ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Monday, August 27, 2007

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ!

Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου το Σεπτέμβριο του 1922 σήμανε για τους Ελληνες του Πόντου την ίδια μοίρα με τους υπόλοιπους Μικρασιάτες Έλληνες. Εκδιώχθηκαν απροειδοποίητα χωρίς να τους επιτραπεί να πάρουν μαζί τους παρά ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα. Οι φυγάδες συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και είτε με βάρκες, είτε με αδρές αμοιβές στους Τούρκους λεμβούχους, προσπάθησαν να προσεγγίσουν τα πλοία, που θα τους έφερναν πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα στην Ελλάδα. Οι εκτοπισμένοι Πόντιοι στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας αναγκάστηκαν κι αυτοί να εγκαταλείψουν το τουρκικό έδαφος. Πολλοί μάλιστα από αυτούς χωρίς χρήματα και αποκομμένοι από τις οικογένειές τους έφθασαν πεζοί ώς την Κωνσταντινούπολη.Η απουσία επίσημων ελληνικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη οδήγησε στην απόφαση ύστερα από συμφωνία με τους Συμμάχους να σταλεί εκεί αντιπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, με σκοπό την περίθαλψη των προσφύγων του Πόντου και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Ο Α. Πάλλης, που ανέλαβε την αποστολή αυτή, έγραφε αργότερα: «Είναι αδύνατο σας περιγράφω τις συνθήκες υπό τις οποίες κατέφθαναν στην Πόλη οι εκ Πόντου πρόσφυγες, στιβαγμένοι κατά χιλιάδες μέσα σε ακάθαρτα βαπόρια της τουρκικής ακτοπλοΐας. Πολλοί εξ αυτών είχαν προσβληθεί από εξανθηματικό τύφο και βλογιά, οι δε τουρκικές αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για να απομονώσουν τους αρρώστους από υγιείς.» Οι πρόσφυγες αυτοί, εξαιτίας και της αδιαφορίας των συμμαχικών στρατιωτικών αρχών στην Πόλη, στεγάζονταν στα επιταγμένα ελληνικά σχολεία, «με κίνδυνο φυσικά να μεταδοθούν οι ασθένειες στον εντόπιο πληθυσμό και στα στρατεύματα».

Τελικά, οι έντονες ελληνικές ενέργειες απέδωσαν και ο C. Ηarington, αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής, παραχώρησε στους πρόσφυγες το μεγάλο στρατώνα του Σελιμιέ στο Σκούταρι, όπου και παρέμειναν υπό αυστηρή απομόνωση, έως ότου επιβιβαστούν στα πλοία. Στον στρατώνα Σελιμιέ και στα παραπήγματα του Αγίου Στεφάνου φιλοξενήθηκαν περισσότεροι από 15.000 Πόντιοι πρόσφυγες. Προς την ίδια κατεύθυνση δραστηριοποιήθηκαν κι οι ελληνικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους ανακουφίσουν άμεσα, πράγμα που δεν ίσχυσε για τις αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως την American Near East Relief, που δεν είχαν κινητοποιήσει αμέσως μετά την καταστροφή τα υγειονομικά συνεργεία τους. Από το σύνολο των 400.000 προσφύγων του Πόντου που κατέφυγαν στην Ελλάδα είχαν μεταφερθεί ως το Φεβρουάριο του 1923 περίπου οι μισοί.

Στην Ελλάδα, εκτός από τα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη), οι Πόντιοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Β. Ελλάδα. Επελέγη για το σκοπό αυτό να εγκατασταθούν είτε σε εγκαταλελειμμένα χωριά Τούρκων και Βουλγάρων ανταλλαξίμων, που προβλέπονταν από τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), είτε σε νέους οικισμούς, είτε προσκολλήθηκαν σε ήδη υπάρχοντες. Κατά κύριο λόγο δόθηκε έμφαση στην αγροτική τους αποκατάσταση με την παραχώρηση εκ μέρους της «Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων» γεωργικού κλήρου, αλλά και των αναγκαίων για την οικοδόμηση κατοικίας. Παρ όλο που οι σχέσεις των προσφύγων με τον γηγενή πληθυσμό δεν ήταν αρχικά καλές, εξαιτίας της διαφορετικής νοοτροπίας, το ζωντανό παρά τα πλήγματα, ποντιακό στοιχείο εργάστηκε ακούραστα για να ριζώσει στη νέα πατρίδα, προσφέροντας έτσι πολύτιμες υπηρεσίες στο σύνολο του έθνους. Η εθνολογική ομογενοποίηση του βορειοελλαδικού χώρου, η κατακόρυφη αύξηση της γεωργικής παραγωγής, η άνθιση της ελληνικής βιομηχανίας στις δεκαετίες που ακολούθησαν, είναι λίγα μόνο από τα επιτεύγματα της ποντιακής παρουσίας στο ελληνικό κράτος. Σημαντικότερη όλων, όμως, είναι κυρίως η πολιτιστική συνεισφορά τους που ως σήμερα συνεχίζει να μπολιάζει ευεργετικά τον πολιτιστικό κορμό του έθνους μας.