ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Sunday, May 19, 2013

Συγκλονιστικό: Πόντιος επιζών αφηγείται την Γενοκτονία των Ποντίων!

Ένας από τους τελευταίους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν.  
Η συνέντευξη δόθηκε στην κ. Αντωνιάδου Μαρία στις 19 Μαΐου 2010.
Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν γνωρίζουν.
Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους.

Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν... Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν... Την τραγωδία, τη λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης στην πορεία της ζωής του μίλησε στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και τον Θεόδωρο, αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την αλησμόνητη πατρίδα.
Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης...
Για τους τούρκους συγχωριανούς τους που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να διαφύγουν.
Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χαρίενας, Αργυρούπολη Τραπεζούντας. Ονομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός.
Εζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Ανθρωπος απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά, και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη.
Η προσφυγιά δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα ποντιακά μπλέκονται με τη νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και αν πέρασαν.
Αφηγείται στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Θέλει, λέει, να θυμούνται όλοι, να μη μισούν αλλά και να μην ξεχνούν...
«Ημουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες... Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια.
 Βγήκαμε στους δρόμους.

Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες... και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά.
Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της.
Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν.
Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει».
Εχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και είχε να φάει.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν
«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν.
Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι».
Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της».
Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.
Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας.
Αφήσαμε πίσω προγόνους,τάφους, σπίτια, μαγαζιά, τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας, τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας».
Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. «Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα.
Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη.
Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .
19 ΜΑΪΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ Μετά το 1916 και τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1919 Ελληνες και Αρμένιοι στον Πόντο συζητούν τη δημιουργία αυτόνομου ελληνοαρμενικού κράτους.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει η πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Ως το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000- άλλοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 350.000.
Οσοι επέζησαν, κατέφυγαν σε Ρωσία και Ελλάδα (περίπου 400.000). Στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 η Βουλή των Ελλήνων κήρυξε ομόφωνα τη 19η Μαΐου Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Η Γενοκτονία των Ποντίων μέσα από αληθινές μαρτυρίες


Η Γενοκτονία των Ποντίων μέσα από αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων που την έζησαν. Τα αποσπάσματα είναι από βιβλία του Χάρη Τσιρκινίδη και του Σάββα Κανταρτζή.
Α. Ο Χάρης Τσιρκινίδης στο βιβλίο "Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντο" αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη.
«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις.
Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι.
Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες.
Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»
Β. Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη.
Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν.
Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς.
Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει…
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας.
Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια.
Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους.
Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό.
Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς.
Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία.
Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους.
Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς.
Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης.
Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό.
Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση.
Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά.
Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”.
Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες.
Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!
Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά.
Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα.
Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα.
Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα.
Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.









Τμήμα σύνταξης Pontos-News.Gr