Τα παρχάρια-γαϊλάδες ηταν τα θερινά βοσκοτόπια και βρίσκονταν πάνω στα βουνά. Κάθε χωριό είχε και το δικό του παρχάρ',όπου τους θερινούς μήνες γινόταν αξιοποίηση της πλούσιας βοσκής.
Στο παρχαρ' υπήρχαν διάσπαρτες καλύβες, άλλες με χαρτώματα(σκεπασμένες με λεπτό σανίδι) κι άλλες με χώμα σκεπασμένες και αποτελούσαν Οπάν, δηλαδή οικισμό. Οι καλύβες χτίζονταν σε μέρος του παρχάρ , που είχε προστασία από τους άνεμους, και κρύο νερό (πεγάδ). Η κάθε καλύβα είχε στην αυλή περιτοίχισμα ( τσιαβιρμάν), όπου συγκεντρώνονταν τα ζώα μετα την βοσκή.
Στα παρχάρια έμεναν με καθορισμένη αμοιβή (βούτυρον, πασκιτάν κ.λ.π.), εκτός από τους τσοπάνους, και ορισμένες μεσήλικες γυναίκες, οι παρχαρομάνες ή παρχαρέτσες ή ρωμάνες, όπως τις έλεγαν , οι οποίες ηταν ειδικευμένες στη γαλακτοκομία.
Την αμοιβή του τσοπάνου και της παρχαρέτσας τη θεωρούσαν ιερή υποχρέωση .
«Τσοπάν' και παρχαρέτσας δίκαιον που τρώγει,
παράδεισ' πόρταν κ' ελέπ».
Το παρχάρεμα, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής, άρχιζε , συνήθως από τα μέσα Μάη και τελείωνε μέσα Σεπτέμβρη.
Η παρχαρέτσα λάλεσεν , η παρχαρέτσα ειπεν:
Εξέβεν ο Καλομηνάς (Μάης) , ζεστά καιρούς εποίκεν.
Τα ραχόπα πρασίντζανε, εέντανε χορτάρα,
Τα ζα καιρός να παραβγαίν' νε σ' έρημα τα παρχάρα.
Τη συγκεκριμένη μέρα , με την ευλογία του ιερέα, οδηγούσαν «το βίον σο παρχαρ'» και το παρέδιδαν «σον τσοπάνον» ή «σην παρχαρέτσαν» με τα απαραίτητα σκεύη και εργαλεία της γαλακτοκομίας. Τα σπουδαιότερα ηταν:Τ' αλμεχτέρα, τα χαλκά, τα γαβάνας, τα κοβλάκια, οι κουτάλες. Τα ξυλάγγια, τα βαρέλια.
Η ζωή στα παρχάρια ηταν δύσκολη και κοπιαστική. Ο τσοπάνος και η ρωμάνα δεν είχαν ούτε στιγμή «καθισμονήν» (ξεκούραση). Βασικές ασχολίες στο παρχάρ' ηταν:
Βοσκή και περιποίηση των ζώων ,άρμεγμα, βράσιμο του γάλακτος, πήξιμο και γιαούρτι, δρουβάνισμα για να βγάλουν το βούτυρο, να ετοιμάσουν το τυρί και το πασκιτάν. Εκτός από αυτές τις βαριές δουλειές, οι παρχαρέτ αντιμετώπιζαν και κίνδυνους από καταιγίδες, από ληστείες, από επιθέσεις αγριμιών και από κατρακυλίσματα σε γκρεμούς .
Όλα αυτά τα προβλήματα τα αντιμετώπιζαν αγόγγυστα και κατόρθωναν έτσι να έχουν πολλά οικονομικά οφέλη. Τα ζώα στα παρχάρια είχαν τριπλάσια απόδοση σε γάλα και βούτυρο. Ακόμη, ο καθαρός αέρας, η αγνή φυσική τροφή και το ήσυχο περιβάλλον επιδρούσαν ευεργητικά και στους παρχαρέτες. Την ήρεμη αυτή ζωή την τάραζαν, δυστυχώς πολλές φορές ,τα μαλώματα, οι παρεξηγήσεις που ξεσπούσαν ανάμεσα σε δυο γειτονικά ελληνικά χωριά, εξαιτίας του γεγονότος ότι το ένα χωριό δεν αναγνώριζε τα σύνορα του παρχάρ' του άλλου χωριού. Τις διενέξεις αυτές οι τουρκικές αρχές τις υποδαύλιζαν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Σε ορισμένα παρχάρια , που ήταν πραγματικά παραθεριστικά κέντρα, υπήρχαν παρεκκλήσια που γιόρταζαν το καλοκαίρι. Σε αυτά γίνονταν μεγάλα πανηγύρια στα οποία έπαιρναν μέρος δεκάδες χωριά, από κοντινές και απομακρυσμένες περιοχές. Εκεί , οι χωρικοί πουλούσαν τα προϊόντα τους και αγόραζαν άλλα.
Η επιστροφή από το παρχαρ' έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλο το χωριό ηταν στο πόδι, για να υποδεχτεί τους παρχαρέτες. Η ζωή μακριά από τα αγαπημένα πρόσωπα δημιουργούσε έντονες νοσταλγίες.
Εσύ έλα ας σο παρχάρ', εγω ας σην ξενητείαν,
Τα' ομμάτα μ' εσκοτείνεψαν ας σην αροθυμία.
Του Γιαννη Μελετιδη
Οικονομολογος και συγγραφεας,διευθυντης μεχρι προσφατα ,της εφημεριδας "Αργοναυτης" της Ευξεινου Λεσχης Βεροιας.