και εμπορική κίνηση, έγινε μεγάλο πολιτιστικό κέντρο και μέχρι την κατάληψή της (1461) από τον Μωάμεθ Β' τον πορθητή ήταν πρώτη πόλη της Ανατολής, ισχυρός προμαχώνας ενάντια στην ασιατική βαρβαρότητα.

Στην κεντρική πλατεία της πόλης το μνημείο (Ιμαρέτ-τριαντάφυλο της άνοιξης) της Γκιουλ Μπαχάρ θυμίζει την ιστορία της πανέμορφης 20χρονης τότε Ελληνίδας από το χωριό Ιμέρα, που την ερωτεύτηκε και την έκανε γυναίκα του, ο γιος του πορθητή της Κωνσταντινούπολης, Βαγιαζήτ Β'.

Σε παλιά ελληνική γειτονιά, στο κτίριο που στέγαζε το φροντιστήριο της Τραπεζούντας, το σχολείο όπου σπούδασαν χιλιάδες Ελληνόπουλα του Πόντου, για να διακριθούν στις επιστήμες, τις τέχνες και το εμπόριο, λειτουργεί σήμερα τουρκικό Λύκειο.

Στη φθορά του χρόνου και την καταστροφή άντεξαν και κτίρια τραπεζών στην κεντρική λεωφόρο, γύρω από την κεντρική πλατεία, ενώ σ' ένα από τα μεγάλα κτίσματα των Ελλήνων έχει εγκατασταθεί το Κεντρικό Ταχυδρομείο.

Ιστορικά μοναστήρια

Ομως έξω από την πόλη, πολλά ιστορικά μοναστήρια (χρονολογούνται από το 270 μ.Χ.) έχουν γίνει αποθήκες για ζωοτροφές.

Το παλαιότερο στον Πόντο, του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνος, χτισμένο σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, με σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας, είναι σήμερα ερειπωμένο και χωρίς δρόμο και χρειάζεται πεζοπορία 15 λεπτών για να φτάσεις εκεί.

Οι εσωτερικοί χώροι έχουν καταστραφεί και μαζί τους πολύτιμες τοιχογραφίες.

Λίγοι γνωρίζουν ότι στην ιερή-ιστορική αυτή μονή, Ρώσοι βυζαντινολόγοι ανακάλυψαν τον 16ο αιώνα τον πρώτο Κώδικα του Επους του Διγενή Ακρίτα.

Και στο ξακουστό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα (κτισμένο το 752 μ.Χ.), που επισκεφθήκαμε στη συνέχεια, στο βουνό Πυργί Τραπεζούντας, η εικόνα που αντικρίσαμε ήταν απογοητευτική. Παντού, καταστροφές και εγκατάλειψη.

Κοιτάζουμε από τα υψώματα που βρισκόμαστε τον Πόντο και θυμόμαστε ότι από τις ίδιες τοποθεσίες, το 400 π.Χ., οι Μύριοι του Ξενοφώντα φώναξαν αντικρίζοντας τον Εύξεινο «Θάλαττα! Θάλαττα!»

Επόμενος προορισμός μας η Παναγία Σουμελά, στο όρος Μελά, 40 χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας.

Για να φτάσεις εδώ, σε υψόμετρο 1.300 μέτρων, περνάς από τα χωριά Χατζημεμέτ, Εσκίρογλου και καταλήγεις στην περιοχή Κατσούκα, όπου ζουν σήμερα περισσότεροι από 2.000 κάτοικοι.

Δρόμος δεν υπάρχει ούτε γι' αυτό το ιστορικό μοναστήρι του Ποντιακού Ελληνισμού.

Σήμερα σε περιοχές που άλλοτε ήκμαζε ο Ελληνισμός, δεν μένει πια ούτε ένας Ελληνας. Τα παλιά σπίτια τους, βουβοί μάρτυρες του παρελθόντος και φαντάσματα. Σε πείσμα του χρόνου και των δηώσεων όμως, τα ίχνη, το χρώμα το ελληνικό, είναι ακόμη έντονα στις γειτονιές της Τραπεζούντας, όπου τα αρχοντικά δείχνουν τους χρόνους «γέννησης», την καταγωγή τους.

Στο οδοιπορικό μας επισκεφθήκαμε περιοχές και χωριά, οπου ο ποντιακός πληθυσμός καλλιέργησε τα γράμματα, την ελληνική παιδεία και ανέπτυξε το εμπόριο.

Σήμερα τα περισσότερα ελληνικά σχολεία είναι γκρεμισμένα και σε όσα κτίρια σώθηκαν, λειτουργούν τουρκικά. Το ίδιο και οι εκκλησίες. Όσες στέκουν όρθιες έχουν γίνει αχυρώνες ή έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, όπως στο χωριό Ίμερα, έξω από την Τραπεζούντα.

Η γλώσσα όμως, η ποντιακή διάλεκτος, παραμένει ζωντανή.

Σε καφενεία, σε δρόμους και σε πλατείες συναντήσαμε κατοίκους να τη μιλούν. Ανθρωποι φιλόξενοι, ευγενικοί, γεμάτοι προγονικές μνήμες.

Γνώριζαν για τον ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού το 1921, μας είπαν για τις ελληνικές γειτονιές που απέμειναν έρημες, για άλλες, που κατοικήθηκαν από Τούρκους. Ενας από αυτούς, στην περιοχή της Τραπεζούντας, μας συγκίνησε με τον τρόπο του.

Μόλις άκουσε να μιλάμε ελληνικά, έφερε από το σπίτι του να μας δείξει έναν παλιό καθρέφτη που έγραφε «Καλημέρα». Κράτησε το κειμήλιο, όταν οι Έλληνες έφυγαν κυνηγημένοι όπως όπως, αφήνοντας τις περιουσίες τους και τα σπίτια τους ανοιχτά.

Ούτε ένα κομμάτι ψωμί, μας είπε κάποιος γέροντας, δεν πρόλαβαν να πάρουν!

Αλλά και στην ύπαιθρο, σε χωράφια, συναντήσαμε κατοίκους να μιλούν πολύ καθαρά την ποντιακή διάλεκτο, να μας χαιρετούν στη γλώσσα μας, να μας καλούν στα σπίτια τους.

Με έκπληξη είδαμε κάποιους από αυτούς στην περιοχή της Τραπεζούντας να έχουν στα σπίτια τους παλιά ελληνικά βιβλία.

Σπίτια χτισμένα σε βουνοκορφές, σε χωριά κτηνοτρόφων και γεωργών με πολύτεκνες οικογένειες.

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΑΜΑΣΕΙΑ Σπίτια - φαντάσματα αλλά ζωντανή η γλώσσα

Στα δυτικά του Πόντου, εβδομήντα χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας, φτάνουμε στην πόλη της Αμάσειας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν στην περιοχή 155.000 Ελληνες σε 392 κοινότητες με ισάριθμες εκκλησίες, με 325 σχολεία, όπου φοιτούσαν 10.000 μαθητές και δίδασκαν 565 διδάσκαλοι.

Χτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Ιρι η Αμάσεια περιβάλλεται από απόκρημνα βουνά.

Το 302 μ.Χ. έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του Βασιλείου του Πόντου, αλλά στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι Τούρκοι εξολόθρευσαν τις πολυπληθείς ελληνικές και αρμενικές κοινότητες, κλείνοντας και τα τρία ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν μέχρι τότε.

Περπατώντας στους δρόμους συναντήσαμε και εδώ κατοίκους να μιλούν την ποντιακή διάλεκτο. Μας μίλησαν για τις ελληνικές εκκλησίες και τα σχολεία που δεν υπάρχουν πλέον. Με το όνομα της πόλης έχουν συνδεθεί τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν εδώ από τους Τούρκους οι Ελληνες του Πόντου σε φυλακές-κάτεργα.

Από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τα λεγόμενα «λευκά κελιά» εκατοντάδες Ελληνες, πολλοί από αυτούς με διακρίσεις στην οικονομική ζωή του Πόντου.

Το Σεπτέμβριο του 1921 εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερξιφούντας.

Τις ίδιες ημέρες τουρκικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο, χωρίς απολογία, άλλους 180 Πόντιους πατριώτες.

Στην κεντρική πλατεία κρεμάστηκαν από τους Τούρκους περισσότεροι από 70.

Στην πόλη επιβιώνουν οι παλιές ελληνικές γειτονιές, με σπίτια-φαντάσματα. Πολλά από αυτά βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ιρι, που διασχίζει την Αμάσεια.

Τελευταίος σταθμός μας η Σαμψούντα, η αρχαία Αμισός, Σαμσούν για τους Τούρκους, πανέμορφη, από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Πόντου. Το 1902 κατοικούσαν στην πόλη -100 χλμ. από την Κερασούντα- 8.000 Ελληνες και στα 4 σχολεία τους φοιτούσαν 1.150 μαθητές, ενώ πολλές ήταν και οι εκκλησίες.

Στον πάνω μαχαλά, πολλοί κάτοικοι μας καλωσόριζαν στα ποντιακά, μας καλούσαν στα σπίτια τους να μας τρατάρουν, να μιλήσουν για τη ζωή τους και τις προσδοκίες τους.

Εδειχναν να ζουν ήρεμα, μακριά από προβλήματα.

Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Τριάδας σήμερα δεν υπάρχει. Την κατεδάφισαν και στη θέση της έχτισαν τουρκικό σχολείο.

Τα βάσανα των Ελλήνων της Σαμψούντας άρχισαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Τότε η τουρκική κυβέρνηση τους υποχρέωσε ή να δεχθούν τους Τούρκους πρόσφυγες από το Κοσσυφοπέδιο ή να φύγουν όλοι.

Ετσι εγκαταστάθηκαν σε ελληνικά χωριά περισσότεροι από 20.000 Τουρκαλβανοί της Σερβίας και πρώτοι οι Σαμψούντιοι δοκίμασαν τους διωγμούς του νεοτουρκικού κράτους, που κορυφώθηκαν με την επικράτηση του κινήματος του Κεμάλ το 1919. Η τραγωδία ολοκληρώθηκε από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1921 με την εφαρμογή νέου σχεδίου σφαγής.

Χιλιάδες Ελληνες του Πόντου εκτοπίστηκαν. Πολλοί βρήκαν τραγικό θάνατο από την ταλαιπωρία, την πείνα, τη δίψα, την εξάντληση στο δρόμο προς την εξορία, από την αγριότητα των Τούρκων Τσέτηδων (ανταρτών) που τους αποδεκάτιζαν.

Μετά την αναγκαστική αποχώρηση των Ποντίων και Αρμενίων το 1922, η μεγάλη διαδρομή της Ιστορίας βρίσκει την πόλη, όπου πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών ευημερούσαν 21.000 Ελληνες, αμιγώς μουσουλμανική.

ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Sunday, July 22, 2007

Οι Πόντιοι στις ΗΠΑ και η πόλη Υψηλάντης


Οι ΗΠΑ αποτελούν ένα σημαντικό σταθμό των Ελλήνων του Πόντου οι οποίοι κατέφυγαν εκεί μετά τη βίαιη εκδίωξή τους από οθωμανικό κράτος. Το μνημείο για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στη Φιλαδέλφεια, είναι μία ενδεικτική περίπτωση, αλλά όχι η μοναδική.

Οι Πόντιοι των ΗΠΑ ήδη και κατά τη διάρκεια τέλεσης της γενοκτονίας συνέβαλλαν στη γνωστοποίηση και τη διεθνοποίηση του εγκλήματος. Aπό το Akton Ohio ο Mιλτιάδης Tσακιρίδης απευθύνθηκε στις 6 Nοεμβρίου 1921 στον Λεωνίδα Iασωνίδη, στην Kωνσταντινούπολη, για να τους βοηθήσει ηθικά, ώστε να ιδρύσουν ένα σωματείο που να αγωνίζεται «υπέρ των δυστυχούντων Ποντίων». «Mετά μεγίστου ενδιαφέροντος παρακολουθώμεν οι Πόντιοι από μακράν τα καθ' εκάστην εκτελώμενα εν τη πατρίδι εις βάρος των αγαπητών μας. Δεν δυνάμεθα να ζωγραφίσωμεν την θλιβεράν ημών λύπην διά την συμφοράν του αγαπητού μας Πόντου και των ομοφίλων ημών υπάρξεων οίτινες έπεσαν είτε θα πέσουν υπό την αιμοχαρή μάχαιραν του βαρβάρου. Πολύ φρικτόν, φρικτόν...»[1].

Ακόμη θα πρέπει να αναφερθεί ότι στις 20 Nοεμβρίου 1921, με την πρωτοβουλία φιλελλήνων βουλευτών και γερουσιαστών έγινε στη Nέα Yόρκη συλλαλητήριο για τις σφαγές των Eλλήνων του Πόντου. Στο συλλαλητήριο «αποτελούμενον εκ χιλιάδων Aμερικανών και Eλλήνων, ωμίλησαν εξ γερουσιασταί και καθηγηταί Πανεπιστημίου, εξιστορήσαντες εν πάση λεπτομερεία και επί τη βάσει επισήμων εκθέσεων, τα φρικιαστικά γεγονότα του Πόντου, τας σφαγάς, τους διωγμούς, μετατοπισμούς, ερημώσεις, εκβιασμούς παρθένων και νέων. Eκ μέρους των Ποντίων ωμίλησεν ο δημοσιογράφος κ. Xριστοφορίδης. H ιατρός κ. Nόστον αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων της Kερασούντος αφηγήθη τραγικάς λεπτομερείας, αι οποίαι προεκάλεσαν ρίγη φρίκης μεταξύ του πλήθους, η ιδία δε ηναγκάσθη να διακόψη τον λόγον μη δυνηθείσα λόγω της συγκινήσεως να εξακολουθήση, ει μη μόνον από καιρού εις καιρόν αναφωνούσα: «Aχ, εκείνα τα καϋμένα τα παιδάκια!» Tο συνταχθέν μετά το συλλαλητήριον ψήφισμα εστάλη εις τον πρόεδρον κ. Xάρδιγκ, τον υπουργόν των Eξωτερικών κ. Xιουγκ πρόεδρον της Διασκέψεως επί του αφοπλισμού, επιτροπή δε εκλεγείσα και έχουσα επί κεφαλής τον διαπρεπή Πόντιον κ. Σάββαν Kεχαγιάν, μετέβη εις Oυασιγκτώνα διά να επιδώση αυτοπροσώπως το ψήφισμα εις τον κ. Xάρδιγκ, προβή δε και εις άλλας ενεργείας»[2]. Tο ψήφισμα το οποίο παραδόθηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, σε πολλά μέλη του Kοινοβουλίου αλλά και σε άλλες εξέχουσες προσωπικότητες περιέγραφε την τραγική κατάσταση στον Πόντο και εκλιπαρούσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επέμβει, για να σταματήσει η συνεχιζόμενη γενοκτονία. Tο θέμα των κεμαλικών αγριοτήτων σε βάρος των Eλλήνων του Πόντου συζητήθηκε διεξοδικά και στη συνεδρίαση της Γερουσίας των Hνωμένων Πολιτειών, στις 22 Δεκεμβρίου 1921. O Γερουσιαστής Hon. William H. King, αφού ανέπτυξε το θέμα του αφανισμού των Eλλήνων του Πόντου, κατέθεσε στο προεδρείο την πολυσέλιδη εισήγησή του, η οποία δημοσιεύτηκε το 1922 και με ντοκουμέντα απέδειξε ότι στόχος τόσο των Nεότουρκων όσο και των Kεμαλικών ήταν η τουρκοποίηση της Mικράς Aσίας. Την ίδια περίοδο δύο μεγάλοι Αμερικανοί Διπλωμάτες, οι George Horton και Henry Morgenthau, αναδείκνυαν το ζήτημα ποικιλοτρόπως.

Σήμερα, θα ήταν ασφαλώς πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι οι Έλληνες των ΗΠΑ έχουν πετύχει την αναγνώριση της γενοκτονίας από τον Κυβερνήτες, πολιτειακές Βουλές και Γερουσίες και έχουν εισάγει τη διδασκαλία της γενοκτονίας στα σχολεία του Ιλλινόις.

Ωστόσο έχει σημασία να αναφερθεί ότι η μεγάλη αυτή παράδοση φιλελληνισμού και φιλοπόντιων θεσμών στις ΗΠΑ, αφού στο μήνυμα του τότε προέδρου των ΗΠΑ James Μονρόε ( 3 Δεκεμβρίου 1822) εκφραζόταν μια "ισχυρή ελπίδα" για την Ελλάδα. Αυτήν ήταν η περίοδος όπου δόθηκαν στις νέες πόλεις τα ελληνικά ονόματα, όπως Αθήνα και Μακεδονία στο Οχάιο, Ελλάδα στη Νέα Υόρκη και Υψηλάντη στο Μίτσιγκαν. Η πόλη ιδρύθηκε το 1823 για να τιμηθεί ο Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης Δημήτριο Υψηλάντη[3] και γενικότερα η οικογένεια Υψηλάντη.

Η πόλη έχει αδελφοποιηθεί από το 1997 με το Ναύπλιο, την πόλη που πέθανε ο Δημήτριος Υψηλάντης το 1832 και η δήμαρχός της πόλης Dr. Cheryl Farmer παρέλασε την 25η Μαρτίου του 2004 στην Νέα Υόρκη και ηγήθηκε του Ποντιακού αγήματος κρατώντας την Ελληνική σημαία πάνω στο άρμα του συλλόγου ¨Κομνηνοί¨ της Νέας Υόρκης.

Έτσι ο Πόντος είναι παρών σήμερα στις ΗΠΑ με την πόλη Υψηλάντης, τιμώντας τους Πόντιους αρχηγούς της απελευθέρωσής μας, τιμώντας τα ιδανικά και τον αγώνα για απελευθέρωση και δημοκρατία, και είναι παρών ακόμη με τον Προμηθέα, τους Αργοναύτες, τον Ιάσωνα, τις Αμαζόνες, ως ονόματα αμερικανών πολιτών.

Ο Πόντος ήταν πρότυπο αρμονικών σχέσεων ανάμεσα στο φυσικό, και ανθρώπινο τοπίο και από αυτό εμπνεύστηκαν πολλοί στις ΗΠΑ. Αυτή η αρμονία διαταράχθηκε όμως βίαια από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς και δολοφονήθηκε. Ο Πόντος είναι σήμερα ερείπια εκκλησιών, μοναστηριών, παλατιών, κατοικιών, εκπαιδευτηρίων, χωριών, πόλεων, κάστρων που απετέλεσαν δημιουργήματα του παγκόσμιου πολιτισμού. Στον Πόντο εκτός από ανθρώπους δολοφονούσαν και μνημεία. Μέσα σε αυτά τα ερείπια συναντάς σήμερα τους τελευταίους φύλακες, τους απόγονους αυτού του πολιτισμού οι οποίοι ομιλούν την πλησιέστερη προς την αρχαία ελληνική ομιλούμενη σήμερα γλώσσα.

Η περίοδος όμως αυτή τελειώνει. Τώρα η μνήμη, η αλήθεια, δηλαδή η μη λήθη αν αναλυθεί η λέξη ετυμολογικά είναι στο προσκήνιο και οι Έλληνες και οι θεσμοί των ΗΠΑ απέδειξαν ότι αυτή μπορεί να κερδίσει τη βία, τις διώξεις, το ψέμα και την άρνηση τέλεσης του μαζικού εγκλήματος. Η πόλη Υψηλάντη είναι το σύμβολο αυτής της προσπάθειας που βρίσκεται στην αρχή, έχει λίγους αλλά εκλεκτούς καρπούς.

Οι δολοφόνοι νόμισαν ότι έλυσαν το Ποντιακό ζήτημα διά της σφαγής. Ο Πόντος όμως δεν εξαφανίστηκε. Στην πόλη Υψηλάντης είναι ένα δείγμα ότι ο Πόντος υπάρχει, όπως υπάρχει η μνήμη και η συνέχεια, οι εκατομμύρια Έλληνες του Πόντου σε όλον τον πλανήτη.

Friday, July 13, 2007

ΕΘΙΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ



ΕΘΙΜΑ ΣΑΝΤΑΣ

Σουμάδεμαν (αρραβώνας)

Αφού έδιναν το λόγο τους και ώριζαν την ημέρα του αρραβώνα συνήθως Σαββατόβραδο, το μέρος του γαμπρού με όργανα, λύρα, ταούλ (νταούλι), ζουρνάν, αγγείον (γκάιντα), πήγαινε στο σπίτι του κοριτσιού όπου γινόταν ο αρραβώνας . Πρώτα μιλούσαν σχετικά με το << σουμάδεμαν και το σουμαδεμέντι >> , ύστερα πρόσφεραν τα σουμάδαι, πρώτα δώρα, δηλ. δαχτυλίδι, τσίτι, φοτοδέμια και κατόπιν χόρευαν.

Στα τελευταία χρόνια προσκαλούσαν τον νέον και την νέαν που ήταν να αρραβωνιαστούν και τους έβαζαν να χορέψουν μαζί. Τότε καθένας από τους συγγενείς του νέου έπρεπε να χορέψει με την νέα και αντιστρόφως. Οι δε οργανοπαίκτες κάθε φορά που χόρευε κάποιος με τον ένα ή με την άλλη γονάτιζαν και <<εγαρσιλάεβαν>> , δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσουν κάτι. Τότε ο χορευτής αναλόγως της οικονομικής κατάστασής του και της διάθεσής του, χάριζε από 100 παράδες ως ένα ρούβλι και ένα μετζίτι.

Οι πτωχοί για λόγους οικονομίας δεν έκαναν επίσημα αρραβώνα, << σουμάδ εν ο λόγος εμούν >> .

Είχαν την συνήθεια να αρραβωνιάζονται πολύ νωρίς, μερικές μάλιστα γυναίκες όταν ήταν έγκυες, υποσχόταν ότι αν η μια γεννήσει αγόρι και η άλλη κορίτσι , θα γινόντουσαν συμπέθεροι. Και αυτό ήταν το μόνον σουμάδ. Με αυτόν τον τρόπο οι αρραβωνιασμένοι έμεναν αρραβωνιασμένοι απο δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια και όμως κανένας δεν μετάνιωνε. << Κάθα εις με την τύχην ατ >> έλεγαν . Τα τελευταία χρόνια μερικοί << έκλωσαν τα σημάδαι >>, μετάνιωσαν και διέλυσαν τον αρραβώνα, έτσι έλειψε το έθιμο να αρραβωνιάζονται μικρά.

Κοριτζακά και λογόπαρμαν

Το απόγευμα του Σαββάτου η μητέρα του κοριτσιού προσκαλούσε τους συγγενείς της , οι οποίοι μετά το φαγητό εχάριζαν διάφορα δώρα ή κάποιο είδος , πουχικά, ή και χρήμα. Και από το μέρος του γαμπρού πήγαινε κάποιος και χάριζε. Η κοπέλα προσκαλούσε χωριστά τις φίλες της και τις συνομήλικές της στις οποίες πρόσφερε << γιαγλίν τσουμούρ ή χαβίτζ >>. Το βράδυ ο γαμπρός έστελνε μερικούς συγγενείς και φίλους του στο σπίτι της νύφης με όργανο για να πάρουν την συγκατάθεση των συγγενών της νύφης. Μετά την συγκατάθεση το μέρος του γαμπρού πρόσφερε ρακί και τα φορέματα, τα οποία η νύφη θα φορούσε κατά την στέψη. Έτρωγαν και χόρευαν , ενώ δε χορευαν , ο κουμπάρος πήγαινε και έφερνε τον γαμπρό, έδινε την είδηση για αυτό με ένα πυροβολισμό. Χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη, καθένας από τους συγγενείς του γαμπρού χόρευε με τη νύφη κτλ., όπως στον αρραβώνα · προτού δε ξημερώσει διαλυόταν ο χορός και καθένας πήγαινε να κοιμηθεί.

Γάμος

Στις αρχές και στα μέσα του 19ου αιώνα την παραμονήν του γάμου από το βράδυ, έλουζαν τον γαμπρόν μέσα στον στάβλο ενώ έξω από τον στάβλο έπαιζε το ταούλ και ο ζουρνάς, παιδιά δε κρατούσαν στα χέρια τα τριγώνια με φρούτα στις γωνιές τους. Το ίδιο γινόταν και για τη νύφη. Μετά το λουσιμο έβγαιναν στην αυλή για να ξυριστεί ο γαμπρός από τον κουμπάρο. Ενώ γινόταν το ξύρισμα, γυναίκες κατά τους πρώτους χρόνους και γυναίκες με άντρες κατά τους υστερνούς χρόνους χόρευαν γύρω από τον γαμπρό κρατόντας πετσέτες στα χέρια τους . Μετά το ξύρισμα τον χάριζαν.

Την ημέρα του γάμου, προτού γίνει η στέψη κάποιος προσκαλούσε όλο το χωριό χωριστά τον καθένα και μια γυναίκα προσκαλούσε μόνο τους παράνυμφους. Αφού μαζεύονταν αρκετοί , πήγαιναν με όργανα, ταούλ και ζουρνάν χορεύοντας να προσκαλέσουν τον κέλαρον ( σιτιστή του γάμου) και κατόπιν τον κουμπάρο. Στο κάλεσμα του κουμπάρου ένα παιδί κρατούσε δίσκο με φρούτα, ψωμί και ρακί (λέξη τούρκικη) και σκεπασμένο με μαύρο ή κίτρινο τσίτι (λέξη αγγλική) . Ο κουμπάρος έπαιρνε το ρακί και το τσίτι και έβαζε άλλο πιοτό και άσπρο τσίτι. Μόλις φθάναν στο σπίτι του γαμπρού , ετοιμάζονταν για το νυφέπαρμαν. Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, δηλ. αυτοί που πυροβολούσαν στον αέρα, και ακολουθούσαν οι άντρες, μετά ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι παρανυφάδες. Στα πρώτα χρόνια όλοι καβάλα επάνω στ'άλογα, τελευταία όμως πεζοί.

Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, στεκόταν κάποιος κρατόντας στο κεφάλι τραπέζι, που είχε το μελοβούτορον , δηλ. ψωμί με βούτυρο και μέλι. Ο κουμπάρος πρόσφερε για δώρο συνήθως μια ζώνη και 10-20 γρόσια, έπαιρνε το μελοβούτορον και έτσι άνοιγε ο δρόμος. Τότε παρουσιαζόταν η σπιτονοικοκυρά, η οποία φιλούσε το γαμπρό προσφέροντας αβγά και φρούτα. Ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της και έδινε και αυτός φρούτα. Έμπαιναν στο σπίτι ο γαμπρός με τον κουμπάρο, όπου ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από το χέρι και έβγαιναν έξω. Οι γονείς και οι κοντινοί συγγενεις της νύφης δεν ακολουθούσαν τότε.

Στην εκκλησία κατά το <<Ησαϊα χόρευε>> όλοι οι συγγενείς έπαιρναν μέρος στο χορό και χάριζαν μικρό ποσό στον ιερέα. Μόλις έβγαιναν από την εκκλησία οι τονανματζήδες πρώτοι, ύστερα και οι οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν το γαμπρό δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσει κάτι μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού.Μπροστά από την πόρτα του σπιτιου ή στην σάλα τοποθετούσαν τραπέζι, στην οποία οι καλεσμένοι τοποθετούσαν τα δώρα τους σε ρουχισμό και μετρητά. Έμπαιναν μέσα αφού χάριζε την μαέρτσαν (μαγείρισσα) ο κουμπάρος , η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού και οι προσκαλεσμένοι καθόταν να φάνε.

Μετά το φαγητό άρχιζε ο χορός. Μετά τα μεσάνυχτα χόρευαν το θυμιστό χορό. Αυτόν το χορό χόρευαν μόνο όσοι είχαν τις γυναίκες τους μαζί τους, οι δε υπόλοιποι, αν ήθελαν να χορέψουν , έπρεπε να πάρουν κάποιον άλλον ή κάποιαν άλλη για ταίρι. Τα ζευγάρια έπρεπε να 7 ή 9 κτλ. δηλαδή μονά. Στο χορό αυτό κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυό κεριά ή λαμπάδες αναμμένες, μπροστά από τους νεόνυμφους ένα παιδάκι κρατούσε λαμπάδα.Μετά από εφτά στροφές άλλαζαν το χορό, έμπαιναν στο χορό και άλλοι. Καθένας από τους συγγενείς της νύφης χόρευε με το γαμπρό και αντιστρόφως, οι δε οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν όλους τους άντρες.

Με το θύμιγμαν ο παπάς , αφού έβαζε ξανά τα στεφάνια στα κεφάλια των νεονύμφων, επεκαμάρωνεν, δηλαδή αφαιρούσε το πέπλο από το κεφάλι της νύφης. Αργότερα παρετήθηκαν να βάζουν ξανά τα στεφάνια, και επεκαμάρωνεν ο κουμπάρος, μετά το θύμιγμα.

Μετά το στεφάνωμα , αφού έτρωγαν άρχιζε ο χορός, μετά ερχόταν οι συγγενείς της νύφης με τους γονείς της, ο χορός σταματούσε και αφού έτρωγαν άρχιζε πάλι ο χορός·προτού έρθουν αυτοί κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βάλει τη νύφη να χορέψει. Προς τα ξημερώματα χάριζαν τη νύφη, αυτή δε φιλούσε τα χέρια τους, έπαιρνα ως δώρα από τον γαμπρό κότες ή κοκόρια και φεύγανε.

Λαλέματα σ' εφτά

Ύστερα από εφτά μέρες, συνήθως όμως την άλλη μέρα από το γάμο, πολλές φορές και μετά ένα χρόνο , οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν το γαμπρό . Γινόταν τραπέζι στο γαμπρό, το τηγάν, όλο από αυγά και κότα ψημένη ( τα οποία ο γαμπρός μοίραζε σε όλους ). Τότε η πεθερά χάριζε στο γαμπρό ένα τσαντάι, εκείνος δε ένα μετατζίτι, ακολουθούσε ο χορός. Ο παράνυμφος προσκαλούσε την Πέμπτη και ο κουμπάρος όποτε ήθελε.

Κρύψιμον και στύμνωμαν

Η αρραβωνιασμένη ως την μέρα του γάμου ξέφευγε από τα μάτια του αρραβωνιαστικού της και τους γονείς του. Ούτε βέβαια τους μιλούσε. Αλλά και μετά το γάμο εστίμνωνεν, δηλαδή δεν μιλούσε στον πεθερό, στην πεθερά και μερικούς άλλους συγγενειίς του γαμπρού για ένα και πολλές φορές για δέκα χρόνια ( που τώρα οι νύφες ακονίζουν τη γλώσσα τους για καλά πρωτού παντρευτούν) . Πάντοτε στεκόταν στο πόδι και μακρυά από τζάκι, (δηλ. σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς) ποτέ μπροστά στα πεθερικά της. Ότι ήθελε να πει το έλεγε στον διερμηνέα , τον άντρα της , και αυτός το μετέφερε στους γονείς του.

Χαρ και ποδαροπλύσιμον

Μετά μια ή δυο μέρες από τη μέρα του γάμου, μια γυναίκα μετέφερε από το πατρικό σπίτι της νύφης στο σπίτι του άντρα της το σαντούχ, δηλαδή σαντούκι που είχε μέσα την προίκα της νύφης. Η γυναίκα αυτή έπαιρνε ως δώρο ένα μετζίτι. Τότε η νύφη το απόγευμα πλένοντας τα πόδια καθενός από το σπίτι του πεθερού δώριζε, πουκάμισα , κάλτσες κτλ.και κείνοι της χάριζαν από ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι.

Ποτά στο γάμο

Έπιναν πολύ ποτό κυρίως ρακί και ρουμιού, δέκα οκάδες πολλές φορές βαρέλια ολόκληρα ξοδεύονταν. Τα ποτά τα πουλούσε ο επίτροπος της εκκλησίας ή άλλος που ήταν υποχρεωμένος να δώσει ορισμενο αριθμ΄οκάδων, π.χ. για βάπτιση μέχρι τρεις και σπάνια έξι οκάδες, για γάμο μέχρι δώδεκα και σπάνια δεκαπέντε.

Βάπτιση

Το όνομα του παιδιού δινόταν από τον νουνό ή νουνά (δεξάμενος ή δεξαμέντσα) . Συνήθως στο πρώτο παιδί, αν ήταν αγόρι,δινόταν το όνομα του παππού, αν δε ήταν κορίτσι το όνομα της γιαγιάς (καλομάνα), αν δε πιο μπροστά πεθάναν άλλα παιδιά που είχαν γεννηθεί τότε έδιναν το όνομα Ευστάθιος, Ναζή. Το βάπτισμα γινόταν πάντοτε στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία άντρες, γυναίκες και παιδια γύριζαν στο σπίτι, στο δρόμο ο παπάς έψελνε τροπάριο, μετά έτρωγαν και χορεύανε. Πολλές φορές γίνονταν πολλά έξοδα για φαγητά και ποτά γι'αυτό τα τελευταία χρόνια περιορίζονταν (εκτός από τον ιερέα, επίτροπον , νουνό και μάρτυρα) να πάνε στο σπίτι του παιδιού.

Τα έξοδα του βαπτίσματος ήταν του νουνού, ο οποίος έπαιρνε μαζί του και έναν μάρτυρα. Ο μάρτυρας έκανε διανομή τα κεριά στην εκκλησία και το ρακί στο σπίτι, έπαιρνε δε ως δώρο ένα ζευγάρι παντόφλες και μαντίλι. Ο νουνός πρόσφερε στον κουμπάρο του ένα ή δύο μπουκάλια ποτού και στην κουμπάρα ένα ρούβλι ως είκοσι γρόσια, αυτή δε πρόσφερε στον κουμπάρο της ένα τσαντάι (ντορβάς) και ένα ή δύο ζευγάρια ορτάροι (τσουράπια) ή κάλτσες, όλα χειροποίητα. Ο νουνός ήταν υποχρεωμένος να κάνει στο βαπτιστικό του τα πρώτα ρούχα και αργότερα να προσφέρει δώρα σε ρούχα ή χρήματα. Τα μικρά παιδιά ήταν υποχρεωμένος να τα ντύσει ο νουνός.

Κηδεία

Μόλις γινόταν γνωστός ο θάνατος, σταματούσαν κάθε δουλειά ως την ταφή . Τον νεκρό τον λούζαν και τον στόλιζαν ανάλογα. Απαραίτητο ήταν και το μοιρολόγι. Μερικοί μάλιστα επιστράτευαν γυναίκες για να συγκινήσουν τον κόσμο. Μετά την ταφήν όλος ο κόσμος γυρνούσε στο σπίτι του νεκρού, και έβαζαν τραπέζι. Στα σαράντα και στο ετήσιο μνημόσυνο ή έβαζαν τραπέζι ή μοίραζαν κολόθαι, δηλαδή άρτος φρέσκος από καθαρό σιτάρι, με ελιές ή τυρί.

Το απόγευμα της κηδείας οι μεν άντρες έπαιρνα μαζί τους ρακί , οι δε γυναίκες σαπούνι, τσίτια κορκοτικά και πήγαιναν στο σπίτι του πεθαμένου για να παρηγορήσουν τους σπιτικούς του . Αυτό λεγόταν χατιρέπαρμαν.

Η Σανταία κοδέσποινα

Οι άντρες όλοι εργάζονταν στην Ρωσία και αλλού και έρχονταν στα σπίτια τους μετά δύο ως πέντε χρόνια. Σαν Σπαρτιάτισες οι γυναίκες διηύθυναν τα σπίτια τους. Από τις πρώτες μέρες της άνοιξης μέχρι το χειμώνα, η Σανταία ήταν αφοσιωμένη στη δουλειά. Το χειμώνα μερικές κατέβαιναν στην Τεμουράν και Σούρμαινα, όπου είχαν λίγα χωράφια και οι άλλες για να εργαστούν στο μάζεμα του καλαμποκιού. Όσες δε έμεναν στη Σάντα έγνεθαν και ύφαιναν σάλαι (μάλλινα υφάσματα) περιζήτητα και τσαντάγιαμε τέχνη κατασκευασμένα και ορτάραι. Πολλές μόνο από αυτή τη δουλειά ζούσαν .Γι'αυτό η πείνα γι'αυτές ήταν άγνωστη . Άλλες αρετές της Σανταίας που σπανίζαν σε άλλα χωριά είναι η κοσμιότητα και αυστηρότητα των ηθών, η πίστη και αφοσίωση στην οικογένεια. Μετά την απόκτηση δύο τριών παιδιών εγκαταλείπει τα νυφικά της ρούχα, αυτές δε που περνάνε τα σαράντα και ονομάζονται μεσοκαιρίτσαι σπάνια χορεύουν.

Η Σανταία θεωρεί αμάρτημα να μην βοηθήσει έναν ζητιάνο οιουδήποτε θρησκείας και αν ήταν και θεωρεί , ότι η ελεημοσύνη << πάει για την στράταν τη ξενιτέα >> .

Πλούσιοι και φτωχοί.

Προίκα

Αίσθημα υπερηφάνιας δεν υπάρχει μεταξύ τους, και δεν γίνεται διάκριση μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Γι'αυτό οι πλούσιοι παντρεύουν τις κόρες τους με φτωχούς μεν αλλά τίμιους και εργατικούς, και τους γιους τους παντρεύουν με φτωχά κορίτσια.

Το έθιμο της προίκας δεν υπάρχει, μάλιστα ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να κάνει το νυφικό φόρεμα, είτε φτωχός ήταν είτε πλούσιος. Το νυφικό φόρεμα, ήταν το ίδιο και γι'αυτό κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει αν η νύφη ήταν φτωχιά ή πλούσια.

Τα ρούχα

Οι άντρες φορούσαν σαλβάρ και τσόχαν από σαλ που ύφαιναν οι γυνείκες, και ζουπούναν, δηλ. βαμβακερό φόρεμα (αντί τη σημερινή φανέλα). Στο κεφάλι φορούσαν κουκούλι από κατσάν. Επειδή δε το σαλβαρ έφθανε μόνο ως τα γόνατα, εκτός από τα ορτάραι (χοντρές μάλλινες κάλτσες) φορούσαν και τοζλούχα.

Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.

Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

Πιο πολυτελέστερη ήταν η νυφική φορεσιά που αποτελούνταν :

Απο την τσόχα, κατασκευασμένη από ύφασμα μαχότ με κουλαπτάναι (σιρίτια),

Δύο ζουπούνας, η μία από κομάσ ή μουαράν , η άλλη από σαμ (σηρικόν),

Σπαλέρ (από κομάσ ή μουαράν) που κάλυπτε το στήθος, διότι η ζουπούνα το άφηνε ανοικτό,

Ζωνάρ (σηρικόν ) ,

Ποχτσά, ποικιλόχρωμο σάλι μεταξοβάμβακο και

Κουντούρας (μεσοπότινα).

Βραχιόλια και σκουλαρίκια ήταν άγνωστα. Τα μόνα κοσμήματα ήταν τα δακτυλίδια από δύο ως τρία και ο χρυσός σταυρός με διπλή ή τριπλή αλυσίδα από χρυσό. Μόνον κατά την ημέρα των γάμων ήταν σε χρήσει και το τρέμον , δηλ. δικτυωτό πέπλο μεταξωτό που σκέπαζε το κεφάλι και τους ώμους.

Χοροί

Τρεις μόνον, το αργόν ή ομάλαι, το λαγγευτόν και το θύμιγμαν. Αργότερα το μονόν ομάλαι και τελευταία η αρμενίτσα, η τρυγόνα, το κοτσαγγέλ και ο αντρικός σέρα.

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
Αρχείον Πόντου τόμος 11ος, 108-115

Η ΕΛΛAΔA TOY ΠONTOY
















Επιτέλους
τους ξεριζώσαμε...
(Κεμάλ Ατατούρκ, 13 Αυγούστου 1923)

Mια Ελλάδα σβησμένη βίαια και άδικα απ’ τον παγκόσμιο χάρτη. Μια Ελλάδα που πόνεσε, δάκρυσε, μάτωσε όσο καμιά άλλη. Που ταπεινώθηκε χωρίς να χάσει ποτέ την αξιοπρέπειά της, που υποτάχτηκε παραμένοντας ελεύθερη, που τούρκεψε αλλά δεν έπαψε στιγμή να είναι ελληνική. Κάθε λαός στο ξεδίπλωμα της ιστορίας του στο χρόνο χρεώνεται με μοιραία λάθη. Το δικό μας μεγάλο ιστορικό λάθος υπήρξε ο αφανισμός των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. Λάθος που πληρώθηκε και θα πληρώνεται ακριβά όσο τα δάκρυα παραμένουν ακόμη στεγνά και οι μνήμες νωπές στο μυαλό μας. Δεν πρέπει όμως να πέσουμε στην παγίδα να θυμόμαστε τον Πόντο μονάχα σαν μια ανοιχτή πληγή πόνου για την εθνική μας ιστορία.

Ο Πόντος, πριν καταστραφεί (από τον χάρτη, μα ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ) τόσο βάρβαρα από τους Τούρκους, υπήρξε αστείρευτη πηγή πνεύματος και πολιτισμού. Στάθηκε τόπος όπου οι Ελληνες διέπρεψαν, δημιούργησαν. Η γη του στάθηκε μάνα σπουδαίων ανδρών. Αυτόν τον τόπο της δόξας, της παράδοσης, των γραμμάτων και του Χριστιανισμού έχουμε χρέος να κρατάμε ζωντανό στη μνήμη μας. Τον άλλον Πόντο, του πόνου και του ξεριζωμού, ας τον αφήσουμε κλειδωμένο σε κάποια συρτάρια της ιστορικής μας μνήμης, σαν ένα κακό όνειρο που τάραξε τον ύπνο μας και πέρασε.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Σήμερα οι Πόντιοι έχουν ενσωματωθεί λειτουργικά μέσα στην Ελληνική κοινωνία κατέχοντας με αξιοπρέπεια σημαντικές θέσεις σ’ όλους του κλάδους της πνευματικής, επιστημονικής και επαγγελματικής ζωής της χώρας. 1.500.000 περίπου Ελληνες ποντιακής καταγωγής ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Αλλά και άλλες χώρες έχουν δημιουργήσει τον δικό τους μικρόκοσμο και έχουν βρει το λιμάνι μιας νέας πατρίδας. Στην τέως Σοβιετική Ενωση και στις εξορίες της Σιβηρίας ζουν ακόμη 1.000.000 Ελληνες Πόντιοι, 500.000 από τους οποίους διατηρούν με περηφάνεια την Ποντιακή μητρική τους γλώσσα. Αλλο μισό εκατομμύριο Ποντίων βρίσκεται διασπαρμένο σε Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη και Αφρική. Δίπλα σ’ αυτούς στέκονται με μια αξιοπρέπεια κερδισμένη από τον πόνο, 500.000 Πόντιοι της Τουρκίας, που με χαρακτηριστικό πείσμα διατηρούν σα ζωντανή θύμηση της καταγωγής τους την ποντιακή γλώσσα μέσα στα σπίτια τους.

Η Ελλάδα είναι μια μάνα που έχει πολλά παιδιά και μια αγκαλιά τεράστια που τα χωράει όλα. Ο Πόντος ήταν και θα είναι πάντα ένα από τα παιδιά της, κι όπως κάθε μάνα η Ελλάδα θα το αγαπά, θα το προστατεύει και θα είναι περήφανη γι' αυτό. Και το ελληνικό αίμα που κυλά στις φλέβες των Ποντίων, σ’ όποια γωνιά του κόσμου αυτού κι αν τους έριξε η προσφυγική μοίρα, γίνεται γέφυρα που τους ενώνει με τη μητέρα τους, γίνεται δύναμη κι ελπίδα.

Ο θρήνος των Ποντίων της Πάφρας

Οι Πόντιοι πρόσφυγες θρήνησαν την καταστροφή και την ήττα. Ο παρακάτω θρήνος τραγουδήθηκε από τους Ποντίους της Πάφρας:

Κοίταξε τις πέτρες της Αγκυρας
βλέπε και τα δακρυσμένα μου μάτια.
Μείναμε σκλάβοι των Τούρκων,
για δες της μοίρας τα γραμμένα.

Οι λόφοι της Άγκυρας είναι μονοκόμματοι.
Η Ελλάδα κάηκε, κατακάηκε.
Να τυφλωθείς καταραμένε Άγγλε,
στην Ελλάδα δεν απόμεινε ελπίδα.

Ο στρατός που πήγε για την Άγκυρα,
έμεινε εκεί πεσκέσι στους Τούρκους.
Όσοι μας βοήθαγαν έκαναν πίσω
και τους Έλληνες τους παρέσυρε το κύμα.

Tuesday, July 10, 2007

Ο Πόντος δεν έσβησε

Του Ν. Λυγερού

Στη μελέτη « Ο Πόντος δια των αιώνων » του Α.Α. Παπαδόπουλου που εκδόθηκε το 1928 μπορούμε να διαβάσουμε τα εξής: « Σφαγαί ομαδικαί, κακώσεις σωματικαί, πείνα και δίψα, ασθένειαι και παγετοί εν τη εξορία εξαφάνισαν το ήμισυ της ελληνικής φυλής και μάλιστα το θαλερώτερον και ακμαιώτερον μέρος υπό την έποψιν της ηλικίας και του πλούτου. »

Πιο συγκεκριμένα, από το 1914, ημερομηνία την οποία οι Τούρκοι επέλεξαν για λόγους στρατηγικούς και πολιτικούς για να κηρύσσουν φανερά το διωγμό όλων των Ελλήνων του κράτους, έως το 1923 από τους υπολογιζόμενους σε 450.000 Έλληνες του Πόντου εξοντώθηκαν με κάθε τρόπο περίπου 200.000. Οι υπόλοιποι βάσει της συνθήκης της Λωζάνης του 1923, μετοίκησαν στην Ελλάδα. Οι πλείστοι όμως από αυτούς εξαναγκάστηακν να φύγουν δίχως να μπορέσουν να προσφύγουν σε κάποιο δικαστήριο.

Τώρα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και ειδικά με το Ευρωπαϊκό δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάθε πόντιος πρόσφυγας μπορεί να διεκδικήσει την προσφυγική του οντότητα μέσω της προσφυγής του και όχι μόνο για μη απόλαυση περιουσίας για εκείνη την περίοδο. Διότι παλαιότερα στην περίοδο του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας ειδικά όταν οι Ρώσοι έφτασαν στην περιοχή της Αργυρούπολης, κατά την αποχώρησή τους πολλά χωριά, από το φόβο της εκδίκησης των Τούρκων, τους ακολούθησαν. Αυτή η μετανάστευση έλαβε γενικότερο χαρακτήρα στα 1878, όταν η Ρωσία αποσπά από την Τουρκία την περιφέρεια του Καρς. Για όλα αυτά τα δεινά, η προσφυγή είναι η δυναμικότερη απάντηση.

Επιπλέον το ζήτημα της γενοκτονίας που παραμένει ανοικτό και είναι ακόμα αμφιλεγόμενο από τις τουρκικές αρχές αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο αναφοράς για τη μέλλουσα ιστορία του Πόντου. Όπως το είδαμε με το παράδειγμα των Αρμενίων στη Γαλλία ακόμα και οι μικροί λαοί μπορούν να επιτύχουν ουτοπικούς στόχους για τα γεωστρατηγικά δεδομένα κάνοντας μια αποτελεσματική χρήση της νομολογίας περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι Αρμένιοι μας απέδειξαν ότι μπορεί να γίνει και οι Κούρδοι ότι πρέπει να γίνει. Διότι αυτά που ζήσαμε οι μεν τα έζησαν και οι δε τα ζουν. Η αξία μας δεν προέρχεται μόνο από τις πολεμικές μας ικανότητες μα και από την αντίστασή μας στην αμαρτία της ιστορίας.

ΚΙ ΟΜΩΣ ΜΙΛΑΝΕ!!!

Στον Πόντο δεν μιλάνε τα ρωμαίικα πια!

Στην Ότσενα, κοντά στην Τραπεζούντα, ένας πανάρχαιος πολιτισμός ψυχορραγεί και μια γλώσσα αργοσβήνει.

Του Vahit Tursun*

Η Οτσενα είναι ένα χωριό που βρίσκεται στον σημερινό Πόντο, στα σύνορα και στα ορεινά της Τραπεζούντας. Μέσα σε έναν παράδεισο, γεμάτο με πεύκα, έλατα και διάφορα είδη δέντρων, που χαρίζουν μια ανέκφραστη ομορφιά. Εκεί κοντά στις κορυφές των βουνών, με τ' αναρίθμητα πηγάδια και λιβάδια, που βγάζουν ολοκάθαρα, κρυστάλλινα νερά.

Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μάλλον ήταν φυγάδες, οι οποίοι έφυγαν από την καταπίεση των Οθωμανών και αφέθηκαν στην αγκαλιά του πυκνού δάσους. Είναι άγνωστο πόσον καιρό πήρε στους Οτσενίτες να χτίσουν τα πρώτα τους κανονικά σπίτια για να μπουν μέσα και να ζήσουν σαν άνθρωποι. Φαίνεται όμως πως μόλις τα χτίσανε, οι Οθωμανοί τούς ανακάλυψαν κα τους κατέγραψαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Οθωμανών (Tahrir defterleri, 1583), όλοι κ' όλοι πέντε οικογένειες ήτανε. Αυτές αποτελούσαν τους πρώτους κάτοικους του χωριού. Εκείνη τη χρονιά αφαιρέθηκε η ελεύθερή τους υπηκοότητα των βουνών, και έτσι περάσανε στη λίστα των χαρατσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στα επόμενα χρόνια ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι στο χωριό. Ετσι, οι πρώτοι Οτσενίτες απόκτησαν γείτονες. Η μοναξιά τους εκεί επάνω στα βουνά είχε τελειώσει. Μέσα σε τριάντα χρόνια, από το 1583 έως το 1613, οι κάτοικοι του χωριού αυξήθηκαν στις πενήντα τέσσερις οικογένειες, από τους οποίους οι τέσσερις δήλωσαν πως ήταν μουσουλμάνοι. Οπως μας πληροφορεί ο Γ. Κανδηλάπτης στο βιβλίο του «Τα Φιτίανα», όλοι οι κάτοικοι της περιοχής του Οφη, όπου ανήκει και η Οτσενα, εξισλαμίστηκαν με απόφαση του Δεσπότη της περιοχής. Κανένας δεν ξέρει εάν τους κάλεσαν για να μαζευτούν σε μια περιοχή ή αν πήγαν κάποιοι σπίτι σπίτι και τους ανακοίνωσαν την πικρή απόφαση. Ολοι αυτοί που φτάσανε στη Οτσενα από διάφορες περιοχές, φέρανε και τα δικά τους ιδιώματα. Μερικοί χρησιμοποιούσαν τα ουσιαστικά με την κατάληξη (ν), όπως «παιδίν», «σκαμνίν», «ράχην», «πόρταν» «δέντρον», «απίδιν», «καλάθιν» κ.λπ. και μερικοί τις χρησιμοποιούσανε κανονικά, όπως «παιδί», «σκαμνί», «ράχη», «πόρτα» «δέντρο», «απίδι», «καλάθι» κ.λπ. Αλλοι λένε τα εξοχικά βουνά «σταλίαν» που διαμορφώθηκε από τη λέξη «στάβλοι» και άλλοι «παρχάρε» η οποία λέξη διαμορφώθηκε από τις λέξεις «παρά+χωριό». Κάποιοι τα χόρτα τα ονομάζουν «χολχόνε», από τις λέξεις χλόος+χλόη και κάποιοι «χορτάρε», από το χορτάρια. «Νίκαγε» ο ένας «έτρεπε» ο άλλως. Και το «εχτές» υπήρξε σαν λέξη και το «οψέ» σαν αντίστοιχο. Ποικιλία και πλούτος της γλώσσας, μέσα σε ένα χωριό το οποίο δεν είχε και πολλή επαφή με τα παραλιακά αστικά κέντρα. Από έναν πληθυσμό, συγγενή με όλους τους Πόντιους. Γι' αυτό και η Οτσενα αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού Πόντου, ένα παράδειγμα της Ανατολής. Οι διαφορές αυτές ποτέ δεν έχουν συνειδητοποιηθεί μέσα στο χωριό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς ξένος. Ολοι ήρθαν από έξω και όλοι είχαν την ίδια μοίρα.

Το σημαντικότερο ήταν ότι όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, τα ρωμαιικά, δηλαδή Ποντιακά.

Το χωριό αδειάζει

Σήμερα λοιπόν αυτό το χωριό αδειάζει. Σβήνει τούτο το αστέρι. Φεύγουν οι άνθρωποι από την Οτσενα. Ζήτημα να έχει μείνει εκεί το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ειδικά στην Κάτω Οτσενα, από τα περίπου 630 σπίτια, μόνο τα 200 δίνουν σημάδι ζωής, ανάβει το φως και καπνίζει το τζάκι τους. Και αυτοί έτοιμοι να φύγουν, από ένα μικρό χωριό που κουβαλάει στην πλάτη του τα ερείπια ενός πολιτισμού χιλιάδων χρόνων, μιας ολόκληρης ιστορίας. Φεύγοντας ο καθένας, παίρνει και μαζί του ό,τι παραπάνω και διαφορετικό έχει, μαζεύοντας από πίσω του όλα του τα ίχνη, εξαφανίζοντας τα πανάρχαια πολιτισμικά του ερείπια. Με τον κάθε θυμωμένο φυγά, με τον κάθε απελπισμένο μετανάστη που φεύγει από τον τόπο, μια φλέβα ακόμη νεκρώνεται και αργοπεθαίνει τόσο φρικτά ένας πολιτισμός, αφήνοντας πίσω την άγνοια, αμορφωσιά και την απανθρωπιά. Ακόμη και ο θάνατος ενός ανθρώπου αδυνατίζει μια πανάρχαια γλώσσα, καθώς μαζί του πεθαίνουν όλες οι παραπάνω λέξεις, που μπόρεσαν να σωθούν στη μνήμη του, από τη λεηλασία του καπιταλισμού, από το ανελέητο χτύπημα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, από την αδιαφορία, την ξενολατρία και την προδοσία.

Κρυφοκλαίει, στεγνοδακρύζει η Οτσενα, κραυγάζει τόσο ώστε η αύδη (φωνή) της ξεπερνάει τα σύνορα της ακοής μας. Ισως και γι' αυτό δεν ακούει κανείς. Εξαφανίζεται ένα πανάρχαιο ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας, μπροστά στα μάτια ενός κόσμου που λέει ότι είναι πολιτισμένος. Διότι στις μεγάλες πόλεις, κανείς δεν θα μπορέσει να μιλήσει τη μητρική του γλώσσα, όσο και να τρελαίνεται να την ακούσει. Οσο και να κάθεται μόνος, μοιρολογώντας από τη νοσταλγία του να την ψιθυρίσει.

* Ο Vahit Tursuείναι ελληνόφωνος από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας, κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, την περασμένη Κυριακή 25 Φεβρουαρίου.

ΚΙ ΟΜΩΣ Η ΟΤΣΕΝΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙ!!! ΜΙΛΑΕΙ ΡΩΜΑΙΗΚΑ ΚΙ ΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ!
ΕΠΙΣΚΕΥΤΕΙΤΕ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ SITE ΤΗΣ ΟΤΣΕΝΑΣ... ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΑΝΗΣ ΚΑΙ ΑΔΑΜΑΣΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΨΥΧΗΣ...

http://www.ocena.info
ΑΚΟΥΣΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΟΤΣΕΝΑΣ... ΤΟ ΡΑΔΙΟ ΟΤΣΕΝΑ...
http://www.ocena.info/radio/index.php

Monday, July 9, 2007

Για το βιβλίο Ιστορίας της 6ης δημοτικού


Η εκδίκηση των «αυτοχθόνων»

Η σύγκρουση των αυτοχθόνων με τους ετερόχθονες, δηλαδή των ντόπιων με τους πρόσφυγες, ταλαιπώρησε τη μετεπαναστατική Ελλάδα για είκοσι περίπου χρόνια. Από το 1830 έως το 1850, οι ετερόχθονες θα δεχτούν μια αλύπητη επίθεση από τους αυτόχθονες, που θα φτάσει μέχρι και απολύσεις από το δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης θα απολυθεί και ο κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας –για λόγους αντεκδίκησης- είχε δολοφονηθεί από τους Οθωμανούς. Το 10% του τότε ελληνικού πληθυσμού, που αντιπροσώπευαν οι «ετερόχθονες», θα υποταχθεί, θα αλλοτριωθεί και θα αποδεχτεί την κατάκτηση της εξουσίας στο νεαρό κράτος από τα παραδοσιακά ηγετικά στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας, των κοτζαμπάσηδων και των προεστών.
Από τότε μέχρι σήμερα, η μεγάλη κληρονομιά της ιδεολογικής απόρριψης, του ρατσισμού κατά των ετεροχθόνων και της υποτίμησης των εξωελλαδικών Ελλήνων, καλά κρατεί.

Η πρόκληση του ‘22

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον κρατικό μηχανισμό της Ελλάδας και τους συγκροτούντες τους ιδεολογικούς μηχανισμούς κυριαρχίας, θα δοθεί από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πάνω από το 20% του ελληνικού πληθυσμού μετά το ’22 θα είναι «ετερόχθονες». Η συνταγή ήταν παλιά και δοκιμασμένη: αποσιώπηση της Ιστορίας, άσκηση βίας, οικονομική εκμετάλλευση και προσπάθεια ιδεολογικής αλλοτρίωσης με τη μετατροπή τους από Μικρασιάτες Έλληνες σε Βαλκάνιους. Αυτό εν μέρει είναι φυσικό, εφόσον την Ιστορία, όπως γνωρίζουμε, τη γράφουν οι νικητές. Και στα συγκεκριμένα γεγονότα νικητές ήταν οι δύο κρατικές εξουσίες που έλεγχαν τα εδάφη στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Και οι χαμένοι ήταν οι χριστιανοί της Αυτοκρατορίας (Έλληνες. Αρμένιοι και Ασσυροχαλδαίοι) και οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων. Και για να το πούμε πιο κυνικά: επειδή το κράτος “μας”, ως συγκεκριμένος μηχανισμός εξουσίας και έκφρασης συμφερόντων, βγήκε κερδισμένο από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επέλεξε -και κυρίως οι πιο σκληρές του πολιτικές εκφράσεις που ήταν η ακροδεξιά- να εξαφανίσει την ιστορική μνήμη των Ελλήνων της Ανατολής.

Και όλα αυτά, ενώ η ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής και η Έξοδός τους, είναι η κορυφαία στιγμή στην ιστορία των Ελλήνων. Τη στιγμή δηλαδή που θα βρεθούν οριστικά εκτός της μικρασιατικής χερσονήσου, υφιστάμενοι παράλληλα και μια μεγάλης έκτασης εθνική εκκαθάριση με περισσότερα από 800.000 θύματα, την ίδια στιγμή ο ελληνισμός συλλογικά και συνολικά θα αποκοπεί –για πρώτη φορά στην ιστορία του- από το μικρασιατικό χώρο για πάντα.



Η σύνθεση των ιστορικών εμπειριών και η νέα αναθεώρηση

Μόνο στη δεκαετία του ’80 θα αρχίσουν να αναπτύσσονται εντός της ελληνικής κοινωνίας διαδικασίες σύγκλισης, με την αναγνώριση της σημαντικής ιστορίας των Ελλήνων της καθ΄ ημάς Ανατολής και με την ένταξή της στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Στη δεκαετία του ’90 φάνηκε ότι με την ανακήρυξη των δύο εθνικών επετείων, της 19ης Μαϊου (για τη γενοκτονία στον Πόντο) και της 14ης Σεπτεμβρίου (για τη γενοκτονία στο σύνολο της μικρασιατικής χερσονήσου) το μεγάλο αυτό ιστορικό χάσμα γεφυρωνόταν, με την «εθνική ολοκλήρωση» να πραγματοποιείται στο χώρο της γνώσης και της επίσημης ιδεολογίας του κράτους. Μέχρι σήμερα πιστεύαμε ότι πετύχαμε τη σύγκλιση και τη σύνθεση. Όπως φάνηκε όμως, τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της «αυτοχθόνου» ιδεολογίας είναι βαθύτατα ριζωμένα. Και αυτό συνειδητοποιήθηκε όταν εκδόθηκε το «νέο» βιβλίο της Ιστορίας της 6ης δημοτικού. Το συγκεκριμένο βιβλίο -και όλη η πολιτική ομάδα που βρίσκεται από πίσω- αποδεικνύει ότι ξαναβρεθήκαμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμ

Δεν θα αναφερθούμε στις ελλείψεις, που έχει συνολικά το βιβλίο. Γι’ αυτές ας μιλήσουν άλλοι, ειδικοί ή μη. Αυτό που ενοχλεί στη ματιά που έχει η συγγραφέας, είναι ότι υποβαθμίζει τα γεγονότα στη Μικρά Ασία μ’ ένα ιδιαιτέρως προκλητικό τρόπο. Ο «Κεμάλ Ατατούρκ» αντιμετωπίζεται και χαρακτηρίζεται ως «ο ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων». Κάτι που αποτελεί την κλασική θέση του τουρκικού εθνικισμού. Αποσιωπάται πλήρως η ιστορική φάση της μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε έθνη-κράτη και πονηρά αιωρείται η θέση ότι η Τουρκία, ως έθνος-κράτος, είναι ακριβώς το ίδιο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο Μουσταφά Κεμάλ λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτό το ελληνικό βιβλίο της Ιστορίας απελευθέρωσε τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, το Αϊβαλί κ.λπ. από τους Έλληνες. Και εφόσον ο Κεμάλ έκανε «απελευθερωτικό αγώνα», οι εχθροί του έκαναν ιμπεριαλισμό. Εφόσον λοιπόν οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι, οι Αρμένιοι ήταν κακοί ιμπεριαλιστές –μαζί με τους Ελλαδικούς που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη το ’19- καλά να πάθουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εκφραστεί έστω και η στοιχειώδης συμπάθεια γι’ αυτούς.

Ρατσισμός κατά των προσφύγων του ‘22

Ακριβώς αυτό είναι το εσωτερικό ιδεολογικό σχήμα της συγγραφέως. Και στο σχήμα αυτό υποτάσσει την ελληνική Ιστορία. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην –πρωτοφανή για τη σύγχρονη Ιστορία- καταστροφή της Σμύρνης και στη σφαγή του χριστιανικού της πληθυσμού (ελληνικού και αρμενικού), ούτε φυσικά στις επίσημες αποφάσεις του ‘11 των Νεότουρκων εθνικιστών για εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Φυσικά δεν υπάρχει και καμιά αναφορά στις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών (Ελλήνων της Ανατολής, Αρμενίων και Ασυροχαλδαίων) που άρχισαν το ‘14, ούτε στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που σχετίζεται με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των Νεότουρκων εθνικιστών και των Γερμανών συμμάχων τους. Καμιά επίσης αναφορά δεν υπάρχει για τα Σεπτεμβριανά κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ή για τις σταλινικές διώξεις κατά των πολυάριθμων Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης.

Ακόμα και αν υποθέσει κάποιος ότι στο βιβλίο δεν παρουσιάζεται η ιστορία των Ελλήνων, αλλά η ιστορία του κράτους της Ελλάδας, η ασυνέπεια και το ετεροβαρές είναι πλήρες. Σε άλλα σημεία παρουσιάζεται η πανανθρώπινη ιστορία, σε άλλα η ιστορία των Ελλήνων συνολικά και μόνο στην περίοδο της γενοκτονίας τους από τον τουρκικό εθνικισμό και της Εξόδου από την Ανατολή, περιορίζεται πλήρως στα κρατικά όρια. Σαφέστατα είναι μεροληπτικό και ρατσιστικό κατά των Ελλήνων της Ανατολής (Μικρασιατών, Ποντίων και Ανατολικοθρακών). Αλλά και με το μάτι του υπηρετούντος το κράτος να το δει κάποιος, σήμερα οι απόγονοι των προσφύγων του ’22 –με τις επιγαμίες- ανέρχονται στο ένα τρίτο των κατοίκων της σύγχρονης Ελλάδας. Μέσα, λοιπόν, από τη φυσική τους παρουσία εντάσσουν αναγκαστικά την ιστορία τους στην ιστορία της Ελλάδας.

Η απόκρυψη που επιχειρεί η συγγραφέας του βιβλίου, ποιοτικά είναι αντίστοιχη με τις προσπάθειες συγκάλυψης του Ολοκαυτώματος. Μπορεί το Ολοκαύτωμα να μην τολμά να το αποκρύψει, όμως την άλλη μεγάλη γενοκτονία -αναγνωρισμένη και αυτή διεθνώς- των Αρμενίων την αποκρύπτει με έναν εξίσου προκλητικό τρόπο. Είναι σαφές γιατί: γιατί βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής. Η μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών πρέπει να αποσιωπηθεί, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει τη φύση του τουρκικού εθνικισμού.

Εν κατακλείδι

Έτσι και αλλιώς το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας. Θα δούμε στο άμεσο μέλλον, εάν η ίδια η κοινωνία επιτρέψει αυτή την προσπάθεια ολοκλήρωσης των γενοκτονιών μέσα από την αποσιώπησή τους.

Πηγή: ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ