Geschrieben von: Επιμέλεια: Λένα Σ. Σαββίδου Εφημερίδα Σελ. 6-7 |
Μέσα από μία σειρά άρθρων υπό τον γενικό τίτλο: «Στιγμές στο Χρόνο και στη Μνήμη από μια Γενοκτονία ενός λαού αίμα και ρίζα Ελληνικού» ευελπιστούμε
να παρουσιάσουμε στους αναγνώστες μας, πτυχές ενός από τα μεγαλύτερα
και μέχρι προσφάτως αποσιωπημένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αυτού της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, με έμφαση στους διωγμούς που υπέστησαν οι Ελληνικής καταγωγής Χριστιανικοί Ποντιακοί πληθυσμοί στις αρχές του 20 ου αι. από τους Νεότουρκους. 1921. Πόντος. (Ψευδο)Δικαστήρια Ανεξαρτησίας Αμάσειας. Η αρχή του Τέλους. Η επιστολή Κυριακή 7 του Σεπτέμβρη του θεαρέστου έτους 1921. Φυλακές Τιμμιρχανέ. Αμάσεια. Πόντος. Ο έγκλειστος εργοστασιάρχης Αλέξανδρος Ακριτίδης κοινωνεί στην αγαπημένη του σύζυγο, Κλειώ, τις τελευταίες του σκέψεις: Φωτο (Επιστολή μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας. Αρχείο της Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς. Πηγή: http://thalassa-karadeniz.mylivepage.com/.) 1921 7βρ 5 Κυριακή Γλυκυτάτη μου Κλειώ Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι' αγχόνης θάνατος. Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε. Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε. Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου ο υμέτερος Αλ. Γ. Ακριτίδης Ο Τόπος ο Χρόνος και η Ιστορία… Φωτο (Καρτ ποστάλ εποχής. Αρχείο Στέργιου Π. Θεοδωρίδη.) Αμάσεια η από το 281 π.χ. ιδρυμένη. Περσικός οίκος των Mιθριδατών, των ιδρυτών του Βασιλείου του Πόντου. Πρωτεύουσα του Δυτικού Πόντου στους Βυζαντινούς χρόνους με την ονομασία Ελλενόποντος. Πατρίδα του Στράβωνα και γνωστή για τους λαξευτούς στα βράχια, τάφους της. Ολόγυρα της στέκουν θεόρατα βουνά, τη χωρίζει στα δύο ο Ίρις ποταμός και την ενώνουν έξι μεγάλες, από πελεκητή πέτρα γέφυρες . Πλούσια γη. Γνωστή για το άφθονο στάρι και το φίνο μετάξι. Αρχές του 20 αι η πόλη ακμάζει και το Ελληνικό στοιχείο πρωτοστατεί στην ακμή της. Στην πόλη λειτουργεί Νηπιαγωγείο και εξατάξιο Γυμνάσιο. Προστάτης της ο Άγιος Θεόδωρος ο Τύρων και τελευταίος της Μητροπολίτης ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Έδρα του φημισμένο Υπαίθριου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας του γνωστό ως "istiklal mahkemew" που στήθηκε στους χώρους της πρώην Γαλλικής Σχολής. Η διεθνής κατακραυγή για τη γενοκτονία των Αρμενίων που έχει προηγηθεί οδηγεί το νέο τουρκικό καθεστώς από τη μια να προσπαθεί να προσδώσει νομική υπόσταση στην γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών κι από την άλλην να την κρύψει από τα βλέμματα των Ευρωπαίων που διαβιούν στις παράλιες πόλεις της Μαύρης θάλασσας. Έτσι η Αμάσεια από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1921 γίνεται τόπος εγκλεισμού και θανάτου για την πολιτική οικονομική και πνευματική ηγεσία του Ποντιακού Ελληνισμού. Για πέντε μήνες το τρελλοκομείο της πόλης μετατρέπεται σε φυλακή τους και πολλοί από τους εκεί μεταφερθέντες πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού .Ο τύφος θερίζει τον ανθό του Ποντιακού ελληνισμού πριν παραδώσει ότι απέμεινε από αυτόν στην κρίση του περιβόητου δικαστή Εμίν Μπέη, ενός ανθρώπου φανατισμένου και αμόρφωτου που διορίζεται « με πρόφαση την καταδίωξη των δημιουργών του Ποντιακού ζητήματος, αλλά ουσιαστικά με σκοπό την καταστροφή του άνθους των ομογενών του Πόντου, δηλαδή των εμπόρων, δικηγόρων, γιατρών, φαρμακοποιών, δασκάλων, ιερέων, δημοσιογράφων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο δάσκαλος και δημοσιογράφος Γεώργιος Κανδηλάπτης Κάνεως. Το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου Φωτο Ξημέρωμα της 7η Σεπτεμβρίου 1921. Στα υγρά κελιά των φυλάκων Τιμιρχανέ κανείς δεν κοιμάται. Κάποιοι γράφουν στις οικογένειες τους, άλλοι συντάσσουν διαθήκες, προσφωνήσεις και ενθαρρυντικοί λόγοι από φίλους άλλων περιοχών διαβάζονται, δάκρυα στα μάτια κυλούν, νοσταλγικές εικόνες κατακλύζουν τη μνήμη και βαραίνουν την ατμόσφαιρα. Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει πλέον. Το τέλος για κάποιους έρχεται. Κάποιοι πρέπει να φύγουν πρώτοι. Νωρίς το απόγευμα οι κρατούμενοι οδηγούνται στην αίθουσα του δικαστηρίου για να τους ανακοινωθεί η καταδικαστική απόφαση: «Επειδή αποδείχθηκε ότι οι παρόντες και κάποιοι από τους απόντες σκέφτονταν και ενεργούσαν να ιδρύσουν Δημοκρατία του Πόντου, αποσπώντας μεγάλο τμήμα του Οθωμανικού Κράτους, από την Τραπεζούντα μέχρι το Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικό μέχρι τη Σεβαστεία καταδικάζονται 69 προύχοντες στον δι' αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 σε 15ετή δεσμά, των δε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ορφεύς επικυρώνεται η υπό του Στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι υπόλοιποι σε πρόσκαιρα δεσμά στη Σεβάστεια μέχρι το τέλος του πολέμου». Σάλος στην αίθουσα από τις διαμαρτυρίες των καταδικασθέντων. Οι δικαστές αποχωρούν και οι στρατιώτες προσπαθούν με τη βία να επιβάλλουν την τάξη. Πίσω στις φυλακές ο διευθυντής αναγνώθει τα ονόματα των καταδικασθέντων. Ο Ιωάννης Ανταβαλόγλου, βλέποντας το γιό του να καλείται και μη έχοντας ακούσει το δικό του όνομα, φωνάζει τούρκικα: «Μπέντα βάριμ!» (Κι εγώ είμαι) και τρέχει να ενωθεί μαζί με τους μελλοθάνατους. Ο πρωτοσύγκελος Πλάτων δίνει τα λίγα χρήματα που έχει μαζί του καθως και το ρολόι του στους συγκρατούμενους του Βαλιούλη και Σερέφα που θα συνεχίσουν για λίγες ημέρες ακόμη να παραμένουν ζωντανοί . Βλέπει τα δάκρυα τους και τους μαλώνει: «Τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρύπτοντές μου την καρδίαν; Αποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του εικοστού αιώνος» Μετά το ξεχώρισμα των ομάδων οι μελλοθάνατοι κινούν για την πτέρυγα που έχει ετοιμαστεί γι αυτούς. Ο εκ Τραπεζούντος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης βλέποντας τους να ξεμακραίνουν σαν μία παρέα αναφωνεί «Κρίμα να χάσω μίαν τέτοια ευκαιρία εθνικής πανηγύρεως!» Στο δρόμο προς τα κελιά η ομάδα των μελλοθάνατων βλέπει τους στρατιώτες να στήνουν τα ικριώματα που την επομένη θα φιλοξενήσουν τα σώματα τους. Το ηθικό τους όμως δεν πέφτει και κανείς δεν λιποψυχά. Η νύχτα τους βρίσκει να προσεύχονται για τελευταία φορά στο Θεό, να τραγουδούν τραγούδια της Μαύρης Θάλασσας και να ζητωκραυγάζουν υπέρ του έθνους. Λίγο πριν το ξημέρωμα ψάλλουν οι ίδιοι την νεκρώσιμη ακολουθία τους και αλληασπαζόμενοι ξεκίνουν για να συναντήσουν το θάνατο. 8η Σεπτεμβρίου 1921 . Φωτο Όρθου βαθέως και η μαρτυρική πορεία ξεκινά με επικεφαλής τον γέροντα αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Στο στήθος του καρφιτσωμένη η απόφαση για τη θανατική καταδίκη. Οδηγούμενοι ο ένας μετά τον άλλο ανέρχονται στο ικρίωμα και απαγχονίζονται. Συγκλονιστική στιγμή η μεταθανάτιος απογύμνωση των πτωμάτων και το πέταγμα αυτών σε παρακείμενο λάκκο. Οι σύζυγοι του Ιατρού Χρυσαφίδη και του φαρμακοποιού Δημητριάδη καθώς και η σύζυγος του μουσικοδιδασκάλου Διογένους, Χαρίκλεια έχουν φθάσει στην Αμάσεια και παρακολουθούν από μακριά την εκτέλεση των αγαπημένων του προσφέροντας το δάκρυ και το μοιρολόι τους νεκρική σπονδή στους άταφους νεκρούς. Τα θύματα Φωτο . Ο περιοδεύον ευαγγελιστής Προυσαεύς συγκλονιστικά αφηγείται: «Η πόλις της Αμάσειας ήτο η ωραιοτέρα και θελκτικοτέρα πόλις του Πόντου. Αλλά κατά το διάστημα της εκεί διαμονής του δικαστηρίου της ανεξαρτησίας ήλλαξεν επί τοσούτον, ώστε εφαίνετο ως μια νεκρόπολις και παρουσίαζεν όψιν λίαν άγριαν και τρομακτικήν. Διότι παντού, εις όλας τας χριστιανικάς συνοικίας ηκούοντο θρήνοι και οιμωγαί και οπουδήποτε έστρεφε τις το βλέμμα αυτού άλλο ουδέν έβλεπεν, ειμή απηγχονισμένους ανθρώπους ανηρτημένους εδώ και εκεί ανά τας οδούς και τας πλατείας της πόλεως. Μάλιστα υπήρξεν ημέραν, καθ' ην μόνο εις την πλατείαν της κυβερνήσεως - κατά μήκος της όχθης του Ίριδος ποταμού- είχον απηγχονισθεί περί τους 70 καταδίκους. Οι θανατοθέντες επίσημοι άνδρες, μόνον εκ των παραλίων του Πόντου, υπό του δικαστηρίου τούτου της ανεξαρτησίας, ανήρχοντο όλοι ομού εις 1500 τον αριθμόν». Ανάμεσά τους, ο πρώην βουλευτής Τραπεζούντος, Ματθαίος Ι. Κωφίδης, ο εργοστασιάρχης Αλέξανδρος Γ. Ακριτίδης, ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης, ο Αρχιμανδρίτης Πλάτων Ν. Αιβαζίδης, ο Π. Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας, καθηγητές του Αμερικανικού Κολεγίου της Μερζιφούντας «Ανατόλια» ένας παιδονόμος καθώς και μαθητές του ίδιου κολλεγίου. Φωτο (Καρτ ποστάλ εποχής. Αρχείο Στέργιου Π. Θεοδωρίδη.) |
ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...