ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Monday, December 31, 2007

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ ΓΙΑ...

ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ


Απ' τον Αλί στον Αττίλα

Η επίσκεψη Μπαμπατζάν φόρτισε το παιχνίδι με τη μειονότητα.
Μία ακόμη ενέργεια της Αγκυρας ρίχνει σκιές στην επικείμενη επίσκεψη του Κ. Καραμανλή στην Τουρκία, προκαλεί έντονο διπλωματικό διάβημα της Αθήνας και πιστοποιεί ότι η Θράκη μπαίνει ξανά στο στόχαστρο των γειτόνων.

Ο συνταγματάρχης Αττίλα Σιρίν, ακόλουθος Αμυνας της τουρκικής πρεσβείας, ταξίδεψε στο Πομακοχώρι Εχίνος, όπου -παρουσία του ψευδομουφτή- αντιμετώπισε τους κατοίκους ως τουρκογενείς και δήλωσε πως... η Τουρκία εγγυάται την ασφάλειά τους!

Με άλλα λόγια, επεξέτεινε την κυριαρχία της χώρας του στην ελληνική επικράτεια, δικαιώνοντας το σενάριο της τουρκικής άσκησης «Εφές», σύμφωνα με το οποίο προκαλείται διμερής σύρραξη με αφορμή την προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας.

Το υπουργείο Εξωτερικών, φανερά ενοχλημένο, κάλεσε τον τούρκο ακόλουθο και ζήτησε εξηγήσεις. Ο Σιρίν ισχυρίστηκε ότι μίλησε μόνο για τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις προβλέψεις της για τη μειονότητα...

Είχε προηγηθεί η «ιδιωτική» επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στη Θράκη, όπου ο Αλί Μπαμπατζάν προέτρεπε τους έλληνες μουσουλμάνους να προσφεύγουν στο Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους ως Τούρκοι. Αλλωστε, μόλις τον περασμένο Μάρτιο σε site του τουρκικού υπουργείου Παιδείας η «Δυτική Θράκη» εμφανιζόταν ως άλλο κράτος, με δικό της χάρτη και δική της σημαία (ημισέληνο σε φόντο άσπρο-πράσινο).

Η Αγκυρα απάντησε τότε ότι επρόκειτο για λάθος. Απέσυραν τη σημαία και το χάρτη, αλλά εξακολούθησαν να εμφανίζουν τη «Δυτική Θράκη» ως άλλη χώρα σε διάφορες κυβερνητικές ιστοσελίδες.

Οσο για τον συνταγματάρχη Αττίλα Σιρίν, παραμονές των πρόσφατων τουρκικών εκλογών είχε φροντίσει να δημιουργήσει μεγάλο θέμα στα τουρκικά ΜΜΕ: Αποχώρησε από συνέδριο του ελληνικού ΓΕΕΘΑ, με αφορμή έναν χάρτη που εμφάνιζε κουρδικό κράτος στα σύνορα της Τουρκίας. Ο χάρτης, ωστόσο, προερχόταν από την επιθεώρηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων («Armed Forces Journal»), που φιλοξενούσε μελέτη αμερικανού απόστρατου για τη νέα Μέση Ανατολή.

Ο τούρκος αξιωματικός διαμαρτυρήθηκε και επεσήμανε ότι τέτοιες ενέργειες πλήττουν τις σχέσεις των δύο χωρών.

Προφανώς, οι δικές του «πρωτοβουλίες» στον Εχίνο έρχονται να συμβάλουν στην καλλιέργεια σχέσεων καλής γειτονίας...
********************************************************************************

ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΥΜΝΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΚΥΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΝΤΥ ΤΟΥΡΚΟΛΑΓΝΟΥΣ "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΥΣ", ΣΤΟΥΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ΤΟΥ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΥ ΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΤΩΝ "ΚΟΥΜΑΝΤΑΔΟΡΩΝ" ΤΟΥ "ΕΘΝΙΚΟΥ" ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ ΑΡΝΟΥΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ...



Friday, December 28, 2007

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ (ΚΟΤΥΩΡΩΝ ΠΟΝΤΟΥ)

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν

και εν τη Παρθένω κατώκησεν.
έρου έρουρεμ, έρου έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!

Δεύτε εν σπηλαίω θεάσασθαι
κείμενον εν φάτνη τον Κύριον
έρου έρουρεμ, έρου έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!

Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα,
σώσον τους προς σε καταφεύγοντας
έρου έρουρεμ, έρου έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!

Thursday, December 20, 2007

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Από τις θρησκευτικές γιορτές, μεγάλη σημασία έδιναν στα Χριστούγεννα. Την παραμονή των Χριστουγέννων εθήμιζαν (έλεγαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα). Τα πιο χαρακτηριστικά και ιδιωματικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα του Πόντου είναι τα ακόλουθα:

Χριστός ΄γεννέθεν,
χαράν σον κόσμον,
χα καλή ωρά, καλή σ' ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ ΄γεννέθεν,
οψέ ΄γεννέθεν, ουρανοστάθεν.
Τον εγέννεσεν η Παναγία,
Τον ενέστεσεν Αϊ- Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
κι εκατήβεν σο σταυροδρόμι,
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Έρπαξαν Ατόν οι χιλ' Εβραίοι,
χιλ΄ Εβραίοι και μυρι' Εβραίοι.
Α σ' ακρόντικα κι α' σήν καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολή ΄κι εφάνθεν.
Ούμπαν έσταξεν και μύρον έτον,
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον,
Για μυρίστ΄ατό κι εσύ Αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρα
και θημίζνε τον νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δάβα σο ταρέζ', κι ελά σην πόρταν,
δος μας ούβας και λεφτοκάρα.
Κι αν ανοιείς μας, χαράν σην πόρτα σ'.

Τα επόμενα χριστουγεννιάτικα κάλαντα γνωστά στην περιοχή του Ατάπαζαρ, του νομού Νικομήδειας (όχι άγνωστα και σε περιοχές του Δυτικού Πόντου), ανήκουν μάλλον στη «λόγια» παράδοση:

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν
και εν τη Παρθένω κατώκησεν.
Βασιλεύς των όλων και κύριος
ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,
τάξεις των αγγέλων, ευφραίνεσθε.
Δεύτε εν σπηλαίω θεάσασθαι,
κείμενον εν φάτνην τον Κύριον.
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται,
δώρα προσκομίζουσιν άξιον.
Ζήτω, προσκυνήσατε Κύριον,
Τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.
Ήνεγκεν Αστήρ Μάγους οδηγών,
άνω τω σπηλαίω προσέφερεν.
Θεός Βασιλεύς επουράνιος,
τίκτεται εν φάτνη Θεότικτος.
Ίδεν ο Ηρώδης ως έμαθεν,
όλως εξεπλάγη ο δόλιος.
Κράζει και βοά προς τους λειτουργούς,
τους δοξολογούντας τον Κύριον.
Λέγετε σοφοί και διδάσκαλοι,
άρα, πού γεννάται ο Κύριος;
Μέγαν και φρικτόν το τεράστιον,
των ανρωπίνων εξεθύμισεν.
Νύκτα Ιωσήφ χρήμα ήκουσεν,
Άγγελου Κυρίου ελάλησεν.
Ξένον και παράδοξον άκουσμα
και εις συγκατάβασιν θέαμα.
Όμμα αραθύμησε Δέσποινα,
τους εγκαταβαίνοντας έσωσε.
Πύλαι οραταί και ανέκραζεν,
δούλος τον Δεσπότην εβάπτιζεν.
Ρεύμα Ιορδάνου εστρέφετο,
κατερχόμενον προς τον Κύριον.
Σήμερον χαρά η ευφρόσυνος,
Άγγελος Κυρίου ελάλησεν.
Τάγματα Αγγέλων θαυμάζουσι,
Πνεύμα κατελθόν εκ του ουρανού.
Ύμνος Σοι προσφέρουσι ευλαβώς
τα του Ιορδάνου ορώμενα.
Φόβω Ιωάννης Σου άπτεται,
φωνή εξελθούσα εξ ουρανών.
Χαρά αγιάσαι τα ύδατα,
Πνεύμα κατελθόν εις τον ποταμόν.
Ψηλαφών ωμάς προς την Σην πλευράν,
πιστεύσας βοών προς τον Κύριον.
Ο ον του Πατρός προαιώνιος,
φώτισον τους πάντας πιστεύσαντας.

Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές. Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι.

Χουσπαντιών ήταν λαϊκά δρώμενα που τελούνταν την παραμονή των Χριστουγέννων από όμιλο τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι μεταμφιέζονταν: ο ένας σε γενειοφόρο γέροντα, που ονομαζόταν Μπέης ή Αγάς, ο άλλος σε νέο με μαύρα γένια που θα υποδυόταν το ρόλο του γαμπρού, ο τρίτος σε νέο που θα υποδυόταν το ρόλο του δικαστή-κριτή κι ο τέταρτος σε ωραιότατη νέα, που ονομαζόταν Φατήκ.

Οι τρεις, εκτός από την εικονική νύφη, τη Φατήκ, καθώς και οι συνοδοί τους, φορούσαν στο κεφάλι δέρματα προβάτων ή άλλων ζώων. Την αγριότητα της εμφάνισής τους συμπλήρωνε και ο εξοπλισμός τους με ξύλινα μαχαίρια, ραβδιά και όπλα. Με το σούρουπο ο όμιλος άρχιζε την επίσκεψη στα σπίτια. Προηγούνταν οι επισκέψεις στα πολύ φιλικά κι ύστερα, ανάλογα φυσικά με τη διάθεση και την κόπωση των μελών του θιάσου, στα άλλα. Κατά την επίσκεψη στο σπίτι, έμπαιναν πρώτοι ο Αγάς με τη Φατήκ κι άρχιζαν το χορό με τη συνοδεία λύρας. Αφού χόρευαν λίγα λεπτά, η Φατήκ διέκοπτε το χορό και έτρεχε δήθεν να κρυφτεί σε μια γωνιά του δωματίου. Σε λίγο έμπαινε στο δωμάτιο ο Ντελή Κανλής, ο νέος, και κρατώντας ξύλινο ραβδί προσποιούνταν ότι αναζητεί τη Φατήκ. Ύστερα απευθυνόταν στον οικοδεσπότη λέγοντάς του: « Καλησπέρα, νοικοκύρη. Νοικοκύρη, ο εχθρός σου να τυφλωθεί! Έχασα μια όμορφη νέα. Αυτήν ψάχνω. Βοήθησέ με να τη βρώ ». Κι ο νοικοκύρης του απαντούσε: « Ψάξε και βρες την ».

Αφού εκείνος την αναζητούσε για λίγα λεπτά χτυπώντας το ραβδί του στους τοίχους και στα έπιπλα του δωματίου, τελικά εν αγνοία του δήθεν, χτυπούσε με το ραβδί του την κρυμμένη στη γωνιά νύφη. Αμέσως άρχιζε να οσφραίνεται, ενώ ταυτόχονε ξεστόμιζε τη φράση: « Εδώ κάτι μυρίζει ». Γεμάτος χαρά που ανακάλυψε τη Φατήκ, άρχιζε έναν ξέφρενο χορό μαζί της. Η ενέργειά του αυτή κινούσε δικαιολογημένα τη ζήλεια του παραγκωνισμένου, πια, γέρου Αγά, που αθέατος παρακολουθούσε από κάποια γωνιά, γεμάτος οργή όσα συνέβαιναν. Κι όταν η ζήλεια του φούντωνε, γεμάτος οργή ορμούσε πάνω στο τρισευτυχισμένο ζευγάρι για ν' αποσπάσει τη Φατήκ από τα χέρια του νέου. Ο νέος αντιδρούσε. Ακολουθούσε δυναμική πάλη για την καρδιά της πανέμορφης Φατήκ, μέχρις ότου έμπαινε στο δωμάτιο ο δικαστής-κριτής, που κρατώντας ξύλινο μαχαίρι προσπαθούσε να τους χωρίσει.

Αφού με την επέμβαση δικαστή-κριτή τελείωνε η πάλη, ο νέος απηύθυνε στον οικοδεσπότη, που παρακολουθούσε με δέος όσα συνέβαιναν, το ακόλουθο ερώτημα: « Αφέντη, αυτή η όμορφη νέα σε μένα ταιριάζει ή σ' αυτόν εδώ το σκυλόγερο ;». Κι ο αυτοσχέδιος δικαστής δε δυσκολευόταν να εκδώσει τη δίκαιη απόφασή του: « Όχι, νέε μου, σε σένα ταιριάζει !».

Κι η κρίση, αυτή, προκαλούσε την έκρηξη χαράς του νέου, ενώ ο Αγάς λυπόταν. Τούτο το ένιωθε ο νέος και για να μετριάσει τη θλίψη του μαραζωμένου Αγά, πρόβαινε στην εικονική διχοτόμηση της νύφης με ξύλινο μαχαίρι. Η ενέργειά του αυτή χαροποιούσε τον Αγά και τότε όλοι ικανοποιημένοι, επιδίδονταν σε ξέφρενο χορό.

Αφού τελείωνε ο χορός, εύχονταν στον οικοδεσπότη « καλά Χριστούγεννα » κι εκείνος τους εδινε σαν φιλοδώρημα τσουρέκια, ξηρούς καρπούς, χρήματα κ.α.

Οι αυτοσχέδιοι ηθοποιοί συνοδευόμενοι από τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου, τα οποία σ' όλη τη διάρκεια του δρώμενου παρέμεναν έξω από το χώρο της τέλεσής του, επισκέπτονταν άλλο σπίτι για να επαναλάβουν το δρώμενο.

Ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, έτρωγαν όλοι μαζί στο σπίτι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από το νονό τους και πολλές φορές ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόνταν « καλαντίασμαν ».


Wednesday, December 19, 2007

ΠΟΝΤΙΑΚΕΣ ΣΠΕΣΙΑΛΙΤΕ

Ποντιακά Αρτοσκευάσματα

Πόντος ονομάζεται όλη η κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας παραλία και ενδοχώρα στα βόρεια της Μικράς Ασίας. Μέχρι το 1922 η παραλία του Πόντου χωριζόταν διοικητικά στο νομό Τραπεζούντος και στο Νομό Κασταμονής. Η ενδοχώρα αποτελούσε τμήμα του Νομού Σεβάστειας. Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή οι πόλεις στα παράλια με τον μεγαλύτερο πληθυσμό ήταν η Τραπεζούντα, η Κερασούντα, τα Κοτύωρα, η Τρίπολη, η Αμισός, η Σινώπη, το Ρίζαιο και στην ενδοχώρα η Πάφρα, η Αμάσεια η Νικόπολη, η Νεοκαισάρεια κ.ά.

Ο Πόντος είχε ποικιλία γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, πλούσια αλιεία και ναυπηγική και ανεπτυγμένο εμπόριο. Παρήγαγε σε μεγάλες ποσότητες αραβόσιτο, κριθάρι, βρώμη, σιτάρι, λινάρι, όσπρια, ρύζι, φουντούκια, καρύδια, κάστανα, κεράσια, μήλα, αχλάδια. Περιζήτητος στις Ευρωπαϊκές αγορές ήταν ο καπνός της Πάφρας και της Σαμψούντας, πολύτιμη επίσης ήταν η ξυλεία από τις βουνίσιες καρυδιές και υπήρχε αφθονία παραγωγής σε τυριά, βούτυρο, μέλι και αυγά. Τέλος, ο θαλάσσιος πλούτος διευκόλυνε την διατροφή των λαϊκών τάξεων.

Όπως ήταν φυσικό, οι διατροφικές παραδόσεις των Ποντίων διαμορφώθηκαν από τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής που κατοικούσαν αφού τα τοπικά προϊόντα υπήρξαν πάντοτε η βάση της διατροφής τους. Στα χωριά και στις κωμοπόλεις κυριαρχούσαν τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα ενώ στα παράλια οι κάτοικοι είχαν την ευτυχία να γεύονται τα νοστιμότατα ψάρια της Μαύρης Θάλασσας.

Η αφθονία των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων οδήγησε τις νοικοκυρές του Πόντου στη δημιουργία συνταγών που προέκυψαν από την ανάμιξη γαλακτοκομικών προϊόντων με τα παράγωγα των σιτηρών, καλαμποκάλευρο, κριθάρι, σιτάρι, πλιγούρι, κορκότο. Η κουζίνα των μεγαλοαστών στα μεγάλα εμπορικά κέντρα στην Τραπεζούντα, Σαμψούντα και την Κερασούντα έφερε έντονες Ρωσικές επιρροές. Τα πιροσκία ( πιτάκια από πατάτα και κιμά) τα πλινία και η σούπα μπορτς είναι μερικές από τις ρώσικες συνταγές που καθιερώθηκαν στην ποντιακή κουζίνα.

Η απλή και ανεπιτήδευτη κουζίνα του αγροτικού χώρου και των λαϊκών τάξεων είχε έντονο τοπικό χαρακτήρα που διαμορφώθηκε από τις γηγενείς εθνότητες των Ελλήνων και των Αρμενίων και πέρασε στους μετέπειτα κατακτητές τους Τούρκους οποίοι διατηρούν μέχρι σήμερα τα περισσότερα φαγητά με τις παλιές τοπικές ποντιακές ονομασίες τους. Πολλά φαγητά των ποντίων είναι κοινά σ’όλη την Μικρά Ασία. Το κεσκέσι ή κορκότα ή χερσές και το φούστρον( ως καϊγκανάς)- γονιμικά φαγητά- τα συναντάμε στην Καππαδοκία και στην Ιωνία. Η ποντιακή κουζίνα σαφώς και δέχθηκε τις επιρροές της από την Τουρκική κουζίνα. Στο νομό Κασταμονής, ιδιαίτερα, προς το νότο, συναντάμε σε παραλλαγές κρεατόπιτες και κεμπάπια γνωστά και αγαπητά από όλες τις εθνότητες της περιοχής. Τέλος, οι Πόντιοι έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις σούπες οι οποίες είχαν ως κύριο συστατικό το αλεύρι, το καλαμπόκι, το σιτάρι και το κριθάρι. Ο τανωμένον σιρβάς,( με ταν ή πακιστάν –κατάλοιπο του δρουβανισμένου γάλατος-) ξυγαλένεν σιρβάς ( με γιαούρτι και κορκότο) το αλευρομάλεζον κυριαρχούσαν στην καθημερινή διατροφή των Ποντίων.

Είδη Άρτων και Αρτοσκευασμάτων

Ψωμιά της καθημερινής χρήσης

Η χρήση του ψωμιού περιοριζότανε στη κάλυψη των αναγκών της καθημερινής διατροφής ενώ για τις εορταστικές περιπτώσεις συνήθιζαν να φτιάχνουν λαβάσια (λαγάνες), πορέκια και πίτες.

Ψωμί παρασκεύαζαν από καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι και σίκαλη.

Τα ψωμιά τα χώριζαν σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος αλεύρου που χρησιμοποιούσαν: τα καθαρά ( είδος πολυτελείας-από καθαρό σιτάρι), λαζουδένα ( από καλαμπόκι), ταραγά ( από μίγμα σιταριού καλαμποκιού), μόρικα από σίκαλη και τα γιουλαφέναν από βρόμη. Το επάνω μέρος του ψωμιού λεγότανε απανωκέρετσον, το κάτω αφκακέρετσον, η ψίχα απολάδ’ και οι άκρες καθία.

Για τα καρβέλια μεταχειρίζονταν προζύμι και τα έψηναν στο φούρνο. Τις λεπτές πίτες « τα λαβάσα» τα έφτιαχναν χωρίς προζύμι και τα έψηναν στο ταντούρι.

Από καλαμποκάλευρο έφτιαχναν τα τσουπαδένια κολόθια (μικρά στρογγυλά ψωμάκια) που όταν τα ξεφούρνιζαν τα άλειφαν με βούτυρο αγνό και τα έδιναν στα παιδιά.

Στο νομό Κασταμονής οι νοικοκυρές, πέρα από την προτίμησή τους στο ψωμί που γινότανε από καλαμποκάλευρο, έφτιαχναν πολλά διαφορετικά είδη ψωμιού:παστουρμαδόψωμο, κρεατόψωμο, μανιταρόψωμο, σπανακόψωμο, παντζαρόψωμο, καρυδόψωμο, μυζηθρόψωμο, γιαουρτόψωμο, πρασόψωμο.

Κάθε σπίτι έψηνε το ψωμί, στο φούρνο του, για επτά ή περισσότερες μέρες. Στο τραπέζι πριν τεμαχίσουν το καρβέλι το σταύρωναν με το μαχαίρι «για το καλό του σπιτιού»

Εορταστικά - του Ετήσιου Κύκλου

Εξετάζοντας τις γιορτινές προετοιμασίες του ετήσιου κύκλου στο ποντιακό σπίτι, παρατηρούμε ότι στις γιορτές οι νοικοκυρές ετοίμαζαν εκλεκτά εδέσματα τα « αγνάρατα» όπως φαγητά με κρέας και κυνήγι, μελόπιτες και μελοκούλουρα, βουτυρόμελο, πεστίλια από μούρα ή σύκα, κ ά.

Τον Δεκέμβρη, στη Γιορτή της Αγίας Βαρβάρας έφτιαχναν μελόπιτες και βαρβάρα με σιτάρι, καλαμπόκι και φασόλια και τα μοίραζαν σε γείτονες και παιδιά. Τις μελόπιτες τις ετοίμαζε κάποιος ηλικιωμένος από την οικογένεια με μέλι, σιτάρι, καρύδια, και αλεύρι, προσφορά της γειτονιάς. Σύμφωνα με το έθιμο, με το μέλι της πίτας σχημάτιζαν σταυρό στην πόρτα του σπιτιού.

Στις 15 του Δεκέμβρη, στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα « Αλώα» στους αγρούς για τη ευόδωση των καρπών της γης.

Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και τον «πουρμά», σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Την Πρωτοχρονιά υπήρχε η συνήθεια να ραίνουν τα σπίτια με ξηρούς καρπούς, σιτάρι καλαμπόκι για διαρκή ευτυχία και να στέλνουν στο νονό, τα πεθερικά και τους γονείς την «απολαβή» δώρο από φαγώσιμα, πίτες, γλυκά και φρούτα.

Στην Τραπεζούντα παραμονές Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας».

Την Πρωτοχρονιά ετοίμαζαν την Βασιλόπιτα με φύλλα ζύμης, βάζοντας μία στρώση βουτυρωμένο φύλλο, μια στρώση κοπανισμένο καρύδι ζάχαρη και κανέλα. Μόλις έστρωναν πέντε φύλλα, τοποθετούσαν το φλουρί όρθιο- για να σφηνωθεί και να μην γλιστρήσει στο κόψιμο-, συνέχιζαν με άλλα πέντε φύλλα και έψηναν την βασιλόπιτα στο φούρνο.

Το σούρουπο η νοικοκυρά κατέβαινε στον κήπο και έπαιρνε επτά κλαδιά από επτά διαφορετικά δένδρα. Με αυτά σταύρωνε τρεις φορές το αναμμένο τζάκι κι έλεγε:

«Κάλαντα και καλούσκαιρα και πάντα και του χρόνου» και συνέχιζε: « Αϊ- Βασίλη μου με το δεξί σου πόδι να μπεις στο σπίτι και να φέρεις υγεία, ευτυχία και χαρά στο σπιτικό μας», και έριχνε τα κλαδιά στη φωτιά. Μετά έστρωνε τραπέζι με μήλα, πορτοκάλια, αμύγδαλα, φουντούκια, κουλούρια και την πίτα στη μέση με μια λαμπάδα αναμμένη. Στο μικρότερο παιδί, αφού προσευχότανε, έδιναν μια εικόνα που αυτό την έβγαζε έξω από το σπίτι. Μόλις γύριζε ο χρόνος, το παιδί έκανε ποδαρικό κρατώντας το εικόνισμα, ράντιζε το σπίτι με ρύζι και άφηνε στη μέση του δωματίου μια πέτρα. Ο μεγαλύτερος της οικογενείας έκοβε την πίτα, λέγοντας ευχές, σε τόσα κομμάτια όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας και έκοβε επίσης κι ένα για τον Αϊ- Βασίλη, για το εικόνισμα και για το σπίτι. Μετά, νύχτα ακόμη, η νοικοκυρά έπαιρνε ένα κομμάτι πίτα ένα μήλο και ένα πορτοκάλι και πήγαινε στη βρύση. Τα άφηνε εκεί για τον « ξενιτεμένο και περαστικό», έπαιρνε νερό και γύριζε αμίλητη στο σπίτι. Μόλις άνοιγε την πόρτα έλεγε: « έφερα την ευτυχία στο σπίτι, τα κορίτσια να καλοπαντρευτούν και οι παντρεμένοι να είναι ευτυχισμένοι.». Με το χάραμα πήγαινε στο στάβλο και έδινε μια μπουκιά πίτα στα ζώα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς η οικογένεια έκοβε την δεύτερη πίτα.

Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά « κετέ», «ιτσλί», «κατμέρια» ενώ την Πρωτοχρονιά παρασκεύαζαν χαλβά από αλεύρι και βούτυρο καβουρντισμένο, που το άδειαζαν σε ταψί και το περίχυναν με σιρόπι. Μετά έβαζαν στο χαλβά ένα φλουρί, τον χάραζαν σε κομμάτια και το είχαν για βασιλόπιτα. Από τη επιτυχία του χαλβά εξαρτάται η τύχη της χρονιάς.

Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ. Διαδεδομένο υλικό για τις πίτες ήταν το χασισόλαδο και οι χασισόσποροι τους οποίους επεξεργαζόταν όπως τους κόκκους του καφέ. Καβουρντίζανε τους σπόρους σ’ ένα τηγάνι χωρίς λάδι ώσπου να πάρουν μαύρο χρώμα και να βγάλουν το λάδι τους .

Τα Θεοφάνια με τον μεγάλο αγιασμό ράντιζαν τα σπαρτά.

Στη Σάντα- που την αποτελούσαν επτά ενορίες γι’ αυτό και ονομαζόταν και «Επτάκοσμος» τα Θεοφάνια, η πρωτότοκος κόρη ζύμωνε την ‘Αλυκόν πίταν» από καλαμποκίσιο αλεύρι, κομμάτια της οποίας οι ανύπαντρες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι για να δουν ποιον θα παντρευτούν.

Στις νηστείες έφτιαχναν τα «σογανλούγια», πεϊνιρλί τα οποία γέμιζαν με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, καρυδόψιχα ή φουντούκια κοπανισμένα και λίγο μαύρο πιπέρι, και τα έψηναν στον φούρνο.

Του Λαζάρου οι νοικοκυρές ζύμωναν κουλούρια, τα «κερκέλια», σε σχήμα κεφαλαίου ωμέγα και τα μοίραζαν στη γειτονιά ή στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα.

Την δεύτερη μέρα του Πάσχα επισκεπτόταν τα νεκροταφεία φέρνοντας μαζί ους κόκκινα αυγά, τσουρέκια και «χαψία» ( πιτάκια με αντσούγιες ή γαύρο).

Τον Δεκαπενταύγουστο στη μνήμη της Παναγιάς έκαμναν θυσίες ζώων και κεσκέκι.

Κατόπιν, μετά το άλώνισμα του σιταριού οι νοικοκυρές άρχιζαν τις προετοιμασίες του χειμώνα. Έσπαζαν σιτάρι και καλαμπόκι για το « φούρνικον», το «κορκότο», το

« πληγούρ’». Έφτιαχναν τους «γιοχάδες» ( γιουφκάδες). Οι γιοχάδες ήταν λεπτά φύλλα ζύμης τα οποία έψηναν, δίπλωναν και φύλαγαν στο αμπάρι. Το χειμώνα ζεμάτιζαν τους γιοχάδες σε ζεστό νερό, τους βουτούσαν στο αυγό και το βούτυρο και τους έψηναν.

Γάμος

Στην Ινέπολη οι γαμήλιες προετοιμασίες άρχιζαν το βράδυ της Τετάρτης με το «χορό του προζυμιού». Στο σπίτι της μελλόνυμφης συγκεντρώνονταν οι νεαρές κόρες, συγγενείς της νύφης και του γαμπρού, και πιάνανε το προζύμι, τραγουδώντας και χορεύοντας συνοδεία οργάνων. Το πρωί της Πέμπτης οι ίδιες κοπέλες ξανασυγκεντρώνονταν, έπλαθαν πίτες και λαγάνες και τις φούρνιζαν. Μετά το ψήσιμο τις περίχυναν με μέλι ή πετμέζι και τις έστελναν, μαζί μ’ ένα άσπρο κερί, προσκλητήριο γάμου στα φιλικά και συγγενικά σπίτια. Από μια πίτα έστελναν οι πεθερές στη νύφη και στον γαμπρό.

Ο πουρμάς ή πορέκ ήταν το σιροπιαστό γλύκισμα που έφτιαχναν στους γάμους, στις βαπτίσεις και στα γιορτινά τραπέζια. Το έλεγαν και «στριφτό». Στην Χαλδία το ονόμαζαν «πορέκ» .

Στο Γιανάντο Τραπεζούντας οι γονείς του γαμπρού έστελναν στη μέλλουσα νύφη ειδική κουλούρα. Από την ίδια ζύμη έφτιαχναν « κολοθόπα» ( μικρά στρογγυλά ψωμάκια) που τα έστελναν ως προσκλητήρια σε φίλους και συγγενείς και τους καλούσαν στο γάμο.

Το «φούστρον» ( αυγά ομελέτα με αλεύρι) που σερβίρανε στον γαμπρό και το «κεσκέσι» (πολτός από σιτάρι και κρέας) κατείχαν την πρώτη θέση μεταξύ των γαμήλιων εδεσμάτων.

Πίτες και πιτάκια

Γιαγλία: Πίτες με βαθούλωμα στη μέση σε σχήμα βάρκας που όταν γέμιζαν το βαθούλωμά τους με τυρί τουλουμίσιο ή φέτα τις ονόμαζαν « πεϊνιρλιά». Εάν το γέμιζαν με αυγά « γιουμουρταλούγια», όταν πρόσθεταν καβουρμά τις ονόμαζαν

« γαβουρμαλούγια».

Παζλαμά: έφτιαχναν ζύμη από φουρνισμένο καλαμποκίσιο αλεύρι. Έκαιγαν βούτυρο και τηγάνιζαν τη ζύμη και από τις δύο πλευρές. Πασπάλιζαν την παζλαμά με τυρί τριμμένο, ζάχαρη, πετμέζι ή μέλι.

Φιλοτά: είδος τυρόπιτας

Ωτία: πιτάκια από ζύμη, γεμισμένα με τυρί ή κιμά, τηγανισμένα. Τα έστριβαν σαν φιόγκο, έτσι που θύμιζαν αφτιά..

Χαψολάβασον : λαγάνα με ένα είδος σαρδέλας (αλμυρής).

Χοχολένεν πίτα: πίτα με καλαμποκίσιο αλεύρι και διάφορα χόρτα του βουνού. Χοχολένεν πίτα σημαίνει σκουπιδένια πίτα γιατί τα χόρτα μέσα στη ζύμη φάνταζαν σαν σκουπιδάκια.

Πίτα με κιντέατα ( τσουκνιδόπιτα) με ζεματιστές τσουκνίδες, κρεμμύδι, αυγά, τυρί άνηθο και μαϊντανό. Σε περιόδους νηστείας δεν βάζουν αυγά ή τυρί.

Πιροσκία : η ζύμη των πιροσκί γίνεται με αλεύρι, αυγά, λάδι, γιαούρτι, νερό και αλάτι. Η γέμιση ποικίλει ανάλογα με τις προτιμήσεις. Τηγανίζονται σε καυτό λάδι.

Λαλλάγγες : είδος κρέπας που γίνετε σε σατζ’. Το σατζ’είναι σιδερένιο ολωτό έλασμα που τοποθετείται πάνω στην πυροστιά. Πάνω σ’ αυτό έψηναν τα φύλλα της πίτας.

Δαμέσα (τα): χοντρά φύλλα ζύμης που τα οποία γεμίζουνε με όποια γέμιση επιθυμούν, τα διπλώνουν στα τέσσερα και τα ψήνουν στο σατζ’.

Γιοχάδες: φύλλα ζύμης τα οποία ψήνουν πάνω στο σατζ’, τα στοιβάζουνε το ένα πάνω στο άλλο, τα τυλίγουν με βαμβακερό σεντόνι και τα διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γλυκίσματα :

Τσιριχτά (λουκουμάδες): Πολλές φορές τους φτιάχνου αλμυρούς με γέμιση καβουρμά.

Πουσίντια: Το αλεύρι προέρχεται από κριθάρι το οποίο πρώτα καβούρντιζαν. Φτιάχνουν μια σφιχτή μάζα ρίχνοντας σταδιακά βραστό αλατισμένο νερό και σχηματίζουν μια μάζα σε σχήμα κουλούρας με μια εσοχή στο κέντρο. Ρίχνουν μέσα στην εσοχή καβουρντισμένο βούτυρο ή πετμέζι.

Πατάρατα ή φελία. ( αυγόφετες) με ζάχαρη, μέλι ή πετμέζι.

Πορέκ : είδος στριφτής πίτας φτιαγμένης με πολύ λεπτά φύλλα και γέμιση από ψίχα

καρυδιού ή φουντουκιού ανακατεμένη με ζάχαρη και κανέλα. Όταν την έψηναν την περίχυναν με σιρόπι όσο η πίτα ήταν ζεστή

Πισία ή τιρλία: Άνοιγαν φύλλα από ζύμη, βουτυρώνοντας και διπλώνοντάς τα δύο-τρεις φορές. Τα έκοβαν σε μικρά κομμάτια και τα τηγάνιζαν σε καυτό βούτυρο. Τα περίχυναν με μέλι ή πετμέζι

Μαλαχτά: Γλύκισμα από καβουρντισμένο αλεύρι, ζάχαρη ή μέλι και νερό.

Ζυμαρικά

Πλουγούρ: κοπανισμένο σιτάρι

Κορκότο: χοντροαλεσμένο σε χειρόμυλο σιτάρι, κριθάρι ή καλαμπόκι. Το χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο του ρυζιού σε πολλά εδέσματα.

Χασίλια: πηχτό φαγητό με κορκότα, αλεύρι και βούτυρο. Περιέχυναν τα χασίλια με θόγαλαν, γιαούρτι ή αριάνι.

Τρίμμαν: μικροί σβώλοι από ζυμάρι τους οποίους βράζουν και περιχύνουν με καβουρντισμένο βούτυρο με κρεμμύδι.

Μακαρίνα: χυλοπίτες

Υβριστόν: γουφκάδες

Χαβίτς: πηχτός λαπάς με καλαμποκάλευρο και μυζήθρα, ψημένος σε λιωμένο αγελαδινό βούτυρο.

Monday, December 17, 2007

Η ΣΦΑΓΗ

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με αποστολή να αναλάβει τη διοίκηση δύο σωμάτων στρατού στην Ανατολία. Από τη μέρα αυτή ξεκινά η επισφράγιση και η κορύφωση της γενοκτονικής συμπεριφοράς των Τούρκων κατά των Ελλήνων του Πόντου, που είχε αρχίσει ήδη χρόνια πριν. Οι Πόντιοι θύματα των σατανικών στόχων του νεοτουρκισμού και του κεμαλισμού, σφαγιάστηκαν για μια Μ. Ασία καθαρά τουρκική απαλλαγμένη από μειονότητες. Ο παντουρκισμός υπήρξε ο δούρειος ίππος με τον οποίο η σύμμαχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Γερμανία, συνυπεύθυνη στη γενοκτονία, επιχείρησε να αλώσει οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά την Εγγύς και Μέση Ανατολή, και γι αυτό δεν δίστασε να θυσιάσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής.


Με τη επίνευση και την καθοδήγηση του Γερμανού συνταγματάρχη Λίμαν φον Σάντερς, η Τουρκία άρχισε τη στρατολογία των χριστιανών στα τάγματα εργασίας, που στην πραγματικότητα ήταν τάγματα θανάτου. Τόσο το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, όσο και τα φιλοτουρκικά έγγραφα των Γερμανών προξένων δεν τολμούν να αποκρύψουν τα εγκλήματα που διαπράττουν οι σύμμαχοί τους στην προξενική τους περιφέρεια. Από μαρτυρία του Γερμανού Πρόξενου της Αμισού Kuckhoff το 1916 φαίνεται ότι ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής είχε εκτοπιστεί.

Η κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους και η δημιουργία των ελληνικών αντάρτικων ομάδων χρησίμευσαν στους κεμαλικούς ως πρόσθετα προσχήματα, για να εξαφανίσουν ό,τι ελληνικό απόμεινε. Από νήπια ως γέροντες μεταφέρονται νηστικοί από τόπο σε τόπο. Σύμφωνα με έκθεση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, το Φεβρουάριο του 1917 το 1/4 του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψε στο θάνατο. Ο μητροπολίτης Νεοκαισάρειας Πολύκαρπος στις 12 Νοεμβρίου 1918 με επείγουσα έκθεσή του ενημέρωσε όλα τα Πατριαρχεία για τη θλιβερή κατάσταση του ποιμνίου του. Σαν να μη έφταναν τα τόσα δεινά, προστέθηκε για μια ακόμη φορά το φοβερότερο από όλα, ο εξισλαμισμός των χριστιανών. Η εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού έγινε συχνότατα αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τοπάλ Οσμάν, δήμαρχος Κερασούντας, δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Μόλις 4.000 από τους 14.000 Ελληνες της πόλης κατάφεραν να επιβιώσουν.

Μετά τον Μάϊο του 1919, υπό την καθοδήγηση του Μουσταφά Κεμάλ, Τσέτες, που κατά κύριο λόγο προέρχονταν από την τάξη των ληστών, εντάχθηκαν στην τουρκική χωροφυλακή και προέβησαν σε πλήθος φρικαλεοτήτων σε βάρος των Ελλήνων. Ακόμα και ο Τζεμάλ Νουζχέτ, νομικός σύμβουλος του φρουραρχείου Κωνσταντινούπολης και πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής της σουλτανικής κυβέρνησης του Φερίτ Πασά, αποδοκίμασε έντονα τις πρακτικές του Κεμάλ καταγγέλλοντας ότι χιλιάδες Ελληνες κάηκαν ζωντανοί μέσα σε ναούς, γυναίκες βιάστηκαν, περιουσίες λεηλατήθηκαν, και γενικά το 90% των Ελλήνων της Πάφρας είχε εξοντωθεί. Ευρωπαϊκές κι αμερικανικές ανθρωπιστικές οργανώσεις και προξενικές αρχές επιβεβαίωσαν τις καταγγελίες. Η εφημερίδα Τelegraph σε άρθρο της στις 17/5/1922 περιγράφει τη διαμαρτυρία της ουκρανικής διπλωματικής αποστολής, που πέρασε μέσα από τη Σαμψούντα καθ οδόν προς την ʼγκυρα, για τις φοβερές σκηνές που διαδραματίστηκαν μέσα και γύρω από την πόλη, για τις βιαιοπραγίες και τα πτώματα των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών που κείτονταν στο δρόμο, πολλά εκ των οποίων έφεραν και σημάδια βιασμού.

Συνολικά, μέχρι την αναγκαστική ανταλλαγή, πάνω από 350.000 Πόντιοι βρήκαν οικτρό θάνατο από τους Νεότουρκους στις πόλεις και τα χωριά, στις χαράδρες και τα βουνά, στις εξορίες και τις φυλακές. Το έγκλημα της Τουρκίας είναι διεθνές και διαρκείας. Ξεκίνησε με τους Αρμένιους, συνεχίστηκε με τους Έλληνες και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη και στο Κουρδιστάν.

Thursday, December 6, 2007

Το τίμημα της γλώσσας άρχιζε από το σχολείο

Του Vahit Tursun*

Ελευθερία… Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Ομως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια.

Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει». Ετσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων.

Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Οσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν. Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Ετσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ενας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Οτσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς.

Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας. Ηταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε. Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε. Ομως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά.

Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντες

Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας. Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Ομως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα. Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Ελληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις.

Πικρία

Με τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Οταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις. Ετσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Eλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Ελληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά. Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Ελληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν.

Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση. Οταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Ελληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Ελα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ηταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες.

Σήμερα

Στο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ηδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους. Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.

* Ο Vahit Tursun είναι ελληνόφωνος από την περιοχή Οφη Τραπεζούντας. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, στις 11 Νοεμβρίου.

Monday, December 3, 2007

Όψεις της κοινωνικής ζωής στην Τραπεζούντα



Οι Έλληνες δίνουν τον τόνο στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στηνΤραπεζούντα.
Εδώ, στην αυγή του νέου αιώνα, το κλίμα ευφορίας είναι διάχυτο παντού. Οι εξαιρετικά θετικές προοπτικές της πόλης αντικατοπτρίζονται στους εντυπωσιακούς ρυθμούς δημογραφικής ανάπτυξης,που την καθιστούν μια από τις πιο πολυάνθρωπες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, όπου ο ελληνικόςκατέχει κυρίαρχη θέση από οικονομικο-κοινωνική άποψη. Αυτό φανερώνεται με μια ματιά στην πόλη, όπου μεταξύ των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων κυριαρχούν τόσο με το μέγεθος, όσο και - κυρίως - με την αισθητική τουςεκείνα που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα. Στη νότια παραθαλάσσια πλευρά δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου έχοντας δίπλατου το εντυπωσιακό νεοκλασικό τετραώροφο κτίριο του Φροντιστηρίου, που προκαλεί δέος με το ύψος και τον όγκο του κυριαρχώντας αισθητικά σε όλητην παράλια περιοχή της πόλης. Η μεγάλη ποσότητα πλούτου που συσσωρεύεται από τους Έλληνες αστούς αντανακλάται στο μέγεθος και τηνπολυτέλεια που αναδίδουν οι κατοικίες τους μέσα στην πόλη αλλά και προπάντων στις πολυτελείς τους επαύλεις ψηλά στο λόφο του Σοούκ - Σου,που εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα. Ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργούν και τα κτίρια των εμπορικών και τραπεζικών ελληνικών καταστημάτων στο κέντροτης πόλης, πολλά από τα οποία μάλιστα και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να παίζουν τον ίδιο ρόλο. Αυτή την εποχή η πρωτεύουσα του Πόντου είναι μια πόλη που σφύζει από ζωή και κίνηση. Στους 50.470 κατοίκους της αντιστοιχούν 15.780 Έλληνες,30.000 Μουσουλμάνοι, 4.290 Αρμένιοι, 230 Πέρσες και 170 Φραγκολεβαντίνοι. Αυτοί οι τελευταίοι αποτελούν τη μικρή κοινωνική ομάδα των Καθολικών που διαμένουν στην κεντρική συνοικία της Αγίας Μαρίνας, νότια της πλατείας προς τη θάλασσα, που για το λόγο αυτό αποκαλείται «Φράγκικα». Η παρουσία τους αντανακλά τις έντονες προσπάθειες διείσδυσης των δυτικών χωρών και στον Πόντο καθόλη την περίοδο, μέσω της εκκλησίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο όμως παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή την καθολική προπαγάνδα και ζητά συνεχώς από τους κατά τόπους Μητροπολίτες να προχωρούν σε κάθε αναγκαία πρωτοβουλία που θα ακυρώνει στην πράξη αυτές τις προσπάθειες. Τα πενιχρά, όμως, αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών δείχνουν ότι οι μηχανισμοί δεολογικής αντίστασης που είχε αναπτύξει ο ελληνισμός του Πόντου ήταν ιδιαίτερα ισχυροί.

Η κεντρική εμπορική οδός της πόλης είναι γεμάτη εμπορικά καταστήματα, στα οποία, μεταξύ των Ελλήνων που κυριαρχούν αριθμητικά, δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι Κρωμναίοι, καταγόμενοι από ομάδα χωριών της ενδοχώρας βόρεια της Αργυρούπολης και σε υψόμετρο περί τα 2.000 μέτρα, που αποκαλούνται και «Εβραίοι της Τραπεζούντας». Στην αγορά μπορεί να βρει κανείς οτιδήποτε επιθυμεί. Ξεχωρίζουν τα ελληνικά τραπεζικά καταστήματα, τα ελληνικά φαρμακεία, το βιβλιοπωλείο του Ευκλείδη Γεωργιάδη, το φωτογραφείο των αδελφών Κακούλη που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα άριστα φωτογραφεία της Αθήνας, το τυπογραφείο των αδελφών Σεράση (που λειτουργεί από το 1888 και εκδίδει την εφημερίδα «Φάρος της Ανατολής»), τα κουντουράδικα (υποδηματοποιεία), η αγορά κρεμμυδιών (soğan pazar), τα κουγιουμζήδικα (χρυσοχοεία) και γενικά ένα πολύχρωμο αισιόδοξο πλήθος ανθρώπων που παράγει, καταναλώνει, κινείται. Οι άνθρωποι της αγοράς είναι και οι μόνοι που γνωρίζουν καλά την τουρκική γλώσσα για να διευθετούν εύκολα τις τυχόν διαφορές τους με το δημόσιο.

Στη ζωντανή αυτή αγορά περιφέρονται διάφοροι μικροεπαγγελματίες του δρόμου, που αποτελούν θέαμα σύνηθες στις πόλεις της Ανατολής, προσφέροντας τα πιο απίθανα και ετερόκλητα προϊόντα και υπηρεσίες: νερό, τσιγάρα, γλυκά, μεταφορά προϊόντων ως αχθοφόροι, βελόνες, κουλούρια κ.λπ.. Πρόκειται για παρουσίες που χρωματίζουν έντονα το κέντρο της πόλης, ευρισκόμενες στις παρυφές της οικονομικής της ζωής και λειτουργώντας συμπληρωματικά της. Στη μεγάλη κεντρική πλατεία, όπου κατά κανόνα καταλήγουν και από όπου ξεκινούν οι βασικοί δρόμοι της πόλης, τα διάφορα εστιατόρια, ταβέρνες και καφενεία συνήθως είναι γεμάτα, όπως και το κατάστημα του μοναδικού Πέρση κατασκευαστή και πωλητή χαλβά στο τελείωμα του μεγάλου εμπορικού δρόμου, δίπλα στην πλατεία.

Τα σπίτια στο κέντρο της πόλης, που ανήκουν κατεξοχήν στους Έλληνες, προσδιορίζουν κατά τρόπο μάλιστα αρκετά διαυγή την κοινωνική προέλευση των ιδιοκτητών τους. Τα λίγα μεγάλα τριώροφα - συνήθως νεοκλασικά και με πλούσια εξωτερική και εσωτερική διακόσμηση - ανήκουν στους πλούσιους αστούς τραπεζίτες και εμπόρους. Νέα κτίρια ξεπηδούν παντού και γενικά παρατηρείται ένας οργασμός ανοικοδόμησης, που υπενθυμίζει κατά τρόπο ;eντονο τα νέα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των νέων οικονομικών ευκαιριών. Σε κεντρικό σχετικά μέρος ξεχωρίζει και το μόνο ουσιαστικά ενδιαφέρον μεγάλο τουρκικό τριώροφο, και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό, ξύλινο σπίτι, που ανήκει στην πλούσια οικογένεια των εμπόρων αδελφών Νεμλή Ζαδέ. Τα υπόλοιπα σπίτια είναι κυρίως μονώροφα και διώροφα. Όλα σχεδόν είναι κεραμοσκεπή, με λιθόκτιστη αυλή, η οποία περικλείεται από εξωτερικό ψηλό αυλόγυρο μέσα στον οποίο βλέπουν και τα παράθυρα, με βαριά ξύλινη εξώπορτα. Η βασική κατεύθυνση των περισσοτέρων σπιτιών είναι από βορρά προς νότο, έχουν δηλαδή την πλάτη τους στη θάλασσα, προφανώς για να αντιμετωπίσουν τον υγρό και δριμύ χειμώνα με τους παγερούς ανέμους που έρχονται ως εδώ από τις βόρειες παγωμένες ρωσικές στέπες.


Η μετάβαση στα παρχάρια, βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου.


Το υγρό κλίμα των παραλίων περιοχών του Πόντου, που σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται πνιγηρό, αναγκάζει τους κατοίκους των περιοχών αυτών να μετακινούνται κατά το καλοκαίρι στα παρχάρια, δηλαδή τα οροπέδια που βρίσκονται στα υψίπεδα των βουνών της ενδοχώρας. Είναι περιοχές με ξηρό και υγιεινό κλίμα και κρύα νερά, σε ομαλές περιοχές των εσωτερικών βουνών, σε υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Πρόκειτα για μια συνήθεια των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής από τους αρχαίους ακόμη χρόνους, που έχει γίνει συστατικό στοιχείο της ζωής τους.
Κατά τις ημέρες της αναχώρησης επικρατεί ένα πανηγυρικό κλίμα χαράς και αδημονίας, το οποίο τονίζεται και ενισχύεται από τις προετοιμασίες των οικογενειών, που συνιστούν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Η παραμονή στα παρχάρια διαρκεί συνήθως όλο το καλοκαίρι, ενώ για τους κατοίκους των ορεινών χωριών, που όλα έχουν το δικό τους παρχάρι πάνω από το χωριό προς την κορυφή του βουνού, η παραμονή διαρκεί 1-2 μήνες περισσότερο, γιατί συνδυάζεται με την αξιοποίηση των τόπων αυτών ως σημαντικών βοσκότοπων για τα ζώα που συντηρούν, τα οποία φροντίζουν ειδικά προς τούτο μισθωμένοι βοσκοί, οι «παρχαρέτ’». Παρχάρια υπάρχουν πολλά σε όλο το μήκος του ανατολικού και κεντρικού Πόντου και βρίσκονται στη δεύτερη κατά σειρά κλιματική ζώνη του Πόντου, τη ζώνη των οροπεδίων.

Σημαντικότερα, όμως, όλων θεωρούνται τρία, που βρίσκονται στην περιοχή της Τραπεζούντας προς τα νότια: της Σάντας, της Κρώμνης και της Ίμερας. Το πλήθος των παραδοσιακών τραγουδιών του Πόντου που αναφέρονται στα παρχάρια αλλά και η νοσταλγία για αυτά των Ποντίων της πρώτης γενιάς που ζουν ακόμη αποδεικνύουν αυτομάτως το γεγονός ότι η μετακίνηση στα παρχάρια αποτελεί μια από τις βασικές όψεις της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου.


Wednesday, November 28, 2007

ΠΟΝΤΙΟΙ ΚΑΙ ΛΑΖΟΙ... ΚΑΙ Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Πολλές φορές έγινα αποδέκτης της ερώτησης τι σχέση έχομε εμείς οι Έλληνες του Πόντου με τους Λαζούς. Υπάρχουν ορισμένοι οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα παραποιούν την ιστορία προσδιορίζοντας τους Πόντιους ως Λαζούς, υποστηρίζοντας μάλιστα την εκδοχή τους με κριτήριο την επωνυμία που προήλθε από την παρήχηση των δύο λέξεων Ελλάς ζει = Λαζοί.

Το θέμα ήρθε ξανά στην επιφάνεια με την κυκλοφορία ενός δίσκου με παραδοσιακή ποντική μουσική, αλλά με ανιστόρητους στίχους. Η εύηχη γλωσσολογική πλάνη εγκλώβισε πολλούς συμπατριώτες μας και στον ιστορικό Πόντο οι οποίοι ταύτιζαν τους Πόντιους με τους Λαζούς. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα συγκροτήθηκε τον Οκτώβριο του 1968 μια ευρεία σύσκεψη των εκπροσώπων των ποντιακών οργανώσεων Θεσσαλονίκης, η οποία εξέτασε το θέμα. Καρπός των συνεδριάσεων με μοναδικό θέμα την πλαστογράφηση της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας υπήρξε η απόφαση να τεθεί τέλος στην ασυδοσία των ανιστόρητων, στιχουργών, καλλιτεχνών και να υποβληθεί στην Κυβέρνηση υπόμνημα για την καταδίκη των αποφάσεων του συγκεκριμένου δίσκου που άφηνε την υβριστική για τους Πόντιους εντύπωση ότι ανήκουν στην ίδια φυλή με τους αλλόθρησκους Λαζούς, τους απηνείς διώκτες και ηθικούς αυτουργούς της γενοκτονίας του ακριτικού Ελληνισμού. Γιατί η απουσία οποιασδήποτε φυλετικής σχέσης ανάμεσα στους Πόντιους και στους Λαζούς είναι δεδομένη.

Τα γεωγραφικά όρια της Λαζικής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιστορικών, είναι ο ποταμός Φάσις στα βορειοανατολικά, υπάρχει όμως διχογνωμία για τα δυτικά όριά της, αφού ο Ξενοφών τα επεκτείνει στην Τραπεζούντα και ο Αρριανός στον Όφι.

Η φυλετική διαφορά είναι δεδομένη, αφού οι Πόντιοι είναι άποικοι από την Ιωνία και μάλιστα προέρχονται από την Μίλητο η οποία, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Ηρόδοτου, του Ξενοφώντα και του Στράβωνα αποίκισε τα παράλια του Ευξείνου, ενώ οι Λαζοί, κατά μία εκδοχή, έλκουν την καταγωγή τους από την Ασία και προερχόμενοι από εκεί εγκαταστάθηκαν στην Λαζική[1]. Στους Λαζούς αναφέρεται και ο Ξενοφώντας, τονίζοντας ότι κατά την κάθοδο των μυρίων του δέχτηκε απρόκλητη επίθεση από αυτούς, ενώ οι Έλληνες της Τραπεζούντας «της ελληνικωτάτης ταύτης πόλεως» τον φιλοξένησαν εγκάρδια. Οι Λαζοί σε όλη την ιστορική διαδρομή τους διακρίθηκαν για τον ληστρικό χαρακτήρα τους.

Η σύγχυση ανάμεσα στους Έλληνες του ιστορικού Πόντου και στους Λαζούς μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά με αφετηρία τα Βυζαντινά χρόνια. Συγκεκριμένα αναφορά στο όνομα Λαζική έχομε το 380 μ.Χ όταν ο Μέγας Θεοδόσιος απονέμει για πρώτη φορά τον τίτλο του «Υπάτου της Κολχίδας και της Λαζικής», ενώ ο Προκόπιος γράφει στα χρόνια του Ιουστινιανού «Λαζοί τα μεν πρώτα γην Κολχίδα ώκουν». Είναι φανερό ότι την περίοδο εκείνη οι Λαζοί κατοικούσαν ανατολικά της σημερινής Λαζικής, και μόλις την περίοδο της οθωμανοκρατίας εισχωρούν στη Ριζούντα, αφαιμάζουν και αφελληνίζουν τα 105 χωριά της ελληνικής περιφέρειας και απλώνονται ανατολικά του Όφεως.

Οι Λαζοί προσήλθαν στον χριστιανισμό τον 6ο αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όταν ο βασιλιάς τους ο Τζάθιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Από εκείνη τη χρονική στιγμή ξεκίνησε η συνειδητή ή ασυνείδητη ταύτισή τους με τους Πόντιους, αφού αποδόθηκε ιδιαίτερη σημασία σε εκκλησιαστικό επίπεδο στη θρησκευτική τους ταύτιση με τους Έλληνες και σε επίπεδο αμυντικού σχεδιασμού στη δυνατότητά τους να αποτελέσουν φραγμό στις επεκτατικές τάσεις των Περσών προς την κατεύθυνση της Τραπεζούντας. Αποτέλεσμα της σύγχυσης αυτής είναι η αναφορά των βυζαντινών χρονικογράφων, μετά το 1204 στους Κομνηνούς της Τραπεζούντας με το προσωνύμιο άρχοντες των Λαζών, γεγονός που πιστοποιεί την αμάθειά τους.

Οι πρώτοι επίσκοποι Λαζικής αναφέρονται από το 680 μΧ και συμμετέχουν στην Στ Οικουμενική Σύνοδο. Μέχρι τον 13ο αιώνα η Λαζική αποτέλεσε ξεχωριστή Μητρόπολη,μετά την ίδρυση όμως της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας υπάγεται στον Μητροπολίτη Τραπεζούντας ο οποίος διατηρεί τον τίτλο «Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λαζικής».Στα νεότερα χρόνια το όνομα των Λαζών περιλαμβάνει τα φύλα που κατοικούν δυτικά της Κολχίδας στον ποταμό Όφι, με αποτέλεσμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία να προσδιορίζει τη διοίκηση του Ριζαίου ως Διοίκηση της Λαζικής.

Με την κατάλυση της ελληνικής αυτοκρατορίας και την κυριαρχία των Oθωμανών επιβλήθηκε από τον Σουλτάνο Μεχμέτ Δ την περίοδο που Μέγας Βεζύρης ήταν ο Μεχμέτ και Αχμέτ Κιοπρουλού ο βίαιος εξισλαμισμός, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των Λαζών δέχτηκε τη μουσουλμανική θρησκεία, διαφοροποιούμενος έτσι και θρησκευτικά από τους Ελληνοπόντιους.

Μέχρι τον ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1878 το Λαζιστάν αποτελούσε αυτόνομη διοίκηση με έδρα διοικητού το Βατούμ. Το 1878, μετά την κατάληψη του Βατούμ από τους Ρώσους η πρωτεύουσα του Λαζιστάν μεταφέρθηκε στη Ριζούντα.

Μετά την κεμαλική μεταπολίτευση το Λαζιστάν έγινε νομός και απαγορεύτηκε από τις τουρκικές αρχές η χρησιμοποίηση του ονόματός του, γιατί θεωρήθηκε ότι αυτό προσέδιδε αφορμές για την αναγνώριση εθνοτήτων όπως αυτή των Λαζών έξω από τα όρια της τουρκικής επικράτειας.

Οι νεότεροι ερευνητές και συγκεκριμένα ο Δ. Η Οικονομίδης, στο βιβλίο του Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού συγκρίνουν τη γλώσσα των Λαζών με αυτή των Γεωργιανών και ανακαλύπτουν συγγενικά στοιχεία εντάσσοντάς την στην Ιβηρική γλωσσική οικογένεια.

Η έρευνα όμως καταδεικνύει με τρόπο απόλυτο ότι δεν υφίσταται σχέση ανάμεσα στους Λαζούς και στους Πόντιους, αφού αυτοί έχουν δική τους γλώσσα, δικά τους ήθη και έθιμα. Εξάλλου σε όλη την ιστορική τους διαδρομή υπερασπίστηκαν την εθνοτοπική τους ταυτότητα καταδιώκοντας τον ελληνισμό στη λογική του πολύπλευρου ανταγωνισμού. Στο τέλος μάλιστα του 20ου αιώνα υπήρξαν οι φοβερότεροι πειρατές του ανατολικού τμήματος του Ευξείνου Πόντου.

Είναι λοιπόν αναγκαίο σήμερα να σταματήσει η ταύτιση των Ποντίων με τους Λαζούς. Τα αίτια μάλιστα στα οποία οφείλεται η συχνά επαναλαμβανόμενη χρήση της ομογενοποίησης των δυο εκ διαμέτρου αντιθέτων εθνοτήτων, αναζητούνται από τους Πόντιους μελετητές σε ύπουλες ενέργειες. Σύμφωνα με τις αποτιμήσεις κάποιων εκπροσώπων προσφυγικών σωματείων οι οποίες όμως επιστημονικά, όσο γνωρίζω, δεν έχουν ερευνηθεί, η ταύτιση επινοήθηκε από Βούλγαρους ιστορικούς για να απαξιωθεί η εγκατάσταση των Ποντίων στη Μακεδονία. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή η ταύτιση στοχεύει στην απαξίωση των ίδιων των Ποντίων, αφού διαιωνίζεται από ανιστόρητους, οι οποίοι προσδίδουν στην ποντιακή φυλή τη ρετσινιά του απολίτιστου.

Το θέμα επανέρχεται πολλές φορές τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της μορφωτικής μα ανεπάρκειας. Ο ελλαδοκεντρισμός όμως του Υπουργείου Παιδείας που στερεί τη δυνατότητα στη νεολαία μας να διδάσκεται την ιστορία του Οικουμενικού Ελληνισμού είναι μια από τις κύριες αιτίες ανάλογων επιστημονικών παρεξηγήσεων. Ευθύνη έχουν και οι πνευματικοί ταγοί των ποντιακών συλλόγων που δεν ενημερώνουν με ανάλογα ιστορικά σεμινάρια την ελληνική νεολαία. Είναι τραγικό να υπάρχουν πολλοί ακόμα και στους ποντιακούς κύκλους που αγνοούν την αλήθεια και υπερηφανεύονται με το προϊόν της παρήχησης Ελλάς ζει=Λαζοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νεοελληνικό δίστιχο ‘ήρθανε για να μας πούνε η Ελλάδα πως δεν ζει. Ζει, ζει, ζει, φώναξαν οι Πόντιοι μαζί και μας βγάλανε Λαζοί.’ ‘Λαζοί είμες, Λαζοί είμες, Λαζιών σκυλ παιδία σα χέρια μουν κρατούμε μαχαίρια και σπαθία’ τα οποία καταδίκαζαν τα ποντιακά σωματεία με το Υπόμνημά τους προς τον Υπουργό υποδηλώνοντας την επιχειρούμενη φαλκίδευση της ταυτότητάς τους.

Παρόμοιες αποτιμήσεις πρέπει να εξαλειφθούν, αφού εκφράζουν μια αρνητική για τους Πόντιους αλλά και ανιστόρητη διάσταση. Η καταδίκη της είναι σημαντική για τον λαό του Πόντου, αφού οι πρωτοφανείς σε ένταση διωγμοί τους οποίους έχουν υποστεί από τον σφαγέα, Λαζό τη καταγωγή , Τοπάλ Οσμάν, επιτάσσουν μια άλλη αντιμετώπιση των ιστορικών μυθευμάτων που χαλκεύουν την ιστορική αλήθεια.

Tuesday, November 27, 2007

Οι σημαντικότεροι ιστορικοί σταθμοί εξέλιξης του Ποντιακού Ελληνισμού


Εγκατάσταση των Ελλήνων στον Πόντο

Σε προηγούμενο σημείο της έρευνας έχει γίνει αναφορά τόσο στη μυθολογία που τεκμηριώνει τις στενές σχέσεις του κόσμου του Αιγαίου με τον κόσμο του Ευξείνου Πόντου, όσο και στην αρχική εγκατάσταση των Ελλήνων στην περιοχή, αλλά και στην επέκτασή τους μέσω της ίδρυσης αποικιών, οι οποίες γρήγορα μετεξελίσσονται σε αστικά κέντρα. Οι πόλεις αυτές διατηρούν τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των μητροπόλεών τους και έχουν μεταξύ τους πολύ στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις. Η πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων είχε ως απολύτως φυσιολογικό επακόλουθο την αφομοίωση των ιθαγενών κατοίκων και την ομαλή τους ένταξη στο ελληνικό κοινωνικό σύστημα. Έτσι, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η περίπτωση των Μυρίων του Ξενοφώντα - όταν καταφτάνουν το 400 π.Χ. στην Τραπεζούντα μετά από τρομακτικές δυσκολίες και περιπέτειες - οι οποίοι διαπιστώνουν κατάπληκτοι ότι οι κάτοικοι της πόλης, παρόλο που βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακράν του ελλαδικού χώρου, μιλούν την ίδια με αυτούς γλώσσα, τους ασπάζονται με ελληνικό ασπασμό, ενώ στη συνέχεια προσφέρουν κοινές θυσίες σε κοινές θεότητες, όπως στο Σωτήρα Δία και τον Ηρακλή.

Κατά την ελληνιστική περίοδο ιδρύεται το Βασίλειο του Πόντου (337-62 π.Χ.) από το Μιθριδάτη Α’, το 337 π.Χ., ακριβώς με την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο, το οποίο για δυόμισι περίπου αιώνες κατορθώνει να ενώσει τις ελληνικές πόλεις και να αναδειχτεί στο σημαντικότερο ελληνικό κρατικό μόρφωμα της εποχής εκείνης. Κατά τη βασιλεία μάλιστα του τελευταίου και σημαντικότερου βασιλιά, Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα (120-63 π.Χ.), που επονομάστηκε και Μέγας, οι Έλληνες δεν είναι περιορισμένοι στις πόλεις που ίδρυσαν, αλλά κινούνται στον ευρύτερο χώρο του Πόντου, και όχι μόνο, έτσι ώστε ο Πόντος να καταστεί η δυναμικότερη εστία του ελληνιστικού κόσμου και να απειλήσει ευθέως την ίδια τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Ευπάτορας μάλιστα οραματίζεται, ως νέος Μέγας Αλέξανδρος, να οδηγήσει τον ελληνιστικό κόσμο της Ανατολής, προς τη Δύση αυτός, εναντίον της τότε κοσμοκράτειρας Ρώμης.

Το Βασίλειο του Πόντου μετά το θάνατο του Ευπάτορα προσαρτάται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο ρωμαϊκό κράτος, ενώ ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος μοιράζει τα υπόλοιπα εδάφη σε τοπικούς ηγεμόνες, οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει στον πόλεμο κατά του μεγάλου αυτού ηγέτη49. Κατά την περίοδο του Διοκλητιανού (284-305 π.Χ.) ο Πόντος αποτελεί ρωμαϊκή διοίκηση και διαιρείται σε τρεις επαρχίες. Στη συνέχεια και με τις επιδρομές Γότθων και Βορανών, εγκαινιάζεται μια περίοδος σχετικής παρακμής, που ολοκληρώνεται τον 5ο αιώνα, οπότε στην Τραπεζούντα, που βρίσκεται στα

ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, σταθμεύει η πρώτη ρωμαϊκή λεγεώνα (legio prima pontica), αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλη σημασία για το ρωμαϊκό κράτος. O χριστιανισμός διαδίδεται πολύ νωρίς στον Πόντο από τον Απόστολο Ανδρέα. Η ελληνική γλώσσα, βασικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό όλων των εθνοτήτων του Πόντου, διευκολύνει κατά πολύ τη διείσδυση και διάδοση της νέας θρησκείας. Κατά τον τρόπο αυτό, ο ποντιακός ελληνισμός προσχωρεί σε ένα νέο ενιαίο πολιτιστικό σύστημα με κύριους άξονες τη γλώσσα και τη νέα θρησκεία.

Από τα πρώτα ακόμη χρόνια του Βυζαντίου, ο Πόντος αποκτά τεράστια στρατηγική σημασία, γιατί παίζει πλέον το ρόλο προπυργίου του ελληνισμού στην Ανατολή. Το 386 μ.Χ., κατά τα χρόνια του Θεοδοσίου, σύμφωνα με την παράδοση, χτίζεται η Μονή της Παναγίας Σουμελά από δύο Αθηναίους μοναχούς, τους Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Η μονή αυτή, που συνιστά ένα από τα κορυφαία ιδεολογικά σύμβολα του ποντιακού ελληνισμού, μαζί με τις άλλες μονές (Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Παναγίας Γουμερά), έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωσή του στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που δημιούργησε αργότερα το οσμανικό περιβάλλον.

Κατά τα χρόνια του Ιουστινιανού η Τραπεζούντα και η Ριζούντα γίνονται κέντρα επιχειρήσεων και ορμητήρια κατά τους πολέμους που διεξάγονται εναντίον των Περσών, ενώ κατά την εποχή του Λέοντα Γ' του Ισαύρου η Τραπεζούντα ξαναγίνεται κέντρο εφοδιασμού του βυζαντινού στρατού κατά τους πολέμους εναντίον των Περσών, Τουρκομάνων και Αράβων. Είναι τα χρόνια που ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται, επειδή καταφεύγουν σ’ αυτή

πολλοί χριστιανικοί πληθυσμοί, καταδιωγμένοι από τους νεοφώτιστους Άραβες μουσουλμάνους. Συνεπώς, επανακτά μεγάλο μέρος της παλαιότερης σημασίας της.
Κατά το 10ο αιώνα η περιοχή του Πόντου αποτελεί το 21ο Θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, όπου βρίσκεται η έδρα του Επάρχου. Είναι η εποχή μεγάλων επιδρομών προς το Βυζάντιο από τα ανατολικά και νοτιοανατολικά του σύνορα. Είναι η εποχή των Ακριτών φυλάκων της αυτοκρατορίας, που στη συνείδηση του ποντιακού - και όχι μόνο - ελληνισμού αποκτούν υπερφυσικές ιδιότητες, οι οποίες αντανακλώνται στα Ακριτικά του έπη, που ακόμη και σήμερα τραγουδιούνται και εκπέμπουν ελληνικότητα, γενναιότητα και ένα μοναδικό πάθος για ελευθερία. Η μεγάλη γεωπολιτική σημασία του Πόντου
για το Βυζάντιο κάνει τους αυτοκράτορες να παραχωρήσουν διοικητική αυτονομία και σχετικά προνόμια στους Επάρχους. Αυτό, σε συνδυασμό με τις γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής, συντελούν στην ανάπτυξη ενός πνεύματος ανεξαρτησίας που διαπνέει τους περισσότερους. Αυτό, με τη σειρά του, τους δίνει ιδιαίτερη δύναμη αλλά και τάσεις αυτονόμησης από το κεντρικό βυζαντινό κράτος, ιδιαίτερα σε περιόδους που η περιοχή εγκαταλείπεται ουσιαστικά στην τύχη της απέναντι στους πολυάριθμους εχθρούς. Γνωστότεροι από τους ανεξάρτητους αυτούς θεματάρχες του Πόντου, των οποίων οι αγώνες και τα κατορθώματα υμνούνται από το λαό, είναι οι Θεόδωρος και Κωνσταντίνος Γαβράς και ο Γρηγόριος Ταρωνίτης.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους ο Αλέξιος Κομνηνός, εγγονός του τελευταίου Κομνηνού αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Κομνηνού, ιδρύει την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ή των Μεγάλων Κομνηνών, ένα από τα ακμαιότερα ελληνικά κρατικά μορφώματα της εποχής αυτής, που διατηρήθηκε για 258 χρόνια (1204-1461). Η μεγάλη αυτή χρονική διάρκεια της ύπαρξής της οφείλεται κατά μία άποψη στη φυσική θέση των εδαφών της54 και στην προνομιακή γεωγραφική θέση της πρωτεύουσάς της, η οποία βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο του κύριου εμπορικού δρόμου διακίνησης προς τη Δύση όλων των προϊόντων της Ασίας μέχρι την Ινδία και την Κίνα, γεγονός που την καθιστά τελικά κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου εκείνων των χρόνων.

Η ελληνική αυτή αυτοκρατορία παίζει τεράστιο ρόλο στη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ανατολής για δυόμισι αιώνες, έχοντας να αντιμετωπίσει αφενός τους τυχοδιώκτες Σταυροφόρους της Δύσης, αφετέρου την πλημμυρίδα των τουρκογενών φύλων και κυρίως των Σελτζούκων και Τουρκομάνων. Είναι η περίοδος κατά την οποία αναπτύσσεται ένα από τα βασικότερα ιδεολογικά στοιχεία των Ελλήνων του Πόντου, η ελληνική ποντιακή διάλεκτος. Τελευταίος και 20ός αυτοκράτορας είναι ο Δαβίδ Κομνηνός. Η αυτοκρατορία καταλύεται από τους Οθωμανούς με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461, δηλαδή 8 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης.

Ακολουθούν οι λεγόμενοι κλασικοί αιώνες της οσμανικής Αυτοκρατορίας και η περιοχή του Πόντου, κατά το οθωμανικό διοικητικό σύστημα, μετατρέπεται σε Eyalet (Νομό), που στις αρχές του 16ου αιώνα περιλαμβάνει τις περιοχές από την Τραπεζούντα μέχρι τη Μαλάτεια νότια, πολύ έξω από τον Πόντο, και τη Σεβάστεια και την Αμισό, ενώ στα τέλη του 16ου αιώνα, στο πλαίσιο των συνεχών διοικητικών αλλαγών, οι περιοχές Τραπεζούντας - Βατούμ και Γκόνιε (Gφnye) συγκροτούν ένα νέο νομό56. Η πτώση της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών σηματοδοτεί την αρχή της αποδιάρθρωσης του ελληνικού πληθυσμού. Η αποδιάρθρωση εντείνεται με τις υποχρεωτικές μετακινήσεις κυρίως στις παρυφές της καθημαγμένης Κωνσταντινούπολης, τις σφαγές και κυρίως τους εξισλαμισμούς, οι οποίοι συνεχίζονται και οξύνονται κατά το 17ο αιώνα με το διορισμό ως αρχόντων των ιδιαίτερα καταπιεστικών τοπικών φεουδαρχών, των λεγομένων Ντερεμπέηδων. Τότε, ολόκληρες περιοχές του Πόντου εξισλαμίζονται, ενώ

μαζικοί ελληνικοί πληθυσμοί μετακινούνται στη Ρωσία και Μολδοβλαχία, συγκροτώντας νέες ελληνικές κοινότητες. Αυτή η ροή Ελλήνων προς τη Ρωσία αλλά και τον Καύκασο συνεχίζεται μέχρι την οριστική έξοδό τους από την ιστορική τους πατρίδα, γεγονός που ερμηνεύει την ύπαρξη μεγάλων ελληνικών πληθυσμιακών μαζών στη νότια Ρωσία και τον Καύκασο ακόμη μέχρι και τις μέρες μας. Οι Έλληνες βρίσκουν καταφύγιο μόνο στην κοιλάδα της Ματσούκας στον ανατολικό Πόντο, όπου και οι ιστορικές μονές, οι οποίες nδιασώζουν τον ελληνισμό, στηρίζοντας τους καταδιωκόμενους χριστιανούς και καλλιεργώντας την ελληνική γλώσσα. Φυσικά σ’ αυτό συντελεί η καθιέρωση, στο πλαίσιο του οσμανικού κράτους, του συστήματος των εθνοτήτων (Μilliyet). Έτσι, διαπιστώνουμε μια πληθυσμιακή συγκέντρωση των Ελλήνων στην περιοχή. Αυτή την εποχή έχουμε και το έπος των Κρυπτοχριστιανών, των εξισλαμισμένων δηλαδή Ελλήνων οι οποίοι φέρονται μεν φανερά ως μουσουλμάνοι, διατηρούν όμως με πάθος, κρυφά, τη χριστιανική τους λατρεία και γενικά την ελληνική τους ταυτότητα. Πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα φαινόμενα της ιστορίας του ελληνισμού, που, όπως δείχνουν τα δεδομένα, συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ελλήνων συγκεντρώνονται κυρίως στην περιοχή των μεγάλων μεταλλείων της Χαλδίας, νότια της Τραπεζούντας, και της Ματσούκας, όπου οι Σουλτάνοι δίνουν ειδικά προνόμια στους Έλληνες τεχνίτες και τους Έλληνες αρχιμεταλλουργούς, προκειμένου να εξορύσσουν και να επεξεργάζονται τα πολύτιμα μέταλλα της περιοχής. Αυτό προσδίδει τεράστια ώθηση στην περιοχή, η οποία μετεξελίσσεται ταχύτατα σε μαγνήτη προσέλκυσης τεράστιων ελληνικών πληθυσμιακών μαζών, γεγονός που μετατρέπει την Αργυρούπολη σε σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, με τρόπο ώστε η περιοχή να θεωρηθεί κατά το 17ο αιώνα ως η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μ. Ασίας. Στις περιοχές αυτές κυρίως και στην παράλια ζώνη ο ποντιακός ελληνισμός διατηρεί τη γλώσσα, τις παραδόσεις και τα υπόλοιπα πολιτιστικά του στοιχεία, τα οποία αναπαράγειn κυρίως μέσω της θρησκείας, της ίδρυσης σχολείων, και θεσμών όπως της κοινοτικής αυτοδιοίκησης.

Σημαντικό σταθμό στην ιστορία των Ελλήνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελεί η έναρξη της περιόδου του Τανζιμάτ κατά το 19ο αιώνα. Πρόκειται για κάποιες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στο Σουλτάνο και αναφέρονται κυρίως στην παραχώρηση κάποιας μορφής ανεξιθρησκείας στους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτών των μεταρρυθμίσεων και κυρίως του Hatti- Ηumayόn το 1856, αμέσως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, οι Έλληνες του Πόντου φαίνονται σαν να ξυπνούν από ένα βαθύ λήθαργο. Αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες που τους προσφέρονται, ξεκινούν μια πορεία εντυπωσιακής οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Ειδικά στον Πόντο η κάθοδος εκπροσώπων των Κρυπτοχριστιανών της ενδοχώρας στην Τραπεζούντα, προκειμένου να καταγραφούν με την πραγματική τους πολιτιστική ταυτότητα, σε αξιοποίηση των διακηρύξεων περί ανεξιθρησκείας, εντυπωσιάζει τους πάντες για το αριθμητικό της εύρος. Η άνοδος της ελληνικής εμπορικής αστικής τάξης είναι εντυπωσιακή. Ιδρύονται σχολεία με καταιγιστικούς ρυθμούς σε κάθε πόλη, χωριό και οικισμό του Πόντου. Το υφιστάμενο σχολικό σύστημα απαιτεί συνεχείς προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Η περιοχή του Πόντου γνωρίζει μια εκρηκτική πληθυσμιακή ανάπτυξη.

Στο τέλος του 19ου αιώνα θεμελιώνεται το νέο, μεγαλειώδες κτίριο του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, το οποίο εγκαινιάζεται το Σεπτέμβριο του 1902. Η Τραπεζούντα και ο Πόντος μπαίνουν στον 20ό αιώνα μέσα σε ένα κλίμα έντονης ευφορίας και αισιοδοξίας, η οποία σταματά ξαφνικά με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την άνοδο των εθνικιστών Νεοτούρκων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο ποντιακός ελληνισμός εξολοθρεύεται μέσω κυρίως των λεγομένων λευκών πορειών θανάτου προς τα βάθη της Ανατολής. Πρόκειται για την αρχή του τέλους του. Μεγάλες πληθυσμιακές μάζες Ποντίων μετακινούνται προς τον Καύκασο και την ομόδοξη Ρωσία για να αποφύγουν την επερχόμενη θύελλα. Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη και η άνοδος των Κεμαλικών ολοκληρώνει την καταστροφή. Η φυσική και πνευματική ηγεσία των Ελλήνων του Πόντου εξοντώνεται από τα προσχηματικά «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας», που στήνονται από τους κεμαλικούς στην Αμάσεια. Ο μισός σχεδόν ελληνικός πληθυσμός (353.000) αφανίζεται στις λευκές πορείες θανάτου προς τις αφιλόξενες στέπες των ορεινών ανατολικών και νοτιοανατολικών επαρχιών.

Πρόκειται για τη δεύτερη Γενοκτονία του 20ού αιώνα, μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης Ανταλλαγής των πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923), η συντριπτική πλειοψηφία των υπολειμμάτων των Ελλήνων του Πόντου έχει ήδη καταφύγει στην Ελλάδα, για να αποφύγει το βέβαιο θάνατο. Ένας κύκλος 28 περίπου αιώνων στις απόκρημνες ακτές του Ευξείνου Πόντου και στα απρόσιτα ποντιακά όρη έκλεινε οριστικά για αυτούς.