ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Tuesday, June 26, 2007

OYTE TO ONOMA MOY


Thea Halo, Ούτε το όνομά μου
Γενοκτονία και επιβίωση, μια αληθινή ιστορία του Πόντου.
Μετάφραση Μαρίνας Φράγκου. Eκδόσεις Γκοβόστη

Tης Θεοδώρας Ζωγράφου-Βώρου

Κεντρικό πρόσωπο στην αφήγηση του βιβλίου αυτού είναι η Σάνο, μια Eλληνίδα του Πόντου που έζησε το 1920 τη γενοκτονία των Ποντίων. Στo διωγμό και στην πορεία θανάτου έχασε όλη την οικογένειά της, επέζησε μόνη αυτή καθώς οι γονείς της, για να τη σώσουν από το θάνατο, την εμπιστεύθηκαν σε μια οικογένεια στο χωριό Τλαράζ. Στα 15 της παντρεύτηκε με προξενιό τον Ασσύριο Αβραάμ Χάλο, έναν άντρα που είχε τα τριπλάσια χρόνια της, και έτσι βρέθηκε στην Αμερική, όπου έζησαν κι ανάστησαν μια μεγάλη και ωραία οικογένεια. Ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα της, με τις αναμνήσεις της και τα τραγούδια της μεγάλωσε τα 10 παιδιά της. Ένα από αυτά, η Θεία, μικρή ακόμη της «έταξε» να τη φέρει στην πατρίδα κάποια φορά. Η υπόσχεση πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1989. Η Σάνο Χάλο, 79 χρόνων τότε, και η κόρη της Θεία έρχονται στον Πόντο κι αναζητούν ό,τι έμεινε από το χωριό της μητέρας, τον Άγιο Αντώνιο, το Αϊοντόν, όπως η Σάνο το πρόφερε.

1. Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη, βιβλία, όπως τα ονομάζει η συγγραφέας.
Το πρώτο έχει τον τίτλο : Το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής και τα κεφάλαιά του είναι: Το ποτάμι των ονείρων, Το μακρύ ταξίδι του γυρισμού, Η επάνοδος, Σε χρόνο μηδέν, Βήμα βήμα, Καθ’ οδόν προς το Αϊοντόν.
Το μέρος αυτό είναι καθαρά εισαγωγικό. Η αφήγηση της Thea Halo ξεκινάει χρονικά το 1997 από το νησί Έλις, παλιά τελευταίο σταθμό στο ταξίδι των μεταναστών, στον οποίο περνούσαν τον τελευταίο ιατρικό έλεγχο, για να πάρουν το πολυπόθητο εισιτήριο για την είσοδό τους στην Αμερική. Στο Έλις, Μουσείο τώρα πια, η Thea Halo προσκυνάει μπροστά στη στήλη όπου, ανάμεσα σε χιλιάδες αλλά ονόματα μεταναστών, υπάρχουν και τα ονόματα των γονέων της: Σάνο Θυμία Χάλο. Αβραάμ Α. Χάλο. Μετά από τούτη τη συμβολική και όλο σεβασμό πράξη παρουσιάζει την οικογένειά της και τη ζωή τους στην Αμερική . Δεσπόζει η φιγούρα – προσωπογραφία της μάνας αλλά και το δράμα των παιδιών, που αναζητούσαν την εθνική - πολιτισμική τους ταυτότητα στις ρίζες των γονιών τους, ρίζες που οι άλλοι δεν τις γνώριζαν και δεν τις αναγνώριζαν.
Στο βιβλίο αυτό μαθαίνουμε ότι το ταξίδι αυτό ήταν μια παλιά υπόσχεση της μικρής τότε Thea Halo στη μητέρα, αλλά και κρυφός πόθος της Σάνο: «Περίμενα μια ζωή. Οι βαλίτσες μου είναι έτοιμες» ήταν η απάντηση της 79χρονης Σάνο στην πρόταση της κόρης της. Και το ταξίδι δεν ήταν ούτε σύντομο ούτε εύκολο για την ηλικία της.
Αύγουστο του 1989 οι δυο γυναίκες φτάνουν στην Άγκυρα με προορισμό την πόλη Φάτσα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, όπου έπρεπε, κατά τη θύμηση της Σάνο, να είναι και το χωριό της, ο Άγιος Αντώνιος, το Αϊοντόν. Επόμενος (μετά την Άγκυρα) σταθμός η Αμάσεια, όπου στάθηκαν τυχερές, γιατί συνάντησαν έναν Αμερικανό, μετανάστη παλιό κι αυτόν, και έναν Τούρκο, ιδιοκτήτη της πανσιόν όπου έμειναν, που προσφέρθηκαν να τις συνοδεύσουν στο ταξίδι της αναζήτησης της γενέθλιας γης.
Το μακρύ χρόνο του ταξιδιού τον καλύπτει αλλά και τον υποβάλλει ωραιότατα η Thea Halo με την αφήγηση των προσωπικών της αναμνήσεων από τα παιδικά της χρόνια, και των ιστοριών που άκουγε από τη μητέρα. Έτσι και στην προσωπική αφήγηση της Thea Halo κυριαρχεί και πάλι η φιγούρα της Σάνο.
Η ευγενική όμως συμπεριφορά του τούρκου ιδιοκτήτη της πανσιόν, αλλά και κάποιων άλλων νέων Τούρκων που συνάντησαν, δίνει την αφορμή και για σκέψεις για τις σχέσεις των λαών και των κυβερνήσεών τους κι ακούμε τη Σάνο όλο σοφία και καλοσύνη να λέει: «Δεν ήταν ποτέ έτσι ο λαός . Τουλάχιστον στα μέρη τα δικά μου. Ήταν η Κυβέρνηση. Ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο Ατατούρκ. Εκείνος έφταιγε. Όχι μόνο αυτός, δηλαδή. Αλλά εκείνος έφταιγε». Και λίγο παρακάτω: «δεν τους μισώ. Πώς θα μπορούσα να τους μισήσω; …Ζήσαμε ειρηνικά με τους Τούρκους».
Λίγο πριν φτάσουν στο Αϊοντόν, η Σάνο αποφάσισε να αφηγηθεί στην κόρη της την ιστορία της ζωής της. Έτσι γεννήθηκε φυσιολογικά και αβίαστα το επόμενο μέρος του βιβλίου, το δεύτερο βιβλίο , με τίτλο: Ούτε το όνομά μου.

2. Είναι το βιβλίο που μας φέρνει στο παρελθόν της Σάνο, τότε που μικρό παιδάκι ζούσε στο πανέμορφο χωριό της στα βουνά του Πόντου μια ήσυχη κι ευτυχισμένη ζωή.
Το χωριό, τα ξύλινα σπίτια του, οι ασχολίες των κατοίκων, το κοπάδι με τις αγελάδες που μικρά το πήγαιναν στη βοσκή, μια κηδεία τούρκου, παράξενη εικόνα και εμπειρία για τα παιδιά, σκανταλιές στο σχολείο, περιστατικά της κοινωνικής ζωής, για παράδειγμα ο έρωτας δυο παιδιών, του Δημήτρη και της Μερλίνας, οι αντιδράσεις των οικογενειών τους και τελικά ο δικός τους θρίαμβος, ο γάμος τους είναι ωραίες εικόνες της ζωής τους. Μα, πιο ωραία είναι η εικόνα της οικογενειακής τους ζωής : ένα σπίτι που το γεμίζει η φροντίδα της αεικίνητης μάνας, η αγάπη της για τα παιδιά της και ο σεβασμός της για τους άντρες. Η οικογενειακή συγκέντρωση το βράδυ μετά τη δουλειά , όπου ο παππούς παίζει το σουραύλι κι ο πατέρας τη λύρα….είναι φανερό δείγμα της ευτυχίας τους.
Το κεφάλαιο είναι πλουσιότατο σε αφήγηση που καλύπτει όλες τις φάσεις της ζωής. Η γέννηση, το μεγάλωμα του μωρού, ο γάμος, η κηδεία, οι καθημερινές συνήθειες του κόσμου , οι μέρες των μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης, έθιμα, παράδειγμα το βάψιμο των αυγών το Πάσχα, συνήθειες μικρών και μεγάλων κ συνθέτουν τον πίνακα της ζωής της Σάνο στο Αϊοντόν.
Δε λείπουν βέβαια και σκιές από τη ζωής τους. Η χρονιά του λιμού αποκάλυψε πόσο σκληραίνει ο άνθρωπος, όταν αντιμετωπίζει το φάσμα της πείνας και του θανάτου. Ο παππούς διώχνει το γιο και την οικογένειά του, γιατί υποψιάζεται πως η νύφη έκλεψε ένα κομμάτι κρέας από την κατσαρόλα, για να το δώσει αποκλειστικά στα παιδιά της.
Στο ίδιο όμως βιβλίο εμφανίζονται και τα πρώτα σύννεφα της καταιγίδας που θα ξεσπάσει: κάποια ληστεία, άγνωστη πράξη στα παλιά χρόνια για την περιοχή, η εμφάνιση άγνωστων ανθρώπων στο δάσος και στα χωράφια κοντά στο χωριό, ανθρώπων αμίλητων, που παρακολουθούν μόνο και είναι σαν κάτι να περιμένουν, τέλος συλλήψεις Ποντίων και προώθησή τους στα τουρκικά «τάγματα εργασίας». Ανάμεσα στους συλληφθέντες και ο πατέρας της Σάνο, που κατάφερε να δραπετεύσει και να γυρίσει.
Την ίδια τύχη με τον πατέρα είχε και ο παππούς , που όμως δε γύρισε ποτέ από τα τάγματα εργασίας , πέθανε εκεί , όπως έμαθαν αργότερα.
Και το μέρος αυτό κλείνει με μια ενότητα ιστορίας των Ποντίων και την εντολή μέσα σε τρεις μέρες να εγκαταλείψουν τη γη τους και να φύγουν άγνωστο για πού. Η προετοιμασία για τη φυγή, οι σκηνές αποχωρισμού από τα πράγματα και τον τόπο σε γεμίζουν πόνο και συγκίνηση.

3. Το δράμα του ξεριζωμού είναι το θέμα του τρίτου μέρους , του τρίτου βιβλίου που έχει τον τίτλο Η εξορία με κεφάλαια τα:
Ο Μακρύς δρόμος της εξορίας, Μωρά και αρπακτικά , Αγκαλιά με το θάνατο, Η μεγάλη απόδραση, Ο αποχωρισμός, Μαύρα κοράκια, Αγγίζοντας το χέρι του Θεού, Και μετά δεν έμεινε κανείς, Μικρά καρβέλια , Μην κοιτάξεις πίσω, Ντιγιαρμπακίρ, Στο δρόμο για το Χαλέπι, Πες το ναι, Η μυστηριώδης κουβερτούλα, Το μεγάλο στοίχημα, Η απαγωγή, Διασχίζοντας τις μεγάλες θάλασσες.
Πριν αρχίσει την αφήγηση του ξεριζωμού η Thea Halo προτάσσει ένα μεγάλο κεφάλαιο ιστορικό, τεκμηριωμένο με βιβλιογραφικές παραπομπές και σημειώσεις και φωτίζει τα γεγονότα που αφηγείται. Δίνει τη στάση της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι των χριστιανικών πληθυσμών που ζούσαν στην Τουρκία και τότε αντιμετώπιζαν την αγριότητά της.
Ακολουθούν με τη σειρά: το δράμα της φυγής των Ελλήνων, η απόδραση της οικογένειας της Σάνο και τέλος η τύχη της Σάνο ως τη φυγή της στην Αμερική.
Η πορεία θανάτου των Ποντίων γίνεται με τη συνοδεία τούρκων στρατιωτών οπλισμένων. Οι Έλληνες φορτωμένοι με ό,τι μπόρεσαν να πάρουν, κύρια με κάποια εφόδια για να συντηρηθούν, όσο περνάει ο καιρός εξαντλούνται και ο θάνατος είναι παρών καθημερινά. Η σκληρότητα των Τούρκων δεν τους αφήνει ούτε να θάψουν τους αγαπημένους τους. Οι περιγραφές της Thea Halo ρεαλιστικές, συγκλονιστικές. Η φρίκη κυριαρχεί.
Κάποια στιγμή οι γονείς της Σάνο αποφασίζουν να αποδράσουν , για να σώσουν όσα από τα μέλη της οικογένειας επέζησαν ως εκείνη την ώρα και το πετυχαίνουν. Από τότε αρχίζει ο αγώνας της επιβίωσης. Η μητέρα βγαίνει στη ζητιανιά κι ο πατέρας σε αναζήτηση δουλειάς. Τη Σάνο την εμπιστεύονται σε μια άγνωστη οικογένεια, στην οικογένεια της Ρουθ , μόνο και μόνο για να γλιτώσει από την πείνα, από το θάνατο. Η ζωή για τη δεκάχρονη Σάνο δεν είναι καθόλου εύκολη κοντά στη Ρουθ. Στις επισκέψεις του πατέρα και του μικρού αδερφού της μαθαίνει τα δυσάρεστα για την οικογένεια: ότι πέθαναν οι δυο αδερφές της, ότι πέθανε η μητέρα της, κι έπειτα όλα τέλειωσαν, έμεινε ολομόναχη, έχασε τα πάντα, ακόμη και το όνομά της, γιατί εδώ, σ’ αυτό τη χωριό, η Ρουθ επέβαλε το Σάνο, αφού δεν μπορούσε να μάθει το Θυμία, που ήταν το πραγματικό όνομα της ηρωίδας μας.
Η κακή συμπεριφορά της Ρούθ οδήγησε τη Σάνο να το σκάσει και μόνη να αναζητήσει αλλού σωτηρία. Ύστερα από πολλά, η Ζόχρα και ο Αγκόπ, μια οικογένεια αρμενίων στο Ντιγιαρμπακίρ, την πήραν στο σπίτι τους. Και μ’ αυτή την οικογένεια βρέθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, στην προσπάθεια όλων να φύγουν ζωντανοί από την Τουρκία. Ο Αγκόπ την πάντρεψε με τον Αβραάμ Χάλο, έναν Ασσύριο 45 χρόνων, που ζούσε στη Νέα Υόρκη και είχε κι ένα γιο από τον πρώτο του γάμο. Κι εκείνη το δέχτηκε, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να λυτρωθεί. Ο γάμος, η πρώτη νύχτα στο ξενοδοχείο, η προσπάθειά της να μάθει τη γλώσσα της καινούργιας πατρίδας, το ταξίδι για την Αμερική συμπληρώνουν την αφήγηση του μέρους αυτού.

4. Το τέταρτο βιβλίο που έχει τον τίτλο Αμέρικα, Αμέρικα.Εδώ αρχίζει η καινούργια ζωή της Σάνο.
«Ο ερχομός μου στην Αμερική έμοιαζε με το πέρασμα από τον ένα αιώνα στον επόμενο. Όλα ήταν καινούργια για μένα και για μια ακόμη φορά ήμουν ξένη σε ξένο τόπο. Δεν ήταν όμως η νέα μου πατρίδα που με έκανε να αναρωτιέμαι για τα περίεργα γυρίσματα της μοίρας. Σκεφτόμουνα ότι ήταν η μοίρα μου να γίνω ταυτόχρονα την ημέρα του γάμου μου και σύζυγος ενός άντρα που θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου και μητέρα ενός αγοριού που είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με μένα. Τι ήξερα εγώ για να γίνω μητέρα ενός δεκάχρονου;….και τι ήξερα εγώ για να είμαι σύζυγος» ;
Με τούτες τις απορίες αρχίζει το κεφάλαιο αλλά και η νέα ζωή. Οι εντυπώσεις από το νέο τόπο ένα ποτάμι. Νέες εικόνες, άλλοι άνθρωποι, άλλος ρυθμός Στην πανσιόν που κατέλυσαν γνώρισε το γιο του Αβραάμ, τον Φαράζ, ένα δεκάχρονο όμορφο αγόρι, τον αδερφό του Αβραάμ αλλά και την ιστορία όλης της οικογένειας του Αβραάμ. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος της οικογένειας που έφτασε στην Αμερική το 1800. Η Ιστορία του Αβραάμ μια Οδύσσεια. Προσπάθεια για σπουδές, δουλειές, αποτυχίες, προσπάθειες να φέρει τα αδέρφια του στην Αμερική, ένας αποτυχημένος γάμος και τώρα ,1925, μια καινούργια αρχή.
Η Σάνο σιγά σιγά μαθαίνει νέους τρόπους. Στην πανσιόν, παρακολουθώντας την ιδιοκτήτρια, έμαθε πώς να συμπεριφέρεται την ώρα του φαγητού, με τον Φαράζ έμαθε να μιλάει αγγλικά, με τον Αβραάμ τη ζωή της πόλης, μέχρι και σινεμά την πήγε…και στη θάλασσα.
Οι δέκα γέννες, το μεγάλωμα των παιδιών, οι συνεχείς μετακομίσεις για μεγαλύτερα σπίτια, οι οικονομικές δυσκολίες, γενικά ο αγώνας της ζωής στο νέο κόσμο είναι το θέμα του 4ου βιβλίου.
Περιγραφές πλούσιες μας δίνουν την εικόνα των μικρών πόλεων της Αμερικής πριν από τη δεκαετία του ’50. Μανάβηδες και μικροπωλητές διαλαλούν τις πραμάτειες τους στις γειτονιές και τα παιδιά παίζουν στο δρόμο το ξυλίκι.
Η απόκτηση μιας μικρής κατοικίας μέσα στο δάσος ανακουφίζει όλη την οικογένεια, κύρια όμως στους δυο γονείς δίνει τη δυνατότητα να θυμούνται την πατρίδα, τα χωράφια, τις αγροτικές δουλειές. Σ’ αυτό το σπίτι θα περάσει τα τελευταία χρόνια του ο Αβραάμ καλλιεργώντας τον κήπο και θα είναι χαρά του οι τακτικές επισκέψεις όλης της οικογένειας, παιδιών και εγγονιών. Σ’ αυτό το σπίτι θα πεθάνει σε ηλικία 94 χρόνων και αυτό μετά το θάνατό του θα πάψει να υπάρχει . Νέα οικιστικά σχέδια στην περιοχή θα το εξαφανίσουν.
Μέσα από τις αφηγήσεις της Σάνο και των άλλων στήνονται και προβάλλονται πάλι οι χαρακτήρες των γονιών. Η μικρή Σάνο έγινε μια γυναίκα δυναμική, αεικίνητη, που με άνεση προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και ανάγκες της ζωής. Κρατάει την οικογένειά της και τιμάει τον κόπο του άντρα της. Μαθαίνει με τη βοήθεια του Φαράζ τη γλώσσα κι αργότερα μόνη της μαθαίνει να διαβάζει. Με μια ραπτομηχανή φροντίζει να έχει ντυμένα πάντα τα παιδιά της και με τον τρόπο της και την αξιοσύνη του άντρα της αντιμετώπισαν την οικονομική κρίση του 1929 χωρίς να κοιμηθούν ούτε μια νύχτα νηστικά τα παιδιά τους.
Έμαθε να υπερασπίζεται το δίκαιο των παιδιών της μπροστά σε δασκάλους, αστυνόμους, δικαστές, στον ίδιο τον πατέρα τους. Στο σπίτι οι συνήθειες διαμορφώθηκαν με πρότυπο το δικό της σπίτι και τη μορφή της μητέρας και, όταν χρειάστηκε, βγήκε κι εκείνη στη δουλειά .
Ο Αβραάμ ήταν καλός οικογενειάρχης, στιγμή δεν έμεινε χωρίς δουλειά. Ήταν αυστηρός με τα παιδιά του και με την τιμωρία νόμιζε πως τα προστάτευε. Δεν μπόρεσε να δεχτεί σε πολλά τη ζωή της Αμερικής και θεώρησε απιστία της γυναίκας του το ότι δέχτηκε να εξεταστεί από άντρα γιατρό. Με πολλή αγάπη λέει για τον άντρα της η Σάνο: «Αυτός είχε την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη, του εφευρέτη. Πάντα πειραματιζόταν με διάφορα πράγματα….ακόμα κι όταν είχε πατήσει τα ογδόντα του έφτιαξε έναν αργαλειό στο εξοχικό μας σπίτι κι άρχισε να υφαίνει.
Ο Αβραάμ τρελαινόταν να φτιάχνει πράγματα….του άρεσε να τον βοηθούν τα παιδιά του. Έτσι μάθαινε τις τέχνες του στα παιδιά και τη γλώσσα των τεχνών του. Τους μετέδιδε ακόμη και την αγάπη που είχε για τις τέχνες μέσα από τις πολλές ιστορίες και τις εφευρέσεις του, αν και ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν ότι το έκανε αυτό».

5. Στο τελευταίο βιβλίο, με τίτλο: Το ταξίδι φτάνει στο τέλος του, ξαναγυρίζουμε στο παρόν και η σκυτάλη της αφήγησης δίνεται πάλι στην Thea Halo. Πορεία προς το Αϊοντόν, όπου πράγματι έφτασαν και με τη βοήθεια ενός γέρου 85 ετών και μιας νέας γυναίκας ήρθαν στον τόπο όπου παλιά ήταν το σπίτι της Σάνο. Τίποτε όμως δε θύμιζε την ύπαρξή του παρά μόνο λίγες πέτρες και η διαβεβαίωση της γυναίκας ότι αυτού ήταν το σπίτι τους.
Η Thea με δάκρυα στα μάτια γονάτισε κι έκοψε λίγα λουλούδια , πήρε λίγο χώμα στο μαντήλι της και βιάστηκαν να φύγουν.
Η Σάνο ήρθε με την κρυφή ελπίδα μήπως βρει κάτι από το σπίτι , κάποιον από την οικογένεια του θείου που είχε μείνει εκεί, αλλά μετά την επίσκεψη έφυγε με τη σκέψη : «Αν το σκεφτεί κανείς, χιλιάδες χρόνια Ιστορία και ολόκληρη η ζωή μας αθροισμένη σε ένα σωρό από πέτρες».
Και η Thea έκλεισε το ταξίδι της με τις παρακάτω σκέψεις: «Ένιωθα αλλαγμένη κατά έναν ανεξήγητο τρόπο. Είχα ιστορία. Είχα λαό δικό μου. Είχα αγάπη που ξεπερνούσε τα όρια του παρόντος. Αγάπη που ξεπερνούσε τη διάρκεια της δικής μου ζωής και τη βραχύτητά της. Μια αγάπη που ήταν κατά κάποιο τρόπο αρχαία και συνδεόταν με τις απαρχές του χρόνου». Εκείνη βρήκε τις ρίζες της, την ταυτότητα που πάντα αναζητούσε στο παρελθόν.

Το βιβλίο είναι από εκείνα που δε σε αφήνουν να τα αφήσεις, σε παρασύρουν να τα διαβάσεις ως το τέλος, να τα ξαναδιαβάσεις. Σε θέλγουν με την απλότητα του λόγου, το ανθρώπινο του θέματος, την ομορφιά της αφήγησης και της περιγραφής, τη ζωντάνια του διαλόγου. Οι περιγραφές της Thea είναι πίνακες αληθινοί και αυτό δεν είναι τυχαίο, η συγγραφέας είναι και ζωγράφος, ξέρει να δίνει την απαραίτητη λεπτομέρεια, ξέρει να συγκινεί. Το βιβλίο είναι προσωπική μαρτυρία, κατάθεση ψυχής αλλά και έκφραση αισιοδοξίας για τη δύναμη του ανθρώπου. Η Σάνο πάλεψε και, χωρίς να ξεχάσει το παρελθόν, δημιούργησε, δε λύγισε από το βάρος του και χάρηκε μια οικογένεια που τη μεγάλωσε με αγάπη και αφοσίωση και με πολύ προσωπικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα.
Γράφτηκε με πολλή προετοιμασία από την πλευρά της Thea Halo στα θέματα τα ιστορικά. Με γνώση της ιστορίας του τόπου και του λαού του, των βιαιοτήτων των Τούρκων εις βάρος των Χριστιανών (Ελλήνων Ασσυρίων, Αρμενίων), με γνώση της στάσης των άλλων λαών, των Μεγάλων Δυνάμεων, μπροστά στο δράμα αυτό. Παραθέτει αριθμούς, αναφέρει πηγές. Και όλα αυτά τα στοιχεία δίνονται στον αναγνώστη στην κατάλληλη στιγμή της αφήγησης, όπως είδαμε και παραπάνω.
Και έχει επίσης το βιβλίο και μια πρωτοτυπία: μετά το πρώτο Βιβλίο παραθέτει ένα σύνολο φωτογραφιών εποχής με όλα τα μέλη της οικογένειας της Σάνο και του Αβραάμ. Έτσι γνωρίζουμε καλά αυτούς που παρουσίασε ήδη με το λόγο στο πρώτο βιβλίο και όσους θα παρουσιάσει και παρακάτω, στα άλλα βιβλία.
Αξίζει να το διαβάσει κανείς.