ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Tuesday, November 27, 2007

Οι σημαντικότεροι ιστορικοί σταθμοί εξέλιξης του Ποντιακού Ελληνισμού


Εγκατάσταση των Ελλήνων στον Πόντο

Σε προηγούμενο σημείο της έρευνας έχει γίνει αναφορά τόσο στη μυθολογία που τεκμηριώνει τις στενές σχέσεις του κόσμου του Αιγαίου με τον κόσμο του Ευξείνου Πόντου, όσο και στην αρχική εγκατάσταση των Ελλήνων στην περιοχή, αλλά και στην επέκτασή τους μέσω της ίδρυσης αποικιών, οι οποίες γρήγορα μετεξελίσσονται σε αστικά κέντρα. Οι πόλεις αυτές διατηρούν τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των μητροπόλεών τους και έχουν μεταξύ τους πολύ στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις. Η πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων είχε ως απολύτως φυσιολογικό επακόλουθο την αφομοίωση των ιθαγενών κατοίκων και την ομαλή τους ένταξη στο ελληνικό κοινωνικό σύστημα. Έτσι, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η περίπτωση των Μυρίων του Ξενοφώντα - όταν καταφτάνουν το 400 π.Χ. στην Τραπεζούντα μετά από τρομακτικές δυσκολίες και περιπέτειες - οι οποίοι διαπιστώνουν κατάπληκτοι ότι οι κάτοικοι της πόλης, παρόλο που βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακράν του ελλαδικού χώρου, μιλούν την ίδια με αυτούς γλώσσα, τους ασπάζονται με ελληνικό ασπασμό, ενώ στη συνέχεια προσφέρουν κοινές θυσίες σε κοινές θεότητες, όπως στο Σωτήρα Δία και τον Ηρακλή.

Κατά την ελληνιστική περίοδο ιδρύεται το Βασίλειο του Πόντου (337-62 π.Χ.) από το Μιθριδάτη Α’, το 337 π.Χ., ακριβώς με την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο, το οποίο για δυόμισι περίπου αιώνες κατορθώνει να ενώσει τις ελληνικές πόλεις και να αναδειχτεί στο σημαντικότερο ελληνικό κρατικό μόρφωμα της εποχής εκείνης. Κατά τη βασιλεία μάλιστα του τελευταίου και σημαντικότερου βασιλιά, Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα (120-63 π.Χ.), που επονομάστηκε και Μέγας, οι Έλληνες δεν είναι περιορισμένοι στις πόλεις που ίδρυσαν, αλλά κινούνται στον ευρύτερο χώρο του Πόντου, και όχι μόνο, έτσι ώστε ο Πόντος να καταστεί η δυναμικότερη εστία του ελληνιστικού κόσμου και να απειλήσει ευθέως την ίδια τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Ευπάτορας μάλιστα οραματίζεται, ως νέος Μέγας Αλέξανδρος, να οδηγήσει τον ελληνιστικό κόσμο της Ανατολής, προς τη Δύση αυτός, εναντίον της τότε κοσμοκράτειρας Ρώμης.

Το Βασίλειο του Πόντου μετά το θάνατο του Ευπάτορα προσαρτάται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο ρωμαϊκό κράτος, ενώ ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος μοιράζει τα υπόλοιπα εδάφη σε τοπικούς ηγεμόνες, οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει στον πόλεμο κατά του μεγάλου αυτού ηγέτη49. Κατά την περίοδο του Διοκλητιανού (284-305 π.Χ.) ο Πόντος αποτελεί ρωμαϊκή διοίκηση και διαιρείται σε τρεις επαρχίες. Στη συνέχεια και με τις επιδρομές Γότθων και Βορανών, εγκαινιάζεται μια περίοδος σχετικής παρακμής, που ολοκληρώνεται τον 5ο αιώνα, οπότε στην Τραπεζούντα, που βρίσκεται στα

ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, σταθμεύει η πρώτη ρωμαϊκή λεγεώνα (legio prima pontica), αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλη σημασία για το ρωμαϊκό κράτος. O χριστιανισμός διαδίδεται πολύ νωρίς στον Πόντο από τον Απόστολο Ανδρέα. Η ελληνική γλώσσα, βασικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό όλων των εθνοτήτων του Πόντου, διευκολύνει κατά πολύ τη διείσδυση και διάδοση της νέας θρησκείας. Κατά τον τρόπο αυτό, ο ποντιακός ελληνισμός προσχωρεί σε ένα νέο ενιαίο πολιτιστικό σύστημα με κύριους άξονες τη γλώσσα και τη νέα θρησκεία.

Από τα πρώτα ακόμη χρόνια του Βυζαντίου, ο Πόντος αποκτά τεράστια στρατηγική σημασία, γιατί παίζει πλέον το ρόλο προπυργίου του ελληνισμού στην Ανατολή. Το 386 μ.Χ., κατά τα χρόνια του Θεοδοσίου, σύμφωνα με την παράδοση, χτίζεται η Μονή της Παναγίας Σουμελά από δύο Αθηναίους μοναχούς, τους Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Η μονή αυτή, που συνιστά ένα από τα κορυφαία ιδεολογικά σύμβολα του ποντιακού ελληνισμού, μαζί με τις άλλες μονές (Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Παναγίας Γουμερά), έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωσή του στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που δημιούργησε αργότερα το οσμανικό περιβάλλον.

Κατά τα χρόνια του Ιουστινιανού η Τραπεζούντα και η Ριζούντα γίνονται κέντρα επιχειρήσεων και ορμητήρια κατά τους πολέμους που διεξάγονται εναντίον των Περσών, ενώ κατά την εποχή του Λέοντα Γ' του Ισαύρου η Τραπεζούντα ξαναγίνεται κέντρο εφοδιασμού του βυζαντινού στρατού κατά τους πολέμους εναντίον των Περσών, Τουρκομάνων και Αράβων. Είναι τα χρόνια που ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται, επειδή καταφεύγουν σ’ αυτή

πολλοί χριστιανικοί πληθυσμοί, καταδιωγμένοι από τους νεοφώτιστους Άραβες μουσουλμάνους. Συνεπώς, επανακτά μεγάλο μέρος της παλαιότερης σημασίας της.
Κατά το 10ο αιώνα η περιοχή του Πόντου αποτελεί το 21ο Θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, όπου βρίσκεται η έδρα του Επάρχου. Είναι η εποχή μεγάλων επιδρομών προς το Βυζάντιο από τα ανατολικά και νοτιοανατολικά του σύνορα. Είναι η εποχή των Ακριτών φυλάκων της αυτοκρατορίας, που στη συνείδηση του ποντιακού - και όχι μόνο - ελληνισμού αποκτούν υπερφυσικές ιδιότητες, οι οποίες αντανακλώνται στα Ακριτικά του έπη, που ακόμη και σήμερα τραγουδιούνται και εκπέμπουν ελληνικότητα, γενναιότητα και ένα μοναδικό πάθος για ελευθερία. Η μεγάλη γεωπολιτική σημασία του Πόντου
για το Βυζάντιο κάνει τους αυτοκράτορες να παραχωρήσουν διοικητική αυτονομία και σχετικά προνόμια στους Επάρχους. Αυτό, σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής, συντελούν στην ανάπτυξη ενός πνεύματος ανεξαρτησίας που διαπνέει τους περισσότερους. Αυτό, με τη σειρά του, τους δίνει ιδιαίτερη δύναμη αλλά και τάσεις αυτονόμησης από το κεντρικό βυζαντινό κράτος, ιδιαίτερα σε περιόδους που η περιοχή εγκαταλείπεται ουσιαστικά στην τύχη της απέναντι στους πολυάριθμους εχθρούς. Γνωστότεροι από τους ανεξάρτητους αυτούς θεματάρχες του Πόντου, των οποίων οι αγώνες και τα κατορθώματα υμνούνται από το λαό, είναι οι Θεόδωρος και Κωνσταντίνος Γαβράς και ο Γρηγόριος Ταρωνίτης.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους ο Αλέξιος Κομνηνός, εγγονός του τελευταίου Κομνηνού αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Κομνηνού, ιδρύει την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ή των Μεγάλων Κομνηνών, ένα από τα ακμαιότερα ελληνικά κρατικά μορφώματα της εποχής αυτής, που διατηρήθηκε για 258 χρόνια (1204-1461). Η μεγάλη αυτή χρονική διάρκεια της ύπαρξής της οφείλεται κατά μία άποψη στη φυσική θέση των εδαφών της54 και στην προνομιακή γεωγραφική θέση της πρωτεύουσάς της, η οποία βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο του κύριου εμπορικού δρόμου διακίνησης προς τη Δύση όλων των προϊόντων της Ασίας μέχρι την Ινδία και την Κίνα, γεγονός που την καθιστά τελικά κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου εκείνων των χρόνων.

Η ελληνική αυτή αυτοκρατορία παίζει τεράστιο ρόλο στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ανατολής για δυόμισι αιώνες, έχοντας να αντιμετωπίσει αφενός τους τυχοδιώκτες Σταυροφόρους της Δύσης, αφετέρου την πλημμυρίδα των τουρκογενών φύλων και κυρίως των Σελτζούκων και Τουρκομάνων. Είναι η περίοδος κατά την οποία αναπτύσσεται ένα από τα βασικότερα ιδεολογικά στοιχεία των Ελλήνων του Πόντου, η ελληνική ποντιακή διάλεκτος. Τελευταίος και 20ός αυτοκράτορας είναι ο Δαβίδ Κομνηνός. Η αυτοκρατορία καταλύεται από τους Οθωμανούς με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461, δηλαδή 8 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης.

Ακολουθούν οι λεγόμενοι κλασικοί αιώνες της οσμανικής Αυτοκρατορίας και η περιοχή του Πόντου, κατά το οθωμανικό διοικητικό σύστημα, μετατρέπεται σε Eyalet (Νομό), που στις αρχές του 16ου αιώνα περιλαμβάνει τις περιοχές από την Τραπεζούντα μέχρι τη Μαλάτεια νότια, πολύ έξω από τον Πόντο, και τη Σεβάστεια και την Αμισό, ενώ στα τέλη του 16ου αιώνα, στο πλαίσιο των συνεχών διοικητικών αλλαγών, οι περιοχές Τραπεζούντας - Βατούμ και Γκόνιε (Gφnye) συγκροτούν ένα νέο νομό56. Η πτώση της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών σηματοδοτεί την αρχή της αποδιάρθρωσης του ελληνικού πληθυσμού. Η αποδιάρθρωση εντείνεται με τις υποχρεωτικές μετακινήσεις κυρίως στις παρυφές της καθημαγμένης Κωνσταντινούπολης, τις σφαγές και κυρίως τους εξισλαμισμούς, οι οποίοι συνεχίζονται και οξύνονται κατά το 17ο αιώνα με το διορισμό ως αρχόντων των ιδιαίτερα καταπιεστικών τοπικών φεουδαρχών, των λεγομένων Ντερεμπέηδων. Τότε, ολόκληρες περιοχές του Πόντου εξισλαμίζονται, ενώ

μαζικοί ελληνικοί πληθυσμοί μετακινούνται στη Ρωσία και Μολδοβλαχία, συγκροτώντας νέες ελληνικές κοινότητες. Αυτή η ροή Ελλήνων προς τη Ρωσία αλλά και τον Καύκασο συνεχίζεται μέχρι την οριστική έξοδό τους από την ιστορική τους πατρίδα, γεγονός που ερμηνεύει την ύπαρξη μεγάλων ελληνικών πληθυσμιακών μαζών στη νότια Ρωσία και τον Καύκασο ακόμη μέχρι και τις μέρες μας. Οι Έλληνες βρίσκουν καταφύγιο μόνο στην κοιλάδα της Ματσούκας στον ανατολικό Πόντο, όπου και οι ιστορικές μονές, οι οποίες nδιασώζουν τον ελληνισμό, στηρίζοντας τους καταδιωκόμενους χριστιανούς και καλλιεργώντας την ελληνική γλώσσα. Φυσικά σ’ αυτό συντελεί η καθιέρωση, στο πλαίσιο του οσμανικού κράτους, του συστήματος των εθνοτήτων (Μilliyet). Έτσι, διαπιστώνουμε μια πληθυσμιακή συγκέντρωση των Ελλήνων στην περιοχή. Αυτή την εποχή έχουμε και το έπος των Κρυπτοχριστιανών, των εξισλαμισμένων δηλαδή Ελλήνων οι οποίοι φέρονται μεν φανερά ως μουσουλμάνοι, διατηρούν όμως με πάθος, κρυφά, τη χριστιανική τους λατρεία και γενικά την ελληνική τους ταυτότητα. Πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα φαινόμενα της ιστορίας του ελληνισμού, που, όπως δείχνουν τα δεδομένα, συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ελλήνων συγκεντρώνονται κυρίως στην περιοχή των μεγάλων μεταλλείων της Χαλδίας, νότια της Τραπεζούντας, και της Ματσούκας, όπου οι Σουλτάνοι δίνουν ειδικά προνόμια στους Έλληνες τεχνίτες και τους Έλληνες αρχιμεταλλουργούς, προκειμένου να εξορύσσουν και να επεξεργάζονται τα πολύτιμα μέταλλα της περιοχής. Αυτό προσδίδει τεράστια ώθηση στην περιοχή, η οποία μετεξελίσσεται ταχύτατα σε μαγνήτη προσέλκυσης τεράστιων ελληνικών πληθυσμιακών μαζών, γεγονός που μετατρέπει την Αργυρούπολη σε σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, με τρόπο ώστε η περιοχή να θεωρηθεί κατά το 17ο αιώνα ως η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μ. Ασίας. Στις περιοχές αυτές κυρίως και στην παράλια ζώνη ο ποντιακός ελληνισμός διατηρεί τη γλώσσα, τις παραδόσεις και τα υπόλοιπα πολιτιστικά του στοιχεία, τα οποία αναπαράγειn κυρίως μέσω της θρησκείας, της ίδρυσης σχολείων, και θεσμών όπως της κοινοτικής αυτοδιοίκησης.

Σημαντικό σταθμό στην ιστορία των Ελλήνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελεί η έναρξη της περιόδου του Τανζιμάτ κατά το 19ο αιώνα. Πρόκειται για κάποιες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στο Σουλτάνο και αναφέρονται κυρίως στην παραχώρηση κάποιας μορφής ανεξιθρησκείας στους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτών των μεταρρυθμίσεων και κυρίως του Hatti- Ηumayόn το 1856, αμέσως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, οι Έλληνες του Πόντου φαίνονται σαν να ξυπνούν από ένα βαθύ λήθαργο. Αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες που τους προσφέρονται, ξεκινούν μια πορεία εντυπωσιακής οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Ειδικά στον Πόντο η κάθοδος εκπροσώπων των Κρυπτοχριστιανών της ενδοχώρας στην Τραπεζούντα, προκειμένου να καταγραφούν με την πραγματική τους πολιτιστική ταυτότητα, σε αξιοποίηση των διακηρύξεων περί ανεξιθρησκείας, εντυπωσιάζει τους πάντες για το αριθμητικό της εύρος. Η άνοδος της ελληνικής εμπορικής αστικής τάξης είναι εντυπωσιακή. Ιδρύονται σχολεία με καταιγιστικούς ρυθμούς σε κάθε πόλη, χωριό και οικισμό του Πόντου. Το υφιστάμενο σχολικό σύστημα απαιτεί συνεχείς προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Η περιοχή του Πόντου γνωρίζει μια εκρηκτική πληθυσμιακή ανάπτυξη.

Στο τέλος του 19ου αιώνα θεμελιώνεται το νέο, μεγαλειώδες κτίριο του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, το οποίο εγκαινιάζεται το Σεπτέμβριο του 1902. Η Τραπεζούντα και ο Πόντος μπαίνουν στον 20ό αιώνα μέσα σε ένα κλίμα έντονης ευφορίας και αισιοδοξίας, η οποία σταματά ξαφνικά με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την άνοδο των εθνικιστών Νεοτούρκων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο ποντιακός ελληνισμός εξολοθρεύεται μέσω κυρίως των λεγομένων λευκών πορειών θανάτου προς τα βάθη της Ανατολής. Πρόκειται για την αρχή του τέλους του. Μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ποντίων μετακινούνται προς τον Καύκασο και την ομόδοξη Ρωσία για να αποφύγουν την επερχόμενη θύελλα. Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη και η άνοδος των Κεμαλικών ολοκληρώνει την καταστροφή. Η φυσική και πνευματική ηγεσία των Ελλήνων του Πόντου εξοντώνεται από τα προσχηματικά «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας», που στήνονται από τους κεμαλικούς στην Αμάσεια. Ο μισός σχεδόν ελληνικός πληθυσμός (353.000) αφανίζεται στις λευκές πορείες θανάτου προς τις αφιλόξενες στέπες των ορεινών ανατολικών και νοτιοανατολικών επαρχιών.

Πρόκειται για τη δεύτερη Γενοκτονία του 20ού αιώνα, μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης Ανταλλαγής των πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923), η συντριπτική πλειοψηφία των υπολειμμάτων των Ελλήνων του Πόντου έχει ήδη καταφύγει στην Ελλάδα, για να αποφύγει το βέβαιο θάνατο. Ένας κύκλος 28 περίπου αιώνων στις απόκρημνες ακτές του Ευξείνου Πόντου και στα απρόσιτα ποντιακά όρη έκλεινε οριστικά για αυτούς.