του Αντώνη Παυλίδη*
Η Βουλή των Ελλήνων, ως γνωστόν, με ομόφωνη απόφασή της το Φεβρουάριο του 1994, έλαβε μια ιστορική απόφαση, που θα έπρεπε να είχε λάβει πολύ νωρίτερα: όρισε τη 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου κατά την περίοδο 1916-1922. Θα αποπειραθούμε να κάνουμε μια νηφάλια αναφορά στο ζήτημα αυτό, παρότι απωθεί τους φανατικούς του παρόντος, που εκπροσωπούν τη λογική της «πολιτικής ορθότητας».
Τα τελευταία χρόνια τίθενται ιδιαίτερα έντονα απ’ τους τελευταίους κάποιες ενδιαφέρουσες απόψεις. Λέγεται πχ ότι δεν πρέπει η χώρα μας να προκαλεί την Τουρκία με αποφάσεις όπως αυτή της Βουλής το 1994, ότι πρέπει να αφαιρεθούν άμεσα από τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας όλα όσα ενοχλούν την Τουρκία (κι όχι γιατί την ενοχλούν), κλπ. Κάποιοι μάλιστα προτείνουν τη συγγραφή κοινών εγχειριδίων ιστορίας, πράγμα βέβαια που ακούγεται ευχάριστα, αλλά είναι άτοπο αν δεν συνοδεύεται από ένα ελάχιστο κοινό ιδεολογικό πλαίσιο των δύο χωρών και προ πάντων, όπως στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας, αν υπάρχουν ανοικτά ζητήματα (Κύπρος, Αιγαίο, κλπ). Όλοι λοιπόν αυτοί οι «ειδικοί» εκφράζουν μια πραγματικότητα μάλλον εικονική, εκφράζοντας περισσότερο τις επιθυμίες τους παρά τα πραγματικά δεδομένα. Εξετάζουν τα δεδομένα της Τουρκίας χρησιμοποιώντας τις καθιερωμένες «μήτρες» που ισχύουν στις διεθνείς σχέσεις, αγνοώντας όμως τις σημαντικές ιδιαιτερότητες της τουρκικής περίπτωσης και τα αίτια που παράγουν τις αλλεπάλληλες κρίσεις στις σχέσεις των δύο χωρών. Χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εξευμενισμού, αγνοώντας τα μηνύματα που από το βάθος των αιώνων ο ίδιος ο Θουκυδίδης εκπέμπει: ότι αυτός είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς τη σύγκρουση. Αυτό που μπορεί να την αποτρέψει είναι η οικοδόμηση φιλικών σχέσεων πάνω στην αλήθεια και την αξιοπρέπεια και των δύο ενδιαφερομένων.
Σε πολλές περιπτώσεις προχωρούν σε αφελείς υπεραπλουστεύσεις. Υποστηρίζουν για παράδειγμα ότι κατά την περίοδο εκείνη είχαμε πόλεμο και στον πόλεμο παρουσιάζονται αγριότητες απ’ όλες τις πλευρές. Αγνοούν όμως ότι το «ολοκαύτωμα εν ροή» των Ελλήνων του Πόντου (και της υπόλοιπης Μ. Ασίας) ξεκίνησε πολύ πριν το 1919 που έγινε η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη και ότι τα γυναικόπαιδα που κυρίως υπέστησαν τη βαρβαρότητα, δεν συμμετείχαν σε κανένα πόλεμο. Ο αφανισμός των χριστιανικών εθνοτήτων από το μικρασιατικό χώρο είχε προαποφασιστεί, όπως όχι μόνο το πλήθος των διαθέσιμων τεκμηρίων μαρτυρά, αλλά ακόμη και αξιόλογοι Τούρκοι επιστήμονες (όπως πχ ο Taner Akçam) ομολογούν.
Η ιδεολογία του σύγχρονου τουρκικού κράτους αντικατοπτρίζεται τόσο στα διδακτικά εγχειρίδια, όπου κυριαρχούν σύμβολα ρατσισμού και εθνικισμού, όσο και στα μνημεία. Το μνημείο του Τοπάλ Οσμάν, του Άϊχμαν των Ποντίων, που δεσπόζει στο λόφο της Κερασούντας και το μνημείο του αρπακτικού Τούρκου νικητή απέναντι στον καταρρεύσαντα Έλληνα στο Αφιόν Καραχισάρ, εκφράζουν αυτήν ακριβώς την ιδεολογία. Παρότι η συλλογική συνείδηση του τουρκικού λαού μέσω αυτών των μηχανισμών διαμορφώνεται σε αρνητική κατεύθυνση, όμως αυτό δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει στον αγώνα για οικοδόμηση μιας πραγματικής φιλίας και ειρήνης μεταξύ των δύο λαών.
Αυτό που γνώριζαν οι Πόντιοι 2ης και 3ης γενιάς από τους γονείς και τους παππούδες τους, σήμερα μπορεί να το γνωρίσει σε όλη του την έκταση κάθε Έλληνας. Οι αλλεπάλληλοι τόμοι που έχουν εκδοθεί –με αποκορύφωμα τον τόμο που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων το 2004- και οι άπειρες μελέτες που ετοιμάζονται, αποδεικνύουν ότι το έγκλημα αυτό είναι αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός. Άλλωστε η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου -στο πλαίσιο της γενοκτονίας όλων των χριστιανικών λαών της Ανατολής από το καθεστώς των Νεοτούρκων- το Νοέμβριο του 2007 από τον πλέον αρμόδιο φορέα, τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη μελέτη των Γενοκτονιών (I.A.G.S) συντρίβει εκ των πραγμάτων κάθε απόπειρα εσωτερικής αμφισβήτησης. Ο ΟΗΕ με το ψήφισμά του το 1948 για τον ορισμό του εγκλήματος της Γενοκτονίας, δηλώνει ότι δεν πρόκειται για έγκλημα εναντίον ενός μόνο έθνους, έστω και τμήματός του. Πρόκειται για έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Συνεπώς ο αγώνας για την αναγνώριση του εγκλήματος δεν αφορά μόνο τους Πόντιους, ή μόνο τους Έλληνες. Αφορά όλη την ανθρωπότητα. Οι δίκαιοι που αγωνίζονται για την αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι τυπικοί αγωνιστές, αλλά αγωνιστές των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ανθρωπότητας. Συνεπώς ο αγώνας τους είναι ο σημαντικότερος αγώνας που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Αγωνίζονται γιατί νωρίζουν καλά ότι η ασυλία του θύτη προκαλεί τις επόμενες Γενοκτονίες. Γνωρίζουν για παράδειγμα ότι η απόφαση του Χίτλερ για την «τελική λύση» απέναντι στους Εβραίους βασίστηκε στην ασυλία του Κεμάλ και των Νεοτούρκων για τις γενοκτονίες που προηγήθηκαν.
Κεντρικός στόχος του αγώνα των ποντιακών φορέων μετά το 1994 είναι η διεθνοποίηση της Γενοκτονίας και η αναγνώρισή της από το επίσημο τουρκικό κράτος. Ο στόχος όμως αυτός, αν και έχει μεγάλες δυσκολίες, όμως δεν πτοεί τους Ποντίους, που ως φορείς της ιδεολογίας της ειρήνης και της δημιουργικής συνεργασίας, δεν έχουν άλλο δρόμο. Γνωρίζουν κάτι που αγνοούν οι τεχνικοί των διεθνών μας σχέσεων. Ότι αν αναγνωριζόταν από νωρίς το έγκλημα αυτό, η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1922 θα ήταν διαφορετική. Δεν θα είχε ούτε Σεπτεμβριανά, ούτε Κυπριακό, ούτε Ίμια. Η δομή και η ιδεολογία του τουρκικού κράτους είναι που διαπερνά τη συλλογική συνείδηση του τουρκικού λαού και γεννά την επιθετικότητα. Ο αγώνας συνεπώς των Ποντίων είναι αγώνας πρωτίστως για την ειρήνη. Οι άλλοι, οι μεταμοντέρνοι «ειδικοί», που προτείνουν μια «φιλία» χωρίς όρους και προϋποθέσεις, προς μια Τουρκία όχι ανθρώπινη αλλά ρατσιστική, που φυλακίζει και εξολοθρεύει ότι διαφορετικό αντιστέκεται στην ιδεολογία της παρακμής, συντελούν, προφανώς χωρίς να το επιθυμούν, στην αναπαραγωγή αυτής της ιδεολογίας από το τουρκικό κοινωνικό σύστημα.
Οι υγιείς σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν μπορούν να οικοδομηθούν πάνω στην παραχάραξη ή την αποσιώπηση της αλήθειας, γιατί αυτή αργά ή γρήγορα θα γίνει γνωστή. Η νέα γενιά της Τουρκίας δεν είναι υποχρεωμένη να μολύνεται με το άγος του εγκλήματος εναντίον των Ελλήνων του Πόντου (και των λοιπών χριστιανικών λαών της Ανατολής Αρμενίων και Ασσυρίων) κατά την περίοδο 1916-1922. Η ιστορική αποκατάσταση παρά την αρχική έκπληξη ή ακόμη και οδύνη που θα επιφέρει για την άγνωστη μέχρι τότε αλήθεια, στη συνέχεια μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά για την τουρκική κοινωνία. Θ’ αποτελέσει προϋπόθεση να ζητήσει συγνώμη η Τουρκία για το έγκλημα αυτό, ως εγγύηση ότι δεν θα επαναληφθούν ανάλογα εγκλήματα στο μέλλον. Μια τέτοια πράξη άλλωστε δεν είναι μοναδική στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Ο Βίλυ Μπραντ πριν από αρκετά χρόνια γονάτισε στο μνημείο του εβραϊκού ολοκαυτώματος, όπως λίγα μόλις χρόνια πριν έκανε ο Γερμανός Πρόεδρος στο μνημείο των Καλαβρύτων, αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα ότι η σημερινή Γερμανία δεν έχει ουδεμία σχέση με το γενοκτόνο ναζιστικό καθεστώς. Μπροστά στην ίδια πρόκληση βρίσκεται και η Τουρκία. Ένα νέο τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπου η ειρήνη και η πραγματική φιλία θα έχουν στερεότητα και μακρύ χρονικό ορίζοντα, που δεν θα καταρρέουν βίαια κάτω από το βάρος τυχαίων φαινομενικά γεγονότων, όπως συνεχώς από το 1922 μέχρι σήμερα επαναλαμβάνεται, είναι αναγκαίο όσο ποτέ. Το τοπίο αυτό το δικαιούνται οι λαοί των δύο χωρών και το απαιτούν οι νέες πραγματικότητες.-
* Ο Δρ Αντώνης Παυλίδης είναι Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών.
Ypoloipo