ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Tuesday, May 27, 2008

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Μετά τη γενική επιστράτευση που κήρυξε η Τουρκία ως σύμμαχος της Γερμανίας στις 21 Ιουλίου 1914 εισερχόμενη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ελληνες του Πόντου επιστρατεύτηκαν κι αυτοί, αλλά όχι για να σταλούν στα πολεμικά μέτωπα. Στρατεύσιμοι άνδρες 20-45 ετών απομακρύνθηκαν αναγκαστικά από τα σπίτια τους, αφοπλίστηκαν ως ύποπτοι μετά την κατάρρευση του ρωσοτουρκικού μετώπου, αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τους Τούρκους αξιωματικούς και αποστάλθηκαν στα εργατικά τάγματα (αμελέ ταμπουρού). Ακόμα κι οι μη στρατεύσιμοι δεν εξαιρέθηκαν απ αυτήν την τελευταία πρακτική, ιδιαιτέρως μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους στις 5 Απριλίου 1916. Ο κίνδυνος της φυσικής εξόντωσης ανάγκαζε συχνά τους πλούσιους Ελληνες να πληρώνουν ειδικό χρηματικό ποσό («πετέλι») 20 χρυσών λιρών, ενώ οι πιο φτωχοί κατέφευγαν στα βουνά. Κοντά στους τελευταίους, προστέθηκαν κι όσοι λιποτακτούσαν από τον τουρκικό στρατό εξαιτίας των σκληρών συνθηκών. Δημιουργήθηκαν, έτσι, οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, που δρούσαν είτε μεμονωμένα είτε σε συνεργασία.

Ο αντάρτικος αγώνας εντοπίζεται κυρίως στον δυτικό Πόντο, στην περιοχή Αμισού και Πάφρας. Αν από τις 183.000 Ελλήνων της Αμάσειας επέζησαν έστω κι οι 50.000, οφείλεται στην προστασία που παρείχαν στον πληθυσμό οι αντάρτες. Από το 1915 είχε αρχίσει τον αγώνα του κατά των Τούρκων ο Βασίλ-αγας (Βασίλειος Ανθόπουλος) με την ομάδα του, που έγινε ο φόβος κι ο τρόμος των Τούρκων της Αμισού, ενώ η ομάδα του Παντέλ-Αμισού (Παντελή Αναστασιάδη) κατόρθωσε να αντιμετωπίσει στη μάχη του Αγιού-τεπέ (16 Νοε. 1917) χιλιάδες τουρκικού στρατού σε πολυήμερη μάχη. Σημαντικότατη μάχη έδωσε η ομάδα αυτή και στο Νεμπιένταγ (τέλη 1917) της Πάφρας, όπου αντιμετώπισαν ολόκληρο τουρκικό σύνταγμα άριστα εξοπλισμένο. Όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους, προτίμησαν να σκοτωθούν μόνοι τους, παρά να παραδοθούν. Ο Κοτσά-Αναστάς (Αναστάσιος Παπαδόπουλος) το φθινόπωρο του 1921 εξόντωσε 700 Τούρκους στρατιώτες, σε μάχη κατά του Τούρκου στρατηγού Λιβά πασά στο βουνό Τόπσαμ. Στα τέλη του 1921, το χωριό Δαζλή έγινε θέατρο τρομερών συγκρούσεων μεταξύ των ανταρτών και του στρατηγού Τζεμάλ Τζεβήτ, τον οποίο αποδεκάτισαν οι αντάρτες και με τη βοήθεια του Ιστύλ-αγά.

Στον ανατολικό Πόντο, η Σάντα με τους σκληροτράχηλους υπερασπιστές της ανάγκασε τους Τούρκους να της αποδώσουν μια άτυπη μορφή αυτονομίας. Στη μάχη των Κοπαλάντων, στις 25 Ιαν. 1918, οι Τούρκοι ηττήθηκαν με αποτέλεσμα ως το 1921 να μην ξαναενοχλήσουν την περιοχή. Ο Κεμάλ αποφάσισε τότε να καταστρέψει την περιοχή με πολυάριθμο στρατό. Ο αρχηγός των ανταρτών Ευκλείδης Κουρτίδης το μόνο που κατάφερε τότε ήταν να σώσει τα γυναικόπαιδα. Αξιόλογες ήταν κι οι ανταρτικές ομάδες του Ευστάθιου Θεοδωρίδη, του Ιορδάνη Τσαρουχωνέτα, του Ιωάννη Κιαγχίδη, του νεαρού παπά Παναγιώτη Μακρίδη και του Δημοσθένη Ευφραιμίδη. Νέο Ζάλογγο έγινε το Σιμικλή της Κερασούντας, όταν οι γυναίκες και τα κορίτσια της περιοχής, καταδιωκόμενες από τους Τούρκους, προτίμησαν να πνιγούν στο ποτάμι παρά να βιασθούν.

Σύμφωνα με ελληνικούς υπολογισμούς, οι αντάρτες ήταν συνολικά 6-7.000. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες. Καλύβες φτιαγμένες με κλαδιά ή μια σπηλιά ήταν τα συνηθέστερα καταλύματα. Οι σκληρές καιρικές συνθήκες και κυρίως το χιόνι του χειμώνα, εμπόδιζαν την τροφοδοσία τους από τα γύρω χωριά. Με τον πρωτόγονο οπλισμό τους (μαχαίρια, αξίνες, κ.α.) προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα γυναικόπαιδα από τις επιθέσεις των Τούρκων. Αν οι συμπλοκές εξελίσσονταν νικηφόρες, αφαιρούσαν από τους Τούρκους τα όπλα τους. Αργότερα άρχισαν να τους ενισχύουν με όπλα και οι Ρώσοι.

Η απουσία ενιαίας διοίκησης και συντονισμού, η έλλειψη κατάλληλου οπλισμού και τροφίμων, η δυσκολία κινήσεων, αφού σχεδόν πάντα ακολουθούνταν από απροστάτευτα γυναικόπαιδα, και κυρίως η αδιαφορία του ελληνικού κράτους παρά τις εκκλήσεις για βοήθεια, στάθηκαν οι βασικές αιτίες της αποτυχίας του αντάρτικου κινήματος του Πόντου. Ίσως, αν είχαν εισακουστεί σχετικές υποδείξεις για βοήθεια προς τους αντάρτες του Πόντου ως δύναμη αντιπερισπασμού προς τον Κεμάλ, η μοίρα της Μικράς Ασίας σήμερα να ήταν διαφορετική.