Η νεοελληνική συνενοχή στη Μικρασιατική Γενοκτονία
Μια παλαιότερη ανάρτηση από το μαχητικό pontosandaristera.wordpress.com για να θυμούνται οι Ατατουρκοκλάγνοι...
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο (κεμαλιστής) εθνικιστής και ισλαμιστής Τούρκος υπουργός Άμυνας Βεζντί Γκιονούλ, ανέφερε ότι η εθνοκάθαρση των Ελλήνων (στην Ιωνία) και των Αρμενίων ήταν αναγκαία για να μπορέσει να δημιουργηθεί τουρκικό εθνικό κράτος. Το εκπληκτικό είναι ότι από ελληνικής πλευράς, οι μόνες αντιδράσεις ήταν αυτές των δημοσιογράφων και των προσφυγικών οργανώσεων. Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, αυτοί που έχουν αναλάβει να μελετούν τη νεοελληνική ιστορία επέδειξαν αιδήμονα σιωπή. Γιατί όμως;
Γιατί η βασική αντίληψη που επικρατεί στη νεοελληνική ιστορία και αποθεώνεται στις μέρες με την ομάδα Λιάκου και τους λοιπούς αντίστοιχους ιστορικούς της Ψωροκώσταινας, είναι παρόμοια με αυτή του Βεζντί Γκιονούλ, την οποία είχε δοξάσει πρώτη, τις παλιές καλές της μέρες, η τουρκοφιλική νεοελληνική Ακροδεξιά. Με το πρόσχημα ότι όλα αυτά είναι συμπτώματα της διαδικασίας δημιουργίας εθνικών κρατών αμφισβήτησαν ακόμα και τη Γενοκτονία των Αρμενίων και προσπαθούν διαρκώς να διασύρουν και να υπονομεύσουν το προσφυγικό κίνημα και τις κατακτήσεις του της δεκαετίας του ‘90 .
Η μηχανιστική αντι-ουμανιστική (και αντιπροσφυγική) αντίληψη της ιστορίας βρίσκει την αποθέωσή της στα εκσυχρονισμένα παλαιοελλαδίτικα (κυρίαρχα) ρεύματα !
Είναι τραγικό για τους Νεοέλληνες, ότι στις φασιστικές δηλώσεις του Γκιονούλ αντέδρασαν μόνο αριστεροί Τούρκοι ιστορικοί.
Ας αφιερώσουμε λοιπόν στους δικούς μας απολογητές της Μικρασιατικής Γενοκτονίας, ένα κείμενο για τη σφαγή της Φώκαιας (1914), του τότε Αμερικανού προξένου στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον.
Η Σφαγή της Φώκαιας
Η πλήρης και τεκμηριωμένη έκθεση του θηριώδους διωγμού του Ελληνικού πληθυσμού της περιοχής Σμύρνης πού έγινε στα 1914 δεν είναι δύσκολο να γίνει· θα είναι όμως αρκετό, σαν παράδειγμα να δώσωμε μόνο μερικά αποσπάσματα από μια έκθεση του αυτόπτου Γάλλου Manciet, πού άφορα τις σφαγές και λεηλασίες πού έγιναν στη Φώκαια, μια πόλη με οκτώ χιλιάδες Έλληνες και τετρακόσιους περίπου Τούρκους κατοίκους, πού είναι κτισμένη στην παραλία, σε μικρή απόσταση απ’ τη Σμύρνη. Η καταστροφή της Φώκαιας προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στη Μασσαλία, γιατί τη Γαλλική αυτή πόλη είχαν ιδρύσει κάτοικοι της ομώνυμης αρχαιότατης Ελληνικής πόλεως.
Η Φώκαια είναι η μητρόπολη της Μασσαλίας. Ο κ. Manciet ήταν παρών στη σφαγή και λεηλασία της Φώκαιας και μαζί με τρεις άλλους Γάλλους, τους κ. κ. Sartiaux, Carlier και Dandria, έσωσε εκατοντάδες ψυχών μετο θάρρος και την ψυχραιμία του.
Η έκθεση αρχίζει με την εμφάνιση επάνω στους λόφους πού βρίσκονται πίσω απ’ την πόλη οπλισμένων συμμοριών πού πυροβολούσαν για να ενσπείρουν τον πανικό. Οι τέσσερις Γάλλοι, πού αναφέραμε παραπάνω, κατοικούσαν μαζί, όταν όμως άρχισε ο πανικός χωρίσθηκαν και εγκαταστάθηκαν ο καθένας σε άλλο σπίτι. Ζήτησαν απ’ τον Καϊμακάμη χωροφύλακες για την προστασία τους και στον καθένα τους δόθηκε ένας. Άφησαν ανοιχτές τις πόρτες κι έδιναν καταφύγιο σε οποίον ερχόταν. Έφτιαξαν πρόχειρα με κατάλληλο ύφασμα τέσσερις Γαλλικές σημαίες και τις ανήρτησαν έξω απ’ το κάθε σπίτι. Ας συνεχίσωμε όμως τη διήγηση με τις λέξεις του ίδιου του κ. Manciet, μεταφράζοντας απ’ τα Γαλλικά:
«Στη διάρκεια της νύχτας οι οργανωμένες συμμορίες εξακολούθησαν τη λεηλασία της πόλεως. Κατά την αυγή εξακολουθούσαν να ρίχνωνται πολύ δυνατοί πυροβολισμοί μπροστά στα σπίτια. Βγήκαμε αμέσως έξω οι τέσσερις μας και είδαμε το πειό φρικτό θέαμα πού θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Η ορδή πού είχε μπει στην πόλη ήταν ωπλισμένη με Γκράδες και τουφέκια του ιππικού. Ένα σπίτι ήταν μέσα στις φλόγες. Απ’ όλες τις διευθύνσεις οι Χριστιανοί έτρεχαν προς την παραλία προσπαθώντας να βρουν βάρκες για να φύγουν μ’ αυτές, αλλά απ’ την νύχτα κιόλας δεν είχε μείνει καμμιά. Άκουγε κανείς κραυγές τρόμου ανακατεμμένες με τους κρότους των πυροβολισμών. Ο πανικός ήταν τέτοιος, ώστε μια γυναίκα με το παιδί της πνίγηκαν σε νερό βάθους εξήντα εκατοστομέτρων.
«Ο κ. Carlier είδε ένα φρικτό θέαμα. Ένας Έλληνας στεκόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, μέσα στο όποιο ήταν η γυναίκα του και η κόρη του και οπού ήθελαν να μπουν οι ληστές. Άπλωσε τα χέρια του για να τους εμποδίσει να μπουν. Η χειρονομία αυτή του στοίχισε τη ζωή γιατί τον πυροβόλησαν στο στομάχι. Ενώ έτρεχε τρικλίζοντας προς τη θάλασσα, τον πυροβόλησαν ξανά από πίσω και το πτώμα του κειτόταν εκεί επί δύο μέρες.
«Ευτυχώς υπήρχαν στον λιμένα δυο ατμόπλοια και κατορθώσαμε να επιβιβάσωμε σ’ αυτά τους δυστυχείς Χριστιανούς σε μικρές ομάδες. Παρά τις προσπάθειες μας οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι είχαν τέτοια βία να φύγουν, ώστε αναποδογύρισαν τις μικρές βάρκες. Μια αποκρουστική λεπτομέρεια απέδειξε τον κυνισμό της ορδής εκείνης, η οποία με την πρόφαση του αφοπλισμού των φευγόντων ελήστευε αδιάντροπα τους κακόμοιρους και τρομοκρατημένους αυτούς ανθρώπους από τα τελευταία υπάρχοντα τους. Οι ληστές άρπαζαν με τη βία από γρηές δέματα και κλινοσκεπάσματα. Με κατέλαβε αγανάκτηση και τόσο συχάθηκα βλέποντας τις ελεεινότητες αυτές, ώστε είπα σε έναν αξιωματικό της χωροφυλακής, ότι αν δεν σταματούσε αυτό το πράγμα θα έπαιρνα ο ίδιος ένα όπλο και θα πυροβολούσα επάνω στους ληστές.
Αυτό έφερε το αποτέλεσμα πού ήθελα, και οι δυστυχείς εκείνοι μπόρεσαν να επιβιβαστούν με ό,τι είχαν μπορέσει να σώσουν απ’ την καταστροφή, πράγμα πού δείχνει ότι η όλη επιχείρηση θα μπορούσε εύκολα να τεθεί υπό έλεγχο.
«Η λεηλασία όμως είχε σταματήσει μόνο στην άμεση γειτονιά μας. Παραπέρα είδαμε πόρτες να σπάζωνται και άλογα και γαϊδούρια να φορτώνωνται με λάφυρα. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη μέρα. Κατά το βράδυ ανέβηκα σ’ ένα μικρό λόφο και είδα καμμιά εκατοστή καμήλες φορτωμένες με τα λάφυρα της πόλεως. Περάσαμε εκείνη τη νύχτα μέσα σε αγωνία, αλλά δεν συνέβη τίποτε.
Τούρκοι ατακτοι (Τσέτες)
«Την άλλη μέρα ξανάρχισε η μεθοδική λεηλασία της πόλεως. Και τότε άρχισαν να φτάνουν οι πληγωμένοι. Επειδή δεν υπήρχε γιατρός, ανέλαβα εγώ να τους δώσω τις πρώτες βοήθειες προτού να τους επιβιβάσουν σε πλοία για τη Μυτιλήνη. Βεβαιώνω ότι όλοι εκείνοι οι πληγωμένοι με εξαίρεση δύο η τριών ήταν επάνω από εξήντα ετών. Ανάμεσα τους υπήρχαν γρηές επάνω από ενενήντα ετών, πού είχαν πυροβοληθεί και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι είχαν τραυματιστεί υπερασπιζόμενες τα αγαθά τους. Επρόκειτο απλούστατα περί σφαγών.
Το παραπάνω απόσπασμα απ’ την περιγραφή της λεηλασίας της Φώκαιας στα 1914 απ’ τον κ. Manciet, της οποίας αυτός υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας το παρέθεσα για πολλούς λόγους. Είναι αναγκαίο για την πλήρη και εμπεριστατωμένη περιγραφή της βαθμιαίας θηριώδους εξοντώσεως των Χριστιανών πού διενεργήθηκε στη Μικρά Ασία και την Τουρκική αυτοκρατορία στα τελευταία αυτά χρόνια και αποκορυφώθηκε στη φρικαλέα καταστροφή της Σμύρνης. Είναι μια ιδιαίτερα ζωντανή διήγηση πού φανερώνει την αναλλοίωτη φύση του Τούρκου και του χαρακτήρας του σαν πλάσματος με αγρία πάθη πού ζει ακόμα στην εποχή του Ταμερλάνου και του Ούννου Αττίλα.
Γιατί οι Τούρκοι είναι πραγματικά ένας αναχρονισμός· ακόμα και τώρα λεηλατούν, σκοτώνουν, αρπάζουν και μεταφέρουν τα λάφυρα τους επάνω σε καμήλες, είναι ιδιαίτερα σημαντικό επίσης, γιατί διηγείται μια ιστορία πού μοιάζει τρομερά σε μερικά απ’ τα κατορθώματα του ίδιου του Μωάμεθ, δίνει επίσης μια καθαρή εικόνα για το τι συνέβη επάνω σε ολόκληρη την παραλία της Μικράς Ασίας και πολύ μακρύτερα στο εσωτερικό της στα 1914, οπότε καταστρεφόταν βαθμιαία ένας ακμάζων και γρήγορα προοδεύων πολιτισμός, πού αποκαταστάθηκε μεν αργότερα όταν έφθασε εκεί ο Ελληνικός Στρατός, για να καταλήξει όμως σε εντελή καταστροφή κάτω απ’ τα αιματοβαμμένα και ασελγή χέρια των οπαδών του Μουσταφά Κεμάλ, αφ’ ετέρου το παραπάνω απόσπασμα τονίζει το μόνιμο σημείο, πού είναι τόσο αναγκαίο να κατανοηθεί απ’ τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, ότι όλα αυτά ήταν μια «ωργανωμένη επιχείρηση» όπως λέγει ο κ. Manciet.
«Βρήκαμε μια γρηά πού κοιτόταν στο δρόμο, και πού ήταν σχεδόν παράλυτη από τα κτυπήματα. Είχε δυο μεγάλες πληγές στο κεφάλι πού είχαν γίνει από κτυπήματα υποκόπανου τουφεκίου τα χέρια της ήταν κομμένα, το πρόσωπο της πρησμένο. «Ένα κορίτσι πού είχε δώσει όλα τα χρήματα πού είχε, το είχαν ευχαριστήσει με μαχαιριές, μια στο μπράτσο και μια άλλη στην περιοχή των νεφρών. Μια αδύνατη γρηά είχε κτυπηθεί τόσο άσχημα με ένα τουφέκι ώστε τα δάκτυλα του αριστερού χεριού της είχαν πέσει.
«Όσο περνούσε η μέρα πού ακολούθησε, απ’ όλες τις διευθύνσεις έφθαναν οικογένειες πού είχαν κρυφτεί στα βουνά. Όλοι είχαν υποστεί βιαιοπραγίες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν μια γυναίκα πού είχε ιδεί να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια της τον άντρα της, τον αδερφό της και τα τρία παιδιά της.
«Εκείνη τη στιγμή μάθαμε μια φρικτή λεπτομέρεια. Είχε δολοφονηθεί ένας γέρος παραλυτικός πού κοιτόταν αβοήθητος επάνω στο κρεβάτι του, όταν μπήκαν στο σπίτι οι ληστές.
«Η Σμύρνη μας έστειλε στρατιώτες για ν’ αποκαταστήσουν την τάξη. Καθώς κυκλοφορούσαν οι στρατιώτες αυτοί μέσα στους δρόμους, πήραμε μια ιδέα για το τι είδους τάξη θ’ αποκαθιστούσαν: εξακολούθησαν και αυτοί τη λεηλασία της πόλεως.
«Κάναμε ένα γύρο επιθεωρήσεως μέσα στην πόλη. Η λεηλασία ήταν πλήρης· πόρτες είχαν γκρεμιστεί και κείνες πού δεν μπορούσαν να τις βγάλουν τις κατέστρεψαν. Η Φώκαια πού ήταν προηγουμένως ένας τόπος μεγάλης δραστηριότητας, τώρα ήταν μια νεκρούπολη.
«Μας έφεραν μια γυναίκα πού πέθανε· την είχαν βιάσει δεκαεπτά Τούρκοι. Επίσης είχαν πάρει μαζί τους στα βουνά ένα κορίτσι δέκα εξ’ ετών αφού σκότωσαν μπροστά στα μάτια του τον πατέρα και την μητέρα της. Έτσι είχαμε ιδεί τα πέντε χαρακτηριστικά της λεηλασίας μια; πόλεως: την κλοπή, τη λαφυραγωγία, τον εμπρησμό, τους σκοτωμούς και τους βιασμούς.
«Ήταν ολοφάνερο ότι όλα αυτά αποτελούσαν μια ωργανωμένη επίθεση με την πρόθεση της εκδιώξεως των ραγιάδων δηλ. των Χριστιανών Οθωμανών υπηκόων απ’ τα παράλια. «Είναι ακατανόητο το ότι οι άνθρωποι εκείνοι θα μπορούσαν να έχουν στην κατοχή τους τόσο πολλά στρατιωτικά όπλα, αν δεν τους τα είχαν δώσει. Όσο για τους Χριστιανούς της παλιάς Φώκαιας, δεν προσπάθησαν ούτε για μια στιγμή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έτσι αυτό πού έγινε ήταν καθαρή σφαγή.
«Διαβάσαμε στις εφημερίδες ότι η τάξη είχε αποκατασταθεί και ότι στις περιοχές για τις οποίες μιλούμε, οι Χριστιανοί δεν είχαν τίποτε πιά να φοβηθούν ούτε για τον εαυτό τους, ούτε για τ’ αγαθά τους. Αυτό δεν ήταν μια δήλωση χωρίς σημασία. Γιατί δεν υπήρχε πιά περιθώριο για επικράτηση της τάξης. Οι περιουσίες δεν είχαν πιά να φοβηθούν τίποτε, γιατί είχαν περιέλθει όλες σε καλά χέρια - στα χέρια των ληστών».