του Γιώργου Στάμκου
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τουρκική φυλή της Ανατολίας έχει σχηματιστεί από αρκετά διάσπαρτα στοιχεία. Το φανερώνουν οι διάλεκτοι, η σωματική διάπλαση, τα σπίτια, τα κοινωνικά έθιμα. Όμως το ''τουρκικό έθνος'' είναι ένα γεγονός στη βάση του οποίου υπάρχει πολιτική ενότητα. Κάθε άνθρωπος που ζει μέσα στο πολιτικό πλαίσιο της Τουρκίας είναι Τούρκος».
Burhan Oguz, Οι Πολιτιστικές Ρίζες του Τουρκικού Λαού
Κάτω από ένα τεχνητό επίστρωμα «εθνικής ομοιογένειας» η Τουρκία παραμένει ένα πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό και πολυπολιτισμικό κράτος. «Στην Τουρκία υπάρχουν εβδομήντα δυόμισι εθνότητες», λέει μια παροιμία στη γειτονική μας χώρα. Παρ' όλα αυτά το ζήτημα της «εθνικής συνείδησης» των σημερινών Τούρκων εξακολουθεί να είναι στη βάση του πολιτικό ζήτημα. Αν και όποιος ζει μέσα στα όρια του τουρκικού κράτους θεωρείται «Τούρκος», εντούτοις η ετερότητα αντιστέκεται και η καταπιεσμένες ταυτότητες επιστρέφουν δυναμικά. Ποια είναι λοιπόν η σύγχρονη εθνο-γλωσσική και θρησκευτική Βαβέλ που λέγεται «Τουρκία». Ποιος ο ρόλος των ελληνογενών και ελληνόφωνων μουσουλμάνων; Υπάρχουν πραγματικά Τούρκοι ή απλά πρόκειται για ένα (ακόμη) κατασκευασμένο «έθνος»;
ΟΙ Τούρκοι ήταν ένας από τους τελευταίους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που απέκτησε εθνική συνείδηση. Ο δυτικόφερτος εθνικισμός, που οδήγησε στην αποσύνθεση και τελικά στη διάλυση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άργησε να φθάσει ως τις αμόρφωτες μάζες του τουρκόφωνου μουσουλμανικού πληθυσμού της. Η εθνικοποίηση των τουρκόφωνων μουσουλμάνων ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα από μια μικρή ελίτ «Νεότουρκων» αστών, που προώθησε και τελικά επέβαλε τον τούρκικο εθνικισμό στους μη Χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας.
Προηγουμένως η λέξη Τούρκος χρησιμοποιούνταν υποτιμητικά για να περιγράψει τους καθυστερημένους νομάδες της Ανατολίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα η ελίτ των Οθωμανών (Osmanli) αντιμετώπιζε περιφρονητικά τη λέξη Τούρκος, που ήταν ταυτόσημη με την αγραμματοσύνη, την αμάθεια και την ασχήμια. Λίγες ωστόσο δεκαετίες αργότερα αυτή η «υποτιμητική» λέξη κατέληξε όχημα ενός νεοαφυπνισμένου εθνικισμού, που στην προσπάθεια του να βρει χώρο για «πατρίδα», διέπραξε μια σειρά από γενοκτονίες κι εθνικές εκκαθαρίσεις σε βάρος αυτοχθόνων λαών της Μικρά Ασίας.
Για να υπάρξει «πατρίδα» οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, οι δύο ιστορικοί κληρονόμοι και διεκδικητές της Μικρά Ασίας, έπρεπε να εξοντωθούν ή να εκτοπιστούν. Οι Αρμένιοι εξολοθρεύτηκαν με τη γενοκτονία του 1915. Οι Έλληνες σφαγιάστηκαν, εκτοπίστηκαν και τ' απομεινάρια τους ανταλλάχτηκαν το 1923. Όμως η νίκη του 1922 δεν αρκούσε στον νέο ηγέτη των Τούρκων Μουσταφά Κεμάλ.
«Ο κληρονομικός εχθρός έπρεπε να απωθηθεί και να κατατροπωθεί. Οι Έλληνες έπρεπε να χάσουν κάθε ιστορικό έρεισμα των εθνικών τους διεκδικήσεων και ν' αποδειχθεί ότι η Ανατολία ήταν τουρκική πολύ πριν την άφιξη των Ελλήνων» (Ετιέν Κοπώ).
Το σχέδιο του Κεμάλ ήταν να εφεύρει ένα έθνος, που να μη θεωρείται παρείσακτο στη Μικρά Ασία. Με τη βοήθεια λοιπόν της μυθολογίας κατασκευάστηκε τότε μια νέα τουρκική «ιστορία», σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι, αν και προέρχονταν από την Κεντρική Ασία, απέκτησαν καταγωγή από τους μεγάλους πολιτισμούς της Μικρά Ασίας (Χετταίοι και Ίωνες) και της Μεσοποταμίας (Βαβυλώνιοι)!
Για τον Κεμάλ αυτό που είχε σημασία ήταν να διαποτιστεί η τουρκική κοινωνία με την κοσμική έννοια του «έθνους» και ν' απαλλαγεί από την πνευματική κυριαρχία των τεκκέδων, που «αποβλάκωναν» το λαό. Το δόγμα του τούρκικου εθνικισμού ήταν το: Τουρκοποιήστε, εκσυγχρονίστε, δυτικοποιήστε! Αργότερα η θεωρία αυτή αντικαταστάθηκε με τη λεγόμενη τουρκο-ισλαμική σύνθεση (δόγμα Οζάλ), σύμφωνα με την οποία με τη λέξη Τούρκος περιγράφεται ένα δομικό εθνο-θρησκευτικό χαρακτηριστικό της τούρκικης πολιτικής οντότητας: η τουρκικότητα και η ισλαμική παράδοση.
Η δυναμική επιστροφή της καταπιεσμένης ταυτότητας
Το ζήτημα λοιπόν της εθνικής συνείδησης των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας παραμένει στη βάση του πολιτικό ζήτημα: «Όποιος ζει μέσα στο πολιτικό πλαίσιο της Τουρκίας είναι Τούρκος»! Αυτό σημαίνει ότι η τούρκική εθνική ταυτότητα, που οικοδομήθηκε πάνω στις αρχές του Κεμαλισμού και του εθνικισμού, αρνείται τις επιμέρους εθνικές και εθνοτικές ιδιαιτερότητες των πληθυσμών που διαβιούν μέσα στα όρια του τουρκικού κράτους και καλλιεργεί συνθήκες βίαιης ομογενοποίησης τους.
Η τουρκοποίηση των λαών της Μικρά Ασίας είναι μια αργή και συχνά βίαιη διαδικασία, που ξεκίνησε τον 11ο μ.Χ. αιώνα και συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Αν εξαιρέσει κανείς την εξόντωση των Αρμενίων και την έξοδο των Ελλήνων, η τουρκοποίηση των μικρασιατικών λαών δεν προχώρησε στο βαθμό που θα ήθελαν οι Τούρκοι εθνικιστές. Και αυτό επειδή πολλές καταπιεσμένες ταυτότητες αναδύθηκαν αργότερα πιο δυνατές. Η ισλαμική ταυτότητα, που θεωρούνταν οπισθοδρομική και αντίθετη προς τον εκσυγχρονισμό, επέστρεψε ισχυρότερη και μάλιστα στον πολιτικό στίβο. Η κουρδική ταυτότητα, που συμβολίζει τον αγώνα των αυτοχθόνων λαών της περιοχής για εθνική ανεξαρτησία, αναδύθηκε προβάλλοντας διεκδικήσεις κι απειλώντας με διάλυση το ίδιο το τουρκικό κράτος.
Σήμερα σχεδόν οι πάντες στην Τουρκία αρχίζουν ν' αναζητούν τις ρίζες και την ταυτότητα τους. Πρόκειται για ένα πρόσφατο φαινόμενο, που παραπέμπει όμως και στις αταβιστικές τάσεις για τις οποίες φημίζονται οι μικρασιατικοί λαοί. Για ν' αμβλύνουν τις εντυπώσεις που προκαλεί αυτή η απειλητική επάνοδος των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων στην Τουρκία, πολλοί Τούρκοι εκσυγχρονιστές επικαλούνται την έννοια της δημοκρατίας, ως τρόπο αρμονικής συνύπαρξης των διαφορετικών ταυτοτήτων. Για τους ίδιους η χώρα τους δεν ονομάζεται «Τούρκικη Δημοκρατία» αλλά «Δημοκρατία της Τουρκίας»(Turkiye Cumhuriyeti) και είναι ένας κοινός τόπος συνύπαρξης διαφορετικών ταυτοτήτων.
Αν παραβλέψει κανείς το ότι η λέξη δημοκρατία αποτελεί απλά σχήμα λόγου στην Τουρκία, τότε θα πρέπει ν' αναρωτηθεί κατά πόσο η αποδοχή μιας ταυτότητας μπορεί να συμβάλει στη δημοκρατία, εφόσον μπορεί κάλλιστα να την απειλήσει σ' ένα μεταγενέστερο στάδιο. Για παράδειγμα, αν η «Δημοκρατία της Τουρκίας» αποδεχτεί την εθνική ταυτότητα των 20 εκατομμυρίων Κούρδων και παραχωρήσει σ' αυτούς τα βασικά τους δικαιώματα, δεν θ' απειληθεί μακροπρόθεσμα η ίδια της η εδαφική υπόσταση; Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος υποστηρίζει ο Τούρκος δημοσιογράφος Ερτουγρούλ Οζκιόκ, εφόσον «η Τουρκία, είτε ως αποτέλεσμα της πολυπολιτισμικής κληρονομιάς των Οθωμανών, είτε ως αποτέλεσμα της βούλησης για συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων, η οποία διαμορφώθηκε την περίοδο της δημοκρατίας, κατάφερε να βγάλει μια δημιουργική πολιτική παράδοση». Όπως και να 'χει πάντως η πολυεθνικότητα της σημερινής Τουρκίας αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός και ίσως οδηγήσει μακροπρόθεσμα στη πολιτική αναδιάρθρωση της χώρας. .
Οι εβδομήντα δυομισι εθνότητες της Τουρκίας!
«Turkiye de yetmis iki bucuk millet war» (Στην Τουρκία υπάρχουν εβδομήντα δυόμισι εθνότητες)! Αυτή η παροιμία επαναλαμβάνεται συχνά και με χιουμοριστική διάθεση στους κύκλους της τουρκικής διανόησης. Φυσικά δεν πρόκειται απλά για μια φράση λαογραφικής σημασίας αλλά για μια αντανάκλαση της τουρκικής πραγματικότητας. Η Τουρκία είναι ένα πολυεθνικό κράτος που παριστάνει το μονοεθνικό. Σε μια έρευνα του γερμανικού Πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν με τίτλο Ethnic Groups in the Republic of Turkey, αναφέρεται ότι στη σημερινή Τουρκία υπάρχουν τουλάχιστον 52 εθνότητες, με ξεχωριστά γλωσσικά, θρησκευτικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά. Σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσει αυτό τον αριθμό ο πρώην Πρόεδρος της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ είχε αναφερθεί σε μόλις… 25 εθνότητες που κατοικούν στην επικράτεια της Τουρκίας. Είτε πρόκειται για 72 είτε για 25 εθνότητες, είναι γεγονός ότι στην Τουρκία δεν κατοικούν μόνον Τούρκοι.
Σε πείσμα των εθνικιστών το λεγόμενο «τουρκικό έθνος» είναι ένα μείγμα λαών και εθνοτήτων. Φυσιογνωμικά τουλάχιστον οι σημερινοί κάτοικοι της Τουρκίας έχουν χαρακτηριστικά που ανήκουν σε όλες τις εθνότητες, που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία και γενικότερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Και σίγουρα δεν μοιάζουν παρά ελάχιστα με τους «αδελφούς» Τουρκμένους, Ουζμπέκους, Τατάρους και Καζάκους της Κεντρικής Ασίας.
Ήταν μεγάλη ψυχρολουσία η πρώτη επαφή των απλών κατοίκων της Τουρκίας -κυρίως των εμπόρων κι επιχειρηματιών- με τους «αδελφούς Τούρκους» της Κεντρικής Ασίας. Ξαφνικά διαπίστωσαν ότι, εκτός από μια κάποια μακρινή γλωσσική συγγένεια, δεν είχαν καμία σχέση με τους Κεντροασιάτες «αδελφούς» τους! Επρόκειτο για τελείως διαφορετικούς λαούς! Αντίθετα με τους γείτονες τους -και ακήρυκτους εχθρούς- Έλληνες, που καβγάδιζαν με το παραμικρό, έμοιαζαν σε σημείο που να μην μπορεί κανείς να τους ξεχωρίσει. Και πράγματι οι άνθρωποι που κινούνται στους πολύβουους δρόμους της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τους ανθρώπους που περπατούν στους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας και σχεδόν καθόλου μ' εκείνους που βολοδέρνουν στους σκονισμένους δρόμους της Σαμαρκάνδης και της Άλμα-Άτα.
Αν οι σημερινοί κάτοικοι της Τουρκίας μπουν στον κόπο και κάνουν το λεγόμενο «τεστ του καθρέπτη», δηλαδή αν κοιταχτούν κατάμουτρα στον καθρέπτη, τότε ο μύθος ότι προέρχονται από «τριακόσια λιοντάρια» που ήρθαν από το Τουράν αυτομάτως θα καταρρεύσει. Και αυτό επειδή το λεγόμενο «τουρκικό έθνος» προέρχεται από τη, βίαιη πολλές φορές, συγκόλληση διάσπαρτων εθνολογικών στοιχείων της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Μια γλωσσική και εθνο-θρησκευτική Βαβέλ
«Δεν πιστεύω ότι ο καθένας μας είναι Τούρκος, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Κοίταξέ μας! Είμαστε ένα μείγμα Τούρκων, Αράβων, Ελλήνων, Εβραίων, Περσών, Αρμενίων, Κούρδων …», δήλωσε στον έκπληκτο δημοσιογράφο του National Geographic ο «Τούρκος» Ουμίτ, που έτρωγε μαζί του σ' ένα εστιατόριο της Άγκυρας. Αμέσως, ένας-ένας από την παρέα του Ουμίτ, που καθόταν μαζί με τον αμερικανό δημοσιογράφο, άρχισαν να συμπληρώνουν το παζλ της πολυεθνικότητας της Τουρκίας. «Έχω πολλούς συγγενείς εκτός Τουρκίας», είπε ο ένας. «Η μητέρα μου είναι τουρκάλα, αλλά η μητέρα της ήταν από τη Ρουμανία», διέκοψε ένας άλλος. «Η μητέρα μου είναι από την Ελλάδα, αλλά μιλάει τουρκικά. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Γεωργία…», συμπλήρωσε ένας τρίτος. Όλοι τους προέρχονταν από μη-τουρκικούς λαούς που συνυπήρχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη συνέχεια εκτουρκίστηκαν, κυρίως γλωσσικά.
Από κάθε άποψη η γλώσσα παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο ορισμού της τουρκικότητας: «Η τουρκική γλώσσα είναι το μοναδικό αποδεκτό κριτήριο για έναν ορισμό σχετικά με τους Τούρκους. Τούρκος είναι αυτός που μιλά την τουρκική γλώσσα. Όλοι οι άλλοι ορισμοί είναι ανεπαρκείς»(Bozkurt Guvenc, Η Τουρκική Ταυτότητα). Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Ethnologue: Language of the world, στο χώρο της σημερινής Τουρκίας μιλιούνται άλλες 34(!) γλώσσες, εκτός από τα τουρκικά της Ανατολίας. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η Kurmanji(κουρδική διάλεκτος), που μιλιέται από περίπου 5 εκ. ανθρώπους και η μικρότερη είναι η Hirtevin, που μιλιέται από 250-300 Συρο-Χαλδαίους. Στο μεταξύ μιλιούνται η Αραβική (1,5 εκ.), η Κιρκασική (περίπου 1 εκ.), η Περσική(700.000), η Αζερική (600.000), η Γκαγκαούζικη (330.000), η Πομακική (300.000), η Καμπαρντιάνικη (210.000), η Λαζική (100.000), η Μιγκρέλικη (100.000), η Αρμενική (70.000), η Σερβοκροάτικη (100.000),η Αλβανοτοσκική (70.000), η Ελληνική (4000 στην Κωνσταντινούπολη και 300.000 ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι)…
Κοντολογίς, σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της σημερινής Τουρκίας (πάνω από 20 εκ. άνθρωποι) μιλά και μια άλλη γλώσσα εκτός από τα επίσημα τουρκικά. Αυτό είναι πράγματι κάτι το εκπληκτικό εφόσον αναφερόμαστε σε μια χώρα, όπου η εκμάθηση της τουρκικής είναι εδώ και τρεις γενιές υποχρεωτική στην εκπαίδευση, στο στρατό, στη δημόσια διοίκηση και στα ΜΜΕ, ενώ απαγορεύεται η δημόσια χρήση κάθε άλλης γλώσσας, άσχετα αν αυτή μιλιέται από εκατομμύρια ανθρώπους(Kurmanji).
«Πατριώτη, μίλα μόνο τουρκικά», ήταν το σύνθημα μιας προπαγανδιστικής εκστρατείας που εξαπέλυσε το τουρκικό κράτος στη δεκαετία του '50 με σκοπό να εξαλείψει τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες της χώρας. Το επόμενο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε το 1965, όταν η Τουρκία σταμάτησε στις επίσημες απογραφές της ν' απογράφει τις εθνικές και γλωσσικές μειονότητες. Από τότε η Τουρκία αποφεύγει ν' απογράφει τις μειονότητες της, θεωρώντας ότι μ' αυτό τον τρόπο τις καθιστά επισήμως ανύπαρκτες!
Στην Τουρκία δεν υπάρχουν μόνον εθνικές και γλωσσικές μειονότητες. Υπάρχουν κυρίως θρησκευτικές μειονότητες. Και φυσικά δεν αναφερόμαστε στους λιγοστούς εναπομείναντες Ελληνορθόδοξους, Αρμένιους και Εβραίους της χώρας. Σ' αυτή τη χώρα ζουν περίπου 12-15 εκ. Αλεβίδες, μια ισλαμική αίρεση με συμπεριφορά πιο κοσμική και δημοκρατική σε σύγκριση με τους Σουνίτες, η οποία πρόσκειται πολιτικά στον αριστερό χώρο. Ένα σημαντικό τμήμα των Αλεβίδων ανήκει και στην κουρδική μειονότητα. Μια Αλεβίδικη ομάδα είναι και οι Ζάζα (περίπου 2 εκ), που μιλάνε μια ιρανική διάλεκτο και είναι Σουνίτες και Σούφι. Στα πλαίσια της κουρδικής μειονότητας συγκαταλέγονται και περίπου 300.000-500.000 Γιεζιντί (Yezindi), η θρησκεία των οποίων είναι παγανιστική (σατανολατρεία;) με στοιχεία χριστιανισμού, ι ισλαμισμού και σουφισμού.
Τουρκία, η προσφυγομάνα
Μια άλλη σημαντική συνιστώσα της σημερινής εθνο-γλωσσικής πραγματικότητας της Τουρκίας αποτελούν και οι λεγόμενοι Muchacir, που είναι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Τουρκία κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και πολύ αργότερα. Οι περισσότεροι προέρχονται από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων. Για παράδειγμα, όταν το 1878 η Βοσνία πέρασε στα χέρια της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, δεκάδες χιλιάδες Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, που δεν ήθελαν από αφέντες να γίνουν υπήκοοι και μάλιστα των «απίστων», κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Τουρκία. Κατά τη διαδικασία δημιουργίας κι επέκτασης των βαλκανικών εθνικών κρατών, όσοι πληθυσμοί είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ, άσχετα αν είχαν εκτουρκιστεί ή όχι, άρχισαν να αισθάνονται άβολα με τη νέα πραγματικότητα και να μεταναστεύουν προς -κυρίως- τη Μικρά Ασία, που προοριζόταν να γίνει η νέα πατρίδα των Τούρκων. Υπολογίζεται ότι ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έφθασαν στην Τουρκία περί τα 3 εκ. πρόσφυγες από τα Βαλκάνια. Οι περισσότεροι φυσικά δεν ήταν τουρκικής καταγωγής, αλλά Σλάβοι, Έλληνες, Πομάκοι και Αλβανοί Μουσουλμάνοι (τουρκαλβανοί). Υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται ότι ο αριθμός των Muchacir από τα Βαλκάνια, χάρη στη δημογραφική τους αύξηση, φθάνει σήμερα τα 10 εκ. ανθρώπους!
Εφόσον λοιπόν το 1/6 σχεδόν των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας έλκει την καταγωγή του από τα Βαλκάνια κι από τους εκεί λαούς, δεν είναι καθόλου παράξενο που η Άγκυρα επιδιώκει συνεχώς να «χώνει τη μύτη» της στις βαλκανικές υποθέσεις. Με αφορμή αυτούς τους «δεσμούς αίματος» η Τουρκία επιθυμεί να επεμβαίνει και να παίζει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια, όχι μόνον πολιτικό αλλά και οικονομικό. Χαρακτηριστική περίπτωση Τούρκου επιχειρηματία βαλκανικής καταγωγής είναι και ο Σαρίκ Τάρα (κατάγεται από Σλάβους μουσουλμάνους των Σκοπίων), ένας ένθερμος υποστηρικτής της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης και συνεργασίας. Ανάμεσα στους Muchacir από τα Βαλκάνια σημαντική θέση κατέχουν οι ελληνόφωνοι Τουρκοκρήτες και οι Βαλαάδες, για τους οποίους όμως θ' αναφερθούμε παρακάτω. Πρέπει να σημειώσουμε τέλος ότι οι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια εγκαταστάθηκαν στην πλειοψηφία τους στην Αν. Θράκη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στα παράλια της δυτικής Μικρά Ασίας, στα παράλια της Προποντίδας και γύρω από το Εσκί Σεχίρ, περιοχές που κατοικούνταν προηγουμένως από Έλληνες.
Εκτός από τους Βαλκάνιους Muchacir υπάρχει κι ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων που προέρχονται από τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία (Κριμαία). Οι περισσότεροι είναι Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι), Τσετσένοι, Ινγκούζοι και Οσσέτοι του βόρειου Καύκασου, ενώ υπάρχει κι ένας μεγάλος αριθμός από Τάταρους της Κριμαίας που άρχισαν να καταφεύγουν στην Τουρκία μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο(1853-1856). Υπάρχουν επίσης Τάταροι του Κουμπάν, Καζάκοι, Ουζμπέκοι, Αζέροι και Γεωργιανοί. Αυτή η ομάδα των Muchacir, που κατέφυγε στην Τουρκία από το βορρά και την ανατολή, υπολογίζεται σήμερα σε 3-5 εκ. ανθρώπους: ένα αρκετά ισχυρό «λόμπι» για να πιέζει την Τουρκία ν' αναμειχθεί στις εθνικιστικές διαμάχες στον Καύκασο.
Υπάρχει τέλος κι ένας αριθμός προσφύγων, που προέρχονται από το νότο, κυρίως από τη Συρία, τον Λίβανο και το Ιράκ ακόμη κι από το Σουδάν (μαύροι)! Όλοι αυτοί υπολογίζονται σήμερα σε σχεδόν 2 εκ. ανθρώπους.
Ο λόγος που η Τουρκία συγκέντρωσε τόσα πολλά εκατομμύρια προσφύγων (σχεδόν το 1/3 των κατοίκων της κατάγεται από πρόσφυγες), είναι ότι το κράτος αυτό θεωρήθηκε κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όσοι λοιπόν πληθυσμοί είχαν θρησκευτικούς, πολιτιστικούς και συναισθηματικούς δεσμούς μαζί της και δεν ήθελαν να παραμείνουν κάτω από την εξουσία των «απίστων», κατέφυγαν στην Τουρκία, που έγινε έτσι η θετή τους πατρίδα. Όπως όμως όλοι οι πρόσφυγες, έτσι και οι Τούρκοι Muchacir, αισθάνονται νοσταλγία και πόνο για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, ενώ αντιμετωπίζουν συχνά τη θετή τους πατρίδα με περιφρόνηση και αδιαφορία.
Οι Muchacir έχουν κατά κοινή παραδοχή εμπλουτίσει το ήδη πλούσιο εθνο-γλωσσικό υπόβαθρο της σύγχρονης Τουρκίας, σε σημείο ώστε ορισμένοι να συγκρίνουν τη χώρα με την πολυεθνική και πολυπολιτισμική δομή των ΗΠΑ! Βέβαια είναι γεγονός ότι όλες οι φυλές, οι εθνοτικές ομάδες και γλωσσικές μειονότητες της Τουρκίας τείνουν να εκτουρκιστούν παράλληλα με τον εξαστισμό τους. Σήμερα σχεδόν το 65% του πληθυσμού της χώρας κατοικεί στ' αστικά κέντρα κι αν ο ίδιος ρυθμός αστυφιλίας διατηρηθεί, τότε γύρω στο 2020 τουλάχιστον το 80% των Τούρκων θα κατοικεί στις πόλεις. Η γιγάντωση των τουρκικών πόλεων συμβαίνει σύμφωνα με το λατινοαμερικανικό μοντέλο, με την παράλληλη εκρηκτική ανάπτυξη των τενεκεδομαχαλάδων, όπου βρίσκουν καταφύγιο οι εξαθλιωμένοι, οι πρόσφυγες και κατά κανόνα οι μειονότητες.
Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι η δημογραφική δυναμική των μειονοτήτων, που είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση μ' εκείνη των καθεαυτό «Τούρκων». Για παράδειγμα, ο ετήσιος ρυθμός δημογραφικής αύξησης των Κούρδων είναι 3,6%, υπερδιπλάσιος σε σύγκριση με τους υπόλοιπους «Τούρκους»(1,6%). Με βάση αυτό το ρυθμό τα σημερινά 20 εκ. των Κούρδων της Τουρκίας θα γίνουν 32,3 εκ. το 2020 και θα αντιστοιχούν στο 37% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το 2050 ο πληθυσμός της Τουρκίας προβλέπεται να είναι 105 εκ., από τα οποία τα 47 εκ. (44,5%) θα είναι Κούρδοι! Αυτό σημαίνει ότι αν οι σημερινοί διαφορετικοί ρυθμοί δημογραφικής αύξησης μεταξύ Τούρκων και Κούρδων διατηρηθούν, τότε μέσα σε μισό αιώνα οι Κούρδοι θα είναι η πολυπληθέστερη εθνική ομάδα στην Τουρκία! Υπερβολικό ή όχι είναι γεγονός ότι μόνο το πανίσχυρο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας γνωρίζει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος και μελετά τρόπους αντιμετώπισης της κουρδικής δημογραφικής πλημμυρίδας…
Ελληνόφωνοι και Ελληνογενείς μουσουλμάνοι
Τελευταία ακούγεται συχνά από ορισμένους κύκλους στην Ελλάδα η άποψη ότι Έλληνες και Τούρκοι είναι κοινός λαός με διαφορετική όμως γλώσσα και θρησκεία. Πιο συγκεκριμένα προωθείται η άποψη ότι η Τουρκία και η Ελλάδα και οι λαοί τους, είναι ουσιαστικά συνέχεια του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και των κατοίκων του! Όσο κι αν ακούγεται παράξενο αυτό δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Ένα πολύ μεγάλο τμήμα των κατοίκων της σημερινής Τουρκίας προέρχεται από τους ελληνόφωνους χριστιανο-ορθόδοξους πληθυσμούς της Μικρά Ασίας, που εξισλαμίστηκαν και στη συνέχεια εκτουρκίστηκαν. Σύμφωνα μάλιστα και με την άποψη του καθηγητή αιγυπτιολογίας Μ.Σ. Μεγαλομμάτη; «Οι ίδιοι οι ελληνόφωνοι χριστιανοί Ρωμαίοι επέλεξαν (ή κατέληξαν) στη συντριπτική τους πλειοψηφία (άνω των 4/5) το Ισλάμ!» Αυτοί οι προσηλυτισμένοι πληθυσμοί διαμόρφωσαν στη συνέχεια αυτό που σήμερα αποκαλείται «τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι Ρωμαίοι» ή «Τούρκοι»…
Γιατί ωστόσο αυτή η μαζική προσχώρηση των ελληνοφώνων πληθυσμών στο Ισλάμ είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της γλώσσας και κατ' επέκταση της ελληνικής τους συνείδησης; Αυτό δε συνέβη, σύμφωνα με τον Μ.Σ. Μεγαλομμάτη, επειδή το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και συγκεκριμένα η θρησκευτικο-πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης δεν αποδέχτηκε αυτή τη μαζική προσχώρηση και δεν φρόντισε να λάβει μέτρα για να αποτραπεί ο αφελληνισμός αυτών των πληθυσμών. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αποδεχτεί αυτό το γεγονός και να στείλει κάποιους σοφούς στη Μέκκα, οι οποίοι και θα μετέφραζαν το Κοράνι στα ελληνικά. Μ' αυτό τον τρόπο θα υπήρχαν σήμερα εκατομμύρια Έλληνες μουσουλμάνοι και τα ελληνικά θα μιλιόταν ως τις όχθες του Ευφράτη!
Αντί γι' αυτό τα ελληνικά εξαφανίστηκαν από τη Μικρά Ασία, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις. Δεν αναφερόμαστε βεβαίως στους λιγοστούς εναπομείναντες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Ίμβρου. Ούτε και στους περίπου 10.000 «Τουρκο-ορθόδοξους» οπαδούς του Παπα-Ευθύμ, που το 1924 επιχείρησε να δημιουργήσει Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο. Αναφερόμαστε κυρίως στους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Τουρκίας. Αυτοί χωρίζονται σε τέσσερις μεγάλες ομάδες. Στους ελληνόφωνους μουσουλμάνους του Πόντου (πάνω από 300.000), στους Τουρκοκρήτες (200.000-300.000), στους εξισλαμισθέντες Έλληνες της Κύπρου (150.000) και στους Βαλαάδες (50.000). Με εξαίρεση τους ελληνόφωνους του Πόντου, όλοι οι υπόλοιποι ήρθαν στην Τουρκία ως πρόσφυγες κυρίως από το 1912 και μετά.
Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι ελληνόφωνοι Ρουμ του Πόντου, που εκτός από την ελληνοποντιακή γλώσσα συνεχίζουν να διατηρούν κι ένα πανάρχαιο πολιτισμό. Πρόκειται για ένα ζωντανό τμήμα της παλιάς Ρωμιοσύνης που συνεχίζει να ζει στους τόπους της με μουσουλμανική όμως μορφή. Η άλλη μεγάλη ομάδα, οι Τουρκοκρήτες είναι σήμερα εγκατεστημένοι στα παράλια της Ιωνίας, βλέπουν ελληνική τηλεόραση, μιλούν για καημό και νοσταλγία για την Κρήτη και ορισμένοι εξακολουθούν να δηλώνουν Ρωμιοί, δηλαδή Έλληνες. Οι Βαλαάδες, που ήταν γνωστοί στους χάρτες της Μακεδονίας των αρχών του 20ου αιώνα ως «Greek Muslims», είναι κι αυτοί εγκατεστημένοι στις ακτές της Μικρά Ασίας και συνεχίζουν να μιλούν ελληνικά. Τέλος οι ελληνόφωνοι Τουρκοκύπριοι (Λινοβάμβακοι) είναι κυρίως εγκατεστημένοι στην Κιλικία, απέναντι ακριβώς από το νησί τους.
Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου προσπαθούν να διατηρήσουν την ελληνοφωνία τους και να διασώσουν την ιδιαίτερη πολιτιστική τους ταυτότητα. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν οι πληθυσμοί αυτοί αναμένεται να γίνουν γέφυρα φιλίας και αδελφότητας μεταξύ των Ελλήνων και των λαών της Μικρά Ασίας.
Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Από το 1988 αρθρογραφεί συστηματικά στον ειδικό, κυρίως, τύπο κι έχει δημοσιεύσει πάνω από 1.000 εξειδικευμένα άρθρα σε περισσότερα από 30 περιοδικά. Υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού Strange (1998-2001) και από το Νοέμβριο του 2004 εκδίδει και διευθύνει το ανατρεπτικό περιοδικό ΖΕΝΙΘ. Έχει μέχρι στιγμής γράψει δέκα βιβλία: Νίκολα Τέσλα: Ο Προφήτης του 21ου Αιώνα (1999), Μυστική Σερβία (1999, μαζί με τη Μίλιτσα Κοσάνοβιτς), Απαγορευμένη Τεχνολογία (2000), Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους: Ο Ελληνισμός στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης (2000), Ελεύθερη Ενέργεια (2001), Μετα-Αποκάλυψη Τώρα (2002), Θεωρίες Συνωμοσίας (2003, μαζί με τον Λουκά Καβακόπουλο), Γκρίζα Ελλάδα: Η Ανατομία του Ελληνικού Συνδρόμου (2004), Ο Θαυμαστός Κόσμος του Τέσλα (Εκδ. Άγνωστο 2004) και Mind Control: O Πόλεμος για τον Έλεγχο του Νου (Εκδ. Άγνωστο 2005). Όλα τα βιβλία του οδηγήθηκαν σε πολλές επανεκδόσεις κι έγιναν αφορμή για δημιουργικές συζητήσεις, ακόμη και διαφωνίες. Έχει επίσης συμμετάσχει με εκτενή κείμενά του σε πολλά συλλογικά έργα (Μυστικές Εταιρείες, Μυστική Ελλάδα, Τα Μεγάλα Μυστήρια του Κόσμου, Ο Πόλεμος Ενάντια στο Matrix, Ιστορία του Μέλλοντος, Τα Μυστήρια του Χρόνου, Το Πεπρωμένο μας Είναι τα Άστρα κ.α.). Ζει κι εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ ταξιδεύει συχνά στη βαλκανική ενδοχώρα.
Για επικοινωνία με το συγγραφέα: stamkos@post.com www.stamkos.gr και agnosto.gr