ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Sunday, July 29, 2007

«Το Μικρασιατικό Ζήτημα στο νέο βιβλίο της Στ Δημοτικού»


Κ. Φωτιάδη, Καθηγητή Νεότερης Ιστορίας
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Η ενασχόλησή μου με το βιβλίο της Στ Δημοτικού της κυρίας Ρεπούση απορρέει πρώτα από την ιδιότητά μου ως ιστορικού που αναλώθηκε στη μελέτη των ιστορικών γεγονότων του ευρύτερου χώρου της Μικράς Ασίας και έπειτα από την ιδιότητά μου ως παιδί πρόσφυγα προερχόμενου από το χώρο του ιστορικού Πόντου. Επειδή φρονώ ότι και οι δύο αυτές ιδιότητές μου στοιχειοθετούν το δικαίωμα να εκφράζω άποψη αναφορικά με το μείζον κατά την εκτίμησή μου ζήτημα της συγκεκριμένης διαχείρισης του Μικρασιατικού θέματος από το εγχειρίδιο της κυρίας Ρεπούση , αποφάσισα να καταθέσω και τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων.



Τι είναι ιστορία


Η πρώτη θεωρητική-ιδεολογική ένσταση που έχω αφορά στο μείζον ζήτημα του τι είναι η ιστορία.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη της ιστορίας που κυριάρχησε ως το 1940 η ιστορία ήταν μια παράδοση προσέγγισης των πρωτογενών πηγών . Η παράδοση αυτή σχετιζόταν με τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, , ενώ ο ιστορικός αποδεχόταν την εξάλειψή του ως υποκειμένου για να πετύχει την ανάπλαση του παρελθόντος μέσα από τον αφηγηματικό λόγο.

Με το ιστοριογραφικό παράδειγμα της σχολής των Annales η ιστορία έπαψε να λειτουργεί ως αφήγημα και αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Σύμφωνα με την εκδοχή του μοντερνισμού ο οποίος αποτελεί έναν συγκερασμό του θετικισμού, του μαρξισμού και του δομισμού στα πλαίσια της ιστορίας ο ιστορικός διαλέγεται με τις ποικίλες όψεις μιας πολύμορφης πραγματικότητας, μέρος της οποίας αντιπροσώπευαν οι πηγές και να διαμορφώσει τη δική του ολιστική προσέγγιση (Κόκκινος 1998, Μαυροσκούφης 2005). Ακόμα ο ιστορικός οδηγείται σε μια αναγωγή του ειδικού στο γενικό και του τοπικού στο εθνικό και το παγκόσμιο και σε μια αντιστοίχηση υλικών, δομών και νοοτροπιών. Οι μεταβολές στο οικονομικό πεδίο ευθύνονται σύμφωνα με τον μοντερνισμό για τη μετεξέλιξη των ιδεών στο πεδίο της κοινωνίας ενώ οι δομές και πολύ λιγότερο τα υποκείμενα διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη.

Πριν από το τέλος του 20ου αιώνα δημιουργήθηκε μια κρίση δομών στις ιστορικές σπουδές που οδήγησε στο εγχείρημα του μεταμοντερνισμού ή της μετανεωτερικότητας. Τα βασικά σημεία τριβής με το ερμηνευτικό μοντέλο του μοντερνισμού είναι η στροφή του ενδιαφέροντος στην πολιτισμική ιστορία, η αντίληψη ότι οι πηγές είναι κείμενα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και στην αφηγηματική της αναπαράσταση, η εισαγωγή του ερμηνευτικού σχήματος της ασυνέχειας και η έμφαση στις ιστορίες επί μέρους ομάδων, τάξεων, κοινωνιών.

Επειδή λοιπόν κάθε βιβλίο απαντά με τον τρόπο του στο ερώτημα τι είναι η ιστορία, φρονώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο της Στ Δημοτικού ανήκει εξ ορισμού στη μετανεωτερική εκδοχή της ιστορίας, αφού δεν αποπειράται να δημιουργήσει έναν ενιαίο εθνικό ιστορικό μύθο, δίνει ερεθίσματα για να δειχτεί ο διαμεσολαβημένος χαρακτήρας των πηγών (βλ. την πρόταση να συγκριθούν οι αντιδράσεις των Ελλήνων μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη με το λόγο του Κεμάλ για την ελληνική κατοχή της Σμύρνης) και παρουσιάζει το εθνικών διαστάσεων γεγονός της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής κατακερματισμένο, χωρίς διαθέσεις αιτιοκρατικής προσέγγισης, εκεί όπου η σχολή των Annales θα αναζητούσε διαπλοκές στο διπλωματικό πεδίο. Η εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας που προκρίνεται από τη συγγραφέα πόρρω απέχει εξάλλου της παραδοσιακής εκδοχής που εστίαζε στην προσέγγιση των συμβάντων.

Προσωπικά θεωρώ ότι η επιστημονική οπτική των συναδέλφων είναι πάντοτε σεβαστή. Εντοπίζω όμως στη συγκεκριμένη ανάγνωση του Μικρασιατικού Ζητήματος από την κυρία Ρεπούση μια μεγάλη αντίφαση: την απόπειρα να συγκεράσει το παραδοσιακό και στη βάση του εθνοκεντρικό εγχείρημα της κατασκευής ενός εγχειριδίου εθνικής ιστορίας για τα παιδιά της Στ Δημοτικού με αντιπαραδοσιακά υλικά: με υλικά του μετανεωτερικού παραδείγματος όπως ο κατακερματισμός των πολλών επί μέρους ιστοριών, κοινωνιών και η καθόλου υποψιασμένη και συχνά ύποπτη προσπάθεια να αμβλυνθούν εκείνες οι πτυχές των ιστορικών γεγονότων που χωρίζουν τους ιστορικούς μύθους δύο γειτονικών λαών (στην περίπτωσή μας του ελληνικού και του τουρκικού) και δομούν την αντίληψη της ετερότητας.

Και εξηγούμαι: Οι Έλληνες και οι Τούρκοι μπορούν να γίνουν εταίροι σε μια ενιαία Ευρώπη μόνο αν συνειδητοποιήσουν το παρελθόν τους και μπορέσουν να αναθεωρήσουν τα σφάλματα που δυναμίτισαν τις μεταξύ τους σχέσεις. Δεν κερδίζεται η φιλία με «αποσιωπήσεις» του στυλ «χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν στην Ελλάδα». Η ιστορία είναι αμείλικτη, έχει τη δική της δυναμική και η συλλογική μνήμη της πολιτισμικής ομάδας από την οποία κατάγομαι και για την οποία σεμνύνομαι έχει να επιδείξει πολλές εκατόμβες θυμάτων που σφάζονταν από τους Τούρκους κυνηγούς την ώρα του συνωστισμού. Το κλίμα που δημιουργείται από το βιβλίο προσπαθεί απεγνωσμένα να φέρει στη μνήμη μας αναλογίες με το συνωστισμό στα λιμάνια της σύγχρονης Ελλάδας την περίοδο των θερινών μας διακοπών. Πρόκειται όμως για μια ελάχιστα υποψιασμένη και πολύ ύποπτη εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας. Όσο και αν οι πρωτογενείς πηγές διαμεσολαβούνται οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε μαύρα χάλια. Όσοι ποτέ κατάφεραν να φτάσουν. Και αυτό είναι το μόνο που διαμεσολαβείται έτσι από όλους και από όλες τις ιστορικές σχολές σκέψης. Κυριολεκτικά από όλες.

Κατά τα άλλα συμφωνά με το πνεύμα ότι θα πρέπει να διαβάσουμε πάλι τις πηγές να συμφωνήσουμε επιτέλους με τη ρήση του Σολωμού ότι «το έθνος θα πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» και να δώσουμε απαντήσεις σε νέα ερωτήματα που τίθενται πλέον την περίοδο της παγκασμιοποίησης όπως «Ποιο το μέλλον της εθνικής ιστορίας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία» ή «Ποιο το δέον γενέσθαι στα πλαίσια της διαπολιτισμικής αγωγής με το μάθημα των επί μέρους εθνικών αναγνωσμάτων». Πρέπει όμως προηγουμένως να συναποφασίσουμε αν μπορούμε να δομήσουμε την εθνική ολιστική προσέγγιση της ιστορίας με μετανεωτερικά υλικά και αν αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης των μαθητών μας.

Ελλαδοκεντρισμός-ελληνοκεντρισμός-αμερικανοκεντρισμός

Ένα από τα σημεία τριβής μου με την παραδοσιακή ιστορική σχολή ήταν και η εμμονή της στην ελλαδοκεντρική διάσταση,. Εξηγούμαι ότι εννοώ την προσκόλληση του ιστορικού αφηγήματος στα πεπραγμένα του Ελληνικού Βασιλείου. Η ιστορία των ελληνικών πληθυσμών που βρέθηκαν έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους το 1830 ή το 1912 δεν απασχολούσε ποτέ την επίσημη ιστορία. Η στρέβλωση αυτή καθιστούσε εξ ορισμού αναθεωρητέα κατά την εκτίμησή μου την παραδοσιακή σχολική ιστορία. Η αναθεώρηση όμως αυτή έγινε επιδεινώνοντας τα πράγματα στο παρόν βιβλίο και σε λίγο θα νοσταλγούμε τις 12 σελίδες του Μικρασιατικού Ζητήματος του προηγούμενου βιβλίου. Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο: Η εξήγηση είναι απλή: αν μέχρι τώρα η παρουσίαση ενός ακμαίου ελληνικού πολιτισμού έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους υπήρχε φόβος ότι θα έδινε τροφή στον νεοελληνικό αλυτρωτισμό, και θα προετοίμαζε ιδεολογικά τους Έλληνες για δυναμικές διεκδικήσεις αλύτρωτων πατρίδων, ο μετασχηματισμός της ανθρωπότητας σε ένα παγκόσμιο χωριό προϋποθέτει τον σταργγαλισμό της εθνικής ιδιαιτερότητας και συνείδησης για να προετοιμαστεί έτσι η αφομοίωση στο αμερικάνικο μοντέλο. Ο αφελληνισμός διευκολύνεται από την ελληνοτουρκική φιλία και την απώλεια της συλλογικής μνήμης. Μόνο έτσι η ανθρωπότητα πορεύεται ειρηνικά σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας αγοράς. Και αυτή την αντίληψη ακολουθεί το παρόν βιβλίο που απονευρώνει εσκεμμένα το λόγο και αποφεύγει να δώσει έμφαση σε όσα μας χωρίζουν με τους Τούρκους. Λυπάμαι αλλά δε θα αντικαταστήσω τον ελλαδοκεντρισμό που δε με εκφράζει καθότι θιασώτης του ελληνοκεντρισμού από το ιδανικό του αμερικανοκεντρισμού.

Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών & Ποντίων

Και έρχομαι τέλος στη σκύλευση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων που επιχειρείται από το συγκεκριμένο βιβλίο. Θα μπορούσα σε αυτό το σημείο να γράψω πολλά για τις ιστορικές ανακολουθίες, τις αντιφάσεις του, την έλλειψη καταμερισμού της ύλης ανάμεσα στον ελλαδικό και τον μικρασιατικό – παρευξείνιο Ελληνισμό. Ως πότε θα αγνοούμε συνειδητά τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους νεότουρκους και τους κεμαλικούς; Δε θα πω τίποτα όμως από όλα αυτά. Θα τονίσω μόνο το συναισθηματικό κομμάτι σε ό,τι με αφορά και θα ζητήσω από τη συγγραφέα να μου εξηγήσει πόσο παιδαγωγικά ορθό είναι να έρθουν τα παιδιά μου και τα παιδιά όλων των Μικρασιατών αντιμέτωπα με μια εκδοχή της ιστορίας όπως αυτή περί συνωστισμού για θερινές διακοπές που υπηρετείται από το παρόν βιβλίο και στην παράδοση της οικογένειας που φυλάγει τις αναμνήσεις από αυτό το παρελθόν ως οικογενειακά κειμήλια με ξεχωριστή συμβολική αξία. Ποιον θα πιστέψουν τα παιδιά Μας; Δε νομίζετε κυρία Ρεπούση ότι θα μας κάνετε αξιόπιστους, ανακόλουθους, αφερέγγυους και μυθομανείς, μόνιμα απολογούμενους απέναντι σε μια νέα γενιά που δεν έχει δικές της μνήμες από πολέμους και καταστροφές; Μας αξίζει κάτι τέτοιο, να αποξενωθούμε και να καταδικαστούμε συλλήβδην ως κατασκευαστές εθνικών μύθων;

H διαχείριση της ιστορικής μνήμης των Μικρασιατών και Ποντίων και των άλλων προσφύγων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπιστεί μέσα από ένα βιβλίο σαν της κυρίας Ρεπούση.

Τόσο σοβαρή ώστε το συγκεκριμένο βιβλίο μας πληγώνει σήμερα. Και μας κάνει να αισθανόμαστε κι εμείς πρόσφυγες και σήμερα στην Ελλάδα που δε συμμερίζεται τις ευαισθησίες μας. Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν