-Γεωργίου Σκληρού: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Το κείμενο αυτό του Πόντιου από την Κερασούντα Γεωργίου Σκληρού (Κωνσταντινίδη), γράφτηκε λίγο μετά το νεοτουρκικό πραξικόπημα του 1908. Ο Σκληρός θεωρείται πατέρας της ελληνικής μαρξιστικής κοινωνιολογίας και είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τα μαρξιστικά θεωρητικά εργαλεία για να αναλύσει την ελληνική κοινωνία και τον περιβάλλοντα χώρο. Το κείμενο αυτό αναφέρεται σε μια σκοτεινή εποχή, για την οποία αργότερα θα καλλιεργηθουν πλείστοι όσοι μύθοι, που επιζούν έως σήμερα και διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την ιστορική εικόνα που έχουμε για το πρόσφατο παρελθόν. Δημοσιεύεται εδώ για να διευκολύνει μια γόνιμη συζήτηση που έχει ξεκινήσει.
(Ο Ηλίας Κωνσταντινίδης με τα παιδιά του στην Τραπεζούντα. Πρώτος από αριστερά στη δεύτερη σειρά ο Γ. Σκληρός)
«Audiatur et altera pars»
Εισαγωγή
Το ανατολικό ζήτημα κατάντησε και πάλι το φλέγον ζήτημα της ημέρας, και θα
μείνει τέτοιο ίσαμε τη λύση του, από την οποίαν εξαρτάται η τύχη, δηλ. η
πρόοδο και ανάπτυξη των λαών της Ανατολής. Όσο και αν είναι πιθανό
εξωτερικές αιτίες και δυνάμεις απρόβλεπτες να επηρεάσουνε τον κανονισμό του
ζητήματος, κυρίως όμως η πορεία του εξαρτάται από την πολιτική ταχτική, την
οποία θ’ ακολουθήσουν οι κύριοι παράγοντες του ζητήματος, που είναι οι
αμέσως ενδιαφερόμενοι λαοί της Ανατολής, οι πιο πολύ πιεζόμενοι από τη
σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. Αλλ’ ακριβώς αυτή η ταχτική είναι ο κόμπος
του ζητήματος. Γιατί για να χαρακτή η ταχτική ενός ζητήματος, απαιτείται
πρώτα να γνωριστή και να εκτιμηθή η πραγματική θέση του, που πάλι μπορεί να
γίνη μονάχα αφού πρώτα εξεταστή και μελετηθή η γέννηση και υπόστασή του.
Γιατί μονάχα με την ανάλυση κάθε ίσαμε σήμερα όψης ενός ζητήματος μπορεί να
γνωριστή η τωρινή του θέση, και μονάχα στο γνωρισμό της πραγματικότητας
μπορεί να μας δοθή η φάση της κατοπινής εξέλιξής του, και απάνω σ’ αυτή να
βασιστή μια λογική ταχτική.
Με τη γεννητική αυτή μέθοδο θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε κ’ εμείς όσο
μπορούμε συντομώτερα και το ζήτημα της Ανατολής, πρώτα εξετάζοντας τη
γέννηση και εξέλιξή του ίσαμε σήμερα, και ύστερα ορίζοντας τη σημερινή
πραγματική του θέση και προσπαθώντας από τα ίσαμε τώρα δομένα να φανταστούμε
την κατοπινή εξέλιξή του και να υποδείξουμε την ταχτική, που πρέπει, κατά τη
γνώμη μας, ν’ ακολουθήσουνε οι λαοί της Ανατολής, και πρώτα απ’ όλους εμείς
οι Έλληνες απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα.
Πριν όμως προχωρήσουμε στο καθαυτό θέμα μας, ας χαράξουμε λίγες γενικές
γραμμές, απαραίτητες για την ευκολώτερη κατανόηση του θέματός μας.
Όλοι ξέρουμε, πως ένας αμόρφωτος άνθρωπος είναι όχι μονάχα υποκειμενικώτατος
στις κρίσεις του, αλλά και σ’ όλα του «άνθρωπος της στιγμής». Η σκέψη του
δηλαδή, η παρατήρησή του, το ενδιαφέρο του, δεν μπορούν να πάνε μακρύτερα
από το φαινόμενο της στιγμής. Του λείπει εντελώς κάθε βαθύτερη παρατήρηση,
κάθε σύγκριση φαινομένων τωρινών με περασμένα, κάθε γενικώτερη σκέψη για το
βίο, κάθε ανάλυση του εαυτού του, των άλλων και της κοινωνίας. Κέντρο του
παντός είναι ο εαυτός του, και κριτήριο του έξω κόσμου τα υποκειμενικά του
συναισθήματα της κάθε μιας στιγμής. Σ’ αυτά απάνου ρυθμίζει και προσαρμόζει
τον έξω κόσμο. Με δυο λέξεις: μια μηχανική, υποκειμενική φυτοζωΐα της
στιγμής.
Ό,τι γίνεται σ’ έναν αμόρφωτο, δεν μπορεί βέβαια να μη συμβή και σε μια
αμόρφωτη κοινωνία, που βρίσκεται ακόμα στο παιδικό στάδιο της ανάπτυξής της.
Και σ’ αυτήν όλα υποκειμενικά, όλα της στιγμής. Τίποτα το σοβαρό, τίποτα το
βαθύ, το μόνιμο. Κάθε διορατικότητα μέλλοντος λείπει εντελώς. Όλα τα κρίνει
με το μέτρο της στιγμής, δηλαδή το μέτρο των κάθε φορά συναισθημάτων της,
της κάθε φορά ψυχολογικής της κατάστασης, χωρίς κανένα γενικώτερο,
αντικειμενικώτερο πήχυ. Δεν μπορεί να βγη έξω από τις δικές της τοπικές
συνθήκες, την τοπική της λογική τη θεωρεί σαν απόλυτη, και επομένως
υποχρεωτική για όλο τον άλλο κόσμο, μη θέλοντας να καταλάβη, πως όλα αυτά
έχουνε σημασία μονάχα για τον τόπο της, και δεν έχουν τίποτα το κοινό με το
απόλυτον, και με τη λογική άλλων τόπων με άλλες συνθήκες. Και όχι μονάχα δεν
καταλαβαίνει το σχετικόν της λογικής των φαινομένων για τον καθένα τόπο
ξεχωριστά, αλλά μήτε και το σχετικό της λογικής στον ίδιο τόπο, σε διάφορες
όμως εποχές, επειδή οι συνθήκες συνεχώς αλλάζουν. Ακριβώς το φαινόμενο αυτό
της αλλαγής, της εξέλιξης, δεν μπορεί να το χωνέψη το μη αναπτυγμένο μυαλό.
Για τούτο και τα πράγματα τα παίρνει στάσιμα και όχι μεταβλητά, απόλυτα και
όχι σχετικά, φύσει και όχι θέσει.
Σήμερα δεν μπορούμε βέβαια να εξετάσουμε το σπουδαίο θέμα: τι πράγμα
κανονίζει τη διαρκή αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, τη διαρκή εξέλιξη της
κοινωνίας. Θα παρακαλέσουμε μόνο τον αναγνώστη μας, αν θέλη να καταλάβη καλά
την ανάλυση του θέματός μας, να μη ξεχάση τις δυο βάσεις που βάλαμε: Ότι
δηλ. τίποτα δεν είναι στάσιμο, αλλά όλα αλλάζουν, εξελίσσονται διαρκώς, και
ότι τίποτα επομένως δεν μπορεί νάναι απόλυτο, παρά μόνο σχετικό, σύμφωνα με
τις κάθε φορά συνθήκες. Μ’ άλλα λόγια, ότι τίποτα δεν υπάρχει φύσει, αλλά
όλα θέσει.
Ας δούμε τώρα, κατά πόσον οι γενικές θεωρητικές αυτές βάσεις μας
επιβεβαιούνται από την ιστορία:
Όλοι, πιστεύω, θάχουν κάτι ακούσει για την οικονομική, κοινωνική και
ιδεολογική εξέλιξη της Ευρώπης. Όλοι θα ξέρουν, πως πρώτα είχαμε το
γεωργικό, φεουδαλικό καθεστώς, που κυριαρχούσε μέχρι προ λίγου, στην Ευρώπη,
και κυριαρχεί ακόμα σ’ όλη την Ασία. Απ’ αυτό το γεωργικό, φεουδαλικό
καθεστώς, εξελίχτηκε σιγά σιγά το αστικό, εμπορικό και βιομηχανικό, που
δυνάμωσε στο τέλος τόσο πολύ, ώστε ανάτρεψε παντού την ίσαμε σήμερα
πανίσχυρη φεουδαλική απολυταρχία. Από την πρώτη αγγλική επανάσταση του 17
αιώνος, ίσαμε τη σημερινή τουρκική, έχουμε ολόκληρη σειρά αστικών
επαναστάσεων, που σιγά - σιγά σ’ όλα τα ευρωπαϊκά και μερικά ασιατικά κράτη
εστερέωσαν αστικό σύνταγμα και αστικές ελευθερίες και υπόσκαψαν μια για
πάντα τον αριστοκρατικό φεουδαλισμό.
Εννοείται ότι και το σημερινό αστικό καθεστώς δεν είναι η τελευταία λέξη της
κοινωνικής εξέλιξης. Κι’ αυτό σιγά - σιγά θα εξελιχτή σε άλλη, ανώτερη
μορφή. Αυτό όμως, σα ζήτημα πιο μακρινού μέλλοντος, το αφίνουμε, και
εξετάζουμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ του περασμένου φεουδαλικού και του
τωρινού αστικού καθεστώτος.
Σύμφωνα με την αρχή που βάλαμε πάρα πάνου, πως τίποτα δεν είναι αιώνιο και
απόλυτο, αλλά σχετικό ανάλογα με τις συνθήκες της εποχής, μπορούμε εύκολα να
καταλάβουμε, πως μεταξύ της ψυχολογίας, της λογικής, επομένως και ταχτικής
των φεουδάλων και αστών, δεν μπορούσε παρά να υπάρχει διαφορά. Και
πραγματικά στο φεουδαλικό καθεστώς λ.χ. λείπει ολότελα η έννοια της
«πατρίδας» και της «φυλής», που σήμερα, καθώς ξέρουμε, παίζει τόσο σπουδαίο
ρόλο. Το εναντίο η «θρησκεία» και η ιδέα του «πατρός μονάρχου», που λίγο τα
προσέχουμε σήμερα, παίζουν εκεί απόλυτο ρόλο. Δυο άνθρωποι λ.χ. διάφορης
φυλής, αλλά ίδιας θρησκείας, στο φεουδαλικό καθεστώς είναι πολύ πλησιέστεροι
μεταξύ τους, παρά δυο άτομα της ίδιας μεν φυλής και γλώσσας, αλλά
διαφορετικής θρησκείας! Το φαινόμενο αυτό και σήμερα ακόμα μπορεί κανείς να
το απαντήση στις μη ανεπτυγμένες φεουδαλικές κοινωνίες. Και πόσο λίγο είτανε
ανεπτυγμένο το εθνικό συναίσθημα στο φεουδαλικό μεσαίωνα, μας το δείχνει το
πως ολάκερες φυλές και έθνη χαρίζουνταν κληρονομία ή προίκα στους διάφορους
τιμαριούχους φεουδάλους, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία από μέρους αυτών
των φυλών.
Στη σημερινή αστική κοινωνία πάλι, το παν είναι η φυλή, η γλώσσα. Μπορείς
νάχης όποια θέλεις θρησκεία, άμα μιλάς την ίδια γλώσσα, κατάγεσαι από την
ίδια φυλή, αυτό αρκεί για να σε θεωρήσουν αδελφό και να σε προστατέψουν.
Α΄ Η γέννηση και η ιστορία του ανατολικού ζητήματος
Το Βυζάντιο είτανε ένα φεουδαλικό καθεστώς. Τα γνωρίσματά του, όπως σ’ όλα
τα φεουδαλικά κράτη, είταν: γεωργικό καθεστώς, απολυταρχικό κράτος,
θεοκρατία και κληροκρατία. Για φυλές, για εθνικότητες, για γλώσσες, για
ανθρωπιστικές ιδέες ούτε λόγος μπορούσε βέβαια, να γίνη. Όλα μια ομοιόμορφη,
αμόρφωτη μάζα, για να υπηρετούν σε δυο Μολόχ: στο μονάρχη και στον κλήρο,
απαράλλαχτα όπως υπερετούσαν στη λοιπή φεουδαλική Ευρώπη στον αυτοκράτορα
και τον Πάπα. Ήρθανε λοιπόν οι φεουδάλοι Τούρκοι με τον αυτοκράτορα και τον
πάπα τους ενωμένους σ’ ένα πρόσωπο, στο σουλτάνο - καλίφη, και υπόταξαν το
Βυζάντιο. Ας δούμε τώρα τι αλλαγή έγινε κάτου από το νέο καθεστώς.
(Ο Γεώργιος Σκληρός με τη στολή των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής της Μόσχας το 1904)
Η οικονομική κατάσταση της κοινωνίας, δηλ. το γεωργικό καθεστώς, έμεινε η
ίδια, επομένως και η φεουδαλική μορφή του νέου κράτους σε αιώνες έμεινε κι
αυτή ίδια. Η απολυταρχική μορφή της κυβέρνησης και το θεοκρατικό και
κληρικοκρατικό πνεύμα, επίσης το ίδιο. Άλλαξαν μόνο τα πρόσωπα, τα πράγματα
έμειναν αμετάβλητα. Τον Έλληνα αυτοκράτορα διαδέχτηκε ο Τούρκος, επειδή δύο
αυτοκράτορες δεν μπορούσαν βέβαια να υπάρχουνε μαζί σ’ ένα κράτος. Οι
Έλληνες αριστοκράτες αφομοιώθηκαν οι περισσότεροι με τους νέους καταχτητές,
πράμα πολύ φυσικό στην ψυχολογία τους, γιατί ο αριστοκράτης, ύστερα από
πολεμική ατυχία, προτιμά να φιλιωθή και αφομοιωθή με τον αντίπαλό του
αριστοκράτη φεουδάλο, παρά να κατέβη στο «δουλικό επίπεδο» του ομοφύλου του
όχλου, που τον κυβερνούσε ίσαμε τώρα.
Όσο για τη θρησκεία και τον κλήρο, εδώ συνέβηκε κατιτίς εξαιρετικό. Είπαμε
πάρα πάνου, πως για το φεουδάλο το ισχυρότερο ψυχικό γνώρισμα είναι η
θρησκεία, που τη σέβεται ειλικρινά. Αν ο νέος καταχτητής είχε το ίδιο
θρήσκευμα με τους καταχτηθέντες τότε το πράμα θα είτανε απλό: Καταχτητές και
καταχτηθέντες θα ενώνονταν σ’ ένα θρησκευτικό ρεύμα. Επειδή όμως οι
θρησκείες τους είτανε διαφορετικές, έπρεπε ή να υποχωρήση η μια στην άλληνε
με τη βία ή (σύμφωνα με το σεβασμό που είχαν οι φεουδάλοι στο θρήσκευμα) να
αναγνωριστή η θρησκεία του καταχτηθέντος και να του παραχωρηθούν τα ανάλογα
προνόμια. Στη δική μας περίπτωση, για λόγους οικονομικούς και
συμφεροντολογικούς, συνέβηκε το δεύτερο, και ο καταχτητής έδωσε προνόμια στο
Πατριαρχείο.
(Ο Γ. Σκληρός, ο Α. Δελμούζος και ο Γ. Παπανικολάου στην Ιένα, το 1907)
Από ποιες φυλές και από ποιες γλώσσες συνίστατο το υποταχθέν ποίμνιο, λίγο
εννοείται εσκότιζε το φεουδάλο καταχτητή. Όλη την υπόδουλη μάζα τη θεωρούσε
για χριστιανική και έβαλε τον «ουρούμ» πατριάρχη να την ποιμαίνη. Αν
πρόβλεπε ο φεουδάλος σουλτάνος σε τι μπορούσε να εξελιχτή με τον καιρό η
άμορφη αυτή μάζα και τα μπελάδες θα έφερνε στους Οσμανλίδες, δε θάφινε
βέβαια ρουθούνι. Αλλά είπαμε πάρα πάνου, πως σε μη ανεπτυγμένες, φεουδαλικές
κοινωνίες, δεν είναι δοσμένο να βλέπουν πέρα από τη μύτη τους.
Ας δούμε τώρα ποια στοιχεία είχε το καινούριο τουρκικό φεουδαλικό κράτος:
Πρώτα έχουμε τους καταχτητές Τούρκους, τους μεγάλους φεουδάλους, που πήρανε
τις καλύτερες γαίες στα χέρια τους (τσιφλικάδες). Κατόπιν τους χριστιανούς
που καταγίνουνται στη μικρογεωργία, στη μικροβιοτεχνία και στο εμπόριο. Κατά
φυλές έχουμε: Έλληνες, Σλαύους, Βλάχους, Αρβανίτες, Αρμένιδες κ.τ.λ. Απ’
αυτούς άλλοι ζούνε περισσότερο στα μεσόγεια και καταγίνουνται με τη γεωργία
και χτηνοτροφία, (Βλάχοι, Σλαύοι, Αρβανίτες κ.τ.λ.), και βρίσκουνται
επομένως σε κατώτερο στάδιο οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης
(μικροφεουδάλοι), ενώ άλλοι πάλε ζούνε περισσότερο στις παράλιες πόλεις και
καταγίνουνται με το εμπόριο και τις χρηματιστικές εργασίες (Έλληνες,
κάμποσοι Αρμένιδες κ.τ.λ.), επομένως έχουνε μεγαλύτερη οικονομική και
κοινωνική αστική εξέλιξη.
Ώστε έχουμε τις εξής κατηγορίες: Μεγάλοι φεουδάλοι τσιφλικάδες: Τούρκοι.
Μικρογεωργοί και ποιμένες: Σλαύοι, Βλάχοι, Αρβανίτες. Αστοί - έμποροι:
Έλληνες, Αρμένιδες κ.τ.λ. Αυτά εννοείται σε γενικό σχήμα. Μικρές εξαιρέσεις
υπάρχουν βέβαια, αλλά δεν παίζουνε σπουδαίο ρόλο. Οι Έλληνες λοιπόν, σαν
έμποροι αστοί, είτανε το πιο εξελιγμένο στοιχείο της τουρκικής
αυτοκρατορίας. Αυτό ξηγιέται εύκολα αν θυμηθούμε πως οι Έλληνες είχαν τον
παλαιότερο και μεγαλύτερο πολιτισμό απ’ όλες τις άλλες φυλές.
Η υπεροχή αυτή της κοινωνικής εξέλιξης των Ελλήνων μας ξηγά εύκολα γιατί οι
Έλληνες είτανε οι πρώτοι που δοκίμασαν ν’ αποτινάξουν τον τουρκικό
φεουδαλικό ζυγό. Η ανώτερή τους μόρφωση, η αστική τους υπόσταση και το
μεγάλο ιστορικό παρελθόν δεν τους επιτρέπανε να κοιμούνται, αλλ’
υποδαυλίζανε την ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας. Και με την πρώτη κατάλληλη
στιγμή, από τη μια με την επίδραση της μεγάλης γαλλικής επανάστασης, του
αστικού αναβρασμού της Ευρώπης, κι από την άλλη με τη βοήθεια εξαίρετης
οικονομικής θέσης, κηρύξανε τη επανάσταση.
Η θέση του Ελληνισμού σε όλο το διάστημα της δουλείας και στον καιρό της
επανάστασης, σαν υποδούλου πιεζόμενου, είτανε θέση εκτάκτως επαναστατική.
Όλη η ψυχολογία της ρωμιοσύνης δεν μπορούσε επομένως παρά να είτανε
φιλελεύθερη, ριζοσπαστική, επαναστατική. Τα τραγούδια του Ρήγα μπορούν να
δείξουν σε τι ύψος φιλελεύτερου και δημοκρατικού φρονήματος είχε φτάσει
τότες το ελληνικό πνεύμα με την επίδραση της δουλείας και της πίεσης απ’ τη
μια μεριά και της αστικής επαναστατικής ιδέας της εποχής από την άλλη.
Αρμένηδες και Τούρκοι, Βουλγάροι και Ρωμιοί
Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή
για την ελευτεριά μας να ζώσουμε σπαθί!
Κατόπιν εννοείται, με την αλλαγή των συνθηκών το βαρόμετρο του Ελληνισμού
έπεσε. Αλλά και τότες όλοι οι Έλληνες δεν είχαν βέβαια την ευρύτητα της
δημοκρατικής πνοής του Ρήγα και των λίγων φωτισμένων οπαδών του. Το
μεγαλύτερο μέρος του Έθνους την ελευθερία την περιώριζε στην εθνική
ανεξαρτησία των Ελλήνων από το ζυγό των Τούρκων. Αυτό είναι και φυσικό, όχι
μόνο για τις συνθήκες της εποχής, αλλά και γιατί σ’ όλες τις επαναστάσεις ο
πολύς όγκος του λαού ποτέ δεν μπορεί να φτάση στο ύψος της δημοκρατικής
μειονοψηφίας.
(Ο Γ. Σκληρός ήταν θεατρόφιλος, από την εποχή ακόμα που ζούσε στην Τραπεζούντα. Από την έποχή αυτή είναι το τετράδιό του, όπου είχε αντιγράψει το έργο του Δ. Κορομηλά, “Η τύχη της Μαρούλας”)
Οι Έλληνες λοιπόν σαν έθνος σηκώθηκαν για ν’ αποχτήσουν την εθνικής τους
ανεξαρτησία. Η αστική λέξη «πατρίς», η οποία αντηχούσε από τους νικηφόρους
στρατούς της επαναστατικής δημοκρατικής Γαλλίας απ’ άκρη σ’ άκρη της
Ευρώπης, αντήχησε τώρα δυνατά και από το Μαλέα ίσαμε το Δούναβη. Εδώ όμως
συνέβη κάτι τι αξιοπαρατήρητο: Οι Έλληνες επειδή διοικούσαν εκκλησιαστικά
και πνευματικά τους άλλους ορθοδόξους λαούς της Τουρκιάς (Σλαύους, Βλάχους
κ.τ.λ.), που, σα γεωργοί μικροφεουδάλοι δεν είχαν ακόμα καμμιά εθνική και
φυλετική συνείδηση, τους θεωρούσαν για δικούς τους, για αληθινούς Έλληνες,
και επομένως κηρύξανε και σ’ αυτούς το κήρυγμα της Ελληνικής παλιγγενεσίας.
Έτσι βλέπουμε την Επανάσταση ν΄ αρχίζη από τη Βλαχιά, σαν από τόπο Ελληνικό.
Οι Έλληνες εταύτισαν τη χριστιανικήν ιδέα με την Ελληνική· αντίληψη εντελώς
φεουδαλική και φυσική για την τότε φεουδαλική εποχή. Η επανάσταση όμως του
Δούναβη δεν πέτυχε, επειδή οι Βλάχοι και οι Σλαύοι κοιμούντανε ακόμα το
βαθύ τους φεουδαλικό ύπνο, για τους λόγους πούπαμε παρά πάνου, και δεν
είτανε ακόμα ώριμοι για αστικά, πατριωτικά κινήματα. Αλλά και αν ακόμα
είτανε ώριμοι και πρόβαιναν σε εθνική επανάσταση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως
το κίνημά τους θα το κάνανε στο όνομα, όχι της ελληνικής, αλλά της δικής
τους εθνικής ιδέας, πράμα που έγινε καθώς ξέρουμε στερνότερα. Η επανάσταση
πέτυχε μονάχα σ’ εκείνο το μέρος, όπου είτανε πιο μαζεμένος ο ελληνικός
πληθυσμός.
Έτσι γεννήθηκε η σημερινή Ελλάδα.
Οι Έλληνες όμως το έργο της αναγέννησης της «μεγάλης Ελλάδας» δεν το
θεωρήσανε ακόμα τελειωμένο. Η «Μεγάλη Ιδέα» έπρεπε να πραγματοποιηθή σιγά
σιγά. Μονάχα προσωρινή ανακωχή έγινε και σιγά σιγά έπρεπε να ελευτερωθούνε
και τάλα υπόδουλα μέρη της «σάπιας Τουρκιάς». Αυτό είτανε το πρόγραμμα του
αναγεννηθέντος Ελληνισμού. Η ανταρτική και φιλελεύθερη ψυχολογία του δεν
έπαψε, βλέπετε, ακόμα. Η θέση του ξακολουθεί να είναι επαναστατική.
Γλήγορα όμως αρχίζουν νέα γεγονότα, βγαίνουν στη μέση νέοι παράγοντες που
αλλάζουν τη φορά των πραγμάτων, παράγοντες που επιδρούνε στην ψυχολογία και
στην ταχτική του Ελληνισμού, και την αναγκάζουν ν’ αλλάξη ολότελα, ν’ αφίση
δηλ. την ίσαμε τώρα ανταρτική και φιλελεύτερη στάση της και να γίνη
συντηρητική. Η θέση λοιπόν του Ελληνισμού από επαναστατική γίνεται
συντηρητική, πισωδρομική. Αυτό είναι το περιεργότερο και σπουδαιότερο σημείο
στην εξέλιξη της ψυχολογίας της νεωτέρας Ελλάδας, που ξηγά πολλά πράγματα
και που δυστυχώς κανείς δεν μπόρεσε σύγκαιρα να διαγνώση και ξηγήση σωστά.
Τότε μονάχα θα μπορούσε να βαστάξη η Ελλάδα ίσαμε τώρα την επαναστατική και
φιλελεύθερη ψυχολογία της, αν δεν βγαίνανε στη μέση νέοι εξωτερικοί
παράγοντες, ζητώντας το δικαίωμα της «εθνικής τους ύπαρξης» με καταστροφή
της μεγάλης Ιδέας του Ελληνισμού. Μόλις ο Ελληνισμός αποφάσιζε να λάβη
εχτρική στάση απέναντι των «εθνικών τάσεων» των νέων γειτόνων, και τούτο όχι
τόσο απάνου σε πραγματική δύναμη, όσο σε «ιστορικούς λόγους» και «ιστορικά
δίκαια», δεν μπορούσε παρά να δημιουργήση πισωδρομική, συντηρητική
ψυχολογία.
Ο Ελληνισμός αρνιότανε στους άλλους ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ιερό και όσιο για
τον εαυτό του. Για να μην ιδή τη μεγάλη του Ιδέα εντελώς καταστραμένη άρχισε
να εύχεται κρυφά να μείνουν όλα στάσιμα, να διαρκέση αιωνίως το άθλιο
φεουδαλικό καθεστώς της Τουρκίας. Το πως το τέτοιο είτανε αδύνατο, το πως η
εξέλιξη αργά ή γλήγορα θα έφερνε αστική επανάσταση στην Τουρκία και πλήρη
πολιτική χειραφέτηση των διαφόρων φυλών του Αίμου, και πως επομένως θα
είτανε καλύτερο μια για πάντα ν’ αφίση τα «ιστορικά δίκαια» και λοιπά
μορμολύκεια και να λάβη την πραγματικότητα όπως είναι, αυτό ποτέ δε θέλησε,
μήτε μπόρεσε να το σκεφτή ο Ελληνισμός, επειδή, όπως είπαμε, σε μη
ανεπτυγμένες κοινωνίες λείπει η επιστημονική μόρφωση, και επομένως δεν τους
είναι δοσμένο να καταλαβαίνουν την πραγματικότητα και να προβλέπουν το
μέλλον.
(Κάρτα που έστειλε ο Γ. Σκληρός από την Ιένα, στην αδελφή του Όλγα στην Τραπεζούντα τον Απρίλιο του 1907)
Τραγική η μοίρα των κοινωνιών και εθνών, που η ιστορία τα αναγκάζει, χωρίς
να το θέλουν και να το συναισθάνουνται, να παίρνουν συντηρητική, πισωδρομική
θέση. Μπορεί νάχουν όλα τα προτερήματα, νάναι έξυπνες, ν’ αποχτήσουν
εξωτερική μόρφωση μεγάλη, και όμως χωρίς να το συναισθάνουνται να είναι
συντηρητικές από φόβο μήπως αντίθετη φιλελεύθερη πολιτική τα αναγκάση να
αναγνωρίσουν δικαιώματα και στους άλλους, που θα ισοδυναμούν με τελειωτικό
χάσιμο της ιδίας φανταστικής ιδιοχτησίας.
Καλύτερα μεγάλα όνειρα -έστω και ουτοπιστικά- παρά μικρή πραγματικότητα. Να,
η τραγική ψυχολογία των εθνών που είχαν άλλοτε μεγάλη ιστορία και
παραδόσεις. Τραγική ψυχολογία, που κατ’ ανάγκην οδηγεί το έθνος αυτό σε
ουτοπιστική, ψεύτικη εχτίμηση της πραγματικότητας, επομένως και εσφαλμένη,
ολεθρία πολιτική ταχτική. Τέτοια είτανε όλη τη ταχτική του Ελληνισμού, και
τα αναπόφευκτα, ολέθρια αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα ολοφάνερα. Η
πραγματικότητα μας εκδικείται τρομερά. Ούτε ένας φίλος! Όλοι εχτροί! Γιατί
σε όλους αρνιότανε ο Ελληνισμός το δικαίωμα της ύπαρξης.
Έτσι, αντίθετα από μας, βλέπουμε τα νέα έθνη, τα χτες ακόμα εντελώς βάρβαρα,
που όμως χάρη στην πιεζόμενη, επομένως και επαναστατική τους θέση, έχουν την
ευκολία να παίζουν το ρόλο φιλελευτέρων, ριζοσπαστικών κοινωνιών, βλέπουμε
αυτά τα ίδια έθνη, που στον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης κοιμούντανε το
βαθύ, φεουδαλικό τους ύπνο, να αρχίζουν να παίζουν τον επαναστατικό τους
ρόλο, και να κορδώνουνται απέναντι του κόσμου σα φύσει τάχατες φιλελεύτερα,
αντίθετα προς τους φύσει δήθεν συντηρητικούς Έλληνες. Και ο ευρωπαϊκός
κοσμάκης τα πιστεύει, επειδή κι αυτός κρίνει με το μέτρο της στιγμής,
θαμπώνεται απ’ το φαινόμενο που βλέπει μπροστά του, λίγο ενδιαφερόμενος για
την ιστορία, και θέλοντας όλα τα πράγματα να τα πάρει φύσει και όχι θέση.
Έτσι κατάντησε τον τελευταίο καιρό να πιστέψουνε πως ο Έλληνας είναι φύσει
συντηρητικός, και τα άλλα έθνη του Αίμου φύσει φελελεύτερα, χωρίς να
κοιτάξουνε το προσωρινό τού φαινομένου, που προσπαθήσαμε να εκθέσουμε.
Ενώ λοιπόν οι Έλληνες βρίσκονταν ακόμα στον επαναστατικό τους οίστρο,
φανταζόμενοι πως σ’ όλη την Ανατολή υπάρχουν μόνο δύο έθνη, οι Έλληνες και
οι Τούρκοι, και πως οι τελευταίοι έπρεπε να υποχωρήσουν στην ορμή της
μεγάλης Ελλάδας, οι Ρουμάνοι ιδρύσανε την ηγεμονία τους, και το 1848 έκαναν
την αστική τους επανάσταση, ή μάλλον την αστική τους μεταπολίτεψη. Το μόνο
που μπορέσαν να πουν οι Έλληνες σ’ αυτό είταν, πως όλοι οι Ρουμάνοι είτανε
«εκρουμανισθέντες Έλληνες!».
Ύστερα από 25 πάνου κάτου χρόνια οι Βούλγαροι κάμανε το πρώτο βήμα της
αστικής εθνικής τους παλιγγενεσίας: ζητήσανε εκκλησιαστική χειραφέτηση από
το Ελληνικό Πατριαρχείο, σχεδιάζοντας με δαύτη και την εθνική τους
αναγέννηση. Φαινόμενο αναπόφευκτο, φυσικό και τόσο δίκαιο, όσο δίκαιες είναι
και οι εθνικές χειραφετήσεις της Ελλάδας και των άλλων εν γένει λαών. Στον
19 αιώνα, αιώνα κατ’ εξοχήν της αναγέννησης της εθνικής συνείδησης των λαών,
μπορούσαν οι Βούλγαροι να ξακολουθούν το μεσαιωνικό, φεουδαλικό τους ύπνο,
υποταγμένοι αιώνια πολιτικώς στους Τούρκους και εκκλησιαστικώς
(=πνευματικώς) στους Έλληνες; Όχι βέβαια. Οι Έλληνες όμως δεν μπόρεσαν να
καταλάβουν ορθά τη σημασία του βουλγαρικού κινήματος, και μοιραία πήρανε
απέναντί του εχτρική στάση.
Τραγική ιστορική μοίρα. Οι Έλληνες μη θέλοντας, ή μάλλον μη μπορώντας να
ιδούν με απροκατάληπτα μάτια τη βαθύτερη σημασία του βουλγαρικού ζητήματος,
έδιναν σ’ αυτό επιπόλαιες εξηγήσεις, παίρνοντας διάφορα προσχήματα για
αιτίες: Φταίνε οι ραδιουργίες της Ρωσίας, η στάση του Πατριαρχείου, η
πολιτική του Φαρμακίδη κ.τ.λ. Αντί να γίνη φιλικός συμβιβασμός, ήρθε μοιραία
το σχίσμα, που περισσότερο υποβοήθησε τον εθνικό ξεχωρισμό και την
αναγέννηση των Βουλγάρων. Σε λίγο έγινε και το στερνότερο αναπόφευκτο και
φυσικό βήμα, η πολιτική χειραφέτηση των Βουλγάρων και η ίδρυση της ηγεμονίας
τους.
Κ’ εδώ οι Έλληνες, αντί να φιλιωθούν με το αναπόφευκτο γεγονός, και αντί να
πάρουν απέναντί του θετική δράση, προτίμησαν να πονοκεφαλούν με τις
επιπόλαιες εξηγήσεις του πράγματος, και να ξεθυμαίνουν σε βρισιές και
ολολυγμούς. Κ’ ενώ τούτοι παρηγοριόντανε με τις φωνές, οι Βούλγαροι ήσυχα
έχτιζαν το βασίλειό τους, έτοιμοι στην πρώτη περίσταση να εκδικηθούνε… Τα
πάρα κάτου τα ξέρουμε και τα εννοεί κανείς εύκολα με την άποψη που πήραμε.
(Ο Νίκος Γιαννιός υπογράφει εκ μέρους του Σοσιαλιστικού Κέντρου της Αθήνας την παραλαβή των αντιτύπων του Σκληρού “Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού“
Παρόμοια εφεκτική τάση τηρήσανε οι Έλληνες και απέναντι των απελευθερωτικών
τάσεων των Αρμενίδων, αν και οι τάσεις αυτές δεν αγγίζανε τόσο τη σφαίρα της
μεγάλης ελληνικής ιδέας.
Τη βαθύτερη σημασία των αρμενικών σφαγών ούτε σήμερα ακόμα δεν την κατάλαβαν ορθά οι Έλληνες. Το εναντίο, οι Βούλγαροι δείξανε σημεία ζωηρής συμπάθειας, και η Σόφια είτανε το καταφύγιο των Αρμένιδων επαναστατών. Στο εξωτερικό, τα επαναστατικά κομιτάτα των Αρμένιδων, Βουλγάρων και Νεοτούρκων βρίσκονταν σε διαρκή συνεννόηση για τα μέσα της ανατροπής του άθλιου καθεστώτος του Χαμίτ και της εφαρμογής αστικών μεταρρυθμίσεων. Οι Έλληνες ή αγνοούσαν, ή δεν καταλάβαιναν ορθά τη βαθύτερη σημασία όλων αυτών των τάσεων. Όλοι αυτοί είτανε για κείνους «ψευτοεπαναστάτες». Ποτέ έθνος δεν είχε πάθει τόση
εθελοτυφλία κι ανικανότητα να καταλάβη την πραγματικότητα όσο το Ελληνικό,
για τούτο όμως και ποτέ έθνος δε βρέθηκε ξαφνικά τόσο απροετοίμαστο μπροστά
σε ολέθρια γι’ αυτό γεγονότα, όπως αυτό.
Την ίδια επιπόλαιη στάση που πήρε απέναντι των ορθοδόξων κρατών του Αίμου,
πήρε, εννοείται, και απέναντι της Τουρκίας. Κ’ εδώ τέλεια ανικανότητα να μπη
βαθύτερα στη ρίζα των φαινομένων και να μαντέψη το μέλλον. Τη σαπίλα του
φεουδαλικού συστήματος του Χαμίτ τη θεωρούσε όχι προσωρινό φαινόμενο,
προσωρινή αρνητική θέση, αλλά αιώνια κατάσταση, φύσει τάχατες στους
Τούρκους, στους μουσουλμάνους. Είναι τώρα σάπια η Τουρκία; Άρα πάντα θα
είναι σάπια· θεραπεία δεν υπάρχει· ετοιμοθάνατος που τον προσμένει
διαμελισμός. Κ’ η κληρονομία του ιστορικά ανήκει μόνο στην Ελλάδα, την
άλλοτε κυρίαρχη. Άλλως τε ο Πορθητής μας έδωσε τα «μεγάλα προνόμια», που
καμιά δύναμη, καμιά εξέλιξη δεν μπορεί να τ’ αλλάξη! Ώστε απ’ αυτό το μέρος
είμαστε εξασφαλισμένοι. Οι Τούρκοι δε θα μας πειράξουν ποτέ. Είμαστε σχεδόν
σύμμαχοι μαζύ τους. Τους επίφοβους Βουλγάρους ας κοιτάξουμε! Και δόσ’ του
τσακώματα για εκκλησίες, για παρακκλήσια και για πέντε δέκα ψευτοέλληνες
πατριαρχικούς, και δόσ’ του φόνους και κακό στη Μακεδονία. Μεγαλύτερη μυωπία
αδύνατο να φανταστή κανείς, μυωπία, που, όπως θα ιδούμε πάρα κάτω, ωφέλησε,
εννοείται, μόνο τους Τούρκους.
Η τουρκική επανάσταση είτανε ένα μεγάλο ξάφνιασμα για τους Έλληνες, δυστυχώς
όμως μόνο ξάφνιασμα και όχι μάθημα. Τα έθνη δε διδάσκουνται και δε
μορφώνουνται, βέβαια, σε λίγους μήνες. Έτσι, ποτές έθνος δε βρέθηκε σε
τέτοια δύσκολη θέση όπως το Ελληνικό απέναντι της Τουρκικής Επανάστασης. Δεν
ήξερε αν έπρεπε να χαρή ή να λυπηθή. Τα «ζήτω» των Ελλήνων για το Σύνταγμα
δεν μπορούσαν να έχουν κείνον το βαθύ ενθουσιασμό, επειδή αποπίσω κρύβουνταν
ένας αόριστος φόβος μπροστά στο μέλλον ενός νέου καθεστώτος, που μήτε το
περίμεναν, μήτε και εργαστήκανε να το δημιουργήσουν.
Β΄Η σημερινή θέση και η προσεχής εξέλιξη του ζητήματος
Εάν η Ελλάδα είχε στοιχειώδη κοινωνική μόρφωση, θα καταλάβαινε αμέσως,
αναφορικά με την Τουρκική Επανάσταση, δυο πράγματα: α) Ότι το Σύνταγμα όχι
μονάχα είναι μια ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης και πολιτισμού, και επομένως
επιθυμητό, αλλά και αναπόφευκτο, γιατί η ιστορία δε γνωρίζει παράδειγμα
έθνους και κοινωνίας, που να έμεινε αιωνίως στο φεουδαλικό απολυταρχικό
καθεστώς. Αφού λοιπόν είναι αναπόφευκτο, κάθε εχτρική στάση εναντίον του
είναι δονκιχωτική ματαιοπονία, που μόνο ζημία φέρνει, επειδή απορρουφά τις
δυνάμεις σε ουτοπιστική διεύθυνση. Το μόνο ορθό λοιπό είναι η αναγνώριση
του αναπόφευκτου γεγονότος και η εξεύρεση κατάλληλης θετικής ταχτικής
απέναντί του. β) Επειδή το αστικό Σύνταγμα, σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα
έχη την πολιτική αναγέννηση και το δυνάμωμα της Τουρκίας από τη μια, και το
άνθισμα του αστικού σωβινιστικού πατριωτισμού των Τούρκων από την άλλη,
αναγκαστικά θ’ αλλάξη και όλη η υπόσταση της Τουρκίας, όλη της η στάση
απέναντι της Ευρώπης, των γειτόνων κρατών και των υποτελών ξένων φυλών. Ο
ασθενής της χτες, όχι μόνο θα λείψει πλέον, αλλά στον τόπο του θα μπη ένας
νέος, γερός και γιομάτος σφρίγος παράγοντας, που θα υπερτερή κατά πολύ στη
δύναμη όλους τους άλλους παράγοντες της Ανατολής. Η αλλαγή λοιπόν των
συνθηκών αναγκαστικά πρέπη να φέρει αλλαγή των σχέσεων των διαφόρων
παραγόντων της Ανατολής αναμεταξύ τους. Η εμφάνιση νέου εχτρού, πολύ πλέον
επικίντυνου και πολυπληθέστερου και σωβινιστικού, που φοβερίζει εξ ίσου την
εθνική υπόσταση των άλλων φυλών (γατί πρώτος όρος του αστικού πατριωτισμού
είναι να μην ανέχεται δίπλα του άλλονε ξένον πατριωτισμό) αναγκαστικά πρέπει
να φιλιώσει τους χτες εχτρούς, για κοινή άμυνα εναντίον τού νέου επικίντυνου
αντιπάλου.
Αλλ’ ας ιδούμε πρώτα ποια είναι η δυνατή εξέλιξη τού ανατολικού ζητήματος.
Σ’ αυτό η Ιστορία δείχνει τρία ανάλογα κράτη: τη Ρωσσία, Αυστρία και
Πρωσσία. Κράτη με ανάμιχτο πληθυσμό όπως η Τουρκία. Η πολιτική όμως των
τριών αυτών κρατών απέναντι των υποτελών φυλών διαφέρει αναλόγως της δύναμης
τής κυριαρχούσας φυλής. Στην Πρωσσία λ.χ. η κυριαρχούσα φυλή είναι τόσο
ισχυρότερη και υπερέχει όχι μόνο στον πολιτισμό αλλά και στον αριθμό, ώστε
έχει όλη την ευκολία να πιέζη τους υποδούλους Πολωνούς και να τους εμποδίζη
την εθνική τους εξέλιξη. Έτσι η πολωνική εθνικότητα σφαγιάζεται με τον
απανθρωπότερο τρόπο στο μονοπώλιο της «γερμανικής πατρίδας». Κι αυτό γίνεται
όχι γιατί οι Γερμανοί είναι δήθεν φύσει απάνθρωποι, όπως φωνάζουν οι
Πολωνοί, αλλά γιατί η θέση τους είναι τέτοια, θέση ισχυρού απέναντι
αδύνατου. Και όλα τα ζητήματα στον κόσμο είναι ζητήματα δυναμικά. Μήπως οι
ίδιοι οι Πολωνοί στη Γαλικία δεν πιέζουνε εθνικώς τους αδύνατους Ρουσίνους;
Μήπως κι αυτοί οι υπερπολιτισμένοι και φιλελεύτεροι Άγγλοι δεν πιέζουν τους
Ιρλανδούς; Τι περιμένετε λοιπόν από τους άλλους; Όλα είναι ζητήματα δύναμης,
ζητήματα θέσης και όχι φύσης.
Ας έρθουμε στο δεύτερο παράδειγμά μας, στην Αυστρία.
Εδώ έχουμε αντίστροφους όρους: Όσο οι πολυάριθμοι υπόδουλοι λαοί κοιμούντανε
το φεουδαλικό τους ύπνο, οι σχετικά ολιγάριθμοι κυρίαρχοι γερμανοί,
επωφελούμενοι του ανώτερου πολιτισμού τους, κατορθώσανε να επιβάλουν σ’
όλους μια «γερμανική πατρίδα», με μια ενιαία γλώσσα και ενιαίο γερμανικό
πολιτισμό. Με το αστικό όμως ξύπνημα των λαών της τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι
οι πολυάριθμοι υποτελείς λαοί της ζωντάνεψαν και άρχισαν να απαιτούνε τα
αστικά, εθνικά δικαιώματά τους: γλώσσα, πανεπιστήμιο, τοπική αυτοδιοίκηση
κ.τ.λ., με μια λέξη εθνική αυτοτέλεια. Οι Αυστριακοί Γερμανοί βρέθηκαν τόσο
λίγοι, και επομένως τόσον ανίσχυροι απέναντι του όγκου των εξεγερθέντων
υποτελών τους (Ούγγρων, Πολωνών, Τσέχων, Κροατών, Ιταλών κ.τ.λ.), ώστε
αναγκάστηκαν βαθμηδόν να ενδώσουν και να υποχωρήσουν εις όλες σχεδόν τις
απαιτήσεις τους. Κ’ εδώ, βλέπετε, ζήτημα δυναμικό.
Όσο για τη Ρωσσία, κ’ εκεί βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο. Όσο πριν από την
επανάσταση, ένοιωθε τον εαυτό της απολύτως ισχυρόν, επίεζε κτηνωδώς όλους
και πολιτεύονταν δόλια εκρωσσιστική πολιτική στην Πολωνία, στον Καύκασο και
παντού. Και αυτόν τον ανώτερο γερμανικό πολιτισμό των κυβερνείων της
Βαλτικής προσπάθησε να καταστρέψη, εκρωσσίζουσα δια της βίας το
Πανεπιστήμιον της Δορπάτης, μετατρέπουσα τον λαμπρόν αυτόν φάρον της
ελεύθερης επιστήμης σε εστία ταπεινής μούχλας. Επιτέλους ο σωβινισμός της
ρωσσικής κυβέρνησης έφτασε σε σημείο να καταργήση τα πολιτικά προνόμια του
μεγάλου δουκάτου της Φιλλανδίας, τα οποία εσεβάστηκαν επί ένα σχεδόν αιώνα
τόσοι αυτοκράτορες.
Με την έκρηξη όμως της ρωσσικής επανάστασης και την καταφανή αδυναμία της
κυβέρνησης στο ρωσσοϊαπωνικό πόλεμο, εξεγερθήκανε όλοι οι υποτελείς λαοί και
ζητήσανε τα εθνικά τους δίκαια, βοηθούμενοι αυτή τη φορά στον απελευτερωτικό
τους αγώνα και από τους Ρώσσους επαναστάτες. Η ρωσσική κυβέρνηση πολεμούμενη από παντού, και βλέποντας την αδυναμία της, άρχισε τις υποχωρήσεις. Στους Φιλλανδούς επέστρεψε την πρώην πολιτική τους ελευθερία και τα ιδιαίτερα
εθνικά τους προνόμια. Στους Πολωνούς υποσχέθηκε σχετικές μεταρρυθμίσεις και
εθνικές υποχωρήσεις, στους λοιπούς λαούς ανάλογες παραχωρήσεις. Μόλις όμως
ετελείωσε τον πόλεμό της με την Ιαπωνία και έσπασε τις δυνάμεις των
επαναστατών, επαναφέρουσα έτσι την πρώτη της δύναμη, όχι μονάχα δεν
εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις της απέναντι των Πολωνών και λοιπών λαών, αλλά και
αυτή την ελευθερίαν των Φιλλανδών άρχισε να υποσκάφτη και να φοβερίζη πάλι.
Το παράδειγμα αυτό της Ρωσσίας μας δείχνει επίσης με τον κλασσικώτερο τρόπο,
πως όλα είναι ζητήματα ισορροπίας δυνάμεων. Στο μέλλον βέβαια και η Ρωσσία
και η Πρωσσία θαναγκαστούνε να μιμηθούνε το παράδειγμα της Αυστρίας,
αναγκαζόμενες σε τούτο από τη φορά της κοινωνικής εξέλιξης, γιατί σε βοήθεια
των πιεζομένων εθνικοτήτων έρχεται νέος επίκουρος σύμμαχος, η πολυπληθής
τάξη των εργατών, το πολιτικό πρόγραμμα των οποίων όχι μόνο δεν πιέζει, αλλά
σέβεται και υποστηρίζει τα εθνικά και φυλετικά ιδεώδη όλων των εθνικοτήτων,
όσο αυτά δε χρησιμεύουνε για τη καταπίεση άλλων.
Αυτό όμως είναι, βέβαια, ζήτημα υστερνότερης κοινωνικής εξέλιξης. Για το
παρόν έχουμε δυο παραδείγματα ταχτικής: από τη μια μεριά της Ρωσσίας και
Πρωσσίας, της πολιτικής δηλαδή της πίεσης, και από την άλλη της Αυστρίας,
της πολιτικής του σεβασμού των εθνικών δικαιωμάτων των υποτελών λαών.
Ποιά από τις δυο πολιτικές θ’ ακολουθήση η Τουρκία;
Το ζήτημα είναι, βέβαια, όχι ζήτημα λογικής και δικαιοσύνης, αλλά δύναμης.
Είναι ένα παιχνίδι σκάκι, στο οποίο θα νικήση όποιος έχει περισσότερες
φιγούρες και περισσότερη τέχνη. Οι Τούρκοι, εννοείται, έχουν συμφέρο να
κοιτάξουνε το παράδειγμα της Ρωσσίας και όλο θ’ αναφέρουν το τι γίνεται στη
«μεγάλη Γερμανία». Οι Χριστιανοί το εναντίο, όσοι δε θέλουν να χάσουνε τα
σκολειά τους και τ’ άλλα εκπολιτιστικά τους προνόμια, έχουν συμφέρο να
δείχνουν το παράδειγμα της Αυστρίας.
Αλλά οι ακαδημαϊκές αποδείξεις μονάχα, δε λύνουνε βέβαια το ζήτημα.
Χρειάζεται και ανάλογη ζωτική δύναμη, όπως τις υποστηρίξει στην ανάγκη. Όχι
ιερεμιάδες μόνο για τα φεουδαλικά «προνόμια» του Πορθητή, αλλά θετική αστική
δράση, σύμφωνη με το πνεύμα και την ταχτική του αστικού μας αιώνα, δράση και
πάλη διαπνεομένη όχι από περασμένο φεουδαλικό πνεύμα και στηριζομένη σε
ιστορικά μόνο δικαιώματα και προνόμια, αλλά ζωντανή πάλη, βασιζομένη σε
πραγματική σημερνή δύναμη, διεξαγομένη εν ονόματι σημερνών φιλελευθέρων και
εκπολιτιστικών αστικών ιδεών, παρόμοια με ανάλογη πάλη άλλων ζωτικών φυλών
της Τουρκίας και της Ευρώπης.
(Το αγγελτήριο θανάτου του Γ. Σκληρού)
Η αναλογία των πραγματικών δυνάμεων θα λύση, εννοείται, το ζήτημα. Αν οι
Τούρκοι αποδειχτούνε τόσο ισχυροί και πολυπληθείς απέναντι των άλλων λαών
της Τουρκίας, όσοι οι Γερμανοί απέναντι των Πολωνών ή οι Ρώσσοι απέναντι των
λοιπών υποτελών τους, τότε κατά φυσική ανάγκη θα θριαμβεύση η πολιτική του
Τουρκικού σωβινισμού και της εθνικής καταπίεσης των άλλων λαών. Αν το
εναντίο οι τουρκικές δυνάμεις φανούν αρκετά ανίσχυρες απέναντι του
συνασπισμένου όγκου των λοιπών υποτελών Χριστιανών, τότε θα υπερισχύσει η
πολιτική της εθνικής αυτοτέλειας των διαφόρων λαών. Όταν λέμε «δύναμη», δεν
εννοούμε, βέβαια, μόνο τον αριθμό των εκατομμυρίων, αλλά και το επίπεδο της
οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης των διαφόρων φυλών, το επίπεδο της
μόρφωσης της κυριαρχούσας φυλής, και πρώτα απ’ όλα το επίπεδο της πολιτικής
μόρφωσης και πείρας ολονών, το οποίο θα ρυθμίση την ταχτική και πολιτική
δράση καθενός.
Επίσης σπουδαίο ρόλο θα παίξουνε στο ζήτημά μας και τα γειτονικά ομόφυλα
χριστιανικά κράτη του Αίμου, που η τύχη τους είναι δεμένη με την τύχη των
ομοφύλων τους υποτελών λαών της Τουρκίας. Στο ισοζύγιον επομένως των
διαμαχομένων δυνάμεων της Ανατολής πρέπει πάντοτε να κοιτάζουνται και οι
δυνάμεις των κρατών του Αίμου. Η ταχτική των κρατών αυτών αναμεταξύ τους και
των ομοφύλων τους υποτελών λαών απέναντι της κυριαρχούσας τουρκικής φυλής
και αναμεταξύ τους θα ορίση και τη διεύθυνση ολάκερου του ανατολικού
ζητήματος. Γιατί δεν πρόκειται πλέον να εξακολουθήσουμε τα μαλώματα για τη
διανομή του δέρματος της άρκτου, που τη νομίζαμε ετοιμοθάνατη, αλλά
πρόκειται να σώσουμε οι ίδιοι το πετσί μας από την αγριότητα της ζωντανής
πλέον αρκούδας. Και θα είτανε πραγματικά δονκιχωτισμός του πιο κακού είδους,
αν σε στιγμή που η αρκούδα απλώνει τα νύχια της για να κατασπαράξη με τη
σειρά έναν ένανε από τους χτεσινούς αυτοκλήτους κληρονόμους της, οι
απειλούμενοι αυτοί κληρονόμοι εξακολουθούσαν να τρώγουνται αναμεταξύ τους
από συνήθεια και από ανάμνηση του χτεσινού τους μαλώματος.
Ας ρυθμίσουμε λοιπόν γνωστικά τη μέλλουσα πολιτική μας!
(Το τηλεγράφημα με το οποίο ο Στέφανος Πάργας ανήγγειλε το θάνατο του Σκληρού στο Νίκο Γιαννιό)
Καιρός πια να καταλάβουμε όλοι μας, πως δεν αξίζει τον κόπο να χαλνούμε τον
κόσμο για μερικές χιλιάδες σλαυόφωνους ψευτοέλληνες χριστιανούς
πατριαρχικούς, γιατί αργά ή γρήγορα θα τους χάσουμε. Στον 20 αιώνα, όπου η
ιδέα της γλώσσας και της φυλής είναι το παν, και όπου και η ιδέα της
θρησκείας ξεθυμαίνει, είναι αδύνατο να βαστάξης αλλόφυλο ή αλλόγλωσσο, εν
ονόματι της θρησκείας μονάχα. Είναι αστείο για μια φούχτα αμφιβόλων Ρωμιών,
που έτσι κι αλλιώς θα μα φύγουν, να καταστρέφουμε τα ζωτικά συμφέροντα
εκατομμυρίων αγνών Ελλήνων, μαλλώνοντας με τους φυσικούς μας σύμμαχους.
Καιρός πια να κάνη ο Ελληνισμός μια αποκάθαρση και συγκέντρωση των
πραγματικών του δυνάμεων, απαρνούμενος οικειοθελώς κάθε αμφίβολη χτήση του,
που δεν αντιπροσωπεύει πια πραγματική αξία, αναγκάζει όμως τον Ελληνισμό να
παίρνη συντηρητική στάση, γυρεύοντας να σταματήση τον τροχό της ιστορίας και
μαλλώνοντας με όλο τον κόσμο. Βλέπουμε σήμερα πόσο ολέθριο στάθηκε το
ιστορικό αυτό σύστημα και τι πανωλεθρίες μας έφερε!
Πρέπει εξάπαντος ν’ αρχίσουμε νέα θετική πολιτική, ταχτική της
πραγματικότητας, αν θέλουμε να σωθούμε και να μη χάσουμε και αυτό πούχουμε.
Πρέπει εξάπαντος στο μέλλον να ρυθμίσουμε την πολιτική μας και τις ορέξεις
μας σύμφωνα με τις πραγματικές δυνάμεις πούχουμε και όχι με ιστορικά
μεγαλόσχημα κολοκύθια, που δεν τα αναγνωρίζει απολύτως κανείς.
Εάν οι χριστιανοί φανούν τόσον ηλίθιοι, ώστε να εξακολουθούν να τρώγουνται
μεταξύ τους «φεουδαλικώ τω τρόπω» για πέντε ψευτοεκκλησίες, ψευτοέλληνες και
ψευτοβουλγάρους, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι Τούρκοι θα επωφεληθούν
της δονκιχωτικής αυτής πάλης των χριστιανών και θα τσεκουρώσουν ξεχωριστά
έναν έναν. Οι Τούρκοι θα προσπαθούν, εννοείται, να βάζουν διαρκώς τους
Χριστιανούς να τρώγουνται αναμεταξύ τους για μοναστήρια, και παρεκκλήσια,
υποθάλποντας το ίσαμε σήμερα άσπονδο μίσος Ελλήνων και Σλαύων, σύμφωνα με
την αρχή: Διαίρει και βασίλευε. Άλλο τόσο όμως συμφέρον έχουν και οι
Χριστιανοί να μην πέσουν στην παγίδα των Τούρκων και να καταλάβουν μια για
πάντα ότι με το νέο καθεστώς οι συνθήκες άλλαξαν εντελώς, επομένως πρέπει ν’
αλλάξη και η ταχτική! Ότι οι μικρές διχόνοιες για εκκλησιαστικά ζητήματα
είναι τίποτε, συγκριτικά με τον καινούριο μεγάλο εθνικό και εκπολιτιστικό
κίντυνο, που διατρέχουν όλοι εξ ίσου, και αυτά τα ομόφυλα κρατίδια του
Αίμου, από το νέον ισχυρόν, σφριγώντα, πολεμοχαρή και πολυπληθέστερο εχθρό,
ο οποίος, βέβαια, έχει όλους τους λόγους να μη αγαπά κανέναν από αυτούς,
επειδή όλοι εξ ίσου ζητούν να υποστηρίξουν την εθνικήν τους αυθυπαρξίαν.
Επομένως μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων (Ελλήνων,
Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών, Βλάχων κτ.λ.) σε ένα πολιτικό συνασπισμό, και
μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου θα
μπορέση να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να
βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των Νεοτούρκων σε ομαλά όρια, κι
από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες Δυνάμεις που θα έχουν ίσως όρεξη
για φασαρίες, πως το ζήτημα της Ανατολής είναι ζήτημα μονάχα των λαών της,
που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα
για την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του
πολιτισμού ολάκερης της Ανατολής.
Το κείμενο αυτό του Γεωργίου Σκληρού δημοσιεύτηκε στο:
και απ’ αυτό έχουν παρθεί οι φωτογραφίες.