Tου Xρηστου Γιανναρα
Κεντρικό πρόβλημα της χώρας, η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.
Και λέμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει,
όταν είναι πολλαπλά τεκμηριωμένη και ανέλπιδα παρατεινόμενη η ανικανότητα κυβερνήσεων και κομμάτων να δώσουν ή να προτείνουν λύσεις στα καίρια κοινωνικά προβλήματα.
Η παιδεία, το ασφαλιστικό, η αναποτελεσματικότητα της κρατικής οργάνωσης, η απουσία κριτικού ελέγχου, αξιολόγησης, διάκρισης ποιοτήτων, το δημογραφικό, η συγκέντρωση του μισού πληθυσμού της χώρας στην πρωτεύουσα, η αδυναμία να καταρτιστεί Κτηματολόγιο, τα αυθαίρετα κτίσματα, η φοροδιαφυγή, ο χρηματισμός, η αντικοινωνική γκανγκστερική λογική του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού, η κοινωνικά ανεξέλεγκτη εμπορική τηλεόραση, η ιδεολογικά εξωραϊσμένη βία: Προβλήματα μόνιμα, που μιλάμε γι’ αυτά δεκαετίες τώρα, χωρίς λύση. Υποβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής βασανιστικά, εξακολουθητικά, επίμονα – δείχτες αδυσώπητου κοινωνικού αδιεξόδου, δηλαδή χρεοκοπίας του πολιτικού συστήματος. Ανάσα φυγής από τον καθημερινό αναμηρυκασμό των αδιεξόδων –ίσως και πρόκληση υπέρβασης– θα μπορούσε πιθανότατα να είναι κάποια συζήτηση για μακροπρόθεσμες προοπτικές. Προτάσεις πολιτικού προβληματισμού για τις πολύ κεντρικές επιλογές προσανατολισμού της ελληνικής κοινωνίας, μακροπρόθεσμα και πέρα από αγκυλώσεις σε στερεότυπα. Τι θα θέλαμε, τι μπορεί να είναι εφικτό και τι συμφερότερο, τι ρεαλιστικό και τι ουτοπικό για το μέλλον. Δύο παράγοντες εξωτερικοί μοιάζει να είναι αμεσότερα καθοριστικοί του μέλλοντος του Ελληνισμού ως κοινωνίας και κράτους: Η μετοχή στο γίγνεσθαι της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι σχέσεις γετονίας με την Τουρκία. Το μέλλον της Ε.Ε., παρά τις περί του αντιθέτου επιθυμίες μας, είναι ο παράγων με τους μάλλον περισσότερους αγνώστους. Αντίθετα, οι σχέσεις γειτονίας με την Τουρκία προσφέρονται για σταθερότερες προβλέψεις. Σίγουρη είναι η συνεχώς και ραγδαία μεγεθυνόμενη πληθυσμική διαφορά των λαών μας. Σύμφωνα με τις απογραφές που έγιναν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Ελλάδα, το 1928, είχε 6.200.000 κατοίκους και η Τουρκία, το 1927, περίπου τους διπλάσιους: 13.600.000. Σε διάστημα μιας γενεάς η διαφορά διπλασιάστηκε. Το 1961 η Ελλάδα αριθμούσε 8.400.000 και η Τουρκία (1964) 31.100.000. Στη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα έδειξε μάλλον να καθηλώνεται περίπου στα 10.000.000 με τάσεις μείωσης, ενώ η Τουρκία επταπλασίασε τη διαφορά. Υπολογίζεται ότι με τους σημερινούς ρυθμούς πληθυσμικής ανάπτυξης των δύο λαών, το 2020 η Τουρκία θα έχει φτάσει τα 100.000.000, ενώ η δημογραφική γήρανση της Ελλάδας θα έχει επιταθεί. Το σοβαρότερο μάλλον μελέτημα που έχει γραφτεί για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι το «Επίμετρο» στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Θεωρία του πολέμου». Οι άκρως ρεαλιστικές αναλύσεις του Κονδύλη διερευνούν τις δυνατότητες στρατηγικής και τακτικής άμυνας του ελληνικού κράτους απέναντι στο συνεχώς ενισχυόμενο γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας. Αλλά οι δυνατότητες αυτές, που διέσωζαν κάποια ελπίδα αποτελεσματικότητας αν είχαν έγκαιρα και με συνέπεια αξιοποιηθεί, έχουν σήμερα (δέκα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου) φανερά εκλείψει. Η πρόβλεψη του Κονδύλη ότι «βρισκόμαστε οι Ελληνες σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας» επαληθεύεται με τρόπο κοινωνικά ανεπίγνωστο και πολιτικά αποσιωπημένο. «Το παιχνίδι είναι χαμένο… Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους».
Για τις σχέσεις με την Τουρκία, ο Παναγιώτης Κονδύλης διατύπωσε στο σημαντικότατο αυτό μελέτημά του, την ιδιοφυέστερη μάλλον και σοβαρότερη εκδοχή άμυνας του κρατικού Ελληνισμού. Υπήρξαν (και συνεχίζουν να υπάρχουν) δύο ακόμα εκδοχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων ευρύτατα γνωστές και μάλλον αναξιολόγητες από την ελληνική κοινωνία: Εκφράζουν και οι δύο τη βεβαιότητα ότι η φθίνουσα σε πληθυσμό και σε αμυντική ετοιμότητα Ελλάδα μπορεί να επιβιώσει ιστορικά αλώβητη και άθικτη από τον νομοτελειακά εκρηκτικό επεκτατισμό της Τουρκίας, αν καλλιεργήσει «σχέσεις φιλίας και συνεργασίας των δύο γειτόνων λαών». Η μία εκδοχή, θορυβώδικα εκπροσωπημένη από ρομαντικούς καλλιτέχνες και καιροσκόπους λαϊκιστές πολιτικούς, βλέπει τη φιλία και αρμονική συνύπαρξη να κατορθώνεται σε επίπεδο «πολιτιστικών» ανταλλαγών, συνεργασίας επιχειρηματιών, καλλιέργειας «κλίματος» αλληλογνωριμίας μέσω του τουρισμού, δίγλωσσων τηλεοπτικών σήριαλ και άλλων καταπραϋντικής αποχαύνωσης πρωτοβουλιών. Η άλλη εκδοχή εκφράζει την παλαιοντολογική («εκσυγχρονιστική» πάντοτε στο Ελλαδέξ) μαρξιστική αποστροφή για το κράτος. Ταυτίζει κάθε ποιότητα πατριωτισμού με τον φασιστοειδή εθνικισμό και ενδιαφέρεται για την ηδονικότερη κατά το δυνατό μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας έναντι οποιουδήποτε τιμήματος παραχωρήσεων στην Τουρκία. Μια τέταρτη εκδοχή θα μπορούσε ίσως να αρχίσει να συζητείται, αλλά από μελετητές που μπορούν να συνεννοηθούν στη βάση του ρεαλισμού των αναλύσεων (και της γλώσσας) του Κονδύλη: Η εκδοχή ή το ενδεχόμενο μιας πολιτικής προσέγγισης Ελλάδας και Τουρκίας σε επίπεδο μετα-εθνικιστικό. Οχι με τους όρους των διατεταγμένων σήμερα «πλουραλιστικών» συνθέσεων, αλλά με τις προϋποθέσεις της ιστορικής πείρας και συνύπαρξης στον κοινό γεωπολιτικό χώρο. Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Τουρκία το επιδιώκει με ελπίδες που συνεχώς λιγοστεύουν. Ρεαλιστική βάση πολιτικής προσέγγισης των δύο χωρών θα μπορούσαν να είναι οι όροι της «ειδικής σχέσης» που ευχαρίστως οι Ευρωπαίοι παραχωρούν στην Τουρκία. Να περνάει η «ειδική σχέση» από την Ελλάδα όχι προς όφελος της Ελλάδας, αλλά για την προώθηση συμφερόντων της Τουρκίας μέσω της Ελλάδας, των ευρωπαϊκών προνομίων της Ελλάδας. Συμφέροντα (όχι μόνο οικονομικά) που θα εξασφάλιζε στην Τουρκία η πλήρης ένταξη, να τα εξασφαλίζουν θεσμοί συνεργασίας με την Ελλάδα. Μοναδική προϋπόθεση θεσμικά συντονισμένης συνύπαρξης: η αμοιβαιότητα σεβασμού των συνόρων. Αν τα σύνορα είναι με εγγυημένη συνέπεια σεβαστά, η κοινή εκμετάλλευση πηγών ενέργειας οπουδήποτε, η αμοιβαία ελευθερία χρήσης του θαλάσσιου και εναέριου χώρου ή όποια άλλη κοινή στρατηγική ανάπτυξης και αλληλοβοήθειας μπορεί να είναι πολύτιμη και για τα δύο μέρη. Προφανώς η συντομογραφία αδικεί την τέταρτη αυτή εκδοχή προοπτικής των ελληνοτουρκικών σχέσεων. ΥΓ.: Στο άρθρο του κ. Ανδρέα Ανδριανόπουλου «Πού φωλιάζει ο εθνικισμός» («Κ» 3.6.07) δεν απαξιώ, απλώς δεν χρειάζεται να απαντήσω. Από την επιφυλλίδα μου της 27.5.07 αποκλείεται να κατάλαβε ο κ. Α. τα όσα εκθέτει στο άρθρο του: Τέτοια εκτρωματική παρανάγνωση της θεματικής και τόση αδιαφορία για λογική συνέπεια δικαιολογούνται μόνο ως αφορμή για τη συνεκφερόμενη χλεύη, όχι ως θέσεις και απόψεις που χρειάζονται απάντηση. Αν η χλεύη και η κα&;tau;αληκτική ύβρις του «φασίστα», που μου απευθύνει, ανακούφισαν τον κ. Ανδριανόπουλο, περιττεύει δικός μου σχολιασμός.
Πηγή: Καθημερινή