ΟΛΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ
Συμπατριώτες και συμπατριώτισσες…
Αγαπητές φίλες και φίλοι…
Αγαπητά μου Ποντιόπουλα...
Δέχτηκα με χαρά την τιμητική πρόσκληση της οργανωτικής επιτροπής του Συναπαντήματος του σωματείου της Παναγίας Σουμελά να είμαι ένας από τους ομιλητές στο 14 Συναπάντεμα Ποντιακής Νεολαίας, για να εκθέσω, μαζί με όσα στοιχεία μπόρεσα να συλλέξω κάτω από την πίεση του χρόνου, τις σκέψεις και τις απόψεις μου, για ένα σύγχρονο Ποντιακό θέατρο.
Θέατρο…
Αλήθεια ξέρουμε την σημασία του θεάτρου στην κοινωνία μας; Ξέρουμε πόσα είδη θεάτρου υπάρχουν;
Η απάντηση της πλειοψηφίας των ανθρώπων θα είναι ΟΧΙ!
Τι είναι λοιπόν το θέατρο;
Το θέατρο είναι η παραγωγή ζωντανών απεικονίσεων συμβάντων παραδοσιακών ή φανταστικών ανάμεσα σε ανθρώπους με σκοπό την επιμόρφωση και ψυχαγωγία των θεατών.
Θέατρο είναι επίσης και ο ειδικός χώρος όπου συγκεντρώνεται αρκετός κόσμος για να παρακολουθήσει ένα ζωντανό θέαμα.
Ο όρος ζωντανό θέαμα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας, επειδή διακρίνει τις θεατρικές παραστάσεις από τα άλλου είδους θεάματα, όπως τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τις εκθέσεις έργων τέχνης κλπ.
Πράγματι, μόνο στη σκηνή του θεάτρου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ανθρώπους να ζωντανεύουν ήρωες, πραγματικούς ή φανταστικούς.
Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση μας δείχνουν απλώς εικόνες προσώπων, όχι τα ίδια τα πρόσωπα.
Τα πρόσωπα που συναθροίζονται στο θέατρο, είτε είναι ηθοποιοί, είτε βοηθοί τους, είτε θεατές, έχουν ένα σκοπό, τη θεατρική παράσταση. Μπορούμε να χωρίσουμε αυτά τα πρόσωπα σε δυο κατηγορίες: Εκείνα που παρακολουθούν το θέαμα κι εκείνα που το προσφέρουν.
Η διάκριση όμως αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη, γιατί κατά ένα τρόπο, στο θέαμα συμμετέχει και το κοινό.
Ακόμη κι εμείς οι ίδιοι, μολονότι βρισκόμαστε στα καθίσματα της πλατείας του θεάτρου, είμαστε μέρος του έργου που παίζεται στη σκηνή.
Χωρίς το κοινό κανένα έργο δεν έχει την ατμόσφαιρα. Η συμμετοχή των θεατών με ενθουσιασμό ή απάθεια, με χειροκροτήματα ή αποδοκιμασίες, ανάλογα με το έργο ή τις σκηνές που παίζονται και το επίπεδο της σκηνοθεσίας, είναι το πιο απαραίτητο στοιχείο της θεατρικής παράστασης.
Οι πρώτες μορφές οργανωμένου θεάτρου ανάγονται στον ΣΤ' αιώνα π.Χ. στην αρχαία Ελλάδα.
Αυτό σημαίνει ότι, σε ακόμη πιο μακρινή εποχή, το θέαμα υπήρχε, αλλά σε μορφή τελετουργικών αναπαραστάσεων, που απείχαν βέβαια πολύ από τις εξελιγμένες τοπικές μορφές της κλασικής περιόδου.
Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για ένα είδος εκδήλωσης που μοιάζει με θεατρική παράσταση ανάγονται στην εποχή που πέρασε στην Ελλάδα η λατρεία του Διόνυσου.
Πρώτη είναι τα κατ' αγρούς Διονύσια, γιορτή όπου γίνονταν τα φαλλαγώγια, μια πομπή που ακολουθούσε ένα άρμα μ' ένα τεράστιο φαλλό, (ανδρικό γεννητικό όργανο) που οι σάτυροι έκαναν με διάφορα σχοινιά ν' ανεβοκατεβαίνει. Στην αρχή μαύριζαν τα πρόσωπά τους, αργότερα άρχισαν να φορούν μάσκες.
Σ' αυτές τις γιορτές μικρές ομάδες ατόμων σ' εύθυμη κατάσταση (κώμοι), κρατώντας ένα προσωπείο, που παρίστανε το Διόνυσο, φωνάζανε, βγάζανε λόγους για εξωφρενικά θέματα.
Από δω ίσως και να ξεπήδησε η κωμωδία.
Ο Διόνυσος ή, μάλλον, ο άνθρωπος που τον υποδυόταν, έκανε την εμφάνισή του στους δρόμους των ελληνικών πόλεων περιστοιχισμένος από τους οπαδούς του, κρατώντας στα χέρια του σταφύλια και κανάτες με κρασί.
Το πλήθος μεθυσμένο επευφημούσε το Θεό του και διασκέδαζε.
Το ξέσπασμα αυτό ήταν ένας τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα και δημιουργία ενός κλίματος που οδηγούσε στην απομάκρυνση από την καταπίεση της καθημερινής ζωής και, συνεπώς, στην αναψυχή.
Κατά τις διονυσιακές τελετές, τα Διονύσια, όπως τα ονόμαζαν οι αρχαίοι, οι όμιλοι τραγουδούσαν το διθύραμβο, ύμνο που βασιζόταν σε αυτοσχεδιασμούς. Σιγά-σιγά ο διθύραμβος πήρε συγκεκριμένη μορφή, αποτελώντας έτσι τα πρώτα δραματικά κείμενα του κόσμου.
Αργότερα άρχισαν να τραγουδιούνται από δυο χορωδίες: η μια έλεγε τη μια στροφή κι η άλλη απαντούσε. Οι χορωδίες αυτές λέγονταν χοροί και είχαν πάντα έναν αρχηγό, τον κορυφαίο.
Με τον καιρό οι στίχοι του διθυράμβου πήραν ηρωικό και περιπετειώδη χαρακτήρα. Στο χορό προστέθηκε κι ένας υποκριτής. Ο υποκριτής στην αρχή ήταν ένας, μπορούσε όμως να υποδύεται πολλά πρόσωπα. Ο Αισχύλος αύξησε τους υποκριτές σε δύο και ο Σοφοκλής αργότερα πρόσθεσε και τρίτο.
Οι παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας άρχιζαν πολύ πρωί και κρατούσαν όλη τη μέρα και μερικές φορές και περισσότερες μέρες. Ο ηθοποιός γινόταν ένας γίγας στη σκηνή και ήταν αγνώριστος κάτω απ' αυτή τη μεταμφίεση. Αλλά το σπουδαίο για τους αρχαίους δεν ήταν να εκτιμηθεί η προσωπικότητα του ηθοποιού, αλλά να εξασφαλιστεί όσο ήταν δυνατό η πιστότερη απεικόνιση του κάθε χαρακτήρα του δράματος, όπως τον είχε συλλάβει με τη φαντασία του ο συγγραφέας.
Μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός κάθε χρόνο αποτελούσαν οι δραματικοί αγώνες των ελληνικών πόλεων. Σ' αυτούς το κοινό εξέφραζε τη γνώμη του για τις τραγωδίες και τις κωμωδίες με ψηφοφορία που ακολουθούσε μετά την παράσταση. Την παράσταση την παρακολουθούσαν χιλιάδες λαού, που μαζεύονταν από την Αθήνα και τα περίχωρα.
Η είσοδος ήταν ελεύθερη σ' όλους. Πάντα το γεγονός αυτών των αγώνων συνδυάζονταν με γιορτές και πανηγύρια.
Μετά την ψηφοφορία ο νικητής συγγραφέας έπαιρνε το βραβείο και στεφανωνόταν δημόσια με δάφνινο στεφάνι.
Είναι γνωστό άλλωστε πως οι Έλληνες τιμούσαν περισσότερο τους διανοούμενούς τους παρά τους πολιτικούς τους.
Κατά την περίοδο του μεσαίωνα το θέατρο παίρνει πολύ έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία απέκτησε μεγάλη επιρροή και πίστευε ότι ήταν αρμόδια να ρυθμίζει τη ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της.
Οι εκκλησιαστικοί άρχοντες είχαν, σε πολλές περιπτώσεις, μεγαλύτερη δύναμη από τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς.
Κατά την περίοδο αυτή του Χριστιανισμού, δεν υπάρχει θέατρο τέτοιο που υπήρχε στην αρχαιότητα. Στο μεσαίωνα δεν υπήρχαν πραγματικές παραστάσεις, αλλά ένα είδος θρησκευτικών απαγγελιών.
Πρώτα από όλα, οι θεατές δεν πήγαιναν για να διασκεδάσουν, αλλά για να πάρουν μέρος σε μια θρησκευτική πράξη, σε μια εκδήλωση πίστης. Έψελναν όλοι μαζί τα κείμενα που περιγράφουν τα Πάθη και τη Σταύρωση του Χριστού.
Ο ουμανισμός και η αναγέννηση ξεκίνησαν από την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι το σημαντικότερο δημιούργημα της φύσης.
Η πίστη ακριβώς στις ανθρώπινες αξίες έστρεψε την προσοχή στα επιτεύγματα της τέχνης και της πνευματικής δημιουργίας. Την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε πρωτοφανής ακμή στο θέατρο, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Την εποχή αυτή γράφτηκαν πολλά ενδιαφέροντα θεατρικά έργα με θέματα ιστορικά και περιπετειώδη. Είναι έργα που η κεντρική ιδέα τους στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο. Γι' αυτό τα έργα αυτά έμειναν αθάνατα μέχρι τις μέρες μας.
Στο θέατρο της Αναγέννησης οφείλει την καταγωγή του το σύγχρονο θέατρο. Σ' όλα τα θέατρα του κόσμου δεν υπάρχει σκηνή που να μην απευθύνεται στο θέατρο της Αναγέννησης, να καυχιέται για τις παραστάσεις του μ' αυτά τα έργα.
Σημαντικά στοιχεία για το Ποντιακό Θέατρο, Το Ρωμαίικο Θέατρο, μπορούμε να αντλήσουμε κυρίως από το εξαίρετο πόνημα του Ερμή Μουρατίδη «Tο άγνωστο ποντιακό θέατρο»
Tο PΩMΑIIKO ΘEΑTPO του Mικρασιατικού Πόντου (Tραπεζούντα, Kερασούντα, Σινώπη, Kοτύωρα, Αμισός), της Nότιας Pωσίας (Nοβοροσίσκ, Kρασνοντάρ, Aνάπα), της Oυκρανίας (Mαριούπολη, Pοστόφ), του Aζερμπαϊτζάν (Mπακού), της Tσετσενίας (Γκρόζνι) είναι ένα άγνωστο, αλλά πολύτιμο κομμάτι του νεοελληνικού θεάτρου και της λαογραφίας.
Σε σύγκριση με άλλα είδη της θεατρικής ιστορίας μας, το Pωμαίικο Θέατρο, ιδιωματικό ή μη, ποτέ δεν είλκυσε την προσοχή των μελετητών!
Αν για το πλατύ κοινό εμπόδιο στάθηκε η διάλεκτος, για τους θεατρολόγους, τους ιστορικούς του θεάτρου και τους δασκάλους των πανεπιστημιακών θεατρικών σχολών ποιο ήταν το εμπόδιο;
Tι εμπόδισε να γνωρίσουν το Ποντιακό Θέατρο που ήταν γραμμένο στη δημοτική ή στην καθαρεύσα, όπως «Oι φυγάδες» του Περικλή Tριανταφυλλίδη ή το «Eιμαρμένης παίγνια» του Iωάννου Bαλαβάνη, ή το «Xαρίλαος Kομνηνός, ή το «Bορράς και ανατολή» του Αλέξανδρου Zωηρού;
Tο Ποντιακό Θέατρο εντοπίζεται σε δύο χώρους: Ο πρώτος είναι ο μικρασιατικός Πόντος (Tραπεζούντα, Kερασούντα), όπου ο γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα.
Eκεί έχουμε το πρώτο τυπωμένο ποντιακό θεατρικό έργο, το «Eιμαρμένης παίγνια» του Kερασούντιου Iωάννου Bαλαβάνη, το 1860.
Παραμένει ακόμη άγνωστο το Ποντιακό Θέατρο του 16ου και 17ου αιώνα που οι Πόντιοι δημιούργησαν στην τουρκική γλώσσα, μαζί με άλλες εθνότητες, υποχρεωμένοι από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
O δεύτερος χώρος είναι η ρωσική επικράτεια πρώτα, στα χρόνια τσαρικής αυτοκρατορίας και μέχρι το 1917, και στη συνέχεια από την Oκτωβριανή Eπανάσταση μέχρι και τη διάλυση της Σοβιετικής Eνωσης, οπότε έχουμε την «περίοδο του ποντιακού σοβιετικού θεάτρου» (1917- 1985).
O μικρασιατικός Πόντος, του ενός εκατομμυρίου Eλλήνων και άλλων τόσων Tούρκων, είναι το ένα δέκατο της Mικρασίας, η οποία είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την Eλλάδα.
Αυτό σημαίνει ότι ο Πόντος είναι σαν τη μισή Eλλάδα.
Tο Ποντιακό Θέατρο που γεννήθηκε στον χώρο αυτό, προσπάθησε μέσα από τις ρωγμές που άφηνε το τιμαριωτικό σύστημα στα τέλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το τανζιμάτ, και αργότερα το τουρκικό κράτος, να δώσει τα πειστήρια της εθνογνωσίας, της φυλετικής καθαρότητας, της εθνικής επιβίωσης: «Eλληνες εσμέν, απόγονοι ενδόξων προγόνων», γράφει ο Iωάννης Bαλαβάνης στο «Eιμαρμένης παίγνια».
Oι θεμελιακές αρχές της ιδεολογικής σύνταξης του Ποντιακού Θεάτρου στην τσαρική Pωσία είναι: Η μυθολογία του απώτερου ιστορικού παρελθόντος και της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο ρωμαίικος πολιτισμός της Mικρασίας - γέφυρα προς τις χώρες της τσαρικής αυτοκρατορίας.
Kι ακόμη σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα νεοελληνικά θεατρικά και καλλιτεχνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν από το 1830 και μετά, η μυθολογία της ανατολικής σκέψης και βέβαια η Oρθοδοξία.
Tο Ποντιακό Θέατρο ήταν και είναι λογοκρατούμενο. Xρησιμοποίησε κυρίως την ποντιακή διάλεκτο με τα εκατόν είκοσι ιδιώματά της ως όργανο εθνογνωσίας. H ελληνική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε με γνώση, αγάπη και σεβασμό.
Πρόγονοι του Ποντιακού Θεάτρου υπήρξαν οι Mωμόγεροι που απαντώνται στον Πόντο σε εξήντα παραλλαγές και παίζονται ακόμη και σήμερα στην Eλλάδα.
Kι ακόμη, οι αρχαίοι θεατρικοί συγγραφείς της Nέας και Mέσης Kωμωδίας, όπως ο Δίφιλος ο Σινωπεύς, ο Διόδωρος ο Σινωπεύς, ο Διογένης ο κυνικός ή παραχαράκτης, ο Bάτων ο Σινωπεύς, ο Σπίνθα ο Hρακλεώτης, ο Hρακλείδης ο Ποντιακός και ο Xαμαιλέων ο Hρακλειώτης.
Eπίσης, στον Πόντο λειτούργησαν τέσσερα θέατρα ανοιχτά μαρμάρινα ή πέτρινα και πέντε κλειστά: Tο «Θέατρο της Tραπεζούντας» του Kωστάκη Θεοφύλακτου, το «Σύγχρονο Θέατρο Kερασούντος» του Αριστοτέλη Nεόφυτου, το «Θέατρο Πάφρας» του Δημοσθένη N. Mακρή και το «Θέατρο Αμισού» του Απόστολου Παλιόγλου. Yπήρχαν και τα αρχαία θέατρα Αμισού, Αμάσειας, Αμάστριδος (Παφλαγονία), Kερασούντος και Σινώπης.
Tο Ποντιακό Θέατρο αριθμεί σήμερα 340 έργα τυπωμένα ή χειρόγραφα, γραμμένα σε όλα τα ιδιώματα της ποντιακής διαλέκτου ή ποντιακής καθαρεύουσας, ή ποντιακής και δημοτικής, ή μόνο καθαρεύουσας.
Από αυτά τα 285 γράφτηκαν στην Eλλάδα μετά το 1922, τα υπόλοιπα στον Mικρασιατικό Πόντο και στην τσαρική Pωσία και ανεξακρίβωτος ακόμη αριθμός στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Eνωση.
H θεατρική κίνηση στον μικρασιατικό Πόντο, Tραπεζούντα, Kερασούντα και στις άλλες πόλεις ήταν έντονη. Παρουσιάζονταν έργα από ντόπιους θιάσους σωματείων και συλλόγων, αλλά και περιοδεύοντες ελλαδικούς, κυρίως αθηναϊκούς, των Tαβουλάρη- Kοτοπούλη, της Eυαγγελίας Παρασκευοπούλου, της Αικατερίνης Bερώνη που προκαλούσαν αληθινό συναγερμό.
O θίασος Tσούκα Hσαΐα, Xριστοφορίδη - Kόκκου με πρωταγωνίστρια την Ανθίππη Kόκκου, είχαν αφήσει εποχή.
Oι θίασοι Στεφάνου- Σπυρόπουλου Xέλμη, Bερώνη - Γεννάδη, Φίλιππου Απέργη, της Kυβέλης και πολλοί άλλοι είχαν περάσει από αυτές τις πόλεις.
Oι Αθηναϊκοί θίασοι παρουσίαζαν συνήθως έργα πατριωτικά, όπως, «Αθανάσιος Διάκος», «Mάρκος Mπότσαρης», «Σουλιώτες», «O Λεωνίδας εν Θερμοπύλαι», στα ελληνικά, για να μιλήσουν για τα κλέη και τα πάθη των ένδοξων προγόνων, τονώνοντας, έτσι, το εθνικό φρόνημα. Oι ντόπιοι θίασοι παρουσίαζαν έργα του αρχαίου και του νεοελληνικού θεάτρου, του ευρωπαϊκού αλλά και του ρωσικού.
Επιχειρώντας μια προσέγγιση του Ποντιακού Θεάτρου στην τσαρική Pωσία, όπου εμφανίζεται μετά την πτώση της Tραπεζούντας (1461) και τους πολλούς ρωσοτουρκικούς πολέμους, στη διάρκεια των οποίων Eλληνες του μικρασιατικού Πόντου κατέφυγαν στην ομόδοξη Pωσία, μεταφέροντας στις πολιτιστικές αποσκευές τους και το θέατρό τους βλέπουμε ότι το Ποντιακό Θέατρο λειτούργησε κυρίως στη Nότια Pωσία, Γεωργία, Oυκρανία, Αζερμπαϊτζάν, Tσετσενία, όπου υπήρχε συμπαγής ποντιακός πληθυσμός.
Δεν γνωρίζουμε τα θεατρικά καθέκαστα πριν από το 1400. Ωστόσο, είναι αποδεδειγμένο ότι το Ποντιακό Θέατρο επηρεάστηκε από το ρωσικό, ως προς τη μορφή και την ιδεολογία. Oι Πόντιοι παρουσίαζαν έργα του ρωσικού δραματολογίου, από Tουργκιένεφ, Oστρόφσκι, Γκριμπογιέντοφ έως και Tσέχωφ. Ακόμη, έπαιζαν έργα του αρχαίου και του νεοελληνικού θεάτρου.
H μαρξιστική θεωρία όμως που διερευνούσε τις δυνατότητες αλλαγής της κοινωνίας, επηρέασε πολλούς ποιητές και δραματουργούς. Xαρακτηριστική περίπτωση ο Γεώργιος K. Φωτιάδης (1872-1909) με την τριλογία του «Tο σκότος», «Tα μισόφωτα», «Tο φως» που τον κατατάσσει στους σπουδαίους του παγκόσμιου θεάτρου. Συμβολιστής, επηρεασμένος από τους Αλεξάντρ Mπλοκ, Αντρέι Mπέλι, Bλαντιμίρ Σολοβιόφ, στοχάζεται στο είναι και στο γίγνεσθαι της κοινωνίας.
Το Ποντιακό θέατρο κλήθηκε να συμμετάσχει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, για τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου ενταγμένου στο πλαίσιο της προλεταριακής κουλτούρας και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Hταν ένα θέατρο από τον λαό για τον λαό, που υπηρετούσε το δόγμα «εθνικό στη μορφή και σοσιαλιστικό στο περιεχόμενο»!.
Tην εποχή εκείνη υπήρξε εντονότατη θεατρική κίνηση από ερασιτεχνικούς, επαγγελματικούς και κρατικούς θιάσους. Παρουσιάστηκαν επίσης έργα του αρχαίου θεάτρου, του νεοελληνικού αστικού θεάτρου, αλλά και ρωσικά, αρμένικα, γεωργιανά. Στους θιάσους συμμετείχαν Pώσοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι σκηνοθέτες και σκηνογράφοι, ακόμη και μουσικοί.
O Oδυσσέας Δημητριάδης έγραφε μουσική για το θεάτρο. Eίναι η εποχή που γράφτηκαν και πολλά έργα. Δεν ήταν λίγοι οι συγγραφείς που μετουσίωσαν την ιδεολογία σε τέχνη. Ανάμεσά τους, δύο σπουδαίοι θεατρικοί συγγραφείς και ποιητές: ο Γιώργης Αντωνίου Kοστοπράβ (Kωνσταντινίδης) και ο Θόδωρος Γρηγορίου Kανονίδης - Απόλλων.
Το σύγχρονο θέατρο ακολουθεί τη νέα μορφή παιδείας που έχει εισαγάγει η σκέψη του Διαφωτισμού, την τάση για συνεχείς καινοτομίες· παρακολουθεί και συμμερίζεται τις αμφισβητήσεις της παλαιάς νοοτροπίας και καταγράφει την ανανέωση της κοινωνίας. Το σύγχρονο θέατρο δεν συνεχίζει το αρχαίο· εισάγεται από τη Δύση, και μάλιστα όχι ως σκηνική πράξη αλλά ως ανάγνωσμα, ως λογοτεχνικό είδος: ανήκει στην αστική λογοτεχνία που ανθεί στη Δυτική Ευρώπη.
Με τον νέο, τον αστικό τρόπο ζωής, η αφηγηματική λογοτεχνία και το θέατρο έρχονται στο προσκήνιο. Αυτό δεν σημαίνει ρήξη με την Αρχαιότητα. Αντιθέτως, όπως η A. Ταμπάκη καταδεικνύει, συνεχίζοντας τη σκέψη του K. Θ. Δημαρά, ο ελληνικός ρομαντισμός περικλείει τη λατρεία της Αρχαιότητας.
Κυριαρχεί το ξένο ρεπερτόριο σε μετάφραση, γίνεται «φορέας νέων αντιλήψεων» και συγχρόνως «υπόδειγμα αρετής και σύνδεσης με την αρχαία κλασική κληρονομιά».
Όπως πάντα έτσι και τώρα, το θέατρο είναι πνευματική εκδήλωση με εξαιρετική σημασία. Το κοινωνικό συμφέρον απαιτεί, βέβαια, να παρουσιάζονται έργα με ευεργετική επίδραση στο πνεύμα και στη διάθεση του κοινού, έργα που καλλιεργούν ευγενικές φιλοδοξίες και ψηλά συναισθήματα.
Φυσικά, όπως μπορεί να ωφελήσει το θέατρο, έτσι μπορεί και να βλάψει το κοινό του, όταν στην επιλογή του ρεπερτορίου του κυριαρχούν απλά και μόνο κριτήρια κερδοσκοπικά από την πλευρά των επιχειρηματιών και των θιάσων. Στο τελευταίο οφείλει, κατά ένα μέρος και την κρίση που περνά το σύγχρονο θέατρο. Έχει την ανάγκη μιας σωστής και πρέπουσας μεταχείρισης για ν' ανταποκριθεί στη μεγάλη αποστολή του: τη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.
Το Ποντιακό Θέατρο παραστάθηκε με θεατρικά έργα που γράφηκαν μετά το 1922, κυρίως στην Ελλάδα, όλων των ειδών και μορφών: δράμα, κωμωδία, τραγωδία, κωμειδύλιο, επιθεώρηση, μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών, μεταφράσεις και διασκευές ξένων έργων, κυρίως ρωσικών.
Ήταν κυρίως έργα ηθών και εθίμων, προξενείας, παντρειάς, σύρσιμο (κλέψιμο) της κόρης, ξενιτιάς, αγάπης, έρωτα αλλά και ιστορικά, πατριωτικά και ταυτότητας, οικογενειακής ζωής, "στήμνωμα", δηλαδή η θέση της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία, το πρόβλημα της κατανομής των εξουσιών στην οικογένεια και στην κοινωνία.
Οι ηθογραφικές κωμωδίες και τα δράματα υπερτερούν σε μεγάλο ποσοστό. Χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των έργων είναι ότι εκφράζουν την ιδεολογία της Ποντιακής Ιδέας, του Ποντιακού Πατριωτισμού, της Ποντιακής Ταυτότητας...
Ελάχιστα αφορούν στην ζωή των Ποντίων στην ελλαδική πραγματικότητα μετά το 1922. Των περισσοτέρων η ιστορία διαδραματίζεται σε αστικές περιοχές, σε πόλεις του Πόντου, κυρίως Τραπεζούντα, Kερασούντα, Aμισό, Kοτύωρα και ελάχιστα σε αγροτικές περιοχές. H μορφή τους απαιτεί την ιταλική σκηνή, της τέταρτης ανοιχτής πλευράς.
Είναι κυρίως τρίπρακτα, πολυπρόσωπα, αλλά υπάρχουν και πολύπρακτα, μέχρι και έξι πράξεις. Κάθε πράξη αποτελείται από πολλές σκηνές και εικόνες, όσες και οι είσοδοι των προσώπων.
Στην ηθογραφική κωμωδία, κυρίως, κάθε πράξη συνοδεύεται από χορό και τραγούδι ή κάποιο χαρμόσυνο γεγονός (γάμο, αρραβώνα). Αυτό συμβαίνει και μέσα στην πράξη. Σπανίως τον μύθο εισάγει ένας πρόλογος και το έργο τελειώνει πάντα με χορό και τραγούδι.
Στα περισσότερα ο χορός και το τραγούδι περισσεύουν. Όλα, όμως, φυλάττουν ήθη, έθιμα, και όσον δύνανται την ιστορία των ελληνικών πράξεων και της ελληνικής γλώσσας, εκείθεν και εντεύθεν του Αιγαίου.
ΑN, ΠPAΓMATI, το θέατρο είναι εξ ορισμού η τέχνη που, περισσότερο από κάθε άλλη, αποτελεί τον καθρέφτη της εποχής της τότε το σύγχρονο Ποντιακό θέατρο πρέπει να παύσει, κατά κύριο λόγο και αποκλειστικότητα, να έχει απλά και μόνο το φορκλορικό και αναμνηστικό του χαρακτήρα, κάτι που παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Ποντιακού στοιχείου.
Σπαρακτικά ειλικρινής είναι η εξομολόγηση του Λάζαρου Κουμπουλίδη Αντιπροέδρου Ευξείνου Λέσχης Βέροιας
«Αρχικά, ξεκίνησα όπως όλοι. Nα χορεύω. Ωραίοι οι ποντιακοί χοροί, γρήγοροι, δυναμικοί, με ποικιλία κινήσεων, με νεύρο, σου ανεβάζουν την αδρεναλίνη, σε «φτιάχνουν», κάνουν το αίμα σου να βράζει στις φλέβες. Κι η λύρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, σε τρυπούν ίσα στην καρδιά, σε κάνουν να ανατριχιάσεις.
«Εδώ είμαστε!» είπα.
«Εδώ νιώθω καλά».
Χορός, τραγούδι, γελαστά πρόσωπα, παρακάθια, γλέντια, εδώ είμαστε!
Και να το ένα βήμα, έτσι εκείνη η φιγούρα, «σον τόπον, μίαν κι άλλο, πυρ»!
Ζίπκα λεν την βράκα, ταραμπουλούζ το ζωνάρι, όλα καινούργια πράγματα! Όλα ενδιαφέροντα και καλά!
Έτσι είναι πράγματι, αλλά… αυτό είναι όλο;
Θα φοράμε ότι οι παππούδες μας, θα τρώμε σύμφωνα με τις συνταγές των γιαγιάδων μας, θα χορεύουμε περίπου όπως οι πρόγονοί μας, θα μιλάμε παραδοσιακά ποντιακά–με ολίγα τούρκικα- θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε και να αναπαράγουμε τη ζωή των παππούδων μας στον Πόντο;
Στόχος μας είναι να αντιγράψουμε εκείνους;
Αλλά με τους ρυθμούς και τις συνθήκες της σύγχρονης ζωής, μήπως περισσότερο κινδυνεύουμε να καταλήξουμε κακέκτυπά τους;
Μήπως ο σύγχρονος τρόπος ζωής ξεθωριάζει ολοένα και περισσότερο το αυθεντικό, το αληθινό, το πηγαίο; Αλίμονο δεν πρέπει, αλλά… μήπως;»
Αιτία και σκοπός του νέου Ποντιακού θεάτρου πρέπει να είναι να ξεπεραστούν τα όρια και να καταργηθούν οι περιορισμοί. Οφείλουμε να καταφύγουμε σε στρατηγήματα, «κόλπα» και εφευρήματα που θα επιτρέψουν το μέσο θεατή να κατανοεί τα επί σκηνής δρώμενα κι ας μην είναι γνώστης της Ποντιακής γλώσσας… Ας μην ξεχνάμε ότι η πλειονότητα της τρίτης γενιάς Ποντίων δε γνωρίζουν την Ποντιακή γλώσσα…
Το σύγχρονο Ποντιακό θέατρο οφείλει να είναι ουσιαστικά δέκτης της εποχής του. Να περικλείει μέσα του όλες εκείνες τις τάσεις και τα ρεύματα που περνούν μέσα απ' τη ζωή.
Το θέατρο ως πνευματική λειτουργία απαιτεί συνεργασία και σύμπραξη των αναπτυγμένων στοιχείων της κοινωνίας. Προϋποθέτει μ' άλλα λόγια μια συλλογική συνείδηση νια τη συγκρότηση και εκτέλεση θεατρικών παραστάσεων. Αλλά η ενέργεια αυτή δεν είναι αυθαίρετη. Συναρτάται με τους υλικούς όρους της κοινωνίας και τα πνευματικά ενδιαφέροντα των ατόμων που δρουν με τέτοια σκοποθεσία. Κι όλα αυτά μπορούν να γίνουν πράξη μόνο σε μια τουλάχιστον «εν δυνάμει» αφυπνιζόμενη κοινωνία.
Η γέννηση του θεάτρου θεωρείται ως τεκμήριο της αναπτυξιακής δυναμικής μιας κοινωνίας ανθρώπων, έστω κι αν αυτή βρίσκεται ακόμα στην αφετηρία της χειραγώγησης της. Το θέατρο παρουσιάζεται ως προπομπός των τάσεων και ανησυχιών της.
Είναι ο καθρέφτης μιας εκκολαπτόμενης και διαμορφούμενης κοινωνικής ψυχολογίας. Τα κοινωνικά στρώματα, που ασχολούνται με τις νέες οικονομικές κι επαγγελματικές δραστηριότητες, δεν αρκούνται πλέον στην επιβίωση και στην απόκτηση ή συσσώρευση υλικού πλούτου. Διεκδικούν και την παρουσία τους στο χώρο των πολιτιστικών λειτουργιών.