Πόλεις
ΑΜΙΣΟΣ (SAMSUN)
Η σημερινή Σαμψούντα της Τουρκίας, πόλη του δυτικού Πόντου, στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Αλλά και η λέξη Σαμψούντα έχει τη ρίζα της από την Αμισό:
εις Αμισόν - σ’Αμισόν - σ’Αμσόν - Σαμψούν
Η Αμισός τον 19ον αιώνα είχε περί τις 1000 οικογένειες. Απ’ αυτές 500 οικογένειες ήσαν Ελληνικές και 150 Αρμενικές. Είχε δυο Ελληνικές συνοικίες. Η πρώτη συνοικία ονομαζόταν συνοικία Καδίκιογλου και είχε 350 σπίτια. Είχε δυο εκκλησίες και δυο σχολεία. Το ένα σχολείο ήταν καθαρά Ελληνικό και το άλλο ήταν αλληλοδιδακτικό. Η δεύτερη συνοικία είχε 150 οικογένειες, με ένα Ελληνικό σχολείο και ένα αλληλοδιδακτικό, ως επίσης και ένα Παρθεναγωγείο. Η γύρω επαρχεία είχε περί τους 8000 κατοίκους, από τους οποίους ήσαν 2000 Έλληνες Τουρκόφωνοι.
Υπήρχαν, επίσης και τα παρακάτω κοινωνικά ιδρύματα: Η Φιλόπτωχος Αδελφότης (Ορθοδοξία ), η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών, ο Πανευξείνειος Ελληνικός Σύλλογος (Αναγέννησις ), ο Μουσικός Σύλλογος (Ορφεύς ), η Ελληνική Εμπορική Λέσχη, η Αδελφότης (Πατριάρχης Φώτιος ο Ομολογητής ), ο Πολιτικός Σύλλογος (Περικλής ), ο Σύλλογος των Οινοέων, ο Σύλλογος των Σινωπέων και το Σωματείων των καπνεργατών. Στην Αμισό εκδιδόταν και η εφημερίδα (Φως ), στην αρχή εβδομαδιαία και έπειτα δυο φορές τη βδομάδα.
Ήταν αποικία των Μιλησίων και έπειτα των Αθηναίων, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα Πειραιάς . Είχε πλήθος ερειπίων. Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου έγινε τζαμί. Η Αμισός ήταν έδρα διοικητού, υπό την γενική διοίκηση Τραπεζούντας. Μετά το 1914 άρχισε η ραγδαία ελάττωση και ο πλήρης εξαφανισμός του ελληνικού και Αρμενικού πληθυσμού της Αμισού, εξαιτίας των διωγμών και της γνωστής οργανωμένης γενοκτονίας, που άρχισαν με τον πρώτο μεγάλο πόλεμο και τέλειωσαν με τη σύμβαση της ανταλλαγής, Γενάρη του 1923. Όσοι από τους 20000 Έλληνες κατόρθωσαν να επιζήσουν, είτε σε εξορίες και φυλακές, είτε στην πόλη (ελάχιστα γυναικόπαιδα και γέροι), με την ανταλλαγή ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη.
ΑΜΑΣΕΙΑ (AMASYA)
Πόλη του δυτικού Πόντου κάπου 130 χιλιόμετρα στα νότια της Αμισού (Σαμψούντας). Περιβάλλεται από απόκρημνα όρη και διασχίζεται από τον ποταμό Ίρη. Στις πλαγιές του βουνού που ορθώνεται στα βόρεια της πόλης, σώζονται, μέχρι και σήμερα, οι λαξευτοί τάφοι των βασιλιάδων που προκαλούν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των επισκεπτών. Η πόλη επικοινωνούσε με δύο γέφυρες, οι οποίες έγιναν αργότερα πέντε, αρκετά μοντέρνας κατασκευής.
Οι κάτοικοι της Αμάσειας ήταν περίπου 14000 χιλιάδες, πολύ τραχείς και κατά πλειοψηφία Τούρκοι. Υπήρχαν περίπου 600 οικογένειες Αρμενίων και 100 οικογένειες Ελλήνων τουρκόφωνων.
Πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα και γνωστή από τα αρχαία χρόνια η Αμάσεια υπήρξε, στην ελληνιστική περίοδο, πρωτεύουσα του βασιλείου των Μιθριδατών, στη ρωμαϊκή, πρωτεύουσα ομώνυμης ρωμαϊκής επαρχίας και στα βυζαντινά χρόνια, έδρα μητροπολιτικής περιφέρειας. Ιδιαίτερα όμως η πόλη αυτή μας είναι γνωστή για τα φριχτά (δικαστήρια ανεξαρτησίας) του Κεμάλ Ατατουρκ και τις εξοντωτικές φυλακές που στήθηκαν και χτίστηκαν εκεί ειδικά για την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Από το Γενάρη του 1921 μέχρι την ανταλλαγή (1923) πέρασαν από τις υγρές φυλακές της Αμάσειας όλοι οι Έλληνες που διακρίνονταν στο εμπόριο, στον πλούτο, στις επιστήμες, στη κοινωνική ζωή και προέρχονταν απ’ όλες τις περιοχές του Πόντου. Το Σεπτέμβρη του 1921 καταδικάστηκαν με σύντομη και συνοπτική διαδικασία, και εκτελέστηκαν (δι’ αγχόνης) στο κέντρο της πόλης: οι Έλληνες καθηγητές και μαθητές του ελληνοαμερικανικού κολεγίου Μερζουφούντα, 52 χωρικοί από την Κάβζα, και υπόδικοι από Τοκάτ, Φάτσα, Τσορούμ, Αμισό, Πάφρα και αλλού. Συνολικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν γύρω στα 180 άτομα.
ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ (GIRESOUN)
Αρχαιότατη ελληνική πόλη, που ιδρύθηκε το Ζ΄ αι. π.χ., σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του (Κύρου Ανάβασης), από τους Σινωπείς. Το όνομά της το οφείλει στο σχήμα δύο κεράτων τα οποία σχηματίζει ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή στα δάση των Κερασιών, που αφθονούν στην περιοχή της. Σήμερα η πόλη αποκαλείται από τους Τούρκους Κιρεσόν. Λέγετε ότι, τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης, ο Λούκουλλος μετέφερε από την πόλη το δέντρο κερασιά στην Ιταλία, όπου δεν υπήρχε προηγουμένως. Στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών, η Κερασούντα είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας τους. Πιθανολογείτε ότι κυριεύτηκε από τους Τούρκους εφτά χρόνια μετά την Τραπεζούντα, το 1468, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο.
Κατά την απογραφή του 1913, η Κερασούντα είχε 30000 κατοίκους, από τους οποίους οι Έλληνες ήταν 17000, 3500 οικογένειες, περίπου, οι Αρμένιοι 3000, οι Τούρκοι 7000 και οι διάφορων άλλων εθνικοτήτων 3000.
Το 1915, στις αρχές του μήνα Μαίου, οι Τούρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για τον αποδεκατισμό των Αρμενίων. Τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων άρχισαν το 1919, με τη σύλληψη 80 προκρίτων και εξεχόντων μελών της ελληνικής κοινωνίας της Κερασούντος. Την εντολή για τη σύλληψή τους έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν, ο σφαγιαστής των Κερασουντίων.
Οι Έλληνες αποτελούσαν πάντοτε την πλειοψηφία των κατοίκων της Κερασούντος. Οι συνοικίες, όπου ζούσαν, ήταν:
* Η συνοικία Κόκκαρη, στον ανατολικό τομέα της πόλης. Εδώ βρισκόταν η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, ο Άγιος Νικόλαος.
* Η συνοικία Σάιτας. Σ’ αυτήν βρισκόταν ο ναός της Αγίας τριάδας, η μικρότερη εκκλησία της Κερασούντος που ήταν παράλληλα και η εκκλησία του χριστιανικού νεκροταφείου.
* Η συνοικία Λιμένη, στο δυτικό τομέα της πόλης, όπου υπήρχε ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
* Η συνοικία Τσιναρλάρ, αμιγώς ελληνική.
* Η συνοικία Μπεγιούκ Παχτσέ, με οικογένειες ελληνικές και τούρκικες.
* Η συνοικία Τσιρόνη, στην παραλία της πόλης, κατοικούμενη αποκλειστικά από Έλληνες.
* Η συνοικία Γενί Γκιολ, με πληθυσμό μεικτό (Έλληνες και Τούρκους).
* Η συνοικία Υψηλόν, αμιγώς ελληνική, στο ανατολικό τμήμα της πόλης.
* Η συνοικία Φανάρι, στο δυτικό τμήμα της πόλης, αμιγώς ελληνική.
ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ (GUMUSHANE)
Πόλη του ν. Τραπεζούντας και έδρα της επαρχίας Χαλδίας, κάπου 100 χιλ. νότια της Τραπεζούντας. Λεγόταν και Κιουμουσχανέ, σαν τόπος αργύρου, για τα πλούσια μεταλλεία αργύρου που είχε άλλοτε η πόλη και όλη η περιοχή. Η πόλη λεγόταν επίσης Καν και ο κάτοικος Κανέτες-Κανέτσα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αργυρούπολης εγκαταστάθηκαν εκεί αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας και γρήγορα έγινε κέντρο μεταλλωρύχων. Πρώτος ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄ , ο σύζυγος της Ποντίας Γκιούλ-Μπαχάρ από τη Λιβερά, έδωσε πολλά προνόμια στους αρχιμεταλλουργούς και η πόλη είχε αναπτυχθεί σε κέντρο ελληνισμού. Είχε τότε 60000 κατοίκους, το εμπόριο και οι τέχνες προόδεψαν και η Αργυρούπολη και όλη η Χαλδία βρισκόταν σε ακμή. Δείγμα της ανάπτυξης ήταν και η κοπή νομισμάτων με το όνομα Κιουμουσχανέ. Εκεί αναπτύχθηκε άριστα και η χρυσοχοία, η αγιογραφία και άλλες τέχνες. Βέβαια τον πλούτο και την ευμάρεια ακολούθησε η πνευματική ανάπτυξη. Είχε αλληλοδιδακτικό Σχολείο και Ελληνική Σχολή.
Δυστυχώς μετά την ακμή ακολουθεί και η παρακμή. Έλειψαν τα τεχνικά μέσα εκμετάλλευσης των μεταλλείων, ανακαλύφθηκαν νέα πλούσια μεταλλεία στο Ακ-Δαγ-Ματέν και στην Άργονη και επακολούθησε μεγάλη μετοίκιση μεταλλουργών Αργυρουπολιτών στα νέα μεταλλεία.
Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1914-1922 λίγοι Αργυρουπολίτες κατέφυγαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μακεδονία. Ένα μέρος αυτών εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Νάουσα όπου μετέφεραν και πολλά κειμήλια των ιερών ναών της Αργυρούπολης αλλά και την πολύτιμη βιβλιοθήκη του φροντιστηρίου, με σπάνια χειρόγραφα και βιβλία. Σήμερα λειτουργεί άριστα αυτή η βιβλιοθήκη και αποτελεί κόσμημα για την πόλη της Νάουσας.
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ (TRABZON)
Η ωραιότερη πόλη του Πόντου, η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, το τελευταίο καταφύγιο του Ελληνισμού. Η Τραπεζούντα ιδρύθηκε το 756 π.χ. για πρώτη φορά από Ίωνες αποίκους. Έζησε δόξες, καταστροφές, τιμές και θυσίες, αλλά έμεινε και στάθηκε Ελληνική επί 2678 χρόνια μέχρι το 1922 όταν και αναγκάστηκε ο Ελληνισμός της να καταφύγει στην Ελλάδα. Την πόλη την στάλισαν όλοι και όλες οι εποχές με διαφορετικά κτίσματα.
Η Τραπεζούντα στην παρακμή της, τον 19ο αιώνα είχε μόνο 4200 οικογένειες. 1200 οικογένειες ήταν Ελληνικές, 500 Αρμενικές και 180 αρμενοκαθολικές, 20 διαμαρτυρόμενες, 2100 Περσικές, Ευρωπαικές και Οθωμανικές. Μαζί με τα προάστιά της είχε περίπου 31000 κατοίκους, δηλαδή 6500 οικογένειες. Είχε 4 αλληλοδιδακτικά σχολεία Δημόσια, δύο Παρθεναγωγία, την Ελληνική Σχολή (Φροντιστήριο) και άλλα ιδιωτικά Σχολεία. Αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν 700 μαθητές στα αλληλοδιδακτικά, 250 στο Παρθεναγωγείο, 220 στο Φροντιστήριο και 150 στα ιδιωτικά. Δηλαδή αρχές του 20ού αιώνα τπήρζαν 1250 σπουδαστές στην Τραπεζούντα. Η διοίκηση των σχολείων γινόταν από το ανώτατο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο άλλαζε κάθε δύο χρόνια και είχε ένα πρόεδρο και Εφορεία με τρία μέλη. Η ανώτερη Ελληνική κοινωνία της Τραπεζούντας φρόντιζε πάρα πολύ για τα Σχολεία, τις εκκλησίες και γενικά την κοινωνική ζωή. Ο Ελληνισμός συντηρούσε την α) Φιλόπτωχο Αδελφότητα, και β) Αδελφώτητα Κυριών η Μέριμνα, η οποία σπούδαζε με έξοδά της άπορα παιδιά και ένα σπουδαστή στην Θεολογική Σχολή. Ιδιαίτερη κίνηση έδινε η Λέσχη με τις διαλέξεις που γίνοταν εκεί. Ο Σύλλογος (Πρόνια), στην Κωνσταντινούπολη ενίσχυε τα Σχολεία της Τραπεζούντας. Από δημόσια υγεία η Τραπεζούντα ήταν σε καλή κατάσταση, χάρη στα 15 λουτρά που διέθετε. Ιδιαίτερη αξία για την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο έχει το όνομα του Φροντιστηρίου, η Σχολή από την οποία έβγαιναν οι δάσκαλοι του Πόντου. Το Φροντιστήριο στεγαζόταν σε ένα πολύ μεγάλο κτίριο με τρία πατώματα. Η ίδρυδή του, χάνεται μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Βγήκε ακριβώς μέσα από το σκοτάδι για να γίνει ο φάρος του απομακρισμένου Ελληνισμού. Γνωστό είναι ότι στην εποχή του Γεωργίου Υπομενά, είχε η Σχολή το ίδιο όνομα. Κατ’ άλλους ιδρύθηκε η Σχολή το 1682 από τον Τραπεζούντιο δάσκαλο Σεβαστό Κιμινήτη.
Η βιβλιοθήκη είχε βιβλία του Γεωργίου Υπομενά, Σκίβα, Σεβαστού ως επίσης και χειρόγραφα εκκλησιαστικών κανόνων του Βαλσαμώνος. Η αξία των χειρογράφων ήταν πολύ μεγάλη λόγω της αρχαίας γραφής. Είχε ακόμα Ευαγγέλια, εκκλησιαστικά βιβλία και νεώτερα χειρόγραφα, του Σεβαστού Κυμινήτου, Ηλία Κανδύλη και άλλα. Όλες τις εποχές έβγαιναν από την Σχολή νέοι που ευδοκιμούσαν στο εμπόριο, τα γράμματα και την εκκλησία.
ΣΑΝΤΑ
Η Σάντα ήταν στην αρχαιότητα γνωστή ως Σίνται. Βρίσκεται σε απόσταση 10 ωρών (με τα πόδια) ΝΑ της Τραπεζούντας.Ήταν μια ομάδα από 7 χωριά Ελληνικά.
* Πιστοφάντων 300 σπίτια
* Τσακαλάντων 53 σπίτια
* Ισχανάντων 260 σπίτια
* Τερζάντων 200 σπίτια
* Πινατάντων 60 σπίτια
* Κοζλαράντων 60 σπίτια
* Ζουρνατσάντων 120 σπίτια
Οι κάτοικοι ήταν ψηλοί, τολμηροί μα ωραίες φυσιογνωμίες. Η μορφωτική και εκπαιδευτική κίνηση αυξήθηκε πάρα πολύ μετά το 1900 και κατάντησε σε ένα είδος ευγενούς συναγονισμού ανάμεσα στα διάφορα χωριά.
Προσπαθούσαν να πάρουν τους καλύτερους απόφοιτους του Φροντιστηρίου. Οι ενορίες Ισχανάντων και Πιστοφάντων είχαν 3 – 4 δασκάλους. Το 1905 – 06 από τους 121 μαθητές της Α΄ Γυμνασίου ήταν 21 Σανταίοι (στην Τραπεζούντα). Έγινε μεγάλη κίνηση με διαλέξεις και θέατρα. Υπήρχε και αναγνωστήριο (η Μελέτη), η οποία έγινε το 1908.
Σήμερα, σ’ όλη αυτή την έκταση κατηκούν μόνο 150 Τούρκοι, κι αυτοί ήρθαν από αλλού. Όσο για τις εκκλησίες σχεδόν όλες είναι ερειπωμένες ή μισοερειπωμένες. Μόνο το παρεκκλήσι της Αγ. Κυριακής, μεταξύ Πιστοφάντων και Ζουρνατσάντων, διατηρείται, και τούτο, γιατί έγινε τζαμί.
ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ (SEBINKARAHISAR)
Η Νικόπολη ήταν έδρα του υποδιοικητού υπό την διοίκηση της Σεβάστειας. Εδά είχε την έδρα του και ο Μητροπολίτης Νεοκαισάρειας. Είχε περίπου 1600 οικογένειες. Από αυτές 500 οικογένειες ήταν Αρμενικές και 100 οικογένειες Ελλήνων Τουρκόφωνων. Η περιοχή είχε όμως πολλά Ελληνόφωνα χωριά. Οι Αρμένιοι είχαν καλές εκκλησίες και Σχολεία.
ΙΜΕΡΑ
Η Ίμερα ήταν χτισμένη σ’ ένα μαγικό και ειδυλλιακό τοπίο, με 2000 μ. περίπου υψόμετρο και υγιεινότατο κλίμα. Τα βουνά της γειτονεύουν με την βουνοσειρά Θήχη, απ’ όπου οι μύριοι του Ξενοφώντα, αντικρίζοντας τη θάλασσα της Τραπεζούντας, φώναξαν (θάλαττα, θάλαττα). Στα πολύ παλιά χρόνια η γύρω περιοχή ήταν κατάφυτη από πυκνά δάση και οργιώδη βλάστηση.
Ογδόντα περίπου χιλιόμετρα την χωρίζουν από την Τραπεζούντα και τριάντα από την Αργυρούπολη. Η γλώσσα της Ίμερας όπως και της Κρώμνης ήταν η πιο καθαρή αρχαιοπρεπής διάλεκτος του Πόντου. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο πληθυσμός της έφτανε τις 500 οικογένειες, προτού οι κάτοικοί της αρχίσουν να μεταναστεύουν στη Ρωσία. Πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο είχε περίπου 300 οικογένειες, που περιορίστηκαν όμως σε 120 μόνο, κατά την περίοδο του ξεριζωμού. Στα μέσα του 19ου αιώνα είχε γύρω στους 750 κατοίκους από τους οποίους οι 690 ήταν χριστιανοί Έλληνες, 50 κρυπτοχριστιανοί και 10 μουσουλμάνοι. Η Ίμερα είχε πλήρες τετρατάξιο δημοτικό ελληνικό σχολείο.
Πολλές τοποθεσίες είχαν η καθεμιά δικό της χαρακτηριστικό όνομα: Το Γουρνόπον, το Σκυλοφούρκ, το Τσεφόπον, το Γαζοκόλ, το Βαθύν τ’ Ορμίν, το Τραπεζόλιθον, το Ζούμωτρον, το Λευκέν, το Λιμνίν, ο Καστρόλιθον, η Αερεμίτσα, τη Ποπά τα Ραχία, τη Καμελή, τα Πεγαδόπα, κ.α. Πάνω από την Ίμερα, υπήρχε μοναστήρι γυναικών, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου με 15 καλογριές.
Ενορίες:
Στο κέντρο του χωριού ήταν η ενορία Ζιτράντων, με καθεδρικό Ναό την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στα Κάτω Ίμερα ήταν η ενορία Καθημερετίων, με εκκλησία τον Άγιο Γεώργιο. Στα Άνω Ίμερα ήσαν οι ενορίες Τσακαλινάντων και Χαλτογιαννάντων, με εκκλησία τον Άγιο Δημήτριο. Οι ενορίες Ζουβακάντων και Γιαννάντων είχαν εκκλησίες τον Άγιο Βασίλειο και τον Άγιο Γεώργιο. Η ενορία Θωμάντων, που απείχε από το κέντρο του χωριού, νότια, περίπου 45’ λεπτά, είχε εκκλησία τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Αμφίεση:
Η καθαριότητα ήταν εμφανής και στο ρουχισμό, είτε στα παλιά χρόνια που φορούσαν τσαρούχια, παντελόνι από τσόχα, ζουπούναν, κοντές (κοντή εσθήτα), φοτάν, καμίς, πιστιαμπάλ (ποδιά), σπαλέρ γουτνίν (προστήθιο μεταξωτό), ζωνάρ, είτε όταν εξευρωπαίστηκε η φορεσιά.
Παρχάρια:
Τα σπουδαιότερα παρχάρια της Ίμερς ήσαν το Ζούμωτρον, το Λευκέν, τα’ Ομάλ’, τα Μουζενίτκα, τα Κωλονάτκα και τα Βάζια.
Οι Ιμεραίοι, μετά την καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης 75 οικ., στη Νεάπολη Κοζάνης 60 οικ., στη Νέα Ίμερα (Σαλτικλή) Ξάνθης 50 οικ., στον Κεχρόκαμπο (Τάροβα) Καβάλας 20 οικ., στην Κορομηλιά (Σλίβενι) Καστοριάς 15 οικ., μέσα στην Θεσσαλονίκη 60 οικ.και στον Πειραιά, την Αθήνα και αλλού.
ΚΡΩΜΝΗ
Κωμόπολη της επαρχίας Χαλδίας στο νομό Τραπεζούντας. Βρίσκεται στο όρος Παρύαρδη, ανατολικά των Ποντικών ορέων, σε απόσταση 16 ωρών (με τα πόδια) στα νότια της Τραπεζούντας και 5 ωρών ΒΑ της Αργυρούπολης. Το υψόμετρο της περιοχής της ανέρχεται σε 2000 μ. Στα βόρεια συνορεύει με το οροπέδιο της Ματσούκας και το χωριό Λαραχανή, ανατολικά με το οροπέδιο της Σάντας, στα νότια με τα χωριά Γήμερα, Λιβάδι, Λυκάστι, και δυτικά με τα χωριά Παρτίν, Βαρενο΄ύ, Μουσάντων, Πουσίον κ.α.
Ο πληθυσμός της Κρώμνης υπολογίζεται ότι, το β’ μισό του 19ου αιώνα, ανέρχεται σε 1000 περίπου οικογένειες, δηλ. κάπου 6000 άτομα, ενώ τις παραμονές της ανταλλαγής κατεβαίνει στις 250.
Ενορίες:
Σιαμανάντων, Μαντζάντων, Φραγκάντων, Γλούβενα, Ζεμπερέκια, Σιαινάντων, Αληθινός, Μόχωρα, Σαράντων, Κωδωνάντων, Ρακάν, Τσαχματάντων, Ρουσταμάντων, Νανάκ και Λωρία.
Είναι αξιοπρόσεχτο ότι η ελληνική (ποντιακή) εξακολουθεί να μιλιέται μέχρι σήμερα, από λίγους βέβαια, γέρους της περιοχής. Να σημειωθεί, ακόμη, ότι οι πολλές εκκλησίες της Κρώμνης δεν έχουν βεβηλωθεί εσκεμμένα και σκόπιμα μετά το 1923, αλλά κατέρρευσαν από έλλειψη, και μόνο, φροντίδας, ενώ προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σ’ όλη την έκτασή της υπάρχει μόνο ένα τζαμί.
ΜΟΥΖΕΝΑ
Χωριό της περιοχής Αργυρούπολης. Βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της περιφέρειας Μούζενας και κατοικούνταν από περίπου 70 οικογένειες. Το χωριό είχε τους εξής 4 συνοικισμούς: Στεφανάντων με 17 οικ., Λογιζάντων με 15 οικ., Αδαμάντων με 14 οικ., και Γεράντων με 6 οικ.
Η Μούζενα γειτόνευε με το Σταυρίν και την Άνω Ματσούκα και ήταν από τα πιο φτωχά χωριά της περιοχής. Το έδαφός της ήταν άγονο, ανώμαλο και βραχώδες και – το κυριότερο- δεν διέθετε αρκετό νερό, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να είναι αναγκασμένοι να υδρεύονται, με ανοιχτό αυλάκι, από το χωριό Σπενταμόνια. Είχε δημοτικό σχολείο και εκκλησία, του ‘ι- Γιάννη. Όσοι κάτοικοι δεν ξενιτεύονταν ασχολούνταν με την γεωργία.
ΟΙΝΟΗ (UNYE)
Η Οινόη ήταν η ωραιότερη επαρχεία της Τραπεζουντιακής Αυτοκρατορίας. Είχε αρκετά προνόμια και χριστιανό Διοικητή. Τον 18ο αιώνα ήταν διοικητής ο γνωστός Σάββας Πασάς. Είχε 1700 οικογένειες από τις οποίες 800 ήσαν Ελληνικές, οι υπόλοιπες ήσαν Αρμενικές και Τουρκικές οικογένειες. Είχε αλληλοδιδακτικό σχολείο με 300 μαθητές και Ελληνικό με 300 μαθητές. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με το εμπόριο και την γεωργία.
ΠΛΑΤΑΝΑ
Τα Πλάτανα ήταν μικρή κωμόπολη με 300 οικογένειες Ελληνικές. Είχαν καλή οργάνωση με δύο εκκλησίες. Η εκκλησία του Ταξιάρχου, ήταν από την εποχή των Κομνηνών. Η δεύτερη ήταν του 19ου αιώνα. Είχε δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία και ένα Ελληνικό. Στα οροπέδιά της έμεναν οι Θοανοί (Τόνιαλι). Αυτοί ήσαν Ελληνικής καταγωγής, αλλά είχαν γίνει Τούρκοι μετά την άλωση. Ήσαν αρκετά βάρβαροι, αλλά με ωραία φυσιογνωμία Ελληνική και χορούς Ελληνικούς. Η γλώσσα τους είχε πλήθος Ελληνικών λέξεων.
ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΚΗ
Η Πουλαντζάκη ίσως να είναι η αρχαία Πολεμωνιάς. Αυτή είχε στην αρχή του 20ου αιώνα 350 οικογένειες μόνο Ελληνικές. Είχε αλληλοδιδακτικό σχολείο και ένα καθαρά Ελληνικό σχολείο και μια μεγαλοπρεπή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Οι κάτοικοι είχαν γίνει με την βία Μωαμεθανοί, αλλά μετά τα Κριμαϊκά έγιναν πάλι χριστιανοί. Για την αλλαγή αυτή βασανίστηκαν πολύ από τους Τούρκους, ώσπου ο Νικόλαος Ταυρόπουλος πήγε στην Τραπεζούντα και με την βοήθεια των Ευρωπαϊκών Προξενείων τους δόθηκε το δικαίωμα να είναι χριστιανοί.
ΣΟΥΡΜΕΝΑ
Τα Σούρμενα ονομάζονται από τον Αρειανό Σουσάρμενα. Ήταν μια σειρά χωριών με 1600 οικογένειες Χριστιανών στα παράλια, ενώ στα βουνά έμεναν άγριοι Μωαμεθανοί. Οι Χριστιανοί των Σουρμένων είχαν σχολεία. Η κύρια ασχολία τους ήταν το εμπόριο.
ΠΑΦΡΑ (BAFRA)
Πόλη κτισμένη πάνω στην οδό Σινώπης-Σαμψούντας, στη δεξιά όχθη του Άλυος. Οι κάτοικοί της ήταν Τούρκοι (περίπου 7000), Έλληνες (περίπου 3000) και Αρμένιοι (1000-2000). Εκτός από τους ντόπιους υπήρχαν και οικογένειες καταγόμενες από την Καππαδοκία, όπως και από άλλες πόλεις του Πόντου. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τουρκόφωνοι. Στην πόλη πριν τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, λειτουργούσαν εκπαιδευτήρια διαφόρων βαθμίδων: νηπιαγωγείο (400 νήπια), οκτατάξια αστική σχολή (160 μαθητές), πεντατάξιο παρθεναγωγείο (80 μαθήτριες) και τριτάξιο αρρεναγωγείο στη συνοικία Ισαακλή (40 μαθητές). Υπήρχε, επίσης, θέατρο 400 θέσεων. Ο μητροπολιτικός ναός της πόλης ήταν αφιερωμένος στην Αγία Μαρίνα. Η Πάφρα ήταν έδρα επισκοπής (Ζήλων) και ανήκε στη Μητρόπολη Αμάσειας. Νότια του οικισμού βρίσκεται το βουνό Ντεπιέν Νταγκ στα πυκνά δάση του οποίου διαδραματίστηκαν στα 1915-1918 σκληρές μάχες των Παφραίων ανταρτών κατά των αποσπασμάτων της τουρκικής χωροφυλακής. Η ξυλεία ήταν από τα σημαντικά εξαγωγικά προϊόντα της περιοχής. Η Πάφρα, εμπορικό κέντρο για τα εκατό και πλέον χωριά της περιοχής της, παρήγαγε επίσης αρκετά μεγάλες ποσότητες μαύρου χαβιαριού και, βέβαια, τα περίφημα καπνά που έφεραν το όνομά της.
ΦΑΤΣΑ (FATSA) Ή ΒΑΔΙΣΑΝΗ
Παραλιακή πόλη μεταξύ Οινόης και Κοτυώρων. Είχε πληθυσμό 2000-2500 κατοίκων (Έλληνες και Τούρκοι από 1000 περίπου και 350 Αρμένιοι). Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν αρκετοί του ευαγγελικού δόγματος, οι οποίοι υπάγονταν στην εκκλησιαστική αρχή της Μερζιφούντας. Οι Ορθόδοξοι ανήκαν στη Μητρόπολη Νεοκαισάρειας και Ινέου, με έδρα τα Κωτύωρα. Τα μέλη της ελληνικής κοινότητας κατάγονταν από την Αργυρούπολη, την Οινόη, Τα Κοτύωρα, την Τοκάτη κ.λπ. και ήταν όλοι ελληνόφωνοι. Βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σε δύο συνοικίες στα ΝΔ της πόλης. Διατηρούσαν οκτατάξιο αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, ενώ υπήρχε και το εξατάξιο σχολείο των Διαμαρτυρομένων. Η Φάτσα αποτελούσε αγροτικό κέντρο των χωριών της ευρύτερης περιοχής, αλλά και κέντρο εξαγωγικού εμπορίου. Ενδεικτική της φιλοπρόοδης δράσης των κατοίκων ήταν η ίδρυση το 1908 του αναγνωστηρίου - Η Ομόνοια -. Οι Έλληνες της Φάτσας από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο έως την Ανταλλαγή υπέστησαν σκληρές δοκιμασίες.
ΟΦΙΣ
Περιοχή - παρά τον Όφιν ποταμόν -, ανατολικά της Τραπεζούντας, κύριο χαακτηριστικό των κατοίκων ήταν το μουσουλμανικό θρήσκευμα και η ελληνική (ποντιακή) γλώσσα τους. Οι Οφλήδες παρ’ ότι εξισλαμίστηκαν τον 17ο αιώνα διατηρούσαν όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και τα ελληνικά ονόματα των χωριών τους. Σύμφωνα με τον Δ.Η. Οικονομίδη, υπήρχαν 54 χωριά στην περιοχή και κατά τον Π. Τριανταφυλλίδη, το 1886 οι κάτοικοί τους έφθαναν τις 15000.