Στο πλαίσιο του οσμανικού κράτους, για πολλούς αιώνες οι ελληνικές οικογένειες διαβιούν δίπλα στις τουρκικές, χωρίς όμως καμιά ουσιαστική επαφή. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ τους και επιβάλλουν τεράστιες ιδεολογικές διαφορές ανάμεσά τους, οι οποίες είναι αδύνατο να καταρριφθούν. Η ελληνική οικογένεια αποτέλεσε ένα μύθο για την τουρκική και το αντίθετο. Αυτό προφανώς οφείλεται στα χαρακτηριστικά του συστήματος των «εθνικών κοινοτήτων» (των «Milliyet») που κυριαρχεί για αιώνες στην οσμανική κοινωνία, με την αναγκαστική συμβίωση των διαφόρων λαών που τη συγκροτούν. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι διάφορες κοινότητες είναι κλειστές τόσο εσωτερικά όσο και ως προς τις άλλες κοινότητες. Τα μέλη κάθε κοινότητας μπορούν να αναπτύξουν μόνο αγοραίες σχέσεις με τα μέλη των άλλων κοινοτήτων, δηλαδή σχέσεις ψυχρών συναλλαγών, στις οποίες κυριαρχεί το οικονομικό συμφέρον. Στενότερους δεσμούς, δηλαδή οικογενειακούς κ.λπ., δεν επιτρέπεται να συνάψουν. Βαθύτερος στόχος είναι η αποτροπή των διεκκλησιαστικών σχέσεων, δηλαδή η αποδυνάμωση των εθνικών κοινοτήτων και η στέρησή τους από συμμάχους. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί επηρεάζονται από τη συνολική κοινωνική δομή: κοινωνίες που βρίσκονται σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης παρουσιάζουν διαφορετικούς
τύπους οικογενειών.
Η ποντιακή κοινωνία είναι παραδοσιακή, γιατί - αν εξαιρεθούν τα λίγα μεγάλα αστικά κέντρα - είναι μια κατεξοχήν αγροτική κοινωνία με τα επιμέρους χαρακτηριστικά της: έχει σχετική οικονομική αυτάρκεια απέναντι στην ευρύτερη κοινωνία, η οικιακή μονάδα (το νοικοκυριό) έχει σημαντική θέση στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση, οι επιμέρους κοινότητες χαρακτηρίζονται από τις εσωτερικές σχέσεις των μελών τους και, τέλος, υπάρχουν σε ένα βαθμό οι ιερωμένοι αλλά, κυρίως, τα στελέχη των ελληνικών κοινοτήτων που λειτουργούν ως μεσάζοντες ανάμεσα στις κοινότητες και την ευρύτερη κοινωνία. Η ποντιακή οικογένεια στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας
έχει επίσης παραδοσιακά χαρακτηριστικά.
Δομή της ποντιακής οικογένειας.
Στο πλαίσιο αυτής της παραδοσιακής ποντιακής κοινωνίας, παρατηρούμε ότι ο βασικός τύπος οικογενειακής οργάνωσης - αν εξαιρεθεί η Τραπεζούντα και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου παρατηρείται σε κάποιες περιπτώσεις και ο τύπος της διευρυμένης πυρηνικής οικογένειας, που αποτελείται από το ζευγάρι με τα παιδιά και σε πολλές περιπτώσεις και τους γονείς του άνδρα ή της γυναίκας - είναι ο τύπος της εκτεταμένης και μάλιστα πατριαρχικής οικογένειας: αποτελείται από τον αρχηγό της οικογένειας, τους παντρεμένους γιους και τα παιδιά τους. Ο αριθμός των μελών των οικογενειών αυτών είναι μεγάλος. Σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρονται τέτοιες πατριαρχικές οικογένειες με 32 μέλη135. Τα μέλη των οικογενειών αυτών πολλές φορές συναπαρτίζονται από άτομα μέχρι τριών ή ακόμη και τεσσάρων γενεών. Η δομή αυτή τηρείται μέχρι το θάνατο του άρρενος
αρχηγού, οπότε κατά κανόνα διασπάται στις επιμέρους οικογένειες της επόμενης γενεάς. Τότε η χήρα του αρχηγού πηγαίνει με τον πρωτότοκο γιο, εφόσον δεν υπάρχουν στην οικογένεια άγαμα παιδιά ή ανήλικα εγγόνια, οπότε αναλαμβάνει αυτή την προστασία τους. Ο τύπος αυτός επιβλήθηκε από τις ίδιες τις ανάγκες της ζωής: οι εξαιρετικά δύσκολες γεωγραφικές και καιρικές συνθήκες στους ορεινούς οικισμούς, σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης πολλών ανδρών για τη διεκπεραίωση των δύσκολων εξωτερικών - κτηνοτροφικών, κυρίως - εργασιών οδηγεί σ’ αυτή τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
Ο τύπος αυτός οικογενειακής οργάνωσης είναι ο συνήθης και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως την Τραπεζούντα, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του Πόντου και μάλιστα στο κέντρο της πόλης.
Στο πλαίσιο της πατριαρχικής ποντιακής οικογένειας αδιαμφισβήτητος αρχηγός είναι ο άνδρας (γεροντότερος στη σειρά: παππούς, αν ζει, ή ο σύζυγος ή ο μεγάλος γιος). Όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν απεριόριστο σεβασμό στον αρχηγό της οικογένειας. Ο σεβασμός αυτός μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και θεωρείται υποχρέωση όλων των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους και, προπάντων, της νύφης προς τον πεθερό και την πεθερά. Όταν αυτός φτάσει σε μεγάλη ηλικία, δημιουργείται κυριολεκτικά άμιλλα μεταξύ των οικογενειών για την καλύτερη δυνατή περιποίησή του.
Μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά ως «ιερή υποχρέωση» η δημιουργία σε κάθε κατοικία ενός ξεχωριστού μικρού δωματίου για τους γέροντες - χώρου θαλπωρής και ξεκούρασης, που αποκαλείται «σιακίν» (χειμερινό δωμάτιο), με σχετικά χαμηλότερο, σε σχέση με το υπόλοιπο σπίτι, ταβάνι, προστατευμένο από τους ανέμους και στραμμένο προς την είσοδο του σπιτιού, ανατολικά, με όλες τις ανέσεις, για να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες του πολύμηνου και σκληρού χειμώνα.
Ο αρχηγός της οικογένειας έχει τον κύριο ρόλο, έχει την ευθύνη των οικονομικών ζητημάτων και των εξωτερικών σχέσεων της οικογένειας, ενώ η ρύθμιση της εσωτερικής οργάνωσης (φαγητό, καθημερινές εργασίες του σπιτιού, φροντίδα των παιδιών, περιποίηση των ζώων, οργάνωση και
περιποίηση του κήπου κ.λπ.) είναι κύρια φροντίδα της συζύγου του. Γενικά, οι ρόλοι στην ποντιακή οικογένεια είναι ανδρικοί και γυναικείοι, με όρια όμως που συχνά συγχέονται, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και της αγροτικής οικονομίας.
Μεταξύ των αρρένων μελών της οικογένειας υπάρχει μια ιεράρχηση, που αντιστοιχεί στην ηλικία τους: π.χ. οι μικρότεροι αδελφοί δεν καπνίζουν μπροστά στους μεγαλύτερους, δέχονται από αυτούς παραγγελίες, παρατηρήσεις, συστάσεις κ.λπ. Μεταξύ των θηλέων αντίστοιχα γίνεται διάκριση ανάμεσα στις άγαμες κόρες και στις νύφες, στις δεύτερες ανάλογα με το χρόνο που πραγματοποιήθηκε ο γάμος τους.
Παρά το γεγονός ότι στις οικογένειες υπάρχει προτίμηση στην απόκτηση άρρενος τέκνου - την οποία επιβάλλει η ανάγκη ύπαρξης ανδρών για τη διεκπεραίωση των ιδιαίτερα επίπονων εργασιών -, τα νεογέννητα άρρενα και θήλεα παιδιά είναι ισότιμα τώρα, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Διάκριση σε
σχέση με το φύλο παρατηρείται κατά τις παλαιότερες δεκαετίες, που οφειλόταν στην αποχή των θηλέων από τη σχολική διαδικασία. Τώρα, όμως, υπάρχει ήδη μια τεράστια ανάπτυξη της εκπαίδευσης και σύμφωνα με την τρέχουσα ιδεολογία ο αναλφαβητισμός θεωρείται ντροπή για κάθε παιδί. Στο
πλαίσιο αυτής της ισοτιμίας, το προνόμιο της πρωτοτοκίας ισχύει και για τα δύο φύλα. Ειδικά δε στην περίπτωση του θήλεος πρωτοτόκου, αυτό για όλα τα μικρότερα αδέλφια του είναι η «μεγάλη αδελφή» (η «τρανέσσα»), της οποίας η γνώμη βρίσκεται σε ισχύ ιεραρχικά αμέσως μετά τη γνώμη της
μητέρας, μετά το θάνατο της οποίας παίρνει ουσιαστικά τη θέση της και η άποψή της για τα ζητήματα της οικογένειας έχει ιδιαίτερο βάρος, ακόμη και αν έχει νυμφευθεί και απομακρυνθεί από την οικογένεια.
Στην περίπτωση του γάμου των παιδιών, η επιλογή του συζύγου ή της συζύγου είναι αποκλειστικό καθήκον και ευθύνη των γονέων, ενώ η ηλικία γάμου των παιδιών και των δύο φύλων - και κυρίως του θήλεος - συνήθως είναι μικρή. Αυτές οι αντιλήψεις αντικατοπτρίζονται σε πολλές όψεις της ζωής
(παροιμίες, αποφθέγματα κ.λπ.) του ποντιακού ελληνισμού. Γενικά θεωρείται ότι η αγάπη μόνη της «τυφλώνει» μεγιστοποιώντας τα θετικά και υποβαθμίζοντας τα αρνητικά στοιχεία του άλλου και συνεπώς απαιτείται η παρέμβαση των γονέων με την ώριμη κρίση και το «καθαρό» μυαλό. Πρέπει
δε να θεωρηθεί φυσικό, στην περίπτωση των παιδιών της μικρής ηλικίας, η κρίση τους να θεωρείται από τους γονείς ανώριμη ως προς την επιλογή του ή της συζύγου. Η προτίμηση των γονέων να νυμφεύεται ειδικά το θήλυ σε πολύ μικρή ηλικία έχει σχέση κυρίως με ιστορικές εμπειρίες κατά τις οποίες, σε σχετικά παλαιότερες εποχές, τα θήλεα άτομα των οικογενειών γίνονταν συχνά θύματα απαγωγών από Τούρκους, γεγονός όμως που συνέβαινε σε περιπτώσεις νέων στην ηλικία και σε καμιά περίπτωση νυμφευμένων γυναικών, τις οποίες απέφευγαν να απαγάγουν.
Δεν είναι, όμως, σπάνιες οι περιπτώσεις νέων οι οποίοι επαναστατούν απέναντι σ’ αυτή την κατεστημένη αντίληψη της ποντιακής κοινωνίας, να αποφασίζουν οι γονείς για το γάμο τους. Εδώ, εκτός της γνωστής μεθόδου της απαγωγής του θήλεος από το άρρεν (το «σύρσιμον τη κοριτσί»), έχουμε και μια άλλη πρωτότυπη κατάσταση στην περίπτωση που ο νέος είναι επιφυλακτικός και άτολμος στην πραγματοποίηση της απαγωγής: την πρωτοβουλία αναλαμβάνει το θήλυ, το οποίο, σε συνεννόηση συνήθως με κάποιο από τα θήλεα μέλη της οικογένειας του άρρενος, που είναι σύμφωνο
με το ζεύγος στην πραγματοποίηση του γάμου, παρουσιάζεται στο σπίτι του άρρενος με τα προσωπικά του αντικείμενα, δηλώνοντας την παρουσία του με τη φράση «έρθα» («ήρθα»). Αυτό σημαίνει πορεία προς το γάμο και από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν οι σχετικές προετοιμασίες. Οι γονείς του άρρενος, όσο
δύστροποι κι αν είναι, συνήθως δεν αντιδρούν αρνητικά, μη δεχόμενοι να αναλάβουν το κόστος μιας αποπομπής, που θα σκιάσει το κύρος και την υπόληψή τους. Η μέθοδος αυτή να παρακάμπτεται η άρνηση των γονέων στο γάμο βρίσκει την έκφρασή της σε διάφορες περιοχές του Πόντου και κυρίως
στη Ματσούκα και τη Σάντα.