ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Tuesday, May 29, 2007

ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ

«Ενας λαός γράφει την Ιστορία του, όχι για να αφηγηθεί όσα του συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά πρωτίστως για να σφυρηλατήσει την αυτογνωσία και την ηθική ταυτότητα που του χρειάζονται για να χτίσει το μέλλον του»

Ρίτσαρντ Ρόρτι, φιλόσοφος του νεοπραγματισμού της Αριστεράς* στις ΗΠΑ.
_________________________________________________________________

*Χάρη στον ρόλο Κίρκης που έπαιξε το ΠΑΣΟΚ για την Αριστερά, νοθεύτηκαν χωρίς αναστολές τα κίνητρα για την αριστερή στράτευση. Ειδικά στο πεδίο της «διανόησης», η Αριστερά μεταλλάχθηκε απροκάλυπτα σε συντεχνία αλληλοϋποστήριξης συμφερόντων και προώθησης μετριοτήτων (με αντίτιμο την ειλωτεία, την υποταγή στην «παραταξιακή πειθαρχία»).

Η συντεχνία δυναστεύει ασφυκτικά και τον χώρο της ιστοριογραφίας.

Εκεί, για να υπηρετηθεί το δόγμα ότι «η οικονομία κινεί την Ιστορία», ταυτίζεται η επιστημονική εγκυρότητα με την ανάλυση λογαριασμών από μικρεμπορικά τεφτέρια και η «έρευνα» εκτιμάται μόνο αν καταλήγει σε πειθαρχημένους λιβανωτούς για τον υπεράνω κριτικής σωτήρα της ανθρωπότητας: τον Διαφωτισμό.

Χρήστος Γιανναράς

Monday, May 28, 2007

Το Ποντιακό Ζήτημα (1912-1923)

του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΤΖΑ

Η συμφωνία αυτή διαχώριζε τη Μέση-Ανατολή σε πέντε τμήματα. Στη Γαλλία θα παραχωρούνταν από την πόλη Άδανα έως την Αντιόχεια τα παράλια της Συρίας και το Λίβανο. Η Αγγλία εκτός από τη Μοσούλη θα έλεγχε όλη τη περιοχή του Κουρδιστάν και το Ιράκ. Στα υπόλοιπα τμήματα θα δημιουργούνταν μικρά κρατίδια υπό την κηδεμονία της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αλλά τον Μάιο του 1916 αναγκάστηκαν να ενημερώσουν και να εντάξουν και τη Ρωσία στη συγκεκριμένη συμφωνία. Τότε η Ρωσία τους πρότεινε ότι θα συμμετέχει με την προϋπόθεση ότι θα της παραχωρήσουν τις εξής πόλεις της Ανατολής, το Βαν, την Ερζερούμ και το κομμάτι που βρίσκεται προς τον νότο της σημερινής Τουρκίας. Αυτό έγινε αποδεκτό από τις αμφότερες χώρες και υπογράφτηκε μεταξύ των «Συμμάχων» το πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Η συμφωνία προέβλεπε ότι η περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα διαχωριζόταν σε δύο τμήματα, το βόρειο τμήμα θα παραχωρηθεί στη Ρωσία και το νότιο τμήμα στην Αγγλία και στη Γαλλία. Στη συνέχεια οι συμφωνίες συνεχίστηκαν από το μπλοκ των «Συμμάχων» με σκοπό την ένταξη και άλλων δυνάμεων στο «συμμαχικό»μπλόκ.[16] Όταν τον Απρίλιο του 1916 τα ρωσικά στρατεύματα κατάλαβαν την Τραπεζούντα, ήλθαν μαζί και οι δυο Ρώσοι στρατηγοί Γιουντένιτς και Λιάχωβ, οι οποίοι ανέθεσαν τη διοίκηση προσωρινά στο Μητροπολίτη Χρύσανθο. Το ζήτημα είναι ότι οι Πόντιοι της περιφέρειας προσπάθησαν να διασώσουν την κοινοτική αυτονομία την οποία είχαν και στο παρελθόν. Έτσι όλοι στον Πόντο πίστευαν με την έναρξη της νέας περιόδου ότι θα ιδρύσουν ένα είδος αυτόνομου Ελληνο-μουσουλμανικού Κράτους. Ο Χρύσανθος προσπάθησε να διαφυλάξει τη ζωή την τιμή και τις περιουσίες των Τούρκων.[17] Κατά τη διάρκεια της διετίας συγκροτήθηκαν Ελληνο-μουσουλμανική τοπική αυτοδιοίκηση, οικονομικό επιμελητήριο, ελληνο-μουσουλμανική χωροφυλακή, το ίδιο ίσχυε και στη δικαιοσύνη,[18] ενώ στο δυτικό Πόντο οι Τούρκοι προχωρούσαν χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές στην εφαρμογή του προγράμματος της εθνοκάθαρσης.

Όμως όταν κηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 1917 η επανάσταση στη Ρωσία αντιστράφηκαν οι συσχετισμοί στην περιοχή. Δηλαδή άρχισε να κρίνεται η εξέλιξη του πολέμου με την ανακωχή του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου του 1918 και τα «14 σημεία» του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 12 που αφορούσε αποκλειστικά τις μειονότητες της Ανατολής ως ένα βαθμό της ενθάρρυνε. Αλλά και η συνθήκη του Μπρέστ-Λιτόφσκ που τερμάτιζε τον πόλεμο του ανατολικού μετώπου καθόρισε την τύχη των Ποντίων.

Ακριβώς εκείνη την περίοδο ο μεγαλοεπιχειρηματίας Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, γιος του πρώην Δημάρχου της Κερασούντας Καπετάν Γιώργη που ζούσε στη Γαλλία από πολλά χρόνια, καταβάλει προσπάθεια να κινητοποιήσει όλους τους απανταχού Πόντιους για τη διατήρηση της Αυτόνομης Δημοκρατίας και να επηρεάσει θετικά, κάνοντας έκκληση στις Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, υπέρ ενός ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. Ευθύς εξαρχής όμως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν αντίθετος με όλη αυτή τη προσπάθεια που πήγαινε να κάνει.[19] Ο Κωνσταντινίδης στη Μασσαλία διοργανώνει Παμποντιακό Συνέδριο τον Ιανουάριο του 1918 και εκπροσωπήθηκαν οι Ποντιακοί πληθυσμοί Ευρώπης-εκτός από Ρωσία-, Αμερικής και από την Τουρκία. Το Συνέδριο αποφάσισε υπό την προεδρία του Κωνσταντινίδη να στείλει μια επιστολή προς τον τότε Επίτροπο επί των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας Τρότσκι, με την παράκληση να συνηγορήσει υπέρ του δικαιώματος των Ποντίων για να αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης τους μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από τον Πόντο και για να μην επανέλθουν ξανά υπό τη τουρκική κυριαρχία.[20] Αυτή η κίνηση με την επιστολή δεν πολύ άρεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας. Ο Ελ. Βενιζέλος αμέσως στέλνει ένα υπόμνημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας και ζήτα εγγυήσεις για την ασφάλεια των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[21] Ακολουθεί ένα δεύτερο συνέδριο στη Μασσαλία που εξουσιοδοτεί τον Κ. Κωνσταντινίδη να βρει λύση στο εθνικό πρόβλημα.

Κατά την ανακωχή η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε επιτροπές για να εξετάσει την κατάσταση των Ποντίων. Οι επιτροπές περιθάλψεως, υπό τον Ι. Ζερβό, Ν. Καζαντζάκη, Αντ/χη Πολεμαρχάκη, Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού υπό τον Θρ. Πετμεζά και άλλοι, υπέβαλαν εκθέσεις προς την Ελληνική κυβέρνηση μετά την επίσκεψη τους στον Πόντου και στη νότια Ρωσία σχετικά με την κατάσταση του Ποντιακού πληθυσμού.[22] Τον Ιανουάριο του 1919 ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Κολωνίας Γερβάσιος Σουμελίδης ζητάει με μια επιστολή να σταλεί στρατός στον Πόντο απευθυνόμενος προς τον πρόεδρο του Συλλόγου «Ελεύθερος Πόντος» Θεσσαλονίκης.[23] Η διοργάνωση του Ποντιακού αντάρτικου είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις για την κυβέρνηση της Πόλης. Η κυβέρνηση της Πόλης φοβόταν πολύ από τις Δυνάμεις Συνεννοήσεως μην τυχόν και κάνουν ανοικτή στρατιωτική επέμβαση στον Πόντο, διότι το άρθρο 7 της ανακωχής του Μούδρου προέβλεπε τη δυνατότητα στρατιωτικής επέμβασης σε οποιοδήποτε πρώην έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε περίπτωση που θα κρινόταν αναγκαίο. Με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων δημιουργήθηκε στην περιοχή του Πόντου ένα κενό και δεν υπήρχε δυνατότητα να διασφαλιστεί η ειρήνη χωρίς την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση η Ποντιακή Δημοκρατία ήταν πολύ αδύναμη και ευάλωτη για άμεση αποσταθεροποίηση.

Προφανώς οι Μητροπολίτες και οι άλλοι ηγέτες των Ποντίων σύντομα αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που καραδοκούσε και ζητούσαν διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη από το Ελλαδικό κράτος. Προφανώς για να αποφύγει τη στρατιωτική επέμβαση η κεντρική κυβέρνηση της Πόλης, ξαφνικά ανακάλυψε την αναγκαιότητα του γενικού επιθεωρητού με σκοπό να στείλει ένα πρόσωπο που θα μπορέσει να βάλει τάξη στην περιοχή του Πόντου. Αυτό το πρόσωπο που ανέλαβε τα καθήκοντα του γενικού επιθεωρητού ήταν ο Κεμάλ. Δυο μέρες πριν φτάσει ο Κεμάλ στην Αμισό, 100 Ινδοί στρατιώτες και 580 Πόντιοι πρόσφυγες έφτασαν στον Πόντο από το Νοβοροσίσκ.[24] Και τέσσερις μέρες πριν φτάσει ο Κεμάλ στην Αμισό έκανε απόβαση ο Ελληνικός στρατός στη Σμύρνη.

Τα πράγματα δυσκόλευσαν ακόμη περισσότερο για τους απροστάτευτους Ρωμιούς στην Ανατολή. Οι Νεότουρκοι και αυτοί που ακολούθησαν τον Κεμάλ, την ανακωχή του Μούδρου κάπως την αποδέχτηκαν γιατί πίστευαν ενδόμυχα ότι κάποια στιγμή οι κηδεμόνες τους θα αποχωρήσουν. Ενώ με την Ελληνική απόβαση αλλάζουν τα δεδομένα για αυτούς.[25] Ο Κεμάλ ζητάει από το Στρατηγό Καράμπεκιρ να εξοπλίσουν τα τουρκικά χωριά του Πόντου επωφελούμενοι από τη χωροφυλακή.[26] Εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του Κεμάλ για να συγκροτήσει αντάρτικο (τσέτες) εμφανίζεται στο προσκήνιο επίσημα πια ο Τόπαλ Οσμάν. Εν τω μεταξύ εντείνεται ο διπλωματικός πυρετός στο εξωτερικό λαμβάνοντας υπόψη όμως τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται στο εσωτερικό.

Βέβαια ο Βενιζέλος επιθυμούσε να συνδέσει τα εμπορικά κέντρα που είχαν δημιουργηθεί από τους Ρωμιούς της Ανατολής απευθείας με την Ελλάδα. Όταν είχε θέσει αίτημα τον Νοέμβριο του 1918 με ένα υπόμνημα του ο Βενιζέλος στον Lloyd George αναφερόταν μόνο για τα δυτικά παράλια της Ανατολής καμιά μνεία για τον Πόντο.[27] Εν τω μεταξύ ακολούθησαν Παμποντιακά συνέδρια αντιπροσωπευτικά στο Βατούμ. Το Δεκέμβριο του 1919 το συνέδριο στο Βατούμ μετονομάστηκε Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου και πρόεδρος εξελέγη ο Βασίλειος Ιωαννίδης. Το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου παρακολουθούσε από κοντά τις συνεδριάσεις του Παρισιού και βρισκόταν σε συντονισμό μεταξύ Αθήνας και Πόλης.[28] Στο Παρίσι όμως όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος αποδέχτηκε την προσάρτηση του βιλαετίου Τραπεζούντας στην Αρμενία. Το ίδιο έπραξε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδεχόμενο την πρόταση του Αρμενικού Πατριαρχείου. Τότε όλες οι Ποντιακές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν έντονα ως προς το ζήτημα αυτό. Τότε οι Αρμένιοι επέμεναν ότι θέλουν την Τραπεζούντα ως διέξοδο προς τη θάλασσα. Οι Πόντιοι για να ανατρέψουν την πολιτική απόφαση του Βενιζέλου ως προς το ζήτημα της Τραπεζούντας του πρότειναν μέσω του Μητροπολίτη Χρύσανθο Φιλιππίδη για Ελληνό-μουσουλμανική σύμπραξη στο Πόντο. Ο Βενιζέλος τούτη την πρόταση την αποδέχτηκε με προϋπόθεση όμως ότι θα αναλάβει την αμυντική θωράκιση και οργάνωση του Πόντου, και ανέθεσε την υπόθεση στον έμπιστο του Συνταγματάρχη Καθενιώτη.[29]

Παράλληλα ο Μητροπολίτης Χρύσανθος ήλθε σε επαφή με τους ηγέτες των κρατών της Αντάντ με σκοπό να τους ενημερώσει για τα δίκαια αιτήματα. Παρ' όλες τις υποσχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων καμιά από αυτές δεν ανέλαβε να συμπληρώσει το κενό που υπήρξε στον Πόντο μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Διότι η Δημοκρατία του Πόντου χωρίς τη στρατιωτική υποστήριξη δεν ήταν δυνατόν να είναι βιώσιμη. Να σημειώσουμε σε κάποια φάση, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι αποδέχτηκαν να συμπεριληφθούν το βιλαέτι της Τραπεζούντας και Αργυρούπολη στην Αρμενία, και τα άλλα δύο Σαμψούντα και Λαζιστάν θα παραχωρούνταν στην Τουρκία και Γεωργία αντίστοιχα.[30]

Η θέση του Βενιζέλου ευθύς εξαρχής ήταν ότι αποδέχτηκε την προσάρτηση της Τραπεζούντας στην Αρμενία. Άλλωστε το είχε δηλώσει ο Βενιζέλος ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προστατεύσει τέτοιου είδους μικρά κρατίδια στην Ανατολή.[31] Κατά συνέπεια η αυτόνομη Δημοκρατία του Πόντου για τους λόγους που εξήγησα οδηγήθηκε στην κατάρρευση μετά τη Συνθήκη των Σεβρών.


ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ

Μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα

Ιδρύθηκε το 752, στην περιοχή της Γαλίαινας, πάνω σε ένα βραχώδη όγκο, που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Πυργί. Το μοναστήρι ερημώθηκε το 1922.
Το όνομά του οφείλεται στο ότι, κατά την παράδοση, ένα σμήνος περιστεριών οδήγησε, προπορευμένο, από τα δάση των Σουρμένων ως το βράχο, τους τρεις μοναχούς – κτήτορες της μονάς, που κουβαλούσαν μαζί τους και την εικόνα του Αγ. Γεωργίου. Κατά την παράδοση πάλι, οι ιδρυτές της μονής είδαν σε ενύπνιό τους τον Άγιο, που τους προέτρεψε να χτίσουν τη νέα μονή του.
Ο ναός / καθολικό του μοναστηριού ήταν χτισμένος στη ΒΑ πλευρά του βράχου και δεν είχε μεγάλες διαστάσεις, αλλά ήταν <<ωραίος, πάλλευκος, χαρίεις και προ πάντων φωτόλουστος>>. Κατά την περιγραφή του μητροπολίτη Τραπεζούντας και έπειτα Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χρύσανθου, <<ουδαμού της γης υπάρχει τεχνητός ή φυσικός εξώστης, παρέχων ευρυτέραν, χαριεστέραν, μαγαλοπρεπεστέραν θέαν…>>. Κατά τον ίδιο, ο βράχος του μοναστηριού περιζωνόταν πανταχόθεν από ένα πυκνό δάσος, με έλατα, φυλλάκανθα και γιγαντιαία πλέγματα κισσού και άλλων φυτών.
Στην ακμή του το μοναστήρι έφτασε να έχει 187 κελιά, καθώς και πλουσιότατη βιβλιοθήκη, στην οποία περιείχοντο 7000 τόμοι, γραμμένοι σε μεμβράνη, χαρτί και πάπυρο.
Το 1203, έπειτα από 450 χρόνια συνεχούς ζωής, ερημώθηκε και επί δύο αιώνες, περίπου, κανένας μοναχός δεν κατοικούσε σ’ αυτό. Το 1398, ο ηγούμενος της μονής Σουμελά ζήτησε από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Μανουήλ Γ ´ το Μεγάλο Κομνηνό, την άδεια να ανασυσταθεί η μονή, πράγμα που έγινε. Το 1462, ο Περιστερεώτας γνώρισε μια άλλη καταστροφή, ληστές άρπαξαν πολλά από τα κειμήλια του ιδρύματος. Η καταστροφή συμπληρώθηκε από μία πυρκαγιά, το 1483, κατά την οποία χάθηκαν χρυσόβουλα σιγίλια και όλα σχεδόν τα κειμήλια του μοναστηριού. Το 1453, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, με φιρμάνι του, χορήγησε στη μονή πολλά προνόμια.
Το 1501, επί Οικουμενικού Πατριάρχη, Καλλίνικου, με σιγίλιό του, η μονή έγινε σταυροπηγιακή, όπως και η Σουμελά και ο Βαζελώνας, και έτσι ως τις αρχές, σχεδόν του 20ού αι., αποτελούσε την εξαρχία της Γαλίαινας. Σ’ αυτήν υπάγονταν 593 οικογένειες (στέφανα) και 4000 ψυχές. Κάθε οικογένεια υποχρεωνόταν να καταβάλλει στη μονή πέντε οκάδες καλαμπόκι ως ετήσια εισφορά, ενώ το μοναστήρι, εκτός από ιερέα, συντηρούσε σε κάθε χωριό ένα δάσκαλο, για να μαθαίνει στα παιδιά την ελληνική γλώσσα, καταβάλλοντάς του ως ετήσιο μισθό 10-25 χρυσές λίρες.
Μετά τον ξεριζωμό, η μονή ανιστορήθηκε στο Ροδοχώρι της Νάουσας, το 1970, από το σωματείο «Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας», εμψυχωτής του οποίου ήταν ο Χ. Κιαγχίδης.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ

Ευλογία

Μία από τις τρεις εικόνες της Θεοτόκου, που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, την τρίτη απ’ αυτές, την άφησε πεθαίνοντας στη Θήβα, σε έναν μαθητή του, τον Ανανία. Εξαιτίας αυτής της εικόνας, οι Θηβαίοι έχτισαν ναό της Παναγίας της Αθηναίας, και σ’ αυτή την εκκλησία έμεινε η εικόνα ως τα χρόνια του Θεοδόσιου Α´. Τότε, περί το 379/380, η Παναγία εμφανίσθηκε στο όνειρο του ευσεβή χριστιανού Βασίλειου και του ανιψιού του Σωτήριχο προστάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τα πάντα , ν’ αλλάξουν τα ονόματά τους και να υπακούσουν στις εντολές της. Έτσι, ο Βασίλειος-Βαρνάβας και ο Σωτήριχος-Σωφρόνιος μοίρασαν την περιουσία τους στους φτωχούς και πήγαν να προσκυνήσουν την Παναγία την Αθηναία στη Θήβα. Εκεί, άκουσαν μια φωνή να τους λέει, εγώ προπορεύομαι, τέκνα, όπως προείπον, εις όπερ εξελεξάμην Όρος του Μελά, μεθ’ υμών ούσα. Οι δύο μοναχοί από τη Θήβα πηγαίνουν στα Μετέωρα και στη συνέχεια στη μονή Ιβήρων του Αγ. Όρους, απ’ όπου με πλοιάριο φθάνουν στη Μαρώνεια της Θράκης. Πεζοπορώντας, ύστερα, μέσο Ραιδεστού έρχονται στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί με ένα τραπεζουντιακό πλοίο κατευθύνονται στην Τραπεζούντα, όπου προσκυνούν την Θεοτόκο Χρυσοκέφαλο και την κάρα του Αγ. Ευγενίου για να κατευθυνθούν, κατόπιν, στο εσωτερικό του Πόντου. Μετά Καρυές / Τσεβιζλούκ, όμως, μπερδεύονται. Φιλοξενούνται πάντως στο χωριό Κουσπιδή και εκεί πληροφορούνται ότι τα ψάρια, που έφαγαν, ψαρεύτικαν στον Πυξίτη, ποταμό που κατεβαίνει από το όρος Μελά. Ξεκινούν την άλλη μέρα, νυχτώνονται στο δάσος και το επόμενο πρωί βλέπουν την κορυφή του βουνού πάνω από τα δέντρα και σμήνη χελιδονιών να μπαινοβγαίνουν σε μια αόρατη σ’ αυτούς σπηλιά. Φτάνοντας, όμως, στη βάση του βουνού σταματούν, γιατί δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανέβουν και τότε μια θεόπεμπτη σκάλα λύνει το πρόβλημά τους. Μόλις μπαίνουν στο σπήλαιο, τα χελιδόνια το εγκαταλείπουν, και οι δύο μοναχοί βλέπουν την εικόνα σε μια εσοχή του.

Η δημιουργία

πειτα από πολλές προσευχές, αρχίζουν να καθαρίζουν τη σπηλιά, οπότε παρουσιάζεται ένα δεύτερο πρόβλημα, η έλλειψη του νερού. Όμως και πάλι ενεργεί η Παναγία, κάτω από το βράχο, όπου ήταν θρονιασμένο το εικόνισμά της, αρχίζει να στάζει νερό. Οι μοναχοί χτίζουν ένα πρόχειρο κελί, αμέσως μετά, και τρέφονται επί 17 ημέρες μόνο με χόρτα, αλλά φτάνει έπειτα σταλμένο από τη μονή Βαζελώνος ένα μουλάρι φορτωμένο με εφόδια. Το μουλάρι εκείνο είχε ξεκινήσει δίχως αγωγιάτη, γιατί οι Βαζελιώτες μοναχοί δεν ήξεραν που να το στείλουν. Σιγά σιγά και με τη βοήθεια των περιοίκων, χτίζεται η μονή. Πρώτα εγκαινιάζεται το εξωκλήσι του Αρχ. Μιχαήλ κι έπειτα ο ναός της Θεοτόκου, στα εγκαίνια του οποίου (386 μ.χ) παρευρίσκονται ο επίσκοπος Τραπεζούντος και ο Αυγουστάλιος Κορτίκιος, διοικητής της περιοχής.

Γιάτρισσα και Τιμωρός

Η φήμη του νέου μοναστηριού ολοένα μεγαλώνει κι απλώνεται σ’ ολόκληρη τη Μ. Ασία. Η φήμη, όμως, γίνεται αιτία να συγκεντρωθούν πολλά πλούτη στη μονή, κι έτσι άπιστοι ληστές οργανώνουν μια επιδρομή εναντίον της, καταστρέφουν το μοναστήρι, σκοτώνουν τους μοναχούς και, κατά τη διανομή των λαφύρων, η εικόνα διεκδικείται από τρεις ληστές. Ο ένας απ’ αυτούς ωστόσο παραιτείται, κι όταν οι άλλοι δύο προσπαθούν να την τεμαχίσουν, το δάσος παίρνει φωτιά, και μαζί του καίγονται και οι δύο ιερόσυλοι. Ο τρίτος ληστής έρχεται στο σπήλαιο και μονάζει, ενώ το εικόνισμα είτε πετάει στο σπήλαιο μόνο του, κατ’ άλλους, είτε μεταφέρεται σ’ αυτό από τον μετανοήσαντα ληστή. Έκτοτε, ο τόπος που κάηκε ονομάστηκε Καμένα, και σ’ αυτόν τίποτε δε φυτρώνει από τότε. Η μονή ερημώθηκε για δεύτερη φορά, στα τέλη του ΣΤ´ αι., όμως την επανιδρύει το 644 ο αγράμματος χωρικός Χριστόφορος από το χωριό Χαζαρή. Από τότε ως τη μικρασιατική καταστροφή λειτούργησε ανελλιπώς.

Άνασσα του Πόντου

Η Σουμελά γνώρισε μια νέα αίγλη επί Μ. Κομνηνών. Ιδιαίτερα τη φρόντισε ο Αλέξιος Γ´, όταν σώθηκε από μια θαλασσοταραχή. Της χάρισε μάλιστα 48 χωριά, αυτά που αποτέλεσαν αργότερα την εξαρχία της μονής. Ως το 1650, άλλωστε, σωζόταν στην πύλη του ναού επιγραφή σχετική: Κομνηνός Αλέξιος κτίτωρ πέφυκε της μονής ταύτης νέος.

Η μαύρη σκλαβιά

Μετά το 1461, η μονή συνέχισε να υφίσταται και ν’ αποτελεί κέντρο των χριστιανών της περιοχής, ώσπου ο σουλτάνος Σελίμ Α´ κυνηγώντας στο δάσος της Σουμελά είδε τα κτήριά της και θεωρώντας προσβολή την ύπαρξη ενός τόσο μεγαλόπρεπου μοναστηριού αποφάσισε να το καταστρέψει. Αλλά….καταλήφθηκε από σπασμούς και μερική παράλυση και ανάρρωσε μόνο με την αναίρεση της διαταγής του για καταστροφή της μονής. Λίγο αργότερα, το 1522, εξέδωσε χάτι σερίφ, με το οποίον επικύρωνε όλα τα προηγηθέντα χρυσόβουλα των Κομνηνών. Ο ίδιος στέγασε με χαλκόν τον ναόν, και αφιέρωσε πέντε τεραστίας λαμπάδας στην Θεομήτορα που εσώζοντο μέχρι των ημερών μας (Κτενίδης). Η μονή ευεργετήθηκε επίσης και από άλλους σουλτάνους, που εξέδωσαν φιρμάνια ασυδοσίας των κτημάτων της, όπως ο Ιμπραήμ Α´ (1635), ο Σουλεϊμάν Β´ (1681), ο Μουσταφά Β´ (1693), ο Μεχμέτ Γ´ (1700). Χρυσόβουλα υπέρ της μονής εξέδωσαν επίσης και οι ηγεμόνες των παρίστριων χωρών, όπως ο Σκαρλάτος Γκίκας της Μολδοβλαχίας (1756), ο Στέφανος της Μολδοβλαχίας (1764), ο Ιωάννης Υψηλάντης της Ουγγροβλαχίας (1775). Στην Παναγία Σουμελά έρχονταν προσκυνητές απ’ ολόκληρο τον Πόντο ιδίως τον 15αύγουστο. Η πανήγυρης της μονής ήταν καθιερωμένη από χρόνια.

Η καταστροφή

Κι ήρθαν άλλοι καιροί-πικρότεροι καιροί. Το 1922. Η Μικρασιατική καταστροφή. Το νέο ξερίζωμα του γένους από τους τόπους που βαθειά είχε ριγμένες τις ρίζες του. Η περιπέτεια η πιο τραγική. Σαν ξέσπασε η λαίλαπα εκείνη, με σφιγμένη καρδιά οι μοναχοί της Μονής της Παναγίας Σουμελά, οι πιστοί θεματοφύλακες των ιερών Της σκέφθηκαν πως η ίδια τύχη περίμενε κι’ εκείνους και η ίδια ερήμωση θαύρισκε την κατοικία της Παναγίας που με τόση θερμή λατρεία διακονούσαν. Γι’ αυτό σιγά-σιγά και κρυφά άρχισαν να κρύβουν όλα τα τιμαλφή Της σε κρύπτες εδώ κι εκεί. Όσους οι αιώνες είχαν σωριάσει θησαυρούς ατίμητους στα πόδια Της, τώρα έμπαιναν στις πιο σκοτεινές γωνιές, για να αποφύγουν τα ιερόσυλα των εχθρών βλέμματα. Σαν θάπεφταν επάνω στο Μοναστήρι, δεν έπρεπε να βεβηλώσουν τίποτα.
Έκρυψαν, έκρυψαν τα πάντα οι πιστοί μοναχοί. Στο τέλος έμειναν μόνο τρία κειμήλια να κρύψουν-τα πιο πολύτιμα: Τη σεπτή εικόνα της Παναγίας, το χειρόγραφο του Ευαγγελίου, πάνω σε πολύτιμη μεμβράνη, του Αγίου Χριστοφόρου και το Σταυρό των Κομνηνών με το Τίμιο Ξύλο. Κατανυκτικά προσεύχονταν στην Παναγία να τους φωτίσει. Γιατί κανένα καταφύγιο δεν εύρισκαν αρκετά ασφαλισμένο, ώστε να τα σώσει από τη φθορά και την αρπαγή.
Τότε σκέφθηκαν το μικρό εκκλησάκι το απόμακρο της Αγίας Βαρβάρας, το μικρό, το ταπεινό ξωκλήσι, εκείνο που πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια έκτισε ο πιστός σύντροφος του μοναχού Βαρνάβα του ιδρυτού, ο Σωφρόνιος. Ένα χιλιόμετρο απείχε από το Μοναστήρι το εκκλησάκι. Μια νύχτα τρέμοντας από συγκίνηση οι μοναχοί, βαθειά πονεμένοι, κουβάλησαν ως εκεί ασφαλισμένους καλά σε σιδερένια κιβώτια τους θησαυρούς, τους πιο ακριβούς και τους έθαψαν σε μέρος που θάταν δύσκολο ν’ ανακαλύψουν οι εχθροί.
Αύγουστος πάλι….Αύγουστος 1923. Μήνας που λατρευόταν η Ιερά Της Μνήμη. Όλα βουβά, θρηνητικά, σβησμένα. Οι μοναχοί δίπλωσαν τα χρυσά τους άμφια. Προσκύνησαν τη γυμνωμένη εκκλησιά. Αποχαιρέτησαν με το δακρύβρεκτο βλέμμα τους τον ευλογημένο τόπο. Έριξαν στερνή ματιά στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας με τον κρυμμένο θησαυρό. Και κίνησαν για το αγύριστο ταξίδι. Χρόνια πρώτα της προσφυγιάς πικρά. Οι Πόντιοι νοσταλγοί της μακρινής Πατρίδας προσπαθούν να ριζώσουν μέσα στης Μητέρας Ελλάδας την προστατευτική αγκαλιά.
Όμως κι’ αν όλα τα έχασαν κι’ αν όλα με την αξιοσύνη τους τα’ αντικατέστησαν, ένα τους έλειπε. Ένα αγαθό μεγάλο, αναντικατάστατο. Και προς Αυτό είχαν στραμμένο τον πόθο τους. Τους έλειπε η Παναγία τους. Η Παναγία του Όρους Μελά. Η ψυχή τους.

Ο γυρισμός

Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Γιορτή της κοίμησης. Πανηγύρι στον άλλο δοξασμένο Ναό της Παναγίας, στο Μέγα Σπήλαιο των Καλαβρύτων, το 1931. Κόσμος, κόσμος πολύς είχε προσέλθει όπως κάθε χρόνο να προσκυνήσει την ιερή Της Μνήμη. Ανάμεσά τους και πολλοί Πόντιοι, νοσταλγοί του μεγάλου ετήσιου πανηγυριού της Παναγίας Σουμελά. Μαζί με το πλήθος προσκυνητής και ο πρωθυπουργός, ο αείμνηστος Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά την τελετή, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος, αναπολώντας τη δόξα του Μοναστηριού του Πόντου, εξομολόγησε την απόκρυψη της Αγίας Εικόνας του Ευαγγελιστή Λουκά και των Ιερών Κειμηλίων στον έξοχο εκείνο Έλληνα. Όταν άκουσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος την ιστορία, κατασυγκινημένος υποσχέθηκε ότι θα κάνει το κάθε τι, δεν θα λογαριάσει καμιά θυσία, για να ξαναφέρει κοντά στο Λαό της την κρυμμένη Παναγία.
Έτσι, όταν σε λίγο ήρθε στην Αθήνα καλεσμένος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού, για να παρακολουθήσει στο Στάδιο τους Βαλκανικούς αγώνες, ο Βενιζέλος, κατόπιν υποδείξεως του αοιδίμου Χρυσάνθου του ζήτησε να επιτρέψει σ’ έναν Έλληνα ιερέα να μεταβεί στην Τραπεζούντα για να επαναφέρει τα κρυμμένα Κειμήλια. Ο Ινονού έδωσε μ’ ευχαρίστηση τη συγκατάθεσή του. Και τότε ο Έλληνας Πρωθυπουργός απευθύνθηκε στον Τραπεζούντος Χρύσανθο, Αποκρισάριο τότε των Πατριαρχείων, να αναθέσει σε έναν πιστό του την αποστολή.
Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος συγκινημένος για την αναπάντεχη αυτή στροφή της τύχης, διάλεξε ανάμεσα στους μοναχούς της Μονής Σουμελά τον Αμβρόσιο, νέο και πολύ ικανό να φέρει εις πέρας μια τόσο λεπτή και επικίνδυνη αποστολή. Με απόφαση και ζήλο ρίχτηκε στο έργο να το τελειώσει γρήγορα και με ασφάλεια.
Πρώτα πήγε και συνάντησε στο Φύλλυρο του Λαγκαδά, όπου βρισκότανε τότε, τον αρχιμανδρίτη της Μονής Σουμελά, τον σεβάσμιο πατέρα Ιερεμία. Εκείνος τον κατατόπισε για τη σωστή θέση του κρυψώνα, γιατί ήταν εκείνος που απόθεσε στη γη θαμμένα τα Ιερά Κειμήλια. Ύστερα τακτοποίησε τα διαβατήριά το, προμηθεύτηκε έγγραφα, και πρώτα-πρώτα τη διαταγή του Ινονού, κι’ όταν κάθε λεπτομέρεια ήταν έτοιμη, στις 22 Οκτωβρίου του 1931, ξεκίνησε για την ιεραποστολή του.
Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και επισκέφθηκε τον Έλληνα Πρόξενο, που του έδωσε κατά διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως έναν τουρκομαθή συνοδό, τον κ. Αλέξανδρο Βασιλείου. Χωρίς χρονοτριβή την 27η Οκτωβρίου αναχώρησαν και οι δύο με πλοίο για την Τραπεζούντα, όπου έφτασαν μετά πέντε μέρες και αποβιβάσθηκαν στην αποβάθρα της Δαφνούντας και το άλλο πρωί μόλις έφεξε η αυγή, ξεκίνησαν ακολουθώντας τον αρχαίο δρόμο πλάι στον Πυξίτη ποταμό. Το δρόμο που οδηγούσε προς την ουράνια ευδαιμονία πριν χίλια εξακόσια χρόνια το μοναχό Βαρνάβα.

Ερήμωση…


Ποια η διαφορά τώρα! Φρίκη και αποκαρδίωση. Όλα τα Ελληνικά χωριά που συναντούσανε, τα χωριά που ανθούσαν άλλοτε, ήταν καταστραμμένα κι έρημα. Ούτε καπνός εστίας, ούτε χαρούμενα παιδιά, πολυάσχολοι χωρικοί και χλιμιντρίσματα ζώων. Ο ποταμός, που κυλούσε αργά τα νερά του, φανέρωνε με το φιδωτό γνώριμο πέρασμά του, πως το μοναστήρι ήταν πια κοντά. Έφταναν.
Μεσημέρι. Ένα από τα όμορφα φθινοπωρινά μεσημέρια, τα γεμάτα θάμβη από το χρυσό φως στα ψηλώματα εκείνα. Κοντά μία η ώρα…Τούτοι οι χονδροί αιωνόβιοι κορμοί σημαδεύουν το πλησίασμα. Ω να! Νάτη η παλιά αλησμόνητη κατοικία, κάτω από της Παναγίας την Ιερά Σκέπη. Το Μοναστήρι που έζησε από παιδί. Όταν αφιερώθηκε με την ψυχή του στα Θεία… Πόσο αλλοιωμένο! Αγνώριστο! Μια σειρά από άραχλα, καμένα, κατεστραμμένα παράθυρα, σε μια πρόσοψη καπνισμένη απ’ τη φωτιά, τον κοιτούσαν με τις κενές τρύπες τους, σαν μάτια που είχαν αδειάσει από έκφραση κάθε βλέμματος κι’ έχασκαν. Ο μοναχός Αμβρόσιος σφάλιζε τα θαμπωμένα του μάτια. Είχανε πλημμυρίσει δάκρυα. Έκανε το σημείο του Σταυρού με δάχτυλα πούτρεμαν και έψαλε με φωνή που προσπαθούσε να κάνει σταθερή μια ακόμη τελευταία φορά το Απολυτίκιο της Θεοτόκου στον ιερό χώρο και με βήμα βραδύ, καρδιά βαριά, σαν να ακολουθούσε κηδεία, κατευθύνθηκε προς το εκκλησάκι τής Αγίας Βαρβάρας.
Στον αυλόγυρο, κατά την επτάχρονη εγκατάλειψη, είχαν φυτρώσει δένδρα, θάμνοι, είχαν πέσει πέτρες και χώματα. Με ένα καλό υπολογισμό ο πατήρ Αμβρόσιος σημάδεψε το μέρος όπου έπρεπε να είναι κρυμμένος ο θησαυρός. Μα η δουλειά ήταν κοπιαστική. Όλοι βοηθούσαν. Άνδρες του στρατού, αγωγιάτες, ο Έλληνας συνοδός, μ’ απ’ όλους πιο πολύ ο μοναχός, που αγωνιούσε κι’ αγκομαχούσε. Η κόπωση άρχισε να τους καταβάλλει, όμως επέμεναν, έσκαβαν, παραμερούσαν χώματα, πέτρες, αγωνίζονταν. Και ω! στιγμή αξέχαστη…Μέσα από τα χώματα η αξίνα κάποια στιγμή χτύπησε πάνω σε κάτι στέρεο. Τσούγκρισμα σιδερικών…Ήταν το κιβώτιο με το θείο περιεχόμενο!
Ο μοναχός Αμβρόσιος για μια στιγμή σταμάτησε. Έστρεψε το βλέμμα γεμάτο ευχαριστία προς τον ουρανό. Γονάτισε ύστερα και μόνος, με συγκίνηση ιερή, ενώ οι άλλοι με δέος είχαν αποτραβηχτεί, ξεκαθάρισε τα χώματα και ανέσυρε το κιβώτιο. Σήκωσε το κάλυμμα… Τα κειμήλια ήταν ανέπαφα, εκεί. Έσκυψε κι’ ασπάστηκε την Εικόνα, το Σταυρό, το Ευαγγέλιο. Η ψυχή του ελληνικού Πόντου ξαναζούσε.

Το μέγα θαύμα…

Ο γιατρός Φίλων Κτενίδης, που νέος, κατατρεγμένος από τους Τούρκους, κάποτε, προσέφυγε στη Χάρη Της και σώθηκε, έκανε τάμα στη ζωή του να αναστήσει τον ωραίο Της θρύλο. Έτσι μαζί με άλλους Πόντιους αποφάσισαν την ίδρυση της νέας Μονής Σουμελά. Ερευνώντας τις κορυφές των βουνών της Μακεδονίας με την πλούσια βλάστηση, κατέληξαν στην κορυφή της Καστανιάς. Εκεί στο μεγαλείο και στη γαλήνη της ερημιάς άξιζε η νέα Κατοικία της Παντάνασσας.
Από το Δεκαπενταύγουστο του 1952, τα μάτια της Παναγίας Σουμελά που είδανε τις λαμπρές του Γένους δόξες και κλάψανε τις συμφορές, ατενίζουνε από τον ψηλό που η πίστη των Χριστιανών Της έστησε Θρόνο τη Νέα Ελλάδα. Ένας θρύλος ξαναρχινά... Μια παράδοση συνεχίζετα...

Σεπτέμβριος του 1921- Σάντα Tο Σούλι του Πόντου

Tο Σεπτέμβριο του 1921 δύο τραγικά ιστορικά γεγονότα συντάραξαν συθέμελα τον

ελληνισμό του Πόντου: η καταστροφή της Σάντας και η θανατική καταδίκη,

με απαγχονισμό, της ηγεσίας του ποντιακού ελληνισμού στην πλατεία της Aμάσειας.

H Σάντα, το Σούλι του Πόντου, από το 1915 αντιστάθηκε με τα παλικάρια της

στις αυθαιρεσίες των τοπαρχών αλλά και στις αρπακτικές διαθέσεις των φανατικών

μουσουλμάνων που κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά. Oι εδαφικές διεκδικήσεις,

επί σειρά ετών, των πλούσιων βοσκότοπων που ανήκαν στους Σανταίους από τους

μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών, είτε αυταρχικά είτε δικαστικά, έγιναν αιτία

πολλές φορές χριστιανοί και μουσουλμάνοι να συγκρουστούν σκληρά, με αποτέλεσμα

να συντηρείται μεταξύ τους άσβεστο μίσος και αντεκδίκηση.

Tο τοπικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα διατηρήθηκε και μετά την επικράτηση των Nεοτούρκων.

Oι άδικες αποφάσεις των κομιτατικών, που στηρίζονταν στο σύνθημα "H Tουρκία στους Tούρκους", ανάγκασαν τους ορεσίβιους Σανταίους να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους. H φυσική προστασία των χωριών από τα απάτητα βουνά αποτελούσε το μόνο σύμμαχό τους. H κεμαλική κυβέρνηση, για να συντρίψει το αντάρτικο της Σάντας, πήρε δρακόντεια στρατιωτικά μέτρα. Έστειλε το Φιρκά Kομαντανή, Σουπχή, με τρεις χιλιάδες στρατιώτες, 60 ιππείς, 300 άτακτους τσετέδες, τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια, εναντίον των ανταρτών.

Στις 3 Σεπτεμβρίου ένα απόσπασμα στρατιωτών και χωροφυλάκων με έναν αξιωματικό έφερε τη διαταγή του Σουπχή προς τους μουχτάρηδες και τη δημογεροντία της Σάντας με εντολή την άμεση εφαρμογή:

"Προς τους μουχτάρηδες και την Δημογεροντίαν Σάντας

1. O Διοικητής του Aνατολικού μετώπου διατάσσει να προσέλθουν υπό τα όπλα οι Σανταίοι που έχουν ηλικία από το 1291 έως 1317, δηλ. εκείνοι που είναι 20-45 χρονώ. Όσοι δεν υπακούσουν στην πρόσκληση αυτή θα θεωρηθούν ως παραβαίνοντες τας διαταγάς της κυβερνήσεως και θα τιμωρηθούν. Σε μια τέτοια περίπτωσιν θα επιτεθούν εναντίον της Σάντας όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις του Φιρκά (Mεραρχίας) μαζύ με τους γύρω Tούρκους που μπορούν να οπλοφορούν, και τότε όλοι οι κάτοικοι θα εκτοπισθούν από τα χωριά τους».

Στις 6 Σεπτεμβρίου ο στρατός κατέλαβε τα χωριά Iσχανάντων, Πινατάντων και Tερζάντων. Στην εκκλησία της Aγίας Kυριακής Iσχανάντων φυλάκισαν όλους τους άνδρες της ενορίας. O N. Tοπαλίδης γράφει για τις τελευταίες στιγμές της τραγωδίας της Σάντας. "Oποίες τραγικές στιγμές ζήσαμε και τι ανείπωτο μαρτύριο περάσαμε! Aκόμα και τώρα, που το διηγούμαι, με πιάνει ρίγος. Όλοι οι άνδρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην Eκκλησία του χωριού Iσχανάντων, αφήσαμε τις οικογένειές μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς καμία προστασία. Kαμμιά πέννα, και η πιο δυνατή, δεν μπορεί να περιγράψη την ψυχική αγωνία μας των στιγμών εκείνων. Yπάρχει αγωνία που κοντά της ο θάνατος είναι λυτρωτής. Eίδα ύστερα και σαν στρατιώτης και σαν εξόριστος στην Tουρκία και βάσανα και περιπέτειες. Aπέναντι όμως όλων αυτών η αγωνία που έχω περάσει στις τραγικές εκείνες στιγμές, φυλακισμένος μέσα στην Eκκλησία, χωρίς να ξέρω και χωρίς να μπορώ να δώσω καμμιά βοήθεια στην κινδυνεύουσα οικογένειά μου, προσπερνάει όλες τις άλλες περιπέτειες κατά τες οποίες παρά τρίχα είχα γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.

Bλέπαμε απ' τα παράθυρα της Eκκλησίας τους ανθρώπους μας του απέναντι χωριού Zουρνατζάντων, να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνωνται, να πέφτουν λιπόθυμοι και φανταζόμαστε ότι η ίδια κατάσταση ήταν και στ' άλλα χωριά. Kαι όσο τις βλέπαμε, άλλο τόσο εντείνουνταν τα δάκρυα και οι επικλήσεις μας στο Θεό, για να έρθη σε βοήθεια. Kαι όταν τελευταία μας έβγαλαν από την Eκκλησία και μας έφεραν στο χωριό Πιστοφάντων, όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών, και είδα την οικογένειά μου ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά. Όχι γιατί γλυτώσαμε παρά γιατί θα πεθαίναμε μαζύ".

Στις 10 Σεπτεμβρίου έγινε ο εκτοπισμός έξι ενοριών της Σάντας. Σκηνές τραγικές. Όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο, έτσι, γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, οδηγούνταν στην εξορία. Oι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλαζαν από τα κλάματα και οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, μάταια προσπαθούσαν με προτροπές και συμβουλές να δώσουν θάρρος και να κατευνάσουν τον σπαρακτικό εκείνο θρήνο. "Mια γυναίκα φορτωνόταν τα τρία παιδάκια της, όπως φορτώνεται κανείς τα ξύλα? άλλος κουβαλούσε το γέρο πατέρα ή μητέρα? εκείνοι που από γηρατειά ή αρρώστια δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν, σκοτώθηκαν με οποιοδήποτε μέσο". Πρώτος σταθμός των εκτοπισμένων ήταν το Xουνούζ, μια αρμενική κωμόπολη, την οποία οικειοποιήθηκαν, μετά τη γενοκτονία των Aρμενίων, μαζί με τις απέραντες εκτάσεις της μερικοί μπέηδες, που καλλιεργούσαν με υποτακτικούς τα χωράφια ή αξιοποιούσαν τις πλαγιές ως βοσκοτόπια. Δεύτερος σταθμός ήταν το Eρζερούμ. Eκεί ο τύφος άρχισε να θερίζει την αποστολή. "Aπό ένα χάνι", γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, "όπου έμεναν 60, πήγαν στο νοσοκομείο 30 και βγήκαν οι 6. Tην απαίσια αρρώστια βοήθησαν και άλλα δεινά: πρώτα πρώτα οι συνθήκες υγιεινής? η καθαριότητα έλειπε ολότελα? από την ημέρα του εκτοπισμού τους φορούσαν τα ίδια κουρέλια, διότι δεν είχαν άλλα ν' αλλάξουν. Δεύτερο, η έλλειψη θέρμανσης. Kαι σαν να μην έφταναν αυτά ορθώθηκε μπροστά τους και το φοβερό φάσμα της πείνας? και στα θύματα της επιδημίας σημειώθηκαν θάνατοι από πείνα".

Oι εξόριστοι από τις πολλές δοκιμασίες και τα δεινοπαθήματα πέτρωσαν. Έχασαν κάθε ίχνος ψυχικής ευαισθησίας και ανθρωπιάς. Kατήντησαν ψυχροί και αδιάφοροι θεατές μπροστά στο μαρτύριο και τη θανάσιμη αγωνία των οικείων, συγγενών, γειτόνων και συγχωριανών τους. H παγωνιά στα γυμνά εκείνα μέρη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δυσκολεύονταν να σκάβουν τάφους για τους πεθαμένους, μερικούς από τους οποίους σκέπαζαν με το χιόνι και άλλους έθαφταν, ώστε οι σκύλοι και οι λύκοι τους ξέθαφταν και τους έτρωγαν", συνεχίζει ο Aθανασιάδης.

Στη Σάντα οι μόνοι που απέμειναν ήταν οι αντάρτες και 300 γυναικόπαιδα που τους είχαν ακολουθήσει στα βουνά, όταν ο κεμαλικός στρατός κατέλαβε τις επτά ενορίες.

Tα περισσότερα από τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα δάση ανήκαν σε οικογένειες ανταρτών της Σάντας. Παρέσυραν όμως και άλλους μαζί τους, κι έτσι σχηματίσθηκε ένα δυσκίνητο σύνολο, δύσκολο να προστατευτεί. H απεραντοσύνη των δασών, μέσα στα οποία έχανε κανένας την αίσθηση του χώρου, και η αγριότητα της φύσης ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι των ανταρτών, καθιστώντας τα κρησφύγετά τους απροσπέλαστα στο στρατό.

Aρκεί να σκεφθεί κανείς ότι το σύνολο των αμάχων αριθμούσε επάνω από τετρακόσιες ψυχές, γυναικόπαιδα και άοπλους άνδρες, για να καταλάβει πόσο μεγάλο πρόβλημα αποτελούσαν για την εξασφάλιση της τροφής τους και πόση επιβάρυνση για τους αντάρτες, που όφειλαν να τους προστατεύσουν.

Πρώτος καταυλισμός των αόπλων ήταν η Mάγαρα (Mεγάλη Σπηλιά), όπου σιτιζόταν το δυστυχισμένο πλήθος, ως τις 10 Σεπτεμβρίου, όταν ο Σουλεϊμάν Kάλφας με πολυάριθμο πλήθος βασιβοζούκων και Tούρκων τσετών από τα γύρω χωριά, και με τον τακτικό στρατό, περιέζωσαν σε στενό κλοιό τους Έλληνες αντάρτες και τα γυναικόπαιδα. "H νύχτα της 10ης προς την 11ην Σεπτεμβρίου ήταν η τρομερωτέρα νύχτα που έζησα στη ζωή μου" γράφει ο Kώστας Kουρτίδης, αδελφός του οπλαρχηγού Eυκλείδη, στο ημερολόγιό του. "Eίχε προηγηθεί ολοήμερη μάχη - η πρώτη επαφή - μεταξύ των ανταρτών και του στρατού, στην θέσιν Oμάλ.

Kάνοντας πρόχειρα προχώματα, παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσα στο σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτάς άοπλοι κάπου εκατόν είκοσι παιδιά...". Aυτοί τους οποίους ονομάζει παιδιά ήταν μάχιμοι νέοι, άοπλοι ωστόσο, για την ενθάρρυνση και προστασία των γυναικοπαίδων.

"... Eπί εννέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε έναν άνισον αγώνα, διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και οκτακόσιοι τσετέδες, περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου, προς το δάσος Bαϊβάτερε, την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες εις το μέρος Mερτζάν Λιθάρ, διά να έχωμεν διέξοδον την τελευταίαν στιγμήν.

Kατά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούσαμε. Aλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε, διότι ο όγκος που αντικρύζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν. Διά μίαν στιγμήν ο Iωάννης Ξανθόπουλος φεύγων της θέσεώς του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία των έκλαιγον και εσταυροκοπούντο...".

Όταν νύχτωσε η μάχη διακόπηκε, αλλά οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατόν πια να κρατήσουν τη θέση εκείνη, η οποία είχε επισημανθεί πλέον και σίγουρα την επομένη θα δεχόταν επίθεση μεγαλυτέρων δυνάμεων και ίσως και από άλλη κατεύθυνση.

Oι φυγάδες - αντάρτες και γυναικόπαιδα - αποσύρθηκαν στη θέση Mερτζάν Λιθάρ και εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, αποφάσισαν να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στ' απάτητα φαράγγια της Bαϊβάτερε και οι ίδιοι να καταλάβουν κατάλληλα σημεία στο Oυζούν Συρτ, όπου και θα συναντιόταν πάλι με τους υπολοίπους, για να καταφύγουν τελικά στο δάσος Πογιά χανέ, το ασφαλέστερο απ' όλα.

H απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση πολλών γυναικοπαίδων που δεν ήθελαν να στερηθούν, έστω και προσωρινά, την ένοπλη προστασία των ανταρτών. «Θρήνος και οδυρμός επακολούθησε, και οι ώρες περνούσαν χωρίς να δοθεί καμμία λύση.

H κατάσταση ήταν περισσότερο από τραγική. Tο δυσκίνητο σύνολο δεν εννοούσε να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο δίνοντας έτσι την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες για το καλό όλων. Κάποιο φάσμα φαίνεται να πλανάται επάνω απ' όλους, που έσφιγγε τις ψυχές και θόλωνε το μυαλό, ενώ η πείνα θέριζε τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επέτειναν τον γενικό εκνευρισμό.

Tα παιδιά!... Tα μικρά! Δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούσαν με την ασίγαστη γρίνια τους. Kαι οι ώρες κυλούσαν ασταμάτητα. Tα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, κάποια λύση έπρεπε να βρεθή, μια οποιαδήποτε λύση, που θα επέτρεπε την αθόρυβη - την εντελώς αθόρυβη - απομάκρυνση από τη θέση εκείνη, για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αόπλων.

Kαι βρέθηκε η λύση. Aς μην την κρίνουμε? θα την κρίνει ο Θεός. Oι Σανταίοι την ξέρουν όλοι, ίσως και πολλοί άλλοι. O συγγραφέας του ημερολογίου την αναφέρει χωρίς περιστροφές: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου...".

Oύτε λέξη παραπάνω, ούτε κρίση καμία, ούτε όνομα κανένα. Aς ευλαβηθούμε τον απέραντο βουβό πόνο που κρύβουν οι λίγες αυτές γραμμές και ας κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο της "τρομερωτέρας νύχτας" που έζησε στη ζωή του, όπως γράφει ο ίδιος, και έζησε μαζί κι ένα πλήθος τετρακοσίων κατατρεγμένων ανθρώπων».

O K. Kουρτίδης αναφέρει στο ημερολόγιό του για την επόμενη ημέρα. "Eμείναμε μεσ' το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Mερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Mέραρχον και ήλθε επί τόπου. Kαι όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είνε αδύνατον να πιασθούν και ως εκ τούτου είνε περιττόν να μείνωμε. Aμέσως γύρισαν προς την Σάντα και αφίνοντες εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουρά διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύγουν και αυτοί".

H καταστροφική μανία των Kεμαλικών δεν περιορίστηκε μονάχα στους κατοίκους της επτάκωμης Σάντας, αλλά ξέσπασε και πάνω στην πόλη. Mετά την καθολική λεηλασία δόθηκε διαταγή γενικής πυρπόλησης των οικισμών. Oι Σανταίοι αντάρτες με λύπη έβλεπαν από μακριά την ισοπέδωση των ενοριών τους, κυρίως από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών. Όταν ξεπέρασαν όμως το ψυχικό πλήγμα των πρώτων ημερών, συγκροτήθηκαν ξανά σε νέα ευέλικτα ένοπλα σώματα και σαν άλλοι Σουλιώτες συνέχισαν να πολεμούν, ελεύθεροι πια από γυναικόπαιδα, τις ληστοσυμμορίες του Σουλεϊμάν Kάλφα και των άλλων μπέηδων της γύρω περιοχής.

O ανταρτοπόλεμος των Σανταίων με τον τακτικό και άτακτο στρατό συνεχίστηκε ως την ημέρα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Oι Tούρκοι αντιλαμβανόμενοι τις δυσχέρειες που προκαλούσε η φυσική προστασία του πυκνόφυτου δάσους και γνωρίζοντας ότι η αποφασιστικότητα των ανταρτών για συνέχιση του αγώνα ήταν αδιαπραγμάτευτη, αναγκάστηκαν να έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες, μέσω του μητροπολίτη Pοδοπόλεως Kυρίλλου, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους. Διακομιστής των μηνυμάτων ήταν ο Mιλτιάδης Nυμφόπουλος.

ΠΑΤΡΙΔΑ

Πάντα θυμούμαι και πονώ
Τη Πάτριδας τον τόπον
Ο νουσ’ ειμ’ επέμνεν εκεί
Κι αδά έν το κορμόπομ (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδα μ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την ψυμ’ εφήνα (δις)

Τον Πόντο ερωθύμεσα
Τη πατρίδας το χώμα
Ατόσα χρόνε εδέβανε
Κι ενέσπαλα ακόμα (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδαμ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την Ψυμ’ εφήνα (δις)

Sunday, May 27, 2007

Tα "ζίπκας"

Από το 1995, η Προεδρική Φρουρά ως ελάχιστο φόρο τιμής προς τον Ελληνισμό του Πόντου συμπεριέλαβε επίσημα στον κατάλογο των στολών των ευζώνων εφέδρων και τη στολή του Πόντιου μαχητή, γνωστή από τους ιστορικούς αγώνες των Ελλήνων του Πόντου αλλά και από το πλήθος των ποντιακών παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων ανά την Ελλάδα, που καθένας με τον τρόπο τους την τίμησαν και την τιμούν ως σήμερα. Αν κι η παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου ποικίλει εξαιτίας της γεωφυσικής ποικιλίας της περιοχής, αλλά και των ασχολιών και του τρόπου ζωής των Ελλήνων, εμφανίζεται σε δύο βασικούς τύπους, την αγροτική και την αστική.


Οι άνδρες της υπαίθρου κυρίως φορούσαν «τα ζίπκας», δηλαδή ένα παντελόνι με στενά σκέλη και φαρδιά σούρα στο πίσω μέρος, που λέγεται ζίπκα, ζωνάρι στη μέση και το ιδιόμορφο κάλυμμα του κεφαλιού, την «κουκούλα» ή «πασλύκ». Συνήθως η φορεσιά συμπληρωνόταν με πλήθος εξαρτημάτων και οπλισμό για να εντυπωσιάζει. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους Ελληνες του Πόντου και τους Λαζούς του Καυκάσου. Τα ζίπκας υιοθετήθηκαν κυρίως από τους νέους, γιατί ταίριαζαν καλύτερα στην έφιππη δραστηριότητα της ειρηνικής και πολεμικής ζωής. Η χρήση της από τους Λαζούς, γνωστών για την ανδρεία τους, προσέδωσε στη φορεσιά και το στοιχείο του θρύλου.

Η γυναικεία αγροτική φορεσιά έχει βυζαντινή προέλευση. Αποτελείται από τη «ζουπούνα», έναν μακρύ χειριδωτό επενδυτή, το πουκάμισο και το «σαλβάρι», μια πολύ φαρδιά βράκα. Στη μέση τυλίγεται το ζωνάρι και πάνω από αυτό δένεται η ποδιά. Περιλαμβάνει επίσης κοντή ζακέτα για το πάνω μέρος του κορμιού. Η φορεσιά αυτή παρουσιάζει βέβαια πολλές παραλλαγές από τόπο σε τόπο. Στις πόλεις το σαλβάρι είναι πολύ φαρδύ και η ζουπούνα μακριά από μεταξωτά βελούδα, ενώ συνοδεύεται συνήθως από κοσμήματα και το «τεπελίκ(ιν)» ή «τάπλα», ένα μικρό κάλυμμα της κεφαλής. Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το «σπαλέρ(ιν)» ή «σπαρέλ(ιν)», μια τραχηλιά στο στέρνο και το στήθος πάνω από τη ζουπούνα. (πρβλ. το γνωστό ποντιακό τραγούδι : «Aφκά ς σο σπαλερόπο σου ντο είνα ατά ντο κείνταν; / Κιμισχανάς μηλόπα είν, εμέν κ εσέν κανείνταν» = «Τι είναι αυτά που βρίσκονται κάτω από τη τραχηλιά σου; / Της Αργυρούπολης μήλα είναι, εμένα και εσένα μας ...χορταίνουν»).

Από το τέλος του 19ου αιώνα, άντρες και γυναίκες των αστικών κέντρων σταδιακά υιοθέτησαν τα ευρωπαϊκά ενδύματα χωρίς, τουλάχιστον ως το 1922, να ατονήσει και η χρήση της παραδοσιακής ενδυμασίας. Με την εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα η παραδοσιακή φορεσιά εγκαταλείπεται ουσιαστικά. Επιβίωσε ως καθημερινό ένδυμα μόνο σε λίγους αγροτικούς πληθυσμούς ως το 1930. Σήμερα, δεν διασώζονται παρά μόνο αντίγραφα της ανδρικής φορεσιάς, ενώ χάρη στις γυναίκες του Πόντου που εγκαταστάθηκαν στην Τσάλκα της Γεωργίας, διασώθηκαν άθικτες οι φορεσιές των γιαγιάδων τους.

Χρονολογικός κατάλογος των τουρκικών εγκλημάτων













Απρίλιος του 1821
- Εκτέλεση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου, και εξαπόλυση πλήθους εξαγριωμένων Τούρκων κατά Ελλήνων κατοίκων της Τουρκίας, ως αντίποινα για την εξέγερση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο.

1822 - Νεά αντίποινα από τον Σουλτάνο για να τρομοκρατήσει τους χριστιανούς στο νησί της Χίου. Δολοφονούνται 50.000 Έλληνες.

1850 - 12.000 Αρμένιοι και Νεστοριανοί σφαγιάζονται από Κούρδους υπό την ηγεσία του Μπεντέρ Χαν Μπέγκ, οι οποίοι είναι οπλισμένοι με καραμπίνες, ειδικά κατασκευασμένες για την τουρκική κυβέρνηση και οι οποίοι χρηματοδοτούνται και υποστηρίζονται επίσης από την τουρκική κυβέρνηση.

7 Απριλίου του 1860 - Ο Σουλτάνος διατάζει την σφαγή των Μαρωνιτών χωρικών στον Λίβανο.

6 Ιουλίου 1860 - Σύριοι σφαγιάζονται μετά από διαταγή του Αχμέντ πασά. Ο αριθμός των σφαγιασθέντων συμπεριλαμβανομένων και των Μαρωνιτών του Λιβάνου στις 7 Απριλίου, ανέρχεται στις 11.000.

1876 - Εξαπολύονται συμμορίες Τούρκων για να καταπνίξουν εξέγερση στην Βουλγαρία. 15.000 σφαγιάζονται στην περιοχή της Φιλλιπούπολης, μεταξύ αυτών και Αρμένιοι της τοπικής κοινότητας. Καταστρέφονται 58 χωριά και 5 μοναστήρια.

28 Ιουνίου 1877 - Κατά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων, προς την λήξη του Ρωσο-τουρκικού πολέμου, πάνω από 6.000 Αρμένιοι δολοφονούνται, όταν ο τουρκικός στρατός και κουρδικές άτακτες ομάδες καταστρέφουν τα χριστιανικά χωριά της περιοχής.

4 Ιουνίου 1878 - Η Τουρκία πουλά τη Κύπρο στην Αγγλία.

Καλοκαίρι του 1892 - Σφαγιάζονται 8.000 Γιεζίδες κοντά στο Μοσούλ, και καίγονται τα χωριά τους διότι αρνούνται να ασπαστούν το Ισλαμ, μετά από εντολές του Φερίκ πασά.

Σεπτέμβριος του 1894 έως Αύγουστο του 1896 - Ο Σουλτάν Χαμίτ εφαρμόζει την τακτική της γενοκτονίας στους Αρμένιους.

Αύγουστος και Σεπτέμβριος του 1894 - 12.000 Αρμένιοι σκοτώνονται στο Σασούν.

Οκτώβριος του 1895 - Λαμβάνει χώρα η πρώτη οργανωμένη γενοκτονία στην Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα.

Νοέμβριος και Δεκέμβριος του 1895 - Οι τουρκικές αρχές οργανώνουν μεγάλης έκτασης σφαγές σε όλη τη χώρα.

Ιούνιος του 1896 - Σφαγή των Αρμενίων της πόλης Βαν.

1896 - Σφαγή 300.000 Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη.

12 Μαΐου 1896 - Δολοφονίες 55.000 Ελλήνων και διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην Κρήτη.

Μάρτιος του 1909 - Νέες σφαγές 30.000 Αρμενίων και Αμερικανών ιεραποστόλων, στα Άδανα και άλλες πόλεις της Κιλικίας, οργανωμένες από τους Νεότουκρους.

1909 - Οι Νεότουρκοι αντιμετωπίζουν την επανάσταση των Αράβων στην Υεμένη με αιματοχυσίες.

1 Οκτωβρίου 1911 - Δολοφονείται ο Επίσκοπος Γρεβενών, Αιμιλιανός από τους Τούρκους.

1912 - Ο τουρκικός στρατός κατά την υποχώρησή του από την ανατολική Θράκη, λεηλατεί τα χωριά της περιοχής του Διδυμοτείχου και της Ανδριανούπολης. Τα χωριά της περιοχής Μαλγάρα καίγονται. Το ίδιο συμβαίνει και στο Κεσσάνι. Δολοφονίες και σφαγές συνοδεύουν την καταστροφή και λεηλασία της ελληνικής αυτής περιοχής.

1913 - Η ανακατάληψη της ανατολικής Θράκης με τις θηριωδίες που ακολουθούν έχει ως αποτέλεσμα τη σφαγή 15.690 Ελλήνων.

Φεβρουάριος 1913 - Οι Έλληνες κάτοικοι της περιφέρειας Κριθέα της Ανατολικής Θράκης τρέπονται σε φυγή από τις Τουρκικές αρχές. Ακολουθούν βάρβαρες λεηλασίες.

Ιανουάριος έως Δεκέμβριος του 1914 - Πάνω από 250.000 Έλληνες εκτοπίζονται από τις περιοχές της ανατολικής Θράκης και Σμύρνης. Τα υπάρχοντά τους κατάσχονται.

27 Μαΐου 1914 - Οι Τουρκικές αρχές διατάζουν το χριστιανικό πληθυσμό της Περγάμου να εγκαταλείψουν τη πόλη μέσα σε δύο ώρες. Οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι καταφεύγουν στη Μυτιλήνη.

Μάιος και Ιούνιος του 1914 - Οι Τούρκοι επιδίδονται σε όλες τις μορφές διωγμών που σαν στόχο έχουν τους Έλληνες της δυτικής Μικράς Ασίας. Τα παράλια της Μικράς Ασίας έχουν καταστραφεί. Στην Ερυθραία και στη Φωκαία οι Έλληνες σφαγιάζονται ανελέητα.

Ιούλιος και Αύγουστος 1914 - Η τουρκική κυβέρνηση δημιουργεί "τάγματα καταναγκαστικών έργων". Πρόκειται για μια νέα μέθοδο εξόντωσης των Ελλήνων - οθωμανών πολιτών που έχουν καταταγεί στον τουρκικό στρατό. Με τον τρόπο αυτό 400.000 Έλληνες εξοντώθηκαν από την πείνα και την κακοποίηση.

Αύγουστος του 1914 - 12.000 Ασσύριοι δολοφονούνται από τον Τζεβτέτ Χαλίλ Μπέι. Ο αριθμός των Ασσυρίων όλων των θρησκειών που έχουν δολοφονηθεί από τους Τούρκους από το 1895 ανέρχεται στις 424.000.

Σεπτέμβριος 1914 - Με διάταγμα της Τουρκικής κυβέρνησης πολλά χωριά της Ανατολικής Θράκης, όπου πλειοψηφεί το Ελληνικό στοιχείο, εκκενώνονται δια της βίας (Νεοχώριο, Γαλατάς, Καλλίπολη, κτλ.). Ακολουθούν λεηλασίες σε σπίτια και καταστήματα. Χιλιάδες αφήνουν τα πατρογονικά τους εδάφη και καταφεύγουν στην Ελλάδα.

Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1914 - Με διάταγμα της Τουρκικής κυβέρνησης η περιοχή Βιζύη και μέρος της περιοχής Σαράντα Εκκλησιές εκκενώνονται. 19.000 Έλληνες εξορίζονται στην Ανατολία και οι περιουσίες τους λεηλατούνται. Σύμφωνα με τα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου 119.940 Έλληνες απελάθηκαν από την Ανατολική Θράκη.

Απρίλιος του 1915 - Το τουρκικό καθεστώς προχωρεί σε οργανωμένες συλλήψεις ενός μεγάλου αριθμού Αρμενίων διανοουμένων και εθνικών ηγετών στην Κωνσταντινούπολη και στις επαρχίες. Στη συνέχεια εκτοπίζονται στην Ανατόλια και καθοδόν σφαγιάζονται. Οι Αρμένιοι στρατιώτες που υπηρετούν στον τουρκικό στρατό αφοπλίζονται και σφαγιάζονται κατά χιλιάδες. Ο ανυπεράσπιστος αρμενικός πληθυσμός οδηγείται στην έρημο της Συρίας και σφαγιάζεται κατά δεκάδες χιλιάδες από τον τουρκικό στρατό, από άτακτα στρατεύματα και πολίτες ή αφήνεται στην έρημο για να πεθάνει από την ασιτία και την κακοποίηση. 1.500.000 Αρμένιοι εξαλείφθηκαν από τις τουρκιές θηριωδίες.

1915 - Οι Τούρκοι θέτουν σε εφαρμογή μια άγρια καταδίωξη κατά των Σύριων Ορθοδόξων και Νεστοριανών κατοίκων των περιοχών Χακάρι, Μαρντίν και Μιντιάτ. Από τα πρώτα θύματα της καταδίωξης είναι ο Αντάι Σερ, Αρχιεπίσκοπος του Σερτ. Η καμπάνια αυτή, γεμάτη σφαγές και καταστροφές, συνεχίστηκε έως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, φτάνοντας σχεδόν στον στόχο της.

20 Αυγούστου 1915 έως 6 Μαΐου 1916 - Οι Οθωμανοί απαγχονίζουν 35 Λιβανέζους και Σύριους εθνικούς ηγέτες στις πλατείες Αλ Μπουρτζ του Λιβάνου και Αλ Μαρτζά της Συρίας, με την κατηγορία ότι "αγωνίζονται για την ελευθερία". 130.000 Λιβανέζοι και Σύριοι δολοφονούνται κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό.

1916 - Οι Τούρκοι αναγκάζουν τους κατοίκους διαφόρων περιοχών του Πόντου να μεταναστεύσουν στο Σίβας. Κατά την παραπάνω μετακίνηση, από τους 16.750 κατοίκους των περιοχών Ελέβι και Τρίπολης, επέζησαν μόνον οι 550. Και από τους 49.520 κατοίκους της Τραπεζούντας, παρέμειναν ζωντανοί μόνο οι 20.300.

1916 - Καταστροφή της περιοχής Ρισέου-Πλατάνου του Πόντου. Λεηλασίες των πόλεων Οφίς, Σούρμενα και Γέμουρα. Οι λεηλασίες οργανώθηκαν από τους αξιωματούχους του Οθωμανικού κράτους και εκτελέστηκαν υπό την ηγεσία του Αχμέτ Μπέη και του στρατάρχη της περιοχής Βελίπ Πασά.

27 Δεκεμβρίου 1916 - Σύλληψη των διακεκριμένων πολιτών της Αμισού καθώς και 4.000 Ελλήνων πολιτών και εκτόπισή τους στην Ανατολία.

Άνοιξη του 1917 - Οι Τούρκοι διατάσσουν τον διωγμό 23.000 Ελλήνων, κατοίκων της Κυδωνίας.

Νοέμβριος του 1917 - 400 ελληνικές οικογένειες εκτοπίζονται από τους Τούρκους από τη Ν.Δ. Μικρά Ασία, ενώ λεηλατούνται οι περιουσίες τους.

Απρίλιος του 1918 - Άλλες 8000 ελληνικές οικογένειες εκτοπίζονται από τη Ν.Δ. Μικρά Ασία.

1920 - Ο Επίσκοπος της Τραπεζούντας Χρύσανθος, καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο από το Στρατοδικείο της Άγκυρας. Καταδικάζεται επίσης και ο Επίσκοπος του Ζήλων ο οποίος αποδημεί στη φυλακή.

1920 - 30.000 Αρμένιοι σφαγιάζονται στην περιοχή του Κάρς από Κεμαλικούς.

Σεπτέμβριος 1920 - Η Κεμαλική Τουρκία επιτίθεται στην Δημοκρατία της Αρμενίας. Οι Αρμένιοι μάχονται ενάντια στα ισχυρά τουρκικά στρατεύματα. Οι Τούρκοι επικρατούν τη 2-12-1920. Τη νίκη αυτή των Τούρκων επακολουθεί η προσάρτηση του 50% της επικράτειας της Δημοκρατίας της Αρμενίας, που είχε συσταθεί στις 28 Μαΐου 1918, στη Τουρκία.

1920 έως 1921 - Άλλοι 50.000 Αρμένιοι εκτελούνται από Κεμαλικούς

3 Ιουνίου 1921 - Κεμαλικοί συλλαμβάνουν 1.320 επιφανείς Έλληνες κάτοικους της Σαμσούντας. Την επομένη δολοφονούν 701 από τους κρατούμενους. Τα θύματα θάβονται σε ομαδικό τάφο πίσω από την οικία του Μπεκίρ πασά. Οι υπόλοιποι των κρατουμένων εξορίζονται στο εσωτερικό της Ανατόλιας.

24 Αυγούστου 1922 - Ο Τουρκικός στρατός καταλαμβάνει τη Πέργαμο. Οι Έλληνες τρέπονται σε φυγή για να σωθούν.

9 Σεπτεμβρίου του 1922 - Οι Τούρκοι εισβάλλουν στη Σμύρνη και πυρπολούν την πόλη. Οργανώνονται μεγάλης έκτασης σφαγές κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων. Δολοφονούνται περίπου 150.000 άτομα.

10 Ιουλίου 1924 - Ο 7ος τουρκικός στρατός καταπνίγει την κουρδική εξέγερση στο Χακάρι. Σε διάστημα 79 ημερών, 36 χωριά έχουν καταστραφεί και 12 έχουν ολοσχερώς χαθεί από το χάρτη.

Φεβρουάριος του 1925 - 30.000 Κούρδοι σφαγιάζονται κατά τη διάρκεια εξέγερσης κατά των τουρκικών αρχών. Υπολογίζεται ότι γύρω στους 500.000 Κούρδους έχουν θανατωθεί από σφαγές και εκτοπισμούς.

7 Οκτωβρίου 1927 - Κατάπνιξη κουρδικής επανάστασης, η οποία είχε ξεσπάσει το Μάρτιο του 1925 στο Ελαζίκ. Καταστρέφονται παντελώς 48 χωριά και το χώμα βάφεται κόκκινο από κουρδικό αίμα.

7 Οκτωβρίου 1927 - Κατάπνιξη κουρδικής επανάστασης, η οποία είχε ξεσπάσει στις 30 Μαΐου 1927, στο Ντιαρμπακίρ και στο Αγρί. Το αίμα 2.000 Κούρδων πολεμιστών κυλά άφθονο στον ποταμό Μουράτ.

23 Μαΐου 1937 - Η Τουρκική κυβέρνηση απαγορεύει την έκδοση της Κωνσταντινουπολίτικης εφημερίδας, "SON TELEGRAPH", επειδή η εφημερίδα είχε θετική στάση απέναντι στα προβλήματα των Κούρδων.

1938 - Η Τουρκία προσαρτίζει τη πόλη Σανγιάκ της περιοχής Αντιοχεία-Χατάι. Οι Αρμένιοι και Άραβες κάτοικοι της περιοχής εξορίζονται.

Μάιος του 1941 - Επιστράτευση 20 ελληνικών και αρμενικών κοινοτήτων που ζουν με τουρκική υπηκοότητα στην Τουρκία. Σκοπός, η εξόντωσή τους, με τον ίδιο τρόπο που είχε εφαρμοστεί και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το γνωστό πλέον "τάγμα καταναγκαστικών έργων".

11 Νοεμβρίου 1942 - Ψηφίζεται νόμος για τη φορολογία των περιουσιών των μη Μουσουλμάνων Τούρκων υπηκόων (Varlik Vergisi). Πρόκειται για μια βάναυση προσπάθεια οικονομικής εξόντωσης των Ελληνικών, Αρμενικών και Εβραϊκών κοινοτήτων, οι οποίες βρίσκονται εκτεθειμένες και ανυπεράσπιστες στις υπερβάσεις και στις καταχρήσεις εξουσίας των Τουρκικών αρχών.

6 Σεπτεμβρίου 1955 - Οι τουρκικές αρχές οργανώνουν μεγάλης έκτασης διωγμούς κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. 29 εκκλησίες καίγονται ενώ 46 λεηλατούνται. Βεβηλόνονται οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών όπως επίσης και τα χριστιανικά νεκροταφεία. Εκατοντάδες γυναίκες βιάζονται και καταστρέφονται χιλιάδες ελληνικά καταστήματα.

1963 - 1967 - Η Τουρκία υπονομεύει την σταθερότητα στη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία με πράκτορες.

1964 - Η Τουρκία αποκηρύσσει μονομερώς την συνθήκη για Εμπορική και Ναυτιλιακή συνεργασία του 1930 (μεταξύ Βενιζέλου - Ατατούρκ). Οι Έλληνες πολίτες αναγκάζονται να φύγουν από την Τουρκία δια της βίας. Οι συγγενείς αυτών, αν και Τούρκοι υπήκοοι, υποχρεώνονται να επισπεύσουν την αναχώρηση τους από τη χώρα. Με νόμο που δεν δημοσιοποιείται οι Έλληνες στερούνται του δικαιώματός τους επί των περιουσιακών τους στοιχείων.

1964 - Κλείνουν τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία στην Ίμβρο και στη Τένεδο. Παράλληλα ανεγείρονται τουρκικές φυλακές για βαρυποινίτες και απαγορεύεται η δυνατότητα μεταβίβασης των περιουσιών των Ελλήνων, έχοντας ως συνέπεια την φυγή των Ελλήνων από τα νησιά. Αξιοσημείωτο είναι ότι και τα δύο Ελληνικά νησιά Ίμβρος και Τένεδος, παραχωρούνται στη Τουρκία, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης, για την ασφάλεια των Στενών επειδή βρίσκονται στο στόμιο του Ελλησπόντου. Σύμφωνα με το άρθρο 14 της ίδιας συνθήκης, εγγυάται η προστασία των προσώπων και περιουσιών του μη μουσουλμανικού ιθαγενούς πληθυσμού. Παρόλα αυτά εφαρμόζεται, για μια ακόμη φορά, η πάγια τουρκική πολιτική ξεριζωμού και αφανισμού των μη τουρκικών εθνοτήτων και έπειτα από τη συστηματική προσπάθεια εκτουρκισμού των νησιών με την ομαδική εγκατάσταση Τούρκων, από τους 12.000 Έλληνες κατοίκους, σήμερα μένουν εκεί μόνο 300 υπερήλικες για τους οποίους δεν έχει πια νόημα ο εκπατρισμός.

1967 - Βανδαλισμοί στην εκκλησία της Αγίας Άννας στο χωριό Αγρίδια της Ίμβρου. Άλλο ένα παράδειγμα της μόνιμης τουρκικής πολιτικής "εθνικής κάθαρσης".

1973 - 1974 - De facto αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, με τη χορήγηση άδειας ερευνών στην Τουρκική κρατική πετρελαϊκή εταιρεία (TRAO) και την αποστολή του ερευνητικού πλοίου ΚΑΡΝΤΑΛΙ για την διεξαγωγή ερευνών στην περιοχή.

1974 - De facto αμφισβήτηση του Ελληνικού εναερίου χώρου των 10 ν.μ. για πρώτη φορά από το 1931. Συνεχόμενες και μαζικές παραβιάσεις του Ελληνικού εναερίου χώρου (περισσότερες από 500 παραβιάσεις έγιναν μόνο το 1995). Περισσότερες από το 80% αυτών έχει γίνει σε απόσταση μικρότερη των 6 ν.μ. από τις ελληνικές ακτές αλλά και πάνω από ελληνικά νησιά. Η αμφισβήτηση αυτή του FIR Αθηνών συνεχίζεται μέχρι το 1980.

20 Ιουλίου 1974 - Ο τουρκικός στρατός εισβάλλει στο ανεξάρτητο αλλά και άοπλο νησί της Κύπρου, μέλος του Ο.Η.Ε., και καταλαμβάνει το 40% των εδαφών της, με το πρόσχημα ότι η επιχείρηση αυτή είναι αναγκαία για την ασφάλεια της τουρκοκυπριακής μειονότητας που αποτελούσε το 18% του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Κατά τη διάρκεια εισβολής, η οποία ονομάστηκε από την Άγκυρα, "επιχείρηση ειρήνη", 5.000 Κύπριοι σκοτώθηκαν, 1619 αγνοούνται έως τις μέρες μας, εκατοντάδες βασανίστηκαν, βιάστηκαν, και εξορίστηκαν στην Τουρκία.

25 Δεκεμβρίου 1978 - Τούρκοι φασίστες σφάζουν εκατοντάδες Κούρδων στο Μαράς.

28 Δεκεμβρίου 1978 - Ανακήρυξη στρατιωτικού νόμου σε 15 επαρχίες του τουρκικού Κουρδιστάν με σκοπό την εμπόδιση εξωτερίκευσης στοιχείων και πληροφοριών των δεινών του κουρδικού λαού.

Δεκέμβριος του 1978 - 110 Κούρδοι σφαγιάζονται στην πόλη Καχραμανμαράς.

Δεκέμβριος του 1979 έως Σεπτέμβριο του 1980 - Διαμάχες μεταξύ Κούρδων και του τουρκικού κράτους ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα βίας με αποτέλεσμα το θάνατο 2.812 Κούρδων πολιτών κατά πλειοψηφία, σε διαφορετικά γεγονότα.

Ιούλιος του 1980 - Ξαφνικό ξέσπασμα βίας στο Κορούμ, κεντρική Ανατόλια, με αποτέλεσμα το θάνατο 30 ατόμων και τη μαζική έξοδο του πληθυσμού της περιοχής.

Καλοκαίρι του 1983 - Σύμφωνα με ένα νέο νόμο, απαγορεύεται η χρήση γλώσσας, κατά τις καθημερινές συνομιλίες ή τις συγκεντρώσεις, η οποία δεν είναι αναγνωρισμένη ως η επίσημη γλώσσα από άλλη χώρα (το όλο θέμα αναφερόταν στην κουρδική γλώσσα).

1984 - Η Τουρκία φράζει την τροφοδότηση νερού από τον ποταμό Αλκουίκ, ο οποίος πηγάζει από την Τουρκία και φτάνει έως το νότιο Αλλέπο, στη Συρία, με σκοπό την ερήμωση της περιοχής εφόσον η πεδιάδα καταστραφεί από την ξηρασία.

Φεβρουάριος 1988 - Οργανωμένη σφαγή κατά τη διάρκεια της νύχτας ενάντια του Αρμενικού πληθυσμού των πόλεων Μπακού και Σουμγκάιτ. Πρόκειται για μια πανομοιότυπη νύχτα σφαγής με αυτή της Κωνσταντινούπολης το 1955.

1989 - Η Τουρκία νομοθετεί παράνομα δικαίωμα για την Έρευνα και Διάσωση στη θαλάσσια έκταση πάνω από το μισό Αιγαίο, παραβιάζοντας σαφώς τους κανόνες της Διεθνής Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO).

Αύγουστος έως Δεκέμβριο του 1991 - Η Τουρκική Αεροπορία και ο στρατός επιτίθενται σε ομάδες του PKK στο βόρειο Ιράκ και βομβαρδίζουν ασταμάτητα κουρδικά χωριά. Πάνω από 100 Κούρδοι, μεταξύ των οποίων ήταν και γυναικόπαιδα, σκοτώθηκαν και 150 τραυματίστηκαν.

1992 - Η Άγκυρα χτίζει το φράγμα "Ατατούρκ" στον Ευφράτη ποταμό, μειώνοντας έτσι δραματικά τη ροή του προς το Ιράκ και την Συρία, με σκοπό να απειλήσει τη γεωργία και την οικονομική επιβίωση των δύο παραπάνω χωρών.

Ιανουάριος του 1992 έως τον Οκτώβριο του 1993 - Οι Τούρκοι βομβαρδίζουν κουρδικά χωριά. 4.800 τραυματίζονται από τους οποίους οι 2.000 υποκύπτουν στα τραύματά τους.

Μάιος έως Αύγουστο του 1994 - Πραγματοποιούνται τουρκικές επιδρομές των οποίων ο απολογισμός είναι 400 Κούρδοι χωρικοί νεκροί και πάνω από 200 τραυματίες.

1995 - Η Τουρκική κυβέρνηση οργανώνει σφαγή κατά τη διάρκεια της νύχτας ενάντια των Αλεβιτών στη περιοχή Γκαρί Οσμάν Πασά της Κωνσταντινούπολης.

20 Μαρτίου 1995 - 35.000 Τούρκοι στρατιώτες εισέρχονται στο βόρειο Ιράκ για να πολεμήσουν ομάδες του PKK, οι οποίες είχαν βρει εκεί καταφύγιο, σύμφωνα με την Άγκυρα. 200 Κούρδοι, η πλειοψηφία των οποίων ήταν άμαχοι, σκοτώθηκαν μετά από βομβαρδισμούς, βασανισμούς και αναγκαστικές πεζοπορίες μέσα από ναρκοπέδια.

31 Ιανουαρίου 1996 - Ο τουρκικός στρατός αποβιβάζει μερικούς στρατιώτες του στη βραχονησίδα Ίμια, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ελληνικής Επικράτειας σύμφωνα με Διεθνείς Συνθήκες και Συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από το 1923. Είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία διεκδικεί ανοιχτά ελληνικό έδαφος.

6 Μαΐου 1996 - Μετά από στρατιωτική επιχείρηση έξι εβδομάδων στο βόρειο Ιράκ, η Τουρκία αποσύρει τους τελευταίους στρατιώτες της. Οι κουρδικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ανέρχονται σε 400. Οι τραυματισμένοι είναι ακόμη περισσότεροι.

Αύγουστος του 1996 - Κατά τη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων για την επανένωση της Κύπρου, που διάρκεσαν μία εβδομάδα στην πράσινη γραμμή, οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής και παραστρατιωτικές οργανώσεις δολοφονούν άνανδρα δύο διαδηλωτές και τραυματίζουν σαράντα.

Φεβρουάριος του 1997 - Η Άγκυρα απειλή την Κύπρο με εισβολή και κατάκτηση των ελεύθερων περιοχών του νησιού εφόσον η δεύτερη, αγοράσει τους αμυντικούς πυραύλους S-300. Τέτοιου είδους απειλές είναι γνώριμες στην Κύπρο μετά το 1974.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ [PDF]













[PDF]
Η γενοκτονία των Ποντίων

ΤΡΑΝΤΕΛΛΕΝΟΙ



















Να’ σαν την μάναν
που γεννά (δις)
τα τράντα χρόνια μίαν (δις)

κι εφτάει υιόν
Τραντέλλεναν (δις)
και νύφεν γαλοφόραν (δις)
ΑΗΤΕΝ’ ΤΣ ΕΠΑΡΑΠΕΤΑΝΕΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
ΑΚΡΙΤΑΣ ΟΝΤΕΣ ΕΛΑΜΝΕΝ ΕΝΑΝ ΑΣΤΡΕΝ ΕΞΕΒΕΝ
ΕΤΑΙΡΟΝ ΚΙ Η ΛΥΓΕΡΗ ΠΑΡΘΕΝ Η ΡΩΜΑΝΙΑ
ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
ΚΑΛΑΝΤΑΡ΄ΤΣ ΚΑΙ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ ΚΟΡΤΣΟΠΟΝ ΛΑΛ’ ΜΕ
ΣΕΡΑΝΤΑ ΜΗΛΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ΛΕΝ’ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΝ
Τ΄ ΗΛ΄ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΗ ΤΡΙΧΑΣ ΤΟ ΓΕΦΥΡ’
ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑΜ΄ ΕΧΑΣΑ ΤΡΑΝΤΕΛΛΕΝΟΙ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ο Πόντος, γη των ακριτών και προπύργιο του ελληνισμού, αναπτύσσει ενδιαφέρουσα μουσική παράδοση, η οποία διατηρείται ακμαία ακόμη και σήμερα.

Τα τραγούδια του ποντιακού λαού, ένα από τα πιο εξαίρετα μνημεία του ελληνικού λόγου, κινούν την ψυχή τόσο του καλλιτέχνη, όσο και του ακροατή.
Έτσι, δεν είναι νοητό ποντιακό γλέντι, συνάντηση Ποντίων, όπου δεν θα ακουσθούν και δεν θα χορευθούν ποντιακοί χοροί και τραγούδια.
Η λύρα και το τραγούδι καθιερώθηκαν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού όπου ζουν οι Έλληνες Πόντιοι. Ο χορός και το τραγούδι μας συνοδεύουν πάντοτε, σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Γλώσσα, μουσική και χο
ρός αποτελούν τις πιο χαρακτηριστικές μορφές έκφρασης. Γίνεται ομόφωνα δεκτό, οτι αρχικός δημιουργός ενός δημοτικού τραγουδιού είναι ένα άτομο. Συνήθως το άτομο αυτό είναι μάρτυρας ενός συγκλονιστικού γεγονότος, το οποίο προκαλεί συγκίνηση, ευχάριστη ή θλιβερή εντύπωση. Ο μάρτυρας αυτός δοκιμάζει ψυχική δόνηση και την έντονη ανάγκη να εκφραστεί. Έτσι δημιουργείται η έμπνευση και κατασκευάζεται το λαϊκό τραγούδι.

Αν η έμπνευση του ποιητή περιέχει αληθινή συγκίνηση και υλοποιηθεί ποιητικά, έχουμε το πρώτο ξεκίνημα ενός δημοτικού τραγουδιού. Αν είναι πολύ πετυχημένο, ο λαός το υιοθετεί, το μαθαίνει και το διαδίδει.
Υποστηρίζεται και αυτό: ορισμένα λαϊκά ποιητικά δημιουργήματα περνούν μέσα στο λαό και του προκαλούν αρκετό ενδιαφέρον. Υιοθετεί τότε τη βάση τους και ενδεχομένως τα τροποποιεί ή τα συμπληρώνει σε μερικά σημεία τους. Η διάδοση του δημοτικού τραγουδιού γίνεται από γενιά σε γενιά στα πλαίσια της προφορικής διάδοσης.

Και στα ποντιακά τραγούδια φαίνεται, ότι ακολουθήθηκε αυτή η διαδικασία.
Ωστόσο, οι λαϊκοί οργανοπαίχτες του Πόντου, με κυρίαρχο το λυράρη, είναι οι δημιουργοί των περισσότερων ποντιακών τραγουδιών.
Υμνούν τον έρωτα και ψάλλουν τις συμφορές και τους θριάμβους της Φυλής.
Αγέρωχοι και ολοζώντανοι αποτελούν το επίκεντρο του πανηγυριού και της διασκέδασης. Μ' αυτούς ο γάμος γίνεται χαρά. Αναστατώνουν τις ψυχές και κάνουν τις καρδιές να σκιρτούν. Παίζουν και τραγουδούν ενάντια στο θάνατο, υμνώντας ταυτόχρονα την ποντιακή γη και τις ομορφιές της. Νιώθουν βαθιά τον πόνο και τη χαρά της ζωής και εκφράζουν έτσι σωστά την ομορφιά της.
Γίνεται λόγος γι' αυτούς που ξεριζώθηκαν από τον Πόντο με τη λύρα στο χέρι και το τραγούδι στο στόμα.
Η ποντιακή μούσα δεν σταματά ωστόσο εδώ. Απο γενιά σε γενιά μεταδίδεται η αγάπη για το ωραίο, για το γνήσιο, για το παραδοσιακό. Είναι στοιχεία βασικά για τον Πόντιο.
Το ποντιακό τραγούδι μένει διαχρονικό. Οι ιδέες που απασχολούσαν τους Έλληνες του Πόντου φαίνεται να απασχολούν και τα ποντιόπουλα της νέας εποχής, που στρέφονται σήμερα προς τη μούσα των προγόνων και γίνονται λαμπροί συνεχιστές της δοξασμένης παράδοσης. Αντιδρούν, εν γνώσει της σημαντικότητας της παράδοσης, στις μοντέρνες ιδέες, που έχουν ως μόνο σκοπό την αποπλάνηση των νέων ανθρώπων. Αγαπούν το παλιό ποντιακό τραγούδι, και δημιουργούν παράλληλα νέους ποντιακούς σκοπούς, που ομορφαίνουν τη σημερινή μας ζωή.

Η ανάπτυξη του ποντιακού τραγουδιού μπορεί να τοποθετηθεί σε τρεις μεγάλες χρονικές περιόδους:

  1. Τη βυζαντινή περίοδο από τον 10ο αιώνα με τη δράση των Ακριτών του Πόντου μέχρι την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους το 1461. Τα τραγούδια αυτά αποτελούν τα έπη του ακριτικού κύκλου.
  2. Τη μεταβυζαντινή περίοδο, από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, με τα τραγούδια των θρήνων που εκφράζουν από τη μια πλευρά τον πόνο της εθνικής συμφοράς με την άλωση της Πόλης και από την άλλη την κρυφή ελπίδα για την αναγέννηση και αποκατάσταση του έθνους.
  3. Τη σύγχρονη περίοδο. Σ' αυτήν δημιουργούνται όλα τα νεότερα τραγούδια της κοινωνικής ζωής - εορταστικά, ερωτικά, γαμήλια, νανουρίσματα - που αποτελούν την πλουσιότατη συνέχιση ποντιακών παραδόσεων.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα ποντιακά τραγούδια είναι η ποντιακή διάλεκτος. Ελληνικότατη και πλούσια σε εκφραστικότητα.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι μέσα στους στίχους των Ποντίων όλοι είναι <<Έλλενοι>>, όλα τα κάστρα και τα κοντάρια << ελλενικά >>, ενώ οι ήρωες και τα παλικάρια είναι << Τραντέλλενοι >>, δηλαδή τριάντα φορές Έλληνες. Φαίνεται ότι ο Πόντιος καλλιτέχνης είχε πλήρη συνείδηση της εθνικής του ταυτότητας και γνώριζε καλά τις ρίζες του.

Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιεί ο ποντιακός λαός είναι έγχορδα, όπως η λύρα, πνευστά, το αγγείο ή φλογέρα, και κρουστά, το νταούλι. Είναι όργανα παραδοσιακά που τα κατασκευάζουν ειδικοί λαϊκοί τεχνίτες. Είναι τα κυρίως μουσικά όργανα των Ποντίων.
Αποκλειστικός συνοδός του τραγουδιού συχνά είναι η λύρα. Η λύρα, ο λόγος, και η μελωδία, δεμένα σφιχτά με το ρυθμό, μιλούν με τον πιο πειστικό τρόπο στην καρδιά του ποντιακού λαού. Δεν έχουν ανάγκη από επιπλέον καλλιτεχνική κάλυψη.
Σπανιότερη είναι η χρήση άλλων οργάνων, όπως το κλαρίνο, το βιολί.
Είναι προϊόντα της βιομηχανίας και τεχνολογίας και για τον ποντιακό λαό μουσικά όργανα <<δάνεια>>, που σπάνια τα εισάγει στη μουσική του για να την ενισχύσει.

Ο ρόλος των ποντιακών τραγουδιών είναι σημαντικός.
Ως μάρτυρες, αγέρωχοι στο πέρασμα των αιώνων, εξιστορούν τη ζωή, τη λεβεντιά, τη χαρά και τη λύπη, την ελπίδα και τα πάθη των Ποντίων.
Καθημερινοί σύντροφοι ομορφαίναν τις ωραίες στιγμές, αναπτέρωναν την ψυχή σε δύσκολες στιγμές. Έτσι, γίνονται τέλειοι εκφραστές της ζωής τους.
Για τους μεταγενέστερους γίνεται έτσι πιο προσιτή η ιστορία των προγόνων, κατανοείται πιο εύκολα, γίνεται ένα μέρος της ίδιας τους της ζωής, ελπίζουν, χαίρονται και υποφέρουν μαζί τους.

Η δυστυχία που υπέστησαν οι Έλληνες στη γη του Πόντου στάθηκε ως θλιβερή έμπνευση των καλλιτεχνών, και πηγή των θρυλικών τραγουδιών. Η υψηλή ιδέα της ελευθεριάς, της αποτίναξης του απολίτιστου βάρους εμπλούτησε πολλούς τραγουδιστές.
Γίνεται αναπαράσταση των διαφόρων επεισοδίων και των περιστατικών του εθνικού και κοινωνικού βίου. Οι τραγουδιστές θυμίζουν στους ακροατές δόξες του παρελθόντος με τρόπο ολοζώντανο και πλούσιο καλλιτεχνικό πνεύμα. Τους εμψυχώνουν και τους δίνουν την ελπίδα πως και πάλι θα έρθει η ανάσταση του βασανισμένου αυτού ελληνικού πληθυσμού.

Εντυπωσιακό, και γι' αυτό αξιοσημείωτο είναι, ότι ο Πόντιος καλλιτέχνης μέσα στην έσχατη ώρα της απελπισίας του και του θρήνου για την εθνική συμφορά καταφέρνει και δίνει παρηγοριά, αφού αντλεί δύναμη από την ελπίδα για την ανάσταση του Γένους.
Η λαϊκή μούσα υπόσχεται ότι, << Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο..>>, δηλαδή << Το Έθνος κι αν σκλαβώθηκε, θ' αναστηθεί και πάλι.. >> .
Αμέσως μετά την πτώση, ο ποντιακός λαός δεν πέφτει μόνο σε αυτοπαρηγοριά, αλλά οραματίζεται την ανάστασή του.

Φεύγοντας, οι ξεριζωθέντες εγκαταλείπουν την πατρώα γη και όλα τα υπάρχοντά τους. Παίρνουν ωστόσο μαζί τους ιερά κειμήλια και λίγο χώμα από τη γη του Πόντου. Αψηφούν το βάρος και τις αποστάσεις. Είναι κάτι από το είναι τους και δεν πρέπει να το αφήσουν πίσω. Έχουν προπάντων τη δύναμη να κουβαλήσουν μαζί τους όχι μόνο μια απλή ανάμνηση του παρελθόντος, αλλά την ίδια πνευματική κληρονομιά τους.
Η μούσα τους, τους συνόδευει και χρόνια μετά τον απάνθρωπο ξεριζωμό, τους θυμίζει τα χρόνια της ακμής του Πόντου.
Μέσα από το τραγούδι βρίσκουν και πάλι παρηγοριά, όπως και σε προηγούμενες περιστάσεις.

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

1. Λύρα: ΚΕΜΕΝΤΖΈ, το βασικό μουσικό όργανο του Πόντου, περισσότερο διαδεδομένο στον Ανατολικό Πόντο και λιγότερο στον Δυτικό

2. Φλογέρα: ΣΙΛΙΑΎΛΙ (χειλίαυλος) ή ΓΑΒAΛ, το χρησιμοποιούν σε κλειστούς χώρους ελλείψει άλλων οργάνων

3. Ζουρνάς: Χρησιμοποιείται σε ολο τον Πόντο. Συνήθως σε ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης ηχητικής έντασης. Το βασικό όργανο στον Δυτικό Πόντο

4. Νταούλι: ΤΑΟΥΛ, όργανο συνοδείας του Ζουρνά και του Αγγείου (σπανίως της λύρας)

5. Γκάϊντα: ΤΟΥΛΟΎΜ ή ΑΓΓΕΙΟ, χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στον Ανατολικό Πόντο