Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΔΕΥΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΡΩΣΙΑ
Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου.
Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου
Η ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού στα εδάφη της σημερινής Κοινοπολιτείας των Ευρασιατικών Κρατών και της Δημοκρατίας της Γεωργίας χρονολογείται μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές αποικίες στις περιοχές της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και στον Καύκασο. Μέχρι και την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι αποικίες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται. Τον 9ο μ.Χ. αιώνα μάλιστα δημιουργούνται επίσημες επαφές μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων και στη συνέχεια η Ρωσία εκχριστιανίζεται από το Βυζάντιο. Όταν το 1453 η Κωνσταντινούπολη περιέρχεται στην κυριαρχία των Οθωμανών πολλοί είναι οι Έλληνες που θα βρουν καταφύγιο στη χριστιανική Ρωσία. Καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας η Ρωσική Αυτοκρατορία δέχεται ελληνικούς πληθυσμούς, που εγκαταλείπουν τον Μικρασιατικό Πόντο.
Η έλευση 3.000.000 Μωαμεθανών ( Αζέροι, Αζερμπαϊτζάνοι, Κιρκάσιοι/Τσερκέζοι και Τσέτες, Αμπχαζοί, Τατάροι και άλλα υπολείμματα μογγολικών ομάδων καθώς και Τούρκοι ) καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, λόγω κατάκτησης των τόπων κατοικίας τους από ρωσικά στρατεύματα , ανέτρεψε την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ χριστιανικών και μωαμεθανικών πληθυσμών σε βάρος των πρώτων. Χιλιάδες αγρότες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να καταφύγουν σε ρωσοκρατούμενα μέρη. Από το 1801 έως το 1856 περισσότεροι από 100.000 Πόντιοι πέρασαν τα τουρκορωσικά σύνορα, με σκοπό να εγκατασταθούν στις γεωργιανές πεδιάδες. Επανοίκησαν μέρη που είχαν εγκαταλείψει οι Μωαμεθανοί, ίδρυσαν δεκάδες νέους οικισμούς και εισήγαγαν νέες καλλιέργειες. Οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί αντιλαμβανόμενοι ως κίνδυνο τον εκρωσισμό τους και επιθυμώντας να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα ζητούσαν την αποστολή δασκάλων και ιερομόναχων. Γύρω στο 1880 στα ελληνικά καπνοχώρια της κεντρικής Γεωργίας και στους οικισμούς των μεταλλωρύχων ήδη λειτουργούσαν 192 δημοτικά σχολεία (πολλά εκ των οποίων μονοθέσια και διθέσια).
Το 1778 κατέφυγαν στην Αζοφική 31.098 Έλληνες της Κριμαίας. Από τότε ο αριθμός των Ελλήνων στο σιτοβολώνα της Αζοφικής συνεχώς αύξανε. Μετά το τέλος του "Πολέμου της Ανατολής" ( 1877-78 ) οι Ελληνες που ζουν εκεί φτάνουν στις 180.000. Ο ρυθμός μετανάστευσης προς τη Ρωσία μέσα σε ένα αιώνα αυξήθηκε κατά 600%.
Όσο αφορά την οικονομική τους δραστηριότητα, 25 αιώνες μετά την εγκατάσταση των πρώτων αποίκων στην Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, οι παραδοσιακές ελληνικές εστίες στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς πέρα από τα οθωμανικά σύνορα διένυαν μια από τις πιο εντυπωσιακές φάσεις της ιστορίας του βορειοανατολικού ελληνισμού.
Η διείσδυση των ευρωπαίων εμπόρων στις μαυροθαλασσίτικες αγορές σε συνδυασμό με τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής αστικής τάξης είχαν σαν αποτέλεσμα τόσο την ανάπτυξη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής, όσο και τη δημιουργία μεγάλων εμπορικών οίκων και αντιπροσωπειών, ναυτιλιακών γραφείων και τραπεζών. Ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός και οι απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς επιτάχυναν τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα της αποκλειστικής γνώσης της αγοράς και της στήριξης από πολυπληθές και δυναμικό δίκτυο ομογενών.
Η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη των Ελληνοποντίων κατά το 19ο αιώνα είχε άμεσο αντίκτυπο στην κίνηση των γραμμάτων και της παιδείας. Μετά το 1881 σύλλογοι, λέσχες και φιλανθρωπικές αδελφότητες σε μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και σε μικρότερες πόλεις αναπτύσσουν έντονη πολιτιστική δράση. Αλλά και σε περιοχές που στερούνται μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας, όπως στα καπνοχώρια της Γεωργίας, στα ψαροχώρια της Κριμαίας και στα άγρια ρουμάνια της οροσειράς του Καυκάσου, οι Πόντιοι μετανάστες διατηρούσαν την πολιτιστική τους ταυτότητα και οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις στην ποντιακή γλώσσα με θέματα εμπνευσμένα από την ποντιακή ζωή. Από το ένα έως το άλλο άκρο της Μαύρης Θάλασσας και από τα βάθη της οθωμανοκρατούμενης και της ρωσοκρατούμενης ενδοχώρας υπήρχαν εκατοντάδες εύρωστες ελληνικές επιχειρήσεις. Η δύναμη των Ελλήνων ήταν τέτοια, ώστε να είναι σε θέση να ελέγχουν και να επηρεάζουν σημαντικό μέρος της οικονομικής ζωής σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο.
Μετά τον "Πόλεμο της Ανατολής" (1877-78) η Ρωσία αποσπά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την επαρχία του Καρς και δημιουργεί με ανεξάρτητη ρωσική διοίκηση το Κυβερνείο του Καρς. Δεδομένης της τεράστιας στρατηγικής σημασίας της περιοχής, οι ρωσικές δυνάμεις εφαρμόζουν τις εξής τακτικές: συστηματικοί διωγμοί εναντίον Μωαμεθανών, εγκατάσταση χιλιάδων Ρώσων μετοίκων και προσέλκυση μεταναστών από τον Πόντο με το δέλεαρ διαφόρων παροχών. Χωριά ολόκληρα ξεσηκώθηκαν και ακολουθώντας τους αρχηγούς κάθε κοινότητας διέσχισαν τα οθωμανορωσικά σύνορα προκειμένου να βρεθούν σε ελεύθερα και ορθόδοξα εδάφη. Στα νέα χώματα τηρούν αυστηρά τα έθιμά τους και διατηρούν τη γλώσσα τους για να μην αφανιστούν. Συχνά στο σχολείο ο δάσκαλος δίδασκε τη ρωσική και κρυφά την ελληνική γλώσσα. Όταν οι ρωσικές αρχές αποπειράθηκαν να επιβάλουν την αποκλειστική χρήση της ρωσικής, οι ελληνικές κοινότητες αντέδρασαν και απαίτησαν να γίνει σεβαστή η πολιτική τους ταυτότητα καθώς και να αναγνωριστούν οι κοινοτικές τους οργανώσεις. Το 1918 στο Κυβερνείο του Καρς ζουν 185.000 Ρώσοι, 75.000 Έλληνες, άλλοι τόσοι Αρμένιοι και 15.000 Μωαμεθανοί (κυρίως Κούρδοι).
Με την έναρξη της Επανάστασης των Μπολσεβίκων, τα ρωσικά στρατεύματα εγκαταλείπουν τον Ανατολικό Πόντο και το Κυβερνείο του Καρς. Οι 75.000 Έλληνες (Καρσλήδες), διαβλέποντας την κατάληψη της περιοχής από οθωμανικά στρατεύματα, καταφεύγουν στη Γεωργία και στην περιοχή του Κουμπάν (Κρασνοντάρ) για να σωθούν. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 και ως το τέλος του 1924 εκκενώνεται η Θράκη, η προποντιακή Μικρασία και ο Πόντος. Ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στις 100.000 κατά την περίοδο των διώξεων (1914-1922). Στο ίδιο διάστημα η μετανάστευση από τον Πόντο προς τη Ρωσία και από τη βουλγαρική και οθωμανική Θράκη προς τη Ρουμανία, Ελλάδα, Αφρική, Αμερική και Ρωσία πήρε τη μορφή της προσφυγιάς. Λίγοι μόνο Έλληνες της βόρειας Θράκης παρέμειναν στη Βουλγαρία. Το σύνολο όσων μεταναστεύουν από τον Πόντο στον Καύκασο και στην υπόλοιπη Ρωσία σ' όλη τη διάρκεια των διώξεων (1914-24) υπολογίζεται σε 150.000 - 250.000, με αποτέλεσμα το 1918 ο πληθυσμός των Ελλήνων - Ποντίων στην Σοβιετική Ένωση να ανέρχεται, σύμφωνα με τον Μ. Αιλιανό, σε 700.000. Το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων αγροτών, που παρέμειναν στη Σοβιετική Ένωση, παρά τις διώξεις κατά τη διάρκεια της σταλινικής εποχής και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις από τα παράλια προς τα βάθη της Ασίας (1930-50), κατόρθωσε να επιζήσει και να διατηρήσει την πολιτιστική του ταυτότητα ως την εποχή της "περεστρόικα", όπου πλέον οι 500.000 Έλληνες διεκδίκησαν την ύπαρξή τους.
Αξίζει όμως να δούμε από πιο κοντά την πορεία του ποντιακού ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με την περιοδοποίηση της Μαρίας Βεργέτη τρεις είναι οι ιστορικές περίοδοι που οριοθετούν την πορεία αυτή. Η πρώτη περίοδος ξεκινά από την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και διαρκεί ως το 1937. Επικρατούσα ιδεολογία της εικοσαετίας αυτής είναι η λενινιστική και η πολιτική ελευθερία όσον αφορά την ελληνική γλώσσα και τον τρόπο ζωής των εθνοτήτων είναι χαρακτηριστική. Χάρη στην ανεκτική στάση της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για μεγάλη ανάπτυξη του ελληνοποντιακού πολιτισμού, του οποίου αντίστοιχη δεν παρουσιάζεται στο ελληνικό κράτος.
Οι γλώσσες που μιλιούνται από τον ποντιακό ελληνισμό ανάλογα με την περιοχή κατοικίας τους είναι η ποντιακή (Γεωργία, Καύκασος), η μαριουπολιτική (περιοχή της Μαριούπολης, διάλεκτος με πολλά γλωσσικά στοιχεία ξένα προς την ελληνική) και η κοινή δημοτική (Κριμαία). Το 1926 αποφασίζεται μάλιστα η κατάργηση της καθαρεύουσας και η διδασκαλία της δημοτικής στα ελληνικά σχολεία και ταυτόχρονα καταργείται η ορθογραφία με την εισαγωγή της φωνητικής γραφής. Η τελική απόφαση παίρνεται ομόφωνα το 1934 σε συνέδριο στη Μόσχα, όπου καθορίζεται στα σχολεία να διδάσκεται μόνο η δημοτική, παράλληλα όμως να χρησιμοποιούνται και τα τοπικά ιδιώματα, εφόσον ο πολύς κόσμος δυσκολεύεται ακόμη με την κοινή δημοτική.
Την ίδια περίοδο χτίζονται νέα σχολεία, ιδρύονται βιβλιοθήκες, εκδίδονται ελληνικά έντυπα, μεταφράζονται στη δημοτική και στην ποντιακή θεωρητικοί του μαρξισμού και Ρώσοι κλασικοί και ανεβαίνουν ελληνικές θεατρικές παραστάσεις. Η πνευματική άνθηση του ποντιακού ελληνισμού συνοδεύει την οικονομική ευημερία του.
Η δεύτερη περίοδος σημαδεύεται από διώξεις και μαζικούς εκτοπισμούς τμήματος του πληθυσμού. Είναι η εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του Ι. Στάλιν, του οποίου η πολιτική πρακτική προς τα εγκατεστημένα στη Σοβιετική Ένωση έθνη επεκτείνονται και στην εποχή των διαδόχων του. Το βιοτικό επίπεδο παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση. Το 1938 απαγορεύεται κάθε ελληνική πολιτισμική δραστηριότητα, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου το καθεστώς αποφασίζει το κλείσιμο των σχολείων πολλών εθνικών ομάδων, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής. Απαγορεύεται η κυκλοφορία ελληνικών εντύπων, συλλαμβάνονται ακόμα και κομμουνιστές Έλληνες εκπαιδευτικοί, καταστρέφονται τα ελληνικά τυπογραφεία, πολλοί Έλληνες διανοούμενοι διώκονται και κάποιοι εκτελούνται χωρίς ανάκριση και δίκη. Πολλοί επίσης πόντιοι εκτοπίζονται. Σχετικά με το συνολικό αριθμό των εκτοπισμένων Ελλήνων της Ουκρανίας (περιοχή Κριμαίας), Ρωσίας (περιοχή Κουμπάν) και Γεωργίας οι σοβιετικές αρχές δεν ανακοίνωσαν ποτέ στοιχεία. Σύμφωνα με τον Α. Καρπόζηλο, ανεπίσημες πηγές υπολογίζουν ότι μέχρι το 1959 ζούσαν στην εξορία 350.000 Πόντιοι, ενώ επίσημα το 1940 ο ελληνικός πληθυσμός υπολογιζόταν γύρω στις 450.000.
Με το θάνατο του Στάλιν (1953) και τη διαδοχή του από το Χρουστσόφ αρχίζει η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που ωστόσο δεν οδηγεί σε νέα ανάπτυξη του ποντιακού ελληνισμού. Τα μόνα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν βρίσκονται στην Τασκένδη, όπου φοιτούν τα παιδιά Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που ήρθαν στη Σοβιετική Ένωση την περίοδο 1946-49. Όμως τουλάχιστον τώρα οι Έλληνες - Πόντιοι έχουν το δικαίωμα αγοράς ελληνικής εφημερίδας και τις δεκαετίες του 1960-70 επαναλειτουργούν ελληνικά τμήματα στα θέατρα και στα μουσεία των δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας.
Η τρίτη περίοδος αρχίζει το 1985 με την άνοδο του Μ. Γκορμπατσώφ (διαδόχου και συνεχιστή του έργου του Αντρόπωφ) στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. Η ιδεολογία και η πρακτική της εποχής της περεστρόικα επιτρέπουν να αναφανεί ο κρυμμένος εθνικισμός των ελληνικών ομάδων, και αιτήματα όπως επιστροφή στην πατρίδα, από την οποία εκδιώχθηκαν βιαίως τη σταλινική περίοδο, αυτονομία, συγκρότηση ομοεθνούς δημοκρατίας ή ακόμα και ανεξαρτησία από το πολυεθνικό κράτος.
Οι εθνικιστικές ταραχές οξύνονται καθώς η λενινιστική ιδεολογία καταρρέει με αποτέλεσμα έθνη με εθνικό κράτος αναφοράς, να έχουν - λόγω και του ανοίγματος των συνόρων - τη δυνατότητα της μετανάστευσης. Σ' αυτή την κατηγορία εμπίπτουν και οι Έλληνες - Πόντιοι που εμφανίζουν αφενός μια τάση για διεκδίκηση αυτόνομης περιοχής και αφετέρου μια τάση μετανάστευσης προς το ελληνικό κράτος.
Η δεύτερη μεταναστευτική τάση ενισχύεται εξαιτίας των αναταραχών που προκαλούνται από τα αιτήματα άλλων εθνών στους τόπους διαμονής σημαντικού ποντιακού πληθυσμού. Χαρακτηριστικές είναι: η περιοχή της Υπερκαυκασίας, η οποία είναι ευαίσθητη σε εθνικιστικές ταραχές, καθώς και οι ασιατικές μουσουλμανικές δημοκρατίες στις οποίες ο ισλαμικός φανατισμός, η τουρανική αφύπνιση και οι τοπικοί εθνικισμοί αναπτύσσονται παράλληλα.
Αναφορικά με τον ελληνοποντιακό πληθυσμό, που ζει στη Σοβιετική Ένωση και στη μετέπειτα "Κοινοπολιτεία των Ευρασιατικών Κρατών", καθώς και στη Δημοκρατία της Γεωργίας κατά την τελευταία δεκαετία, έχουμε τα εξής στοιχεία: Οι περιοχές στις οποίες είναι εγκατεστημένοι είναι πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους και η μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση εμφανίζεται στις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας (κυρίως στη δημοκρατία της Γεωργίας και λιγότερο στις δημοκρατίες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν), της Ουκρανίας (στην περιοχή της Κριμαίας), της Ρωσίας, του Καζαχστάν, του Ουζμπεκιστάν, της Κιργισίας αλλά ακόμη και στη Σιβηρία. Παραδοσιακοί χώροι υποδοχής Ποντίων από το Μικρασιατικό Πόντο αποτελούν κυρίως η Γεωργία, η Αρμενία, η Ουκρανία και η Ρωσία, ενώ οι ελληνοποντιακές κοινότητες των άλλων δημοκρατιών, δημιουργούνται από τους εκτοπισμένους συμπαγείς ποντιακούς πληθυσμούς της σταλινικής περιόδου και ειδικότερα τα χρόνια 1942, 1944, 1946 και 1949.
Όσον αφορά τον αριθμό των Ελλήνων - Ποντίων που ζουν στην Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχουν έγκυρα στοιχεία. Σύμφωνα με τη σοβιετική απογραφή του 1989, ο ελληνικός πληθυσμός ανέρχεται σε 358.068 άτομα. Ωστόσο ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος αυτού της απογραφής, γιατί πολλοί δηλώνουν τη ρωσική ή την τοπική εθνική ομάδα (π.χ. γεωργιανή, ουκρανική κ.ά.), με αποτέλεσμα να καταχωρούνται σε αντίστοιχες στατιστικές μερίδες. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι σοβιετικές απογραφές αναφέρονται στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, ο οποίος στο μεγαλύτερο ποσοστό του είναι ποντιακός. Βάσει των μετριότερων ελληνικών υπολογισμών σήμερα ζουν στην πρώην Σοβιετική Ένωση περίπου 500.000 Έλληνες. Η πλειονότητά τους ζει στη Ρωσία (90.000), στην Ουκρανία (120.000), στη Γεωργία (120.000) και στο Καζαχστάν (60.000).
Πάντως υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ανέφικτη η εξακρίβωση του αριθμού των Ελλήνων - Ποντίων που ζουν στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Αυτό συμβαίνει αφενός γιατί οι εθνικιστικές ταραχές συνεχίζονται εκεί οπότε είναι δύσκολο να βρεθεί ο ακριβής αριθμός Ελλήνων - Ποντίων νεκρών καθώς και Ελλήνων - Ποντίων που μετανάστευσαν στο εσωτερικό της χώρας σε πιο ήσυχες δημοκρατίες και αφετέρου γιατί τα σύνορα εξακολουθούν να είναι ανοιχτά οπότε μεταναστεύουν πολλοί Έλληνες - Πόντιοι προς την Ελλάδα (εθνικό κράτος αναφοράς).
Ο αριθμός όμως αυτών που καταγράφονται ως μετανάστες αντικατοπτρίζει μόνο τα άτομα που ακολουθούν τη συνήθη γραφειοκρατική διαδικασία. Κατά συνέπεια διαφεύγουν από την αριθμητική καταγραφή όσοι έρχονται στο ελληνικό κράτος για προσωρινή διαμονή και στη συνέχεια αποκτούν άδεια οριστικής εγκατάστασης.
ΕΘΝΟΣ, ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ
Η έννοια του έθνους όπως χρησιμοποιείται σήμερα, συγκροτήθηκε ιστορικά τα τελευταία διακόσια χρόνια και συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Η ιστορικότητα όμως της έννοιας,δηλαδή το γεγονός ότι το περιεχόμενό της μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο, δεν ήταν μέχρι πρόσφατα αποδεκτό από μεγάλη μερίδα ιστορικών, κοινωνιολόγων και ανθρωπολόγων.Η κυρίαρχη αντίληψη για το έθνος και για την εθνική ταυτότητα είναι κληρονομιά του ρομαντικού 19ου αιώνα. Το έθνος αντιμετωπιζόταν σαν οικουμενική, "φυσική" οντότητα, ανεξάρτητη από το χρόνο και το χώρο και η εθνική ταυτότητα σαν αυτονόητη και αναλλοίωτη αποτύπωση κοινωνικής ομοψυχίας και συνοχής. Σήμερα, για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του έθνους χρησιμοποιούνται πολλά κριτήρια. Οι ορισμοί που προκύπτουν είναι δυνατόν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τη γερμανική (ή αντικειμενική), τη λατινική (ή υποκειμενική) και τη μαρξιστική αντίληψη, ενώ τελευταία προβάλλουν και νέες προσεγγίσεις. Η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία και οι παραδόσεις αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια για τον καθορισμό του έθνους σύμφωνα με τη γερμανική αντίληψη, ενώ η θέληση του πληθυσμού όταν πρόκειται να χωριστούν σε έθνη θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας. Η λατινική αντίληψη για το έθνος προτείνει ως κύριο χαρακτηριστικό του την επιθυμία συμβίωσης.Το βασικό κριτήριο είναι η αντίληψη της κοινότητας, του δεσμού που διαμορφώνεται από το ενεργό ιστορικό παρελθόν, το παρόν και το επιθυμητό μέλλον. Η επιθυμία συμβίωσης ενισχύεται από την κοινότητα γλώσσας, εθίμων και παραδόσεων ωστόσο αυτά τα κοινά πολιτισμικά πρότυπα δεν είναι απαραίτητα ούτε επαρκή - σύμφωνα πάντα με την υποκειμενική αντίληψη - για τον καθορισμό του έθνους. Η καθοριστικότητα του οικονομικού παράγοντα προβάλλεται από την μαρξιστική αντίληψη με αποτέλεσμα το έθνος να αντιμετωπίζεται ως δημιούργημα της καπιταλιστικής κυρίως εποχής. Τέλος σύμφωνα με τις σύγχρονες προσεγγίσεις το έθνος γίνεται αντιληπτό όχι σαν πρωταρχική, φυσική και σταθερή οντότητα, αλλά ως προϊόν και αποτέλεσμα της εθνικιστικής επιταγής "ένα έθνος ένα κράτος" (η πολιτική χειραφέτηση του έθνους υπήρξε στόχος των εθνικιστικών κινημάτων). Στοιχεία όπως κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα και θρησκεία καθώς και κοινές παραδόσεις κλήθηκαν να εδραιώσουν την εθνική ταυτότητα ως προσδιοριστικά του έθνους.Τα έθνη προσδιορίζονται ιστορικά κυρίως μέσα από τις διαφορές τους και τις συγκρίσεις τους με άλλα έθνη. Πρόκειται για μια συνεχή διαδικασία ετεροπροσδιορισμού η οποία συμβάλλει στην αέναη αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας ως μοναδικής.
Ο εθνικός "εαυτός" συγκροτείται σε άμεση αντιδιαστολή με τους κάθε λογής εθνικούς "άλλους". Η εθνική ταυτότητα, όπως άλλωστε και κάθε άλλη ταυτότητα (οικογενειακή, ταξική, τοπική, θρησκευτική, του φύλου) κατατάσσει τα άτομα διαφοροποιώντας τα, δίνοντας έμφαση δηλαδή στις διαφορές και όχι στις ομοιότητες. Ο Δ. Γ. Τσαούσης αναφερόμενος γενικά στην ταυτότητα του κοινωνικού συνόλου τονίζει το δυναμικό χαρακτήρα της και μιλά για συνεχή αναπροσαρμογή της στα πλαίσια της διαλεκτικής σχέσης που συνδέει το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο με τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται η αναπροσαρμογή της ταυτότητας είναι: α) τα σύνολα που σχηματίζουν τον κοινωνικό περίγυρο από τον οποίο διαφοροποιείται το αυτοπροσδιοριζόμενο σύνολο ως αυτοτελής οντότητα και β) τα πολιτιστικά στοιχεία που συνθέτουν κάθε φορά τη βάση της διαφοροποίησης και αντιδιαστολής. Όσον αφορά την αφετηρία για τον προσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας ο Δ. Γ. Τσαούσης εντοπίζει ως αφετηρία άλλοτε το "ΕΜΕΙΣ" και άλλοτε το "ΟΙ ΑΛΛΟΙ". Στην πρώτη περίπτωση η ελληνική ταυτότητα "έχει ως κύριο σημείο αναφοράς της το "ΕΜΕΙΣ", τα διαφοροποιητικά στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν και που αποτελούν διακριτικά γνωρίσματα ομολογημένα και από τους άλλους". Στη δεύτερη περίπτωση η ταυτότητα θεμελιώνεται περισσότερο στην άρνηση των "ΑΛΛΩΝ" παρά στη βεβαίωση του "ΕΜΕΙΣ".
Μεγάλη σημασία για την κατανόηση της συγκρότησης και της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας έχει η έννοια της κοινωνικής συνοχής. "Κοινωνική συνοχή σημαίνει ότι το κάθε μέλος αισθάνεται πως είναι "δεμένο" μαζί με τα άλλα σε μια ενότητα και πως το σύνολο που συνθέτουν δεν είναι κάτι το ξένο και το μακρινό, είναι κάτι στο οποίο το μέλος ανήκει, αλλά και το οποίο ανήκει στο μέλος, είναι δικό του." Ο βαθμός κοινωνικής συνοχής επιδρά άμεσα στο συναίσθημα της ψυχολογικής ταύτισης των μελών της ομάδας. Στο πεδίο της εθνικής ταυτότητας η ισχυρή κοινωνική συνοχή μεταφράζεται ως ισχυρή ψυχολογική ταύτιση των μελών με την εθνική ομάδα. Οι παράγοντες που εξασφαλίζουν μεγάλη κοινωνική συνοχή διακρίνονται σε: εσωτερικούς παράγοντες έλξης των μελών και σε εξωτερικούς παράγοντες διαφοροποίησης και αντιδιαστολής της κοινωνικής ομάδας από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Τα πολιτισμικά στοιχεία αποτελούν θεμελιώδη εσωτερικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής και σαν τέτοιος ελκύει τα μέλη και τα αντιδιαστέλλει με τον κοινωνικό περίγυρο. Επίσης ορισμένα είδη συγκρούσεων στο πλαίσιο της ίδιας της ομάδας είναι δυνατόν να αποτελέσουν εσωτερικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Στην κατηγορία των εξωτερικών παραγόντων κοινωνικής συνοχής κατατάσσονται: ερεθίσματα και προκλήσεις που εγκυμονούν κινδύνους για την ομάδα και γιαυτό τη συσπειρώνουν αλλά ακόμα και η απλή παρουσία ατόμων και συνόλων που τα μέλη της ομάδας δεν θεωρούν όμοιά τους και δεν μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ποντίων που συμβίωναν στην πρώην Σοβιετική Ένωση με άλλα έθνη. Η ταύτιση με μια εθνική ομάδα έχει ως συνέπεια την αυτόματη δημιουργία δύο ομάδων στις οποίες μοιράζεται ο κόσμος. Η πρώτη ομάδα είναι η έσω-ομάδα και περιλαμβάνει το εθνικό σύνολο με το οποίο ταυτιζόμαστε ή στο οποίο ανήκουμε. Η δεύτερη ομάδα, η έξω-ομάδα αφορά τα εθνικά σύνολα στα οποία δεν ανήκουμε και δεν ταυτιζόμαστε, πρακτικά δηλαδή όλα τα υπόλοιπα έθνη. Αξιοσημείωτο είναι πως η ταύτιση με την ομάδα οδηγεί σε συμπεριφορά που δημιουργεί κοινωνική απόσταση ανάμεσα στους όμοιους και στους άλλους, μια απόσταση υποκειμενική και όχι γεωγραφική. Όσοι περιλαμβάνονται στα πλαίσια της έσω-ομάδας θεωρούν πως οι συναισθηματικές αντιδράσειςκαι οι εμπειρίες τους μοιάζουν ενώ αναμένουν διαφορές ανάμεσα σε αυτούς και στα μέλη κάποιας έξω-ομάδας. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι μια συμπεριφορά που τελικά δημιουργεί διαφορές με τα μέλη των έξω-ομάδων και η υιοθέτηση συμβόλων, κανόνων συμπεριφοράς και τρόπων έκφρασης στα πλαίσια της έσω-ομάδας που συμβάλλει στην ομοιομορφία της. Μάλιστα όσο μεγαλύτερη παρουσιάζεται η κοινωνική απόσταση, τόσο "τα μέλη της έσω-ομάδας τείνουν να θεωρούν τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους ως ανώτερο και να τον ανάγουν σε γνώμονα αξιολόγησης άλλων κοινωνιών συνόλων και πολιτισμών."Η αναφορά που προηγήθηκε στις έννοιες του έθνους, της εθνικής ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι ιδιομορφίες που αναδύονται στην περίπτωση των Ελληνοποντίων του τελευταίου μεταναστευτικού κύματος όσο αφορά το αίσθημα του"ανήκειν" σε ένα έθνος και της εθνικής τους ταυτότητας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί η πλειονότητα των Ελληνοποντίων που ζούσαν σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης εγκαταστάθηκαν εκεί κυρίως τους δύο τελευταίους αιώνες, άλλοι οικειοθελώς και άλλοι εξαναγκαζόμενοι από τις ιστορικές συνθήκες. Στις περιοχές αυτές συμβίωναν άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε ανταγωνιστικά μαζί με διάφορα έθνη στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας (19ος αιώνας) και αργότερα στα πλαίσια ενός κράτους (20 αιώνας) το οποίο δεν οικοδομήθηκε σύμφωνα με την επιταγή "ένα έθνος ένα κράτος" και που ωστόσο θεωρούσε επιθυμητή και επεδίωκε τη μέγιστη εθνική ομοιογένεια. Στο πέρασμα του χρόνου οι Ελληνοπόντιοι διατήρησαν πολλά από τα διακριτικά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά και παράλληλα προσεταιρίστηκαν στοιχεία γειτονικών εθνών. Σύμφωνα τόσο με τα κριτήρια της υποκειμενικής όσο και της αντικειμενικής προσέγγισης για τον ορισμό του έθνους, ο συγκεκριμένος πληθυσμός εντάσσεται στα πλαίσια του Ελληνικού έθνους. Οι πόντιοι πρόσφυγες διεκδικούν την ελληνικότητα, επειδή μοιράζονται με τους υπόλοιπους Έλληνες την ίδια γλώσσα (αν και μιλούν διαλεκτική μορφή της, την ποντιακή διάλεκτο, συχνά εμπλουτισμένη με λέξεις δανεισμένες από το λεξιλόγιο γειτονικών εθνών), όσοι πιστεύουν στο Θεό έχουν την ίδια θρησκεία με αυτή του επίσημου ελληνικού κράτους και έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινή κουλτούρα, έθιμα και παραδόσεις με τους Έλληνες, ειδικότερα με τους Πόντιους που κατοικούν στην Ελλάδα. Στις αφηγήσεις ζωής που παρουσιάζονται σ' αυτό το τεύχος, είναι εμφανής η τάση των βιογραφούμενων να τονίζουν όλα εκείνα τα στοιχεία που πιστοποιούν στους γηγενείς έλληνες την "αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα" των ίδιων. Εξιστορούν τις επιτυχείς σε μεγάλο βαθμό προσπάθειές τους να διατηρήσουν τη μητρική τους γλώσσα, σε μια χώρα που η επίσημη γλώσσα διέφερε από τη δική τους, προσπάθειες που πολλές φορές κατέβαλαν υπό αντίξοες συνθήκες - διώξεις, εξορίες, εθνικιστικά πάθη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιστάθηκαν στις απόπειρες του επίσημου ρωσικού κράτους για εκρωσισμό παρά το κόστος, τις συνέπειες που προκαταβολικά γνώριζαν ότι θα υποστούν. Η διατήρηση του ελληνικού ονοματεπώνυμου, της ελληνικής ιθαγένειας και του ελληνικού διαβατηρίου είχε σαν τίμημα τον αυτόματο αποκλεισμό των Ελληνοποντίων από τα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Παραπάνω είδαμε στοιχεία που αφορούν κυρίως τους δύο τελευταίους αιώνες σχετικά με την ύπαρξη ποντιακού ελληνισμού στη Ρωσία και στη μετέπειτα Σοβιετική Ένωση. Στη συνέχεια θα οριοθετήσουμε χρονικά τα μεταναστευτικά κύματα Ελλήνων - Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα στον αιώνα μας.
Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα ρεύματα μαζικής μετανάστευσης:
α) Από το 1918 έως το 1930 με ιδιαίτερη έξαρση την περίοδο 1921-23. Πρόκειται για πρόσφυγες από το Μικρασιατικό Πόντο που κατέφυγαν στην Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας των διωγμών των Νεότουρκων (1914-24) καθώς και για Πόντιους μόνιμους κάτοικους της Υπερκαυκασίας (σημερινές δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν), της Ουκρανίας και της Ρωσίας, οι οποίοι καταφεύγουν στον ελλαδικό χώρο κάτω από την πίεση ιστορικών γεγονότων.
β) Από το 1937 έως το 1939 εξαιτίας διώξεων. Πάντως λίγες οικογένειες κατόρθωσαν να πάρουν άδεια μετανάστευσης προς την Ελλάδα, γιατί η έξοδος από την Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν ουσιαστικά απαγορευμένη.
γ) Από το 1965 έως το 1967. Το τρίτο μεταναστευτικό κύμα διακόπτεται λόγω της επιβολής δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα και συνεχίζεται μετά τη μεταπολίτευση. Οι μετανάστες προέρχονται από την κεντρική Ασία κυρίως.
δ) Από το 1987 έως σήμερα. Η άνοδος του Μ. Γκορμπατσώφ στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. το 1985 δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός ολοένα αυξανόμενου μεταναστευτικού κύματος. Πριν το 1985 μόνο οι Έλληνες - Πόντιοι από τις κεντροασιατικές δημοκρατίες του Ουζμπεκιστάν, της Κιργισίας και του Καζαχστάν είχαν σχετική ευχέρεια εξόδου από τη Σοβιετική Ένωση, γιατί διέθεταν ελληνικά διαβατήρια. Από τη στιγμή (1985) που επιτρέπεται η μετανάστευση σε όλο και ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες προκαλείται αλλαγή της πληθυσμιακής κατανομής των μεταναστών, όσον αφορά τον τόπο μόνιμης κατοικίας πριν τη μετανάστευση.
Οι Έλληνες - Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση που ήρθαν με το τελευταίο μεταναστευτικό ρεύμα διακρίνονται σύμφωνα με κατηγοριοποίηση της Μ. Βεργέτη κατά την προέλευσή τους, που συνεπιφέρει ορισμένα χαρακτηριστικά, με τα οποία συνδέονται τόσο οι προσδοκίες τους όσο και τα προβλήματα προσαρμογής στην ελληνική κοινωνία:
α) Έλληνες - Πόντιοι από τις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν). Γνωρίζουν την ποντιακή (εξαιρούνται οι τουρκόφωνοι της Τσάλκας), τη ρωσική και πιθανά τη νεοελληνική γλώσσα και προέρχονται από κοινωνικό περίγυρο με έντονο τοπικό εθνικισμό.
β) Έλληνες - Πόντιοι από τις δημοκρατίες της Ρωσίας και Ουκρανίας (περιοχή Κριμαίας). Είναι γνώστες της ποντιακής, της ρωσικής και πιθανά της νεοελληνικής γλώσσας και ο κοινωνικός τους περίγυρος είναι χωρίς εθνικιστικές ταραχές.
γ) Έλληνες - Πόντιοι από τις μουσουλμανικές δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας (κυρίως Καζαχστάν και Ουζμπεκιστάν). Γνωρίζουν την ποντιακή, τη ρωσική γλώσσα και με εξαίρεση μερικούς ηλικιωμένους αγνοούν τη νεοελληνική. Χαρακτηριστικά του κοινωνικού τους περίγυρου είναι ο ισλαμικός φανατισμός, η τουρανική αφύπνιση και οι τοπικοί εθνικισμοί.