ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Sunday, February 22, 2009

ΠΟΝΤΟΣ:ΙΣΤΟΡΙΑ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ / ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

Με πόνο θυμόταν τα Πλάτανα

Την πατρίδα της, τα Πλάτανα, αλλά και την Τραπεζούντα και τον Πόντο ολόκληρο θυμόταν πάντοτε με νοσταλγία η ενενηντάχρονη Θεανώ Κυριακίδου, που ζούσε τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

Το πρώτο που μας είπε ήταν ο μεγάλος πόνος που ένιωσε, όταν άφηνε την πατρίδα της.

"Η καρδιά μου πόνεσε, όταν έφυγα από την πατρίδα. Πως αφησα το σπίτι μου, πως άφησα τα μέρη μου, πως αφησα τις φίλες μου! Διαρκώς η σκέψη μου γυρίζει πίσω, όταν ήμουν παιδί, γυρίζει στούς γονείς μου, στις αδελφές μου. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι τους έχασα".

Η Θεανώ Κυριακίδου γεννήθηκε το 1910 στα Πλάτανα. Γονείς της ήταν ο Ελευθέριος Κυριακίδης και η Ευδοξία, το γένος Μακρίδου. Η συζήτηση μαζί της ήταν ευχάριστη, αφού μιλούσε σαν νέος άνθρωπος, αλλά και ενδιαφέρουσα, αφού όσα ανέφερε, αποτελούν απόσταγμα ζωής, είναι η ιστορία του Πόντου και των Ποντίων.

Όταν τη ρωτήσαμε πως ήταν τα Πλάτανα, η γενέτειρά της, το πρόσωπο της έλαμψε ολόκληρο, σα να το φωτιζε ο λαμπρός ήλιος πατρίδας της.

" Είναι ένας πολύ όμορφος τόπος, δίπλα στη θάλασσα, με πολλά ελαιόδεντρα κι άλλα οπωροφόρα", είπε. "Εμεις στο σπίτι μας είχαμε ελαιόδενδρα. Ένα μάλιστα, ήταν δίπλα στην πόρτα μας. Αυτό το ελαιόδενδρο η μάνα μου, όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου ο Γιώργος, που πέθανε κατά τον ξεριζωμό μας στην Πόλη, όπου αρρωστήσαμε ολοι από εξανθηματικό τύφου, το χαρισε στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στο δρόμο προς το βουνο, όπου ήταν οι Ελληνες ανταρτες. Τους είπε ότι αυτό το δέντρο όσο λάδι βγάλει είναι δικό σας.

Τα Πλάτανα ήταν δύο συνοικίες, του Γιανλού και τα κυριως Πλάτανα, που οι Τούρκοι τα έλεγαν Νέφσι Πλάτανα. Στου Γανλού είχε πολύ ωραία σπίτια. Υπήρχαν και οι δύο τουρκικές συνοικίες, που τις έλεγαν Τιρπισάρ και Ορτά Μαχαλά. Είχαμε τρείς εκκλησίες:Των Ταξιαρχών, του Αγίου Γρηγορίου, που ήταν μεγάλες, και του Αγιου Γεωργίου που ηταν μικροτερη.

Κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν το τριώροφο σχολείου των Πλατάνων, που το έλεγαν και φροντιστήριο. Ήταν πολύ γερό και ακόμα σώζεται. Το περιποιήθηκαν με χρήματα που έστειλαν από τη Ρωσία Πλατανίτες.Ο δρόμος ανέβαινε απο την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου προς το σχολείο. Ανάμεσα υπήρχε μια πλατεία όπου κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή μαζεύονταν οι νέοι και οι νέες και χόρευαν. Οι μαθητές του σχολείου ήταν ολοι Ελληνες. Σε αυτό το σχολείο πήγα και εγώ μέχρι Δευτέρα τάξη.

Με τους Τούρκους, που ζούσαν στα Πλάτανα, τα πηγαίναμε καλά. Φοβόμασταν όμως. Θυμάμαι, μιας συγγενής μου δασκάλα, που την κάλεσε μια Τουρκάλα να δει το σπίτι της, φοβήθηκε δεν πήγε. Δεν θυμάμαι καθόλου αν υπήρχαν στα Πλατανα Αρμένιοι, στην Τραπεζούντα όμως, είχε πολλούς.

Εμείς είχαμε μια μεγάλη αυλή με ελιές . Ο πατέρας μου ήταν Τσαγκάρης κι έβγαζε καλά λεφτά. Οι Τούρκοι δεν έκαναν επαγγέλματα, μόνον οι Ελληνες. Οι Τούρκοι δούλευαν χαμάληδες. Όταν ψώνιζε καποιος κάτι, πλήρωνε τον Τούρκο χαμάλη και το μετέφερε. Υπήρχαν και άλλα καταστήματα στα Πλάτανα. Ήταν ψιλικατζίδικα, ραφτάδικα, ακόμα και πολυτελών ρούχων.

Ο πατέρας μου διάβαζε εφημερίδες, ιδίως την εφημερίδα του καημένου του Νίκου Καπετανίδη, την "Εποχή". Ο Νίκος Καπετανίδης ήταν δημοσιογράφος. Τον συνέλαβαν οι Τούρκοι. Όταν τον κατέβαζαν οι παλιότουρκοι στη σκάλα, για τον βάλουν στο πλοίο ήμασταν εκεί η μητέρα μου οι αδελφές μου Σόνια και Αννέτα και ο μικρός μου αδελφός του, ο Γιώργος.

Ηταν πολύ κόσμος. Ο Καπετανίδης πέρασε μπροστά μας. Ακόμη το θυμάμαι. Το βλέπω το πρόσωπο του που πέρασε. Τον έβαλαν στη βάρκα και έφυγε. Ήταν νιόπαντρος. Η γυναίκα του ήταν η κόρη ενός πλούσιου Τραπεζούντιου ,του Μεταξά. Τον κρέμασαν οι παλιότουρκοι. Μαζί του ήταν και ο Χατζηνώτας, ο γιατρός. Επειδή όμως είχε πολλούς Τούρκους φίλους, εκείνοι τον γλίτωσαν.

Όταν έφυγαν οι Ρώσοι 1918 από τον Πόντο, με την επικράτηση των κομμουνιστών στη Ρωσία, ο πατέρας μου φοβήθηκε και μας πήρε και πήγαμε στην Τραπεζούντα, που απείχε από τα Πλάτανα δώδεκα περίπου χιλιόμετρα. Εκεί καθίσαμε στο ελληνικό προξενείο, στην οδό Μεϊντάνι, το δρόμο που κατεβαίνει στο φροντιστήριο και τη Μητρόπολη.

Στο ελληνικό προξενείο δούλευε ένας συγγενής της μάνας μου. Καθίσαμε εκεί πέντε χρόνια. Εκεί μέσα σχεδόν μεγάλωσα. Ήμουν γύρω στα δέκα και πήγαινα στο σχολείο, όπου μαθαίναμε, εκτός από τα ελληνικά και γαλλικά. Ο γαμπρός μου ο Γιάνους Σιδηρόπουλος από τη Σαντά, πήρε την αδελή μου τη Σόνια κι έφυγαν στη Ρωσία, μαζί με τους Ρώσους.

Στο πλοίο κατάγγειλε ότι οι Ρώσοι ναύτες άρπαξαν την προίκα της αδελφής μου. Όταν διαμαρτυρήθηκε στο Ρώσο καπετάνιο, εκείνος του είπε:" το κεφάλι στέκεται στους ώμους σου,εκείνο κοίταξε!" Πέρασαν καλά στη Ρωσία. Είχαμε εκεί το θείο μου τον παπά. Από εκεί έφυγαν στην Πόλη και μετά Θεσσαλονίκη, ενώ εμείς βρισκομάσταν ακόμη στο Πόντο.

Στο ελληνικό προξενείο της Τραπεζούντας που μέναμε, είχε ελληνικές σημαίες και φωτογραφίες του Βενιζέλου. Πήρε η μάνα μου μια φωτογραφία, γιατί θαύμαζε το Βενιζέλο. Ένας γνωστός Τούρκος, που έκανε το φίλο, όταν το έμαθε, τη συμβούλεψε να πετάξει τη φωτογραφία γιατί, αν την έπιαναν θα έστελναν τον πατέρα εξορία.

Φοβήθηκε η μάνα μου κι έκαψε τη φωτογραφία του Βενιζέλου κάτω από το καζάνι. Όμως κράτησε ένα κοντάρι βαμμένο μπλέ και άσπρο, με τα χρώματα της σημαίας μας. Ήταν σαν να κρατούσε τη σημαία. Στο προξενείο είχε ολα τα καλά , όμως μας 'εδιωξαν οι Τούρκοι. Βρήκαμε ένα αρμενικό σπίτι. Εκεί έμενε κι ο Θόδωρος Φουντόπουλος από τη γνωστή στην Τραπεζούντα οικογένεια. Και αυτό το σπίτι ηταν στο Μεϊντάνι.

Ήταν στην πόρτα μιά στοά,τσικμάκ το έλεγαν.Έμπαινες από εκεί και δεν έβγαινες από την άλλη μεριά. Έμενε και ενας παντρεμένος Τούρκος αξιωματικός που αγάπησε την κόρη του Φουντόπουλου, 19-20 χρόνων. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, θα τη σκότωνε. Εκείνη σώθηκε, τρέχοντας και κρυφτηκε σε ένα ελληνικό σπίτι.

Εκεί κοντά ήταν η μετόχι της Εκκλησίας, έτσι το έλεγαν, όπου έμεναν πολλοί Ελληνες στα δωμάτια που υπήρχαν.

Ο πατέρας μου στην Τραπεζούντα είχε πολλή δουλειά. Είχε και Τούρκους υπαλλήλους. Έφτιαχνε και πουλούσε παπούτσια. Έτσι ζήσαμε πολύ καλά. Οι συγγενείς της μητέρας μου στην Τραπεζούντα ήταν πλούσιοι, όπως ο Παναγιώτης Εφραιμίδης, ο Θεοφύλακτος. Πηγαίναμε για εκκλησιασμό στον Αγιο Γρηγόριο, το μητροπολιτικό ναό Τραπεζούντας. Στο σχολείο τραγουδούσαμε ελληνικά τραγούδια και χορεύαμε.

Οι Τούρκοι δεν καταλάβαιναν που λέγαμε για την Ελλάδα. Δασκάλα μας ήταν η Ασπασία Ζήση, από ένα μέρος κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μαζί και αδελφή της, η Σμαράγδα Ζήση. Τα κορίτσια πήγαιναν στη "Μεριμνα" καί στο γαλλικό σχολείο. Η κόρη του Ελλήνα βουλευτή στην Τουρκική Βουλή Ματθαίου Κωφίδη, που τον κρέμασαν οι Τούρκοι, ήταν συμμαθήτριά της αδελφής μου.

Όταν έπεσε η Σμύρνη και γιόρταζαν οι παλιότουρκοι, μας είπαν όποιος θέλει να φύγει. Με πλοίο μας πήγαν στην Πόλη, όπου μείναμε δύο μήνες και μας έκαναν απολύμανση. Εκεί μας έδινε τρόφιμα ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Με πλοίο μας έφεραν στη Θεσσαλονίκη και μας εκλεισαν στο απολυμαντήριο της Καλαμαριάς. Η μάνα μου ζήτησε να μας πάνε στη σχολή Κωσταντινίδη, όπου ο γαμπρός μου διδάσκει. Μείναμε για λίγο εκεί και στη συνέχεια μας πήγαν σε θάλαμο στην Τούμπα. Εκεί μας μοίραζαν τρόφιμα.

Από την Τούμπα ο γαμπρός μου μας πήγε στην Αξιούπολη, όπου είχε πιάσει δουλειά στον εποικισμό. Στην Αξιούπολη ήταν και οι συγγενείς της μητέρας μου. Οι ντόπιοι ήταν σλαβόφωνοι. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Δεν μας ήθελαν γιατί φοβούνταν ότι θα τους πάρουμε τα χωράφια. Με τα χρόνια όμως όλοι συγγενεψαμε και τώρα δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσά μας. Όλα τα χωριά γύρω από την Αξιούπολη, η Γοργόπη, η Πηγή, ο Φανός, η Πλαγιά, το Χαμηλό, το Καμποχώρι, το Βαλτοτόπι, τα Ρίζια, η Τούμπα είναι γεμάτα απο πρόσφυγες.

Το ιδιο και το Πολύκαστρο που απέχει τρία χιλιόμετρα από την Αξιούπολη Οι Πόντιοι προέρχονται από περιοχές της Τραπεζούντας,του Σοχούμ και του Κάρς.

Όταν ρωτήσαμε στο τέλος τη Θεανώ Κυριακίδου αν εχει κάτι άλλο να πει, είπε ότι θυμαται ενα τραγούδι που τους έμαθαν στο σχολείο:

Ελλάς γλυκιά πατρίδα μου και πολυαγαπημένη
Eλλας μου πικραμένη, Ελλάς αγαπητή
Πότε κι εγώ θα αξιωθώ το μακρινό παιδί σου
την ξακουστή τη γη σου τη ζηλευτή
Τ' αθάνατα τα κάλλη σου να 'ρθω να προσκυνήσω
το χώμα να φιλήσω που γέννησε το φως
να δω παντού ελληνισμό, πολιτισμό να νιώσει...

Καταγραφη:Νίκος Τελίδης