Η σύγκρουση των αυτοχθόνων με τους ετερόχθονες, δηλαδή των ντόπιων με τους πρόσφυγες, ταλαιπώρησε τη μετεπαναστατική Ελλάδα για είκοσι περίπου χρόνια. Από το 1830 έως το 1850, οι ετερόχθονες θα δεχτούν μια αλύπητη επίθεση από τους αυτόχθονες, που θα φτάσει μέχρι και απολύσεις από το δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης θα απολυθεί και ο κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας –για λόγους αντεκδίκησης- είχε δολοφονηθεί από τους Οθωμανούς. Το 10% του τότε ελληνικού πληθυσμού, που αντιπροσώπευαν οι «ετερόχθονες», θα υποταχθεί, θα αλλοτριωθεί και θα αποδεχτεί την κατάκτηση της εξουσίας στο νεαρό κράτος από τα παραδοσιακά ηγετικά στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας, των κοτζαμπάσηδων και των προεστών. Από τότε μέχρι σήμερα, η μεγάλη κληρονομιά της ιδεολογικής απόρριψης, του ρατσισμού κατά των ετεροχθόνων και της υποτίμησης των εξωελλαδικών Ελλήνων, καλά κρατεί.
Η πρόκληση του ‘22
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον κρατικό μηχανισμό της Ελλάδας και τους συγκροτούντες τους ιδεολογικούς μηχανισμούς κυριαρχίας, θα δοθεί από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πάνω από το 20% του ελληνικού πληθυσμού μετά το ’22 θα είναι «ετερόχθονες». Η συνταγή ήταν παλιά και δοκιμασμένη: αποσιώπηση της Ιστορίας, άσκηση βίας, οικονομική εκμετάλλευση και προσπάθεια ιδεολογικής αλλοτρίωσης με τη μετατροπή τους από Μικρασιάτες Έλληνες σε Βαλκάνιους. Αυτό εν μέρει είναι φυσικό, εφόσον την Ιστορία, όπως γνωρίζουμε, τη γράφουν οι νικητές. Και στα συγκεκριμένα γεγονότα νικητές ήταν οι δύο κρατικές εξουσίες που έλεγχαν τα εδάφη στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Και οι χαμένοι ήταν οι χριστιανοί της Αυτοκρατορίας (Έλληνες. Αρμένιοι και Ασσυροχαλδαίοι) και οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων. Και για να το πούμε πιο κυνικά: επειδή το κράτος “μας”, ως συγκεκριμένος μηχανισμός εξουσίας και έκφρασης συμφερόντων, βγήκε κερδισμένο από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επέλεξε -και κυρίως οι πιο σκληρές του πολιτικές εκφράσεις που ήταν η ακροδεξιά- να εξαφανίσει την ιστορική μνήμη των Ελλήνων της Ανατολής.
Και όλα αυτά, ενώ η ιστορία των Ελλήνων της Ανατολής και η Έξοδός τους, είναι η κορυφαία στιγμή στην ιστορία των Ελλήνων. Τη στιγμή δηλαδή που θα βρεθούν οριστικά εκτός της μικρασιατικής χερσονήσου, υφιστάμενοι παράλληλα και μια μεγάλης έκτασης εθνική εκκαθάριση με περισσότερα από 800.000 θύματα, την ίδια στιγμή ο ελληνισμός συλλογικά και συνολικά θα αποκοπεί –για πρώτη φορά στην ιστορία του- από το μικρασιατικό χώρο για πάντα.
Η σύνθεση των ιστορικών εμπειριών και η νέα αναθεώρηση
Μόνο στη δεκαετία του ’80 θα αρχίσουν να αναπτύσσονται εντός της ελληνικής κοινωνίας διαδικασίες σύγκλισης, με την αναγνώριση της σημαντικής ιστορίας των Ελλήνων της καθ΄ ημάς Ανατολής και με την ένταξή της στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Στη δεκαετία του ’90 φάνηκε ότι με την ανακήρυξη των δύο εθνικών επετείων, της 19ης Μαϊου (για τη γενοκτονία στον Πόντο) και της 14ης Σεπτεμβρίου (για τη γενοκτονία στο σύνολο της μικρασιατικής χερσονήσου) το μεγάλο αυτό ιστορικό χάσμα γεφυρωνόταν, με την «εθνική ολοκλήρωση» να πραγματοποιείται στο χώρο της γνώσης και της επίσημης ιδεολογίας του κράτους. Μέχρι σήμερα πιστεύαμε ότι πετύχαμε τη σύγκλιση και τη σύνθεση. Όπως φάνηκε όμως, τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της «αυτοχθόνου» ιδεολογίας είναι βαθύτατα ριζωμένα. Και αυτό συνειδητοποιήθηκε όταν εκδόθηκε το «νέο» βιβλίο της Ιστορίας της 6ης δημοτικού. Το συγκεκριμένο βιβλίο -και όλη η πολιτική ομάδα που βρίσκεται από πίσω- αποδεικνύει ότι ξαναβρεθήκαμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμ
Δεν θα αναφερθούμε στιςελλείψεις, που έχει συνολικά το βιβλίο. Γι’ αυτές ας μιλήσουν άλλοι, ειδικοί ή μη. Αυτό που ενοχλεί στη ματιά που έχει η συγγραφέας, είναι ότι υποβαθμίζει τα γεγονότα στη Μικρά Ασία μ’ ένα ιδιαιτέρως προκλητικό τρόπο. Ο «Κεμάλ Ατατούρκ» αντιμετωπίζεται και χαρακτηρίζεται ως «ο ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων». Κάτι που αποτελεί την κλασική θέση του τουρκικού εθνικισμού. Αποσιωπάται πλήρως η ιστορική φάση της μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε έθνη-κράτη και πονηρά αιωρείται η θέση ότι η Τουρκία, ως έθνος-κράτος, είναι ακριβώς το ίδιο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Μουσταφά Κεμάλ λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτό το ελληνικό βιβλίο της Ιστορίας απελευθέρωσε τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, το Αϊβαλί κ.λπ. από τους Έλληνες. Και εφόσον ο Κεμάλ έκανε «απελευθερωτικό αγώνα», οι εχθροί του έκαναν ιμπεριαλισμό. Εφόσον λοιπόν οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι, οι Αρμένιοι ήταν κακοί ιμπεριαλιστές –μαζί με τους Ελλαδικούς που αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη το ’19- καλά να πάθουν, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εκφραστεί έστω και η στοιχειώδης συμπάθεια γι’ αυτούς.
Ρατσισμός κατά των προσφύγων του ‘22
Ακριβώς αυτό είναι το εσωτερικό ιδεολογικό σχήμα της συγγραφέως. Και στο σχήμα αυτό υποτάσσει την ελληνική Ιστορία. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην –πρωτοφανή για τη σύγχρονη Ιστορία- καταστροφή της Σμύρνης και στη σφαγή του χριστιανικού της πληθυσμού (ελληνικού και αρμενικού), ούτε φυσικά στις επίσημες αποφάσεις του ‘11 των Νεότουρκων εθνικιστών για εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Φυσικά δεν υπάρχει και καμιά αναφορά στις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών (Ελλήνων της Ανατολής, Αρμενίων και Ασυροχαλδαίων) που άρχισαν το ‘14, ούτε στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που σχετίζεται με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των Νεότουρκων εθνικιστών και των Γερμανών συμμάχων τους. Καμιά επίσης αναφορά δεν υπάρχει για τα Σεπτεμβριανά κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ή για τις σταλινικές διώξεις κατά των πολυάριθμων Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης.
Ακόμα και αν υποθέσει κάποιος ότι στο βιβλίο δεν παρουσιάζεται η ιστορία των Ελλήνων, αλλά η ιστορία του κράτους της Ελλάδας, η ασυνέπεια και το ετεροβαρές είναι πλήρες. Σε άλλα σημεία παρουσιάζεται η πανανθρώπινη ιστορία, σε άλλα η ιστορία των Ελλήνων συνολικά και μόνο στην περίοδο της γενοκτονίας τους από τον τουρκικό εθνικισμό και της Εξόδου από την Ανατολή, περιορίζεται πλήρως στα κρατικά όρια. Σαφέστατα είναι μεροληπτικό και ρατσιστικό κατά των Ελλήνων της Ανατολής (Μικρασιατών, Ποντίων και Ανατολικοθρακών). Αλλά και με το μάτι του υπηρετούντος το κράτος να το δει κάποιος, σήμερα οι απόγονοι των προσφύγων του ’22 –με τις επιγαμίες- ανέρχονται στο ένα τρίτο των κατοίκων της σύγχρονης Ελλάδας. Μέσα, λοιπόν, από τη φυσική τους παρουσία εντάσσουν αναγκαστικά την ιστορία τους στην ιστορία της Ελλάδας.
Η απόκρυψη που επιχειρεί η συγγραφέας του βιβλίου, ποιοτικά είναι αντίστοιχη με τις προσπάθειες συγκάλυψης του Ολοκαυτώματος. Μπορεί το Ολοκαύτωμα να μην τολμά να το αποκρύψει, όμως την άλλη μεγάλη γενοκτονία -αναγνωρισμένη και αυτή διεθνώς- των Αρμενίων την αποκρύπτει με έναν εξίσου προκλητικό τρόπο. Είναι σαφές γιατί: γιατί βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής. Η μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών πρέπει να αποσιωπηθεί, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει τη φύση του τουρκικού εθνικισμού.
Εν κατακλείδι
Έτσι και αλλιώς το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας. Θα δούμε στο άμεσο μέλλον, εάν η ίδια η κοινωνία επιτρέψει αυτή την προσπάθεια ολοκλήρωσης των γενοκτονιών μέσα από την αποσιώπησή τους.