Οι Έλληνες δίνουν τον τόνο στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στηνΤραπεζούντα. Εδώ, στην αυγή του νέου αιώνα, το κλίμα ευφορίας είναι διάχυτο παντού. Οι εξαιρετικά θετικές προοπτικές της πόλης αντικατοπτρίζονται στους εντυπωσιακούς ρυθμούς δημογραφικής ανάπτυξης,που την καθιστούν μια από τις πιο πολυάνθρωπες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, όπου ο ελληνικόςκατέχει κυρίαρχη θέση από οικονομικο-κοινωνική άποψη. Αυτό φανερώνεται με μια ματιά στην πόλη, όπου μεταξύ των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων κυριαρχούν τόσο με το μέγεθος, όσο και - κυρίως - με την αισθητική τουςεκείνα που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα. Στη νότια παραθαλάσσια πλευρά δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου έχοντας δίπλατου το εντυπωσιακό νεοκλασικό τετραώροφο κτίριο του Φροντιστηρίου, που προκαλεί δέος με το ύψος και τον όγκο του κυριαρχώντας αισθητικά σε όλητην παράλια περιοχή της πόλης. Η μεγάλη ποσότητα πλούτου που συσσωρεύεται από τους Έλληνες αστούς αντανακλάται στο μέγεθος και τηνπολυτέλεια που αναδίδουν οι κατοικίες τους μέσα στην πόλη αλλά και προπάντων στις πολυτελείς τους επαύλεις ψηλά στο λόφο του Σοούκ - Σου,που εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα. Ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργούν και τα κτίρια των εμπορικών και τραπεζικών ελληνικών καταστημάτων στο κέντροτης πόλης, πολλά από τα οποία μάλιστα και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να παίζουν τον ίδιο ρόλο. Αυτή την εποχή η πρωτεύουσα του Πόντου είναι μια πόλη που σφύζει από ζωή και κίνηση. Στους 50.470 κατοίκους της αντιστοιχούν 15.780 Έλληνες,30.000 Μουσουλμάνοι, 4.290 Αρμένιοι, 230 Πέρσες και 170 Φραγκολεβαντίνοι. Αυτοί οι τελευταίοι αποτελούν τη μικρή κοινωνική ομάδα των Καθολικών που διαμένουν στην κεντρική συνοικία της Αγίας Μαρίνας, νότια της πλατείας προς τη θάλασσα, που για το λόγο αυτό αποκαλείται «Φράγκικα». Η παρουσία τους αντανακλά τις έντονες προσπάθειες διείσδυσης των δυτικών χωρών και στον Πόντο καθόλη την περίοδο, μέσω της εκκλησίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο όμως παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή την καθολική προπαγάνδα και ζητά συνεχώς από τους κατά τόπους Μητροπολίτες να προχωρούν σε κάθε αναγκαία πρωτοβουλία που θα ακυρώνει στην πράξη αυτές τις προσπάθειες. Τα πενιχρά, όμως, αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών δείχνουν ότι οι μηχανισμοί δεολογικής αντίστασης που είχε αναπτύξει ο ελληνισμός του Πόντου ήταν ιδιαίτερα ισχυροί. Η κεντρική εμπορική οδός της πόλης είναι γεμάτη εμπορικά καταστήματα, στα οποία, μεταξύ των Ελλήνων που κυριαρχούν αριθμητικά, δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι Κρωμναίοι, καταγόμενοι από ομάδα χωριών της ενδοχώρας βόρεια της Αργυρούπολης και σε υψόμετρο περί τα 2.000 μέτρα, που αποκαλούνται και «Εβραίοι της Τραπεζούντας». Στην αγορά μπορεί να βρει κανείς οτιδήποτε επιθυμεί. Ξεχωρίζουν τα ελληνικά τραπεζικά καταστήματα, τα ελληνικά φαρμακεία, το βιβλιοπωλείο του Ευκλείδη Γεωργιάδη, το φωτογραφείο των αδελφών Κακούλη που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα άριστα φωτογραφεία της Αθήνας, το τυπογραφείο των αδελφών Σεράση (που λειτουργεί από το 1888 και εκδίδει την εφημερίδα «Φάρος της Ανατολής»), τα κουντουράδικα (υποδηματοποιεία), η αγορά κρεμμυδιών (soğan pazar), τα κουγιουμζήδικα (χρυσοχοεία) και γενικά ένα πολύχρωμο αισιόδοξο πλήθος ανθρώπων που παράγει, καταναλώνει, κινείται. Οι άνθρωποι της αγοράς είναι και οι μόνοι που γνωρίζουν καλά την τουρκική γλώσσα για να διευθετούν εύκολα τις τυχόν διαφορές τους με το δημόσιο.
Στη ζωντανή αυτή αγορά περιφέρονται διάφοροι μικροεπαγγελματίες του δρόμου, που αποτελούν θέαμα σύνηθες στις πόλεις της Ανατολής, προσφέροντας τα πιο απίθανα και ετερόκλητα προϊόντα και υπηρεσίες: νερό, τσιγάρα, γλυκά, μεταφορά προϊόντων ως αχθοφόροι, βελόνες, κουλούρια κ.λπ.. Πρόκειται για παρουσίες που χρωματίζουν έντονα το κέντρο της πόλης, ευρισκόμενες στις παρυφές της οικονομικής της ζωής και λειτουργώντας συμπληρωματικά της. Στη μεγάλη κεντρική πλατεία, όπου κατά κανόνα καταλήγουν και από όπου ξεκινούν οι βασικοί δρόμοι της πόλης, τα διάφορα εστιατόρια, ταβέρνες και καφενεία συνήθως είναι γεμάτα, όπως και το κατάστημα του μοναδικού Πέρση κατασκευαστή και πωλητή χαλβά στο τελείωμα του μεγάλου εμπορικού δρόμου, δίπλα στην πλατεία.
Τα σπίτια στο κέντρο της πόλης, που ανήκουν κατεξοχήν στους Έλληνες, προσδιορίζουν κατά τρόπο μάλιστα αρκετά διαυγή την κοινωνική προέλευση των ιδιοκτητών τους. Τα λίγα μεγάλα τριώροφα - συνήθως νεοκλασικά και με πλούσια εξωτερική και εσωτερική διακόσμηση - ανήκουν στους πλούσιους αστούς τραπεζίτες και εμπόρους. Νέα κτίρια ξεπηδούν παντού και γενικά παρατηρείται ένας οργασμός ανοικοδόμησης, που υπενθυμίζει κατά τρόπο ;eντονο τα νέα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των νέων οικονομικών ευκαιριών. Σε κεντρικό σχετικά μέρος ξεχωρίζει και το μόνο ουσιαστικά ενδιαφέρον μεγάλο τουρκικό τριώροφο, και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό, ξύλινο σπίτι, που ανήκει στην πλούσια οικογένεια των εμπόρων αδελφών Νεμλή Ζαδέ. Τα υπόλοιπα σπίτια είναι κυρίως μονώροφα και διώροφα. Όλα σχεδόν είναι κεραμοσκεπή, με λιθόκτιστη αυλή, η οποία περικλείεται από εξωτερικό ψηλό αυλόγυρο μέσα στον οποίο βλέπουν και τα παράθυρα, με βαριά ξύλινη εξώπορτα. Η βασική κατεύθυνση των περισσοτέρων σπιτιών είναι από βορρά προς νότο, έχουν δηλαδή την πλάτη τους στη θάλασσα, προφανώς για να αντιμετωπίσουν τον υγρό και δριμύ χειμώνα με τους παγερούς ανέμους που έρχονται ως εδώ από τις βόρειες παγωμένες ρωσικές στέπες.
Η μετάβαση στα παρχάρια, βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου.
Το υγρό κλίμα των παραλίων περιοχών του Πόντου, που σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται πνιγηρό, αναγκάζει τους κατοίκους των περιοχών αυτών να μετακινούνται κατά το καλοκαίρι στα παρχάρια, δηλαδή τα οροπέδια που βρίσκονται στα υψίπεδα των βουνών της ενδοχώρας. Είναι περιοχές με ξηρό και υγιεινό κλίμα και κρύα νερά, σε ομαλές περιοχές των εσωτερικών βουνών, σε υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Πρόκειτα για μια συνήθεια των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής από τους αρχαίους ακόμη χρόνους, που έχει γίνει συστατικό στοιχείο της ζωής τους.
Κατά τις ημέρες της αναχώρησης επικρατεί ένα πανηγυρικό κλίμα χαράς και αδημονίας, το οποίο τονίζεται και ενισχύεται από τις προετοιμασίες των οικογενειών, που συνιστούν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Η παραμονή στα παρχάρια διαρκεί συνήθως όλο το καλοκαίρι, ενώ για τους κατοίκους των ορεινών χωριών, που όλα έχουν το δικό τους παρχάρι πάνω από το χωριό προς την κορυφή του βουνού, η παραμονή διαρκεί 1-2 μήνες περισσότερο, γιατί συνδυάζεται με την αξιοποίηση των τόπων αυτών ως σημαντικών βοσκότοπων για τα ζώα που συντηρούν, τα οποία φροντίζουν ειδικά προς τούτο μισθωμένοι βοσκοί, οι «παρχαρέτ’». Παρχάρια υπάρχουν πολλά σε όλο το μήκος του ανατολικού και κεντρικού Πόντου και βρίσκονται στη δεύτερη κατά σειρά κλιματική ζώνη του Πόντου, τη ζώνη των οροπεδίων.
Σημαντικότερα, όμως, όλων θεωρούνται τρία, που βρίσκονται στην περιοχή της Τραπεζούντας προς τα νότια: της Σάντας, της Κρώμνης και της Ίμερας. Το πλήθος των παραδοσιακών τραγουδιών του Πόντου που αναφέρονται στα παρχάρια αλλά και η νοσταλγία για αυτά των Ποντίων της πρώτης γενιάς που ζουν ακόμη αποδεικνύουν αυτομάτως το γεγονός ότι η μετακίνηση στα παρχάρια αποτελεί μια από τις βασικές όψεις της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων του Πόντου.