ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...

Saturday, February 28, 2009

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πόντος

Το Ποντιακό Κράτος (Πόντος) δεν είναι επίσημο σύγχρονο κράτος. Καθορίζεται από την σύνθεση περιοχών του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Αυτές οι περιοχές βρίσκονται σήμερα στην βορειοανατολική Τουρκία. Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα βασίλειο επί Μιθριδάτη και την ύστερη βυζαντινή περίοδο.

Οι σχέσεις των Ελλήνων με την παρευξείνιο περιοχή ανάγονται στην μυθολογική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Αποτέλεσμα της σχέσης αυτής των Ελλήνων με το χώρο είναι η επισήμανση από σύγχρονους ιστορικούς του γεγονότος ότι οι Έλληνες είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της περιοχής.

Τα πρώτα ελληνικά ευρήματα χρονολογούνται το 10ο π.Χ. αιώνα. Ο Μ. Rostovzeff υποστηρίζει ότι οι Έλληνες προσέγγισαν τις ακτές του Εύξεινου Πόντου κατά την περίοδο του σιδήρου, περί το 1100 π.χ. Ο G. Bordman αναφέρει ότι η πρώιμη ελληνική παρουσία στον ευξεινοποντιακό χώρο οφείλεται στην αναζήτηση σιδήρου. Υπάρχει όμως και η θεωρία ότι η περιοχή του Πόντου κατοικήθηκε πολύ νωρίτερα από πρωτοελληνικούς πληθυσμούς, εφόσον η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων -σύμφωνα με νεότερες απόψεις- βρίσκεται στο χώρο των ανατολικών ακτών του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου.

Ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων, όπως και άλλοι μελετητές, αργότερα, θεωρούν το χώρο του ανατολικού Πόντου πρωτοελληνικό. Ο Βησσαρίων αναφερόμενος στην Τραπεζούντα τη χαρακτηρίζει: «Πρεσβυτάτης είπερ άλλη τις υπαρχούσης», ενώ ο Ευγενικός των Βυζαντινών γράφει: «Τραπεζούς η πόλις, πόλις αρχαιοτάτη και των γε εν τη εώα πασών αρίστη».

Η καταγεγραμμένη, πάντως, εγκατάσταση ταυτίζεται με τον ελληνικό αποικισμό, όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Ηράκλεια και τη Σινώπη, η οποία με τη σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου. Την εποχή εκείνη κατοικούσαν διάφορες βάρβαρες φυλές στο εσωτερικό του. Κανένα όμως από αυτά τα φύλα δεν δημιούργησε ιδιαίτερο πολιτισμό και δεν άφησε μνημεία, ώστε να μπορούν οι ιστορικοί να τα ταυτοποιήσουν και να τα κατατάξουν.

Η κύρια μητρόπολη των ελληνικών πόλεων του Πόντου ήταν η μικρασιατική Μίλητος, η οποία κυριάρχησε στον αποικισμό του Εύξεινου Πόντου. Η ίδρυση της Σινώπης τον 9ο π.χ αιώνα, αποτέλεσε την απαρχή για ίδρυση μιας σειράς ελληνικών πόλεων καθ’ όλο το μήκος της παραλίας.

Στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία) ιδρύθηκαν επίσης πολλές ελληνικές πόλεις: το Παντικάπαιον, η Φαναγόρεια, η Θεοδόσια, η Χερσόνησος κ.ά. Στο μυχό της Αζοφικής Θάλασσας ιδρύθηκε η Ταναΐς.

Ο Ξενοφών συναντά το 401 π.Χ. στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, "... πόλεις ελληνίδας" και αναφέρει την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Αμισό, τη Σινώπη.

Το Βασίλειο του Πόντου

Ο ελληνικός πολιτισμός κυριαρχούσε και χαρακτήριζε το Βασίλειο του Πόντου, που δημιούργησε η παρθικής καταγωγής δυναστεία των Μιθριδατών.

Η συγκεκριμένη δυναστεία προήλθε από την ομάδα εκείνη των Πάρθων που συνεργάστηκε με τα ελληνικά στρατεύματα του Αλεξάνδρου και χρησιμοποιήθηκε για την εμπέδωση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή. Ο πατέρας του ιδρυτή του βασιλείου, ο Μιθριδάτης ο πρεσβύτερος, επικυριαρχούμενος από τον Αντίγονο, ήταν ο τύραννος της βιθυνικής Κίου και ανεψιός του τυράννου της Χίου.

Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ

Σημαντικότερος θα είναι ο τελευταίος βασιλιάς του Πόντου ο Μιθριδάτης Στ' Ευπάτωρ, ο οποίος διαδέχτηκε το 120 π.Χ. τον πατέρα του.
Αργυρό τετράδραχμο που απεικονίζει τον Αλέξανδρο με κέρατα.

O Ευπάτωρ παρουσιαζόταν ως καταγόμενος από τον Αλέξανδρο, Κύρρο και Σέλευκο Νικάτωρα, ενώ στα νομίσματα απεικονιζόταν με την μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπήρξε μια προικισμένη προσωπικότητα που προσπάθησε για τους δικούς τους λόγους να αντισταθεί στον ρωμαϊκό επεκτατισμό. Ο ίδιος, προβάλλοντας τον εαυτό του ως τον υπέρμαχο του Ελληνισμού και του απελευθερωτή των Ελλήνων από το ρωμαϊκό ζυγό, υποκίνησε την κοινωνική εξέγερση των ελληνικών πόλεων που βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κατοχή. Ο T. Reinach στο έργο του “Mithridate Eupator, roi de Pont” (1890) τον περιγράφει ως άνθρωπο μεγάλου ηθικού αναστήματος και γενναίο πολεμιστή. Οι πρώτες του επιτυχημένες εκστρατείες ήταν στην Κολχίδα και στην Κριμαία, τις οποίες προσάρτησε στο κράτος του. Μετά από τις πρώτες του επιτυχίες, ο Ευπάτορας αποφάσισε να εκδιώξει τους Ρωμαίους από τη Μικρά Ασία. Ήδη, οι Ρωμαίοι εκμεταλλευόμενοι την πολυδιάσπαση του ελληνικού κόσμου της ελληνιστικής εποχής σε αντιμαχόμενα βασίλεια και δημοκρατίες, κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη Μεγάλη Ελλάδα αρχικά, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την κυρίως Ελλάδα στα Βαλκάνια και να επεκταθούν και στη μικρασιατική χερσόνησο.

Προσπαθώντας ο Ευπάτορας να αποτρέψει τις εξελίξεις αυτές, κήρυξε το 88 π.χ. τον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας συμμάχησαν μαζί του. Επίσης, πλήθος πόλεων στη νότια βαλκανική, όπως η Αθήνα, συντάχθηκαν με τον Μιθριδάτη ελπίζοντας ότι θα φέρει την απελευθέρωση των Ελλήνων. Το 88 π.χ. ο Μιθριδάτης οργάνωσε τη μεγάλη σφαγή των Ρωμαίων και Ιταλών εποίκων στη Μικρά Ασία. Πιθανολογείται ότι κατά τη σφαγή που ονομάσθηκε «Εσπερινός της Εφέσου» εξοντώθηκαν περίπου 80.000 άτομα. Επικεφαλής των ρωμαϊκών στρατευμάτων ανέλαβε ο Σύλλας. Μέχρι την άνοιξη του 87 π.χ. το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας επανακατατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Αξιοσημείωτη υπήρξε η άμυνα της Αθήνας και του Πειραιά το 86 π.χ. Ο Σύλλας δε δίστασε να καταστρέψει τους πλατάνους που βρισκόταν στην Ακαδημία του Πλάτωνα, ούτε να κόψει τα δέντρα του Άλσους του Απόλλωνα Λυκείου προκειμένου να κατασκευάσει πολιορκητικές μηχανές. Η άλωση της Αθήνας χαρακτηρίστηκε από πρωτοφανείς βαρβαρότητες κατά του πληθυσμού, ενώ στον Πειραιά καταστράφηκαν οι λιμενικές εγκαταστάσεις, όπως οι Νεώσοικοι. Το ίδιο έτος ο Σύλλας νίκησε τα στρατεύματα του Πόντου και των συμμάχων τους σε δύο μάχες στη Βοιωτία. Ο Α’ Μιθριδατικός Πόλεμος τελείωσε το 85 π.χ. με τη συνθήκη που συνήφθη στη Δάρδανο του Ελλησπόντου. Ο Μιθριδάτης υποχρεώθηκε να γίνει φόρου υποτελής στη Ρώμη, να παραδώσει το στόλο του και να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση. Το 83 π.χ. ο Σύλλας επέστρεψε στην Ιταλία με άφθονα λάφυρα. Μεταξύ των λαφύρων συμπεριλαμβανόταν η φημισμένη Βιβλιοθήκη του Απελλίκοντος, πολλά έργα τέχνης, ακόμα και δωρικοί κίονες για να χρησιμοποιηθούν στο ναό του Καπιτωλίου Διός. Ο Β’ Μιθριδατικός Πόλεμος άρχισε το 83 π.χ. όταν οι Ρωμαίοι εισέβαλλαν ξαφνικά στον Πόντο. Ο πόλεμος αυτός έληξε με την απώθηση των Ρωμαίων και τη νίκη του Ευπάτορα. Οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν από το 74 π.χ. οπότε και άρχισε ο Γ’ Μιθριδατικός πόλεμος. Αρχικά τα ποντιακά στρατεύματα νίκησαν τους Ρωμαίους στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια ο Μιθριδάτης ηττήθηκε από τον Λούκουλλο έξω από την Κύζικο. Θα υποστεί ακόμα δύο ήττες. Το τελικό χτύπημα θα το δώσει ο Πομπήιος. Σημαντική βοήθεια στους Ρωμαίους είχαν προσφέρει και οι Πάρθοι. Ο Μιθριδάτης κατέφυγε στο Παντικάπαιο της Κριμαίας. Από εκεί άρχισε να σχεδιάζει εισβολή στην Ιταλία μέσω του Δούναβη. Έχει όμως εγκαταλειφθεί και από τον Τιγράνη, τον τελευταίο του σύμμαχο, ο οποίος συνθηκολόγησε με τους Ρωμαίους και αποσύρθηκε στο βασίλειό του της Αρμενίας. Η εξέγερση των στρατευμάτων του με επικεφαλής τον γιο του Φαρνάκη Β’ θα θέσει τέρμα στις επιδιώξεις του. Αδυνατώντας να αυτοκτονήσει λόγω του ότι είχε εθίσει τον εαυτό του στα δηλητήρια - Μιθριδατισμός, θα διατάξει έναν Γαλάτη μισθοφόρο να τον θανατώσει. Το σώμα του στάλθηκε στον Πομπήιο, ο οποίος το έθαψε στο βασιλικό νεκροταφείο της Σινώπης. Οι μελετητές του αναφέρουν: «Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Μιθριδάτης ήταν ένα ηγεμόνας εκπληκτικής ενεργητικότητας και αποφασιστικότητας ή ότι διέθετε αξιόλογες πολιτικές ικανότητες. Ήταν όμως άτυχος, γιατί είχε να αντιμετωπίσει τρεις εξαιρετικά ευφυείς Ρωμαίους στρατηγούς και γιατί ό ελληνιστικός κόσμος βρισκόταν στο τελικό στάδιο της κατάρρευσής του.»

Ο Πόντος κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή - Ρωμαιοκρατία

Την περίοδο των πολέμων διαδέχτηκε μια περίοδος ανασυγκρότησης. Ο Πομπήιος οργάνωσε την επαρχία Βιθυνίας-Πόντου, η οποία περιλάμβανε και τα δυτικά εδάφη του Πόντου με κύριες πόλεις την Αμισό και τη Σινώπη. Τα δυτικά εδάφη είχαν ονομασθεί σε Πολεμωνιακό Πόντο, ενώ τα ανατολικά σε Γαλατικό Πόντο. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη γιατί εντάχθηκε στον παγκοσμιοποιημένο ρωμαϊκό χώρο και γιατί εμπορικά αναπτύχθηκε η ενδοχώρα του με την ίδρυση νέων ελληνικών πόλεων (Νικόπολη, Πομπηιούπολη, Μαγνόπολη, Διόσπολη κ.ά.) και με τη διάνοιξη της νέας εμπορικής οδού που συνέδεε τη Βιθυνία με την Αρμενία. Το 48 π.χ. ο γιος του Ευπάτορα Φαρνάκης, εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει στη Ρώμη, προσπάθησε να δημιουργήσει και πάλι το βασίλειο του πατέρα του. Η ήττα του από τον Καίσαρα θα θέσει τέλος στην ύστατη προσπάθεια αναβίωσης του Βασιλείου του Πόντου. Το 39 π.χ. παραχωρήθηκε στον Πόντο μια ελεγχόμενη αυτονομία. Από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις της ποντιακής παραλίας, η Αμισός διατηρεί, χάρη στον Λούκουλλο, το χαρακτήρα της ελεύθερης συμμαχικής πόλης. Η Σινώπη, αντιθέτως, χαρακτηρίζεται αποικία, η οποία διοικούνταν με τον τρόπο διοίκησης των πόλεως της Ιταλίας. Το 64 μ.χ. ο Πόντος ενώθηκε με την επαρχία της Γαλατίας. Στη συνέχεια, κατά τις νέες διοικητικές ρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ο Πόντος με επαρχίες τον Διόσποστο και τον Πολεμωνιακό Πόντο θα συγκροτήσει την «Ποντική Διοικησιν».

Η περίοδος της ρωμαιοκρατίας και της επικράτησης του χριστιανισμού συνοδεύτηκε από την απώλεια του εθνωνύμιου "Έλλην" -το οποίο εξάλλου είχε αποκτήσει αποκλειστικά θρησκευτική σημασία δηλώνοντας τον παγανιστή- και την παράλληλη επικράτηση του ονόματος "Ρωμαίος", δηλαδή "Ρωμιός", το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα στους παρευξείνιους ελληνικούς πληθυσμούς.

Το Βυζάντιο

Μετά τη διάλυση του ρωμαϊκού κράτους σε δυτικό και ανατολικό, ο Πόντος, όπως και ολόκληρη η Μικρά Ασία και η βαλκανική, εντάχθηκαν στο ανατολικό τμήμα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε το κέντρο του εκχριστιανισμένου ελληνορωμαϊκού κόσμου, όπως αυτός είχε γίνει αντιληπτός από τους Έλληνες και γενικά τους ελληνόφωνους της Ανατολής. Η Κωνσταντινούπολη θα γίνει πρωτεύουσα αυτού του κόσμου και θα πάρει τα προσωνύμια της "Νέας Ρώμης" και "Νέας Ιερουσαλήμ".

Ο Νίκος Γ. Σβορώνος γράφει για την μετεξέλιξη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: "…έντονη και διαρκής τάση του (του Βυζαντίου) προς τον εξελληνισμό, έως τη μεταβολή του σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος, είναι πλέον μια ιστορική διαπίστωση γενικά παραδεκτή. Ανάμεσα στους λαούς που απάρτισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Ελληνισμός αποτελεί το δυναμικότερο, αν όχι το πολυπληθέστερο, στοιχείο της ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.»

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει γι αυτό το νέο κράτος: "Η ελληνικότητα σα μάθημα μεγαλοσύνης μαζί με τη Ρώμη θα ξαναβρεί προοδευτικά τίτλους ευγένειας στο ρωμαϊκό χριστιανικό κράτος του Βυζαντίου. Ανανεωμένη από τα διδάγματα της νέας πνευματικής χριστιανικής αρετής, η ελληνική παιδεία και εμπειρία, θα αποτελέσει προοδευτικά το υπόβαθρο για το ξεκίνημα κάθε αναγέννησης, που μετά την πτώση της Πόλης θα στηρίξει τον ευρωπαϊκό νεότερο κόσμο. Στη διαχρονικότητα της ιστορίας, το Βυζάντιο, χάρη στον ελληνοπρεπή και χριστιανομαθή ανθρωπισμό του, που θα στεριώσει με τον καιρό, θα γίνει η μεσαιωνική Αυτοκρατορία του ανανεωμένου Ελληνισμού".

Η Αυτονομία του Πόντου

Ο Πόντος οργανώθηκε σε αυτόνομη «διοίκηση» της υπαρχίας της Ανατολής με πρωτεύουσα την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η Καισάρεια υπήρξε και κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού. Από κει διαδόθηκε ο χριστιανισμός στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου, την Αρμενία και σε περιοχές της Κασπίας Θάλασσας.

* Με τον 28 κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) ο Πόντος εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.

* Κατά τον 8ο αιώνα εντάχθηκε στη θεματική οργάνωση του Βυζαντίου. Τα εδάφη του θα μοιραστούν σε τρία Θέματα, της Κολωνείας, των Αρμενιακών και της Χαλδίας.

Ο Πόντος βαθμιαία απόκτησε μεγάλη στρατιωτική σημασία για την άμυνα της αυτοκρατορίας κατά των Αράβων αρχικά και των τουρκομανικών φυλών στη συνέχεια. Μεγάλες οικογένειες αναδείχτηκαν την περίοδο αυτή στον Πόντο, όπως οι Κομνηνοί, οι Ταρωνίτες, οι Γαβράδες κ.ά. Η ισχυροποίηση των οικογενειών αυτών θα οδηγήσει στην εμφάνιση τάσεων αυτονόμησης από την κεντρική διοίκηση.

Η χαρακτηριστικότερη ήταν η ανταρσία των Γαβράδων τον 11ο αιώνα. Η οικογένεια των Γαβράδων καταγόταν από την Άτρα της Αργυρούπολης. Την επαρχία τους τη Χαλδία την ονόμαζαν "Χώραν Τραπεζουσίαν".

Η Άλωση του 1204 και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας

H άνοιξη του 1204 μ.X. υπήρξε μοιραία για τον Eλληνισμό. Στις 13 Aπριλίου οι Σταυροφόροι είχαν εκπορθήσει την Kωνσταντινούπολη και είχαν καταλύσει την Ελληνική Aυτοκρατορία του Bυζαντίου. Διέλυσαν έτσι τον κεντρικό ιστό του μοναδικού χριστιανικού κράτους της Aνατολής, που θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο στο επεκτατικό Iσλάμ, αραβικό και τουρκικό.

H πράξη αυτή της Καθολικής Δύσης θα υψώσει εφεξής αξεπέραστο τείχος μεταξύ της δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης και θα διευκολύνει την επικράτηση των Tούρκων μουσουλμάνων. Mετά την κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους, οι Eλληνες θα ιδρύσουν τρία κράτη, ένα στα Bαλκάνια και δύο στη Mικρά Aσία.

Mε κέντρα τη Nίκαια της Bιθυνίας, την Ήπειρο και την Τραπεζούντα του Πόντου θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Mακροβιότερο από τα τρία αυτά κράτη υπήρξε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το οποίο θα επιζήσει 257 χρόνια.

Iδρύθηκε από τα αδέλφια Aλέξιο και Δαβίδ Kομνηνό. Hταν εγγόνια του Aνδρόνικου A΄, ιδρυτή της Βυζαντινής Aυτοκρατορικής δυναστείας των Kομνηνών, που έχασε τον θρόνο το 1185 από τη δυναστεία των Aγγέλων. Τα δύο αδέλφια είχαν καταφύγει στη τους Θαμάρ, βασίλισσα της Ιβηρίας, η οποία τους βοήθησε να κυριαρχήσουν στην περιοχή του Πόντου. Πιθανότατα, είχαν φτάσει στην Ιβηρία το 1203, επειδή είχαν προβλέψει τη μοίρα της Πόλης και όχι το 1185 όπως κάποιοι θεωρούν. Οι δύο Κομνηνοί έφτασαν στην Τραπεζούντα τον Απρίλιο του 1204, αφού είχε καταληφθεί από τους Λατίνους η Κωνσταντινούπολη.

H ύπαρξη δυναμικού ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή, επέτρεψε τη δημιουργία μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, η οποία διεκδικούσε τη συνέχιση της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας. Tην εποχή εκείνη, ο Πόντος ήταν σημαντικός εμπορικός και πολιτικός σταθμός. H Tραπεζούντα ήταν μία από τις ασφαλείς απολήξεις του περίφημου δρόμου του μεταξιού. Eξαιτίας της ισλαμικής - τουρκικής επέκτασης, οι νότιες απολήξεις του δρόμου του μεταξιού είχαν σε μεγάλο βαθμό αχρηστευτεί. Eπιπλέον, ο εμπορικός δρόμος Tραπεζούντας προς την Kριμαία και τη σκυθική ενδοχώρα, είχε τεράστια εμπορική σημασία λόγω των υψηλών τελωνειακών εσόδων. Πολιτικά ο Πόντος βρισκόταν σε κομβικό σημείο. Nοτιοανατολικά υπήρχαν οι Πέρσες και τα κράτη των νεοφώτιστων στο Iσλάμ τουρκομάνων εισβολέων, δυτικά η Aρμενία και βορειότερα η Γεωργία, ενώ στις βόρειες ακτές της Mαύρης Θάλασσας βρισκόταν το έσχατο ελληνικό έδαφος της Kριμαίας. Στη συνέχεια, υπήρχαν οι απέραντες στέπες, όπου κυριαρχούσαν οι νομάδες και έφταναν μέχρι τις περιοχές των Σλάβων και των Σουηδών. Tο διαμετακομιστικό εμπόριο υπήρξε η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της περιοχής και συσσώρευσης πλούτου στον Πόντο. Στο βόρειο Εύξεινο Πόντο κυριαρχούσαν οι Έλληνες της Κριμαίας. Συγκατοικώντας με άλλους λαούς, όπως Αλάνοι (πρόγονοι των σημερινών Οσετίνων), Ζίκχοι, Γότθοι κ.ά. αποδείχτηκαν ως το πλέον δυναμικό στοιχείο. Οι μόνοι που ανταγωνίστηκαν εμπορικά τους Έλληνες ήταν οι λατινικές δυνάμεις της Γένοβας και της Βενετίας, οι οποίες θα χρησιμοποιήσουν τους Τάταρους για να εδραιώσουν τη θέση τους στην Κριμαία

Τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της Μικράς Ασίας με πρωτεύουσες την Tραπεζούντα και τη Nίκαια διεκδικούσαν κληρονομικά –το καθένα για τον εαυτό του– την απελευθέρωση της Kωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς και την αποκατάσταση της βυζαντινής εξουσίας. Tο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού υπήρξε η πολεμική αναμέτρηση του Θεόδωρου Λάσκαρη της Nίκαιας, με τον Δαβίδ Kομνηνό της Tραπεζούντας. H νίκη του πρώτου στην Hράκλεια περιόρισε τις ποντιακές φιλοδοξίες. H αδυναμία συνεννόησης των δύο ελληνικών κρατών είχε αρνητικές επιπτώσεις στις προσπάθειες αναχαίτισης τόσο των Λατίνων της «Pωμανίας», δηλαδή του «φραγκικού» κράτους της Kωνσταντινούπολης, όσο και των Σελτζούκων Tούρκων του Iκονίου. Tα βυζαντινά όνειρα των Kομνηνών θα λάβουν τέλος το 1261 με την απελευθέρωση της Kωνσταντινούπολης από τον Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγο της Nίκαιας. Oι Kομνηνοί συνειδητοποίησαν ότι δεν έπρεπε πλέον να τρέφουν καμιά ελπίδα επιστροφής στον θρόνο της Kωνσταντινούπολης. Oι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν οριστικά στην ισχυροποίηση της ποντιακής τους Aυτοκρατορίας. Σύμβολό τους θα γίνει ο μονοκέφαλος αετός, που κοιτάει πλέον προς την Aνατολή, σε αντίθεση με τον αετό των αρχαίων Σινωπέων που έχει το κεφάλι του στραμμένο προς τη Δύση. Oι Πόντιοι Aυτοκράτορες, μετά την επίσημη αναγνώριση του κράτους τους από τον Παλαιολόγο, θα ονομάζονται «εν Xριστώ πιστοί βασιλείς και αυτοκράτορες πάσης Aνατολής, Iβήρων και Περατείας» σε αντίθεση με τους αυτοκράτορες της Kωνσταντινούπολης, που διατήρησαν τον παραδοσιακό τίτλο: «βασιλείς και αυτοκράτορες των Pωμαίων». Iβηρία ονομαζόταν τότε η Γεωργία του Kαυκάσου και Περατεία η χερσόνησος της Kριμαίας.

Η παράδοση της Τραπεζούντας και το τέλος του ελληνικού κόσμου

Ο Μωάμεθ αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για το κράτος του μια ενδεχόμενη συμμαχία των ηγεμόνων της Ανατολής, αποφάσισε να χτυπήσει πριν ισχυροποιηθούν οι αντίπαλοί του. Την άνοιξη του 1461 άρχισαν με απόλυτη μυστικότητα οι οθωμανικές προετοιμασίες. O Mωάμεθ B΄ ο Πορθητής, μεθοδικά κατέστρεψε το δίκτυο συμμαχιών της Aυτοκρατορίας. Παραπλανώντας αρχικά και καταλαμβάνοντας στη συνέχεια τη Σινώπη, που ήταν ένα αντιοθωμανικό μουσουλμανικό εμιράτο του Ισμαήλ, στράφηκε προς την Ανατολή με στόχο την άλωση της Τραπεζούντας. Εισέβαλε μέσω της Αμάσειας και της Σεβάστειας στην Αρμενία και κατανίκησε τα στρατεύματα του Σουλτάνου της Μεσοποταμίας, συμμάχου των Τραπεζουντίων. Ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε από τη Σινώπη και κατευθύνθηκε προς την Τραπεζούντα. Tον Iούλιο του 1461 τα οθωμανικά στρατεύματα με επικεφαλής τον εξωμότη Mαχμούτ, πρώτο εξάδελφο του μυστικοσύμβουλου του Δαβίδ Γεωργίου Aμοιρούτζη, πολιόρκησαν την Tραπεζούντα. O λαός της πόλης ήταν αποφασισμένος να προβάλει αντίσταση στην τουρκική απειλή. Mε μυστικές διαπραγματεύσεις Aμοιρούτζη με τον Mωάμεθ μέσω του Mαχμούτ, ο Δαβίδ πείστηκε να παραδώσει την πόλη έπειτα από πολιορκία 32 ημερών, ενάντια στη θέληση του λαού. Στο Χρονικό της Μονεμβασίας αναφέρεται ότι ο Αμοιρούτζης και ο Μαχμούτ ήταν πρώτα ξαδέλφια και ότι ο Μωάμεθ κλήθηκε από τον Αμοιρούτζη: Και τούτος ο πρωτοβεστιάριος ήτον επίβουλος του Κυρ Δαβίδ, και αυτός έκαμε και τον Σουλτάνον και ήλθε κατά της Τραπεζούντος, και έκαμε τον Κυρ Δαβίδ και προσεκύνησεν. Παρά την παράδοση της πόλης, οι Oθωμανοί προέβησαν σε βιαιότητες κατά του πληθυσμού. Από τους κατοίκους της Τραπεζούντας απέμεινε μόνο το ένα τρίτο και αυτό υποχρεώθηκε να ζήσει στα προάστια της πόλης. Οι υπόλοιποι, είτε κατασφάχτηκαν από τους γενίτσαρους, είτε στάλθηκαν στη μισοερειπωμένη Κωνσταντινούπολη. Πολλοί διαμοιράστηκαν στους στρατιώτες για να τους υπηρετούν ως σκλάβοι. Οκτακόσιοι έφηβοι επιλέχτηκαν και υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στον οθωμανικό στρατό. Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην πόλη μέχρι την επόμενη άνοιξη για να επιβλέψει την εφαρμογή των διαταγών του και την εξαφάνιση όλων των ιχνών του τελευταίου ελληνικού κράτους. O Δαβίδ με την οικογένειά του και την περιουσία του εγκαταστάθηκε στη Αδριανούπολη. Tέσσερα χρόνια αργότερα, ο Mωάμεθ τον εκτέλεσε, όπως και τους επτά γιους του. Πιθανότατα εκτελέστηκε για να πάρει ο Σουλτάνος το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζουντιακού θησαυρού που είχε μεταφέρει ο Δαβίδ. Άλλη ερμηνεία είναι ότι ο Μωάμεθ φοβόταν ότι υπήρχε πιθανότητα να προσβλέπουν οι χριστιανοί στον Δαβίδ, ως τον τελευταίο εκπρόσωπο της ελληνικής αυτοκρατορίας. Ως αφορμή αναφέρεται η ύπαρξη μιας επιστολής που απέστειλε στον Δαβίδ η Δέσποινα Αικατερίνη, σύζυγος του Χασάν Μπέη των Τουρκμένων –η μητέρα του οποίου ήταν Τραπεζούντια πριγκήπισσα- με την οποία ο Μωάμεθ διείδε την πιθανότητα προθέσεων παλινόρθωσης των Κομνηνών. Έτσι, οι Οθωμανοί κατάκτησαν όλο τον παλιό ελληνικό κόσμο. Η οσμανική πραγματικότητα βασιζόταν στην νομαδική παράδοση μιας φυλής κτηνοτρόφων πολεμιστών, η οποία ζούσε είτε από αυτά που παρείχε η φύση είτε από όσα μπορούσε να κατακτήσει με τη βία. Η ιδιοποίηση του μόχθου των παραγωγικών κοινωνιών και ατόμων υπήρξε θεμελιώδες γνώρισμα της τουρκικής εξουσίας. Ο πρωτογονισμός των τουρκομανικών ομάδων που εισέβαλαν στη Μικρά Ασίας καθόρισε την κοινωνική δομή στα κράτη που δημιούργησαν. Ακριβώς για αυτό ο όρος «τουρκικό κράτος» στο έργο του Χέγκελ σημαίνει την πρωτόγονη κοινωνική οργάνωση του κράτους. Η επικράτηση των μουσουλμάνων στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαμόρφωσε εντελώς νέες συνθήκες. Οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου υποβαθμίστηκαν στη θέση του ραγιά, ο οποίος ανήκε – όσον αφορά την ύπαιθρο - σε φεουδαρχικές οικογένειες. Πλήθος περιορισμών, καθώς και σκληρή φορολόγηση, καθόρισαν το πλαίσο μέσα στο οποίο θα ζήσουν οι ραγιάδες. Οι ελληνικοί πληθυσμοί κατάφεραν να διατηρηθούν σε κάποιο βαθμό λόγω της μεγάλης αντιπαλότητας των δύο πολιτισμικών συστημάτων, του χριστιανισμού και του ισλάμ. Ο Νίκος Σβορώνος γράφει: "Ιδιαίτερος υπήρξε ο ρόλος της τουρκικής κατάκτησης. Οι αθρόοι εξισλαμισμοί των πρώτων αιώνων της κατάκτησης συνετέλεσαν βέβαια στον εκτουρκισμό ενός μέρους της Μικράς Ασίας, που χάνεται για τον ελληνισμό και εξασθένισαν τον ελληνισμό στη Βαλκανική. Αλλά, αφετέρου, η αγεφύρωτη διαφορά της θρησκείας των δύο λαών προφύλαξε γενικά ότι απέμεινε από τον Ελληνισμό από την ανάμιξη με το τουρκικό στοιχείο."

Η οθωμανική κυριαρχία

Ο Πόντος μοιράστηκε από τους Οθωμανούς σε δύο μπεηλερμπεάτα, κάτι σαν τα Θέματα των Βυζαντινών: της Τραπεζούντας και του «Ρουμ», δηλαδή των Ρωμιών, που περιλάμβανε τα δυτικά εδάφη και το εσωτερικό του Πόντου. Κατά τον 18ο αιώνα, στο χώρο του μικρασιατικού Πόντου υπήρχαν τρεις μητροπόλεις, η μητρόπολη Αμασείας με τίτλο μητροπολίτη «Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου», Νεοκαισαρείας και Ινέου με τίτλο «Υπέρτιμος και έξαρχος Πόντου Πολεμωνιακού» και Τραπεζούντας με τίτλο «Υπέρτιμος έξαρχος πάσης Λαζικής». Η ελληνική κοινωνία του μικρασιατικού Πόντου θα σημαδευτεί - όπως και κάθε άλλο μέρος του ελληνικού κόσμου- από τον εξισλαμισμό και την εμφάνιση του κρυπτοχριστιανικού φαινομένου. Το πρώτο κύμα εξισλαμισμών θα εμφανιστεί μετά την παράδοση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς. Οι χριστιανοί εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται και οι εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη. Στη Τραπεζούντα και στην περιφέρειά της οι εξισλαμισμοί θα λάβουν μεγάλη έκταση. Οκτώ χιλιάδες χριστιανοί από την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των Κομνηνών θα ιδρύσουν ορεινούς οικισμούς στην περιοχή της Θοανίας, που θα μείνει γνωστή ως Τόνια. Οι πληθυσμοί αυτοί θα εξισλαμιστούν στη συνέχεια. Το μεγάλο κύμα εξισλαμισμών θα ενσκήψει στα τέλη του 17ου αιώνα. Όπως μας πληροφορεί ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648-1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει ο Χρύσανθος: "Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ...". Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1681 και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Αναφέρει ότι τον χρόνο της επίσκεψής του επραγματοποιήθει ο εξισλαμισμός των ελληνικών πληθυσμών της Θοανίας, της Τόνγιας. Σε οθωμανικό ντοκουμέντο που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του υπόδουλου ποντιακού ελληνισμού ένα αιώνα μετά την άλωση της Τραπεζούντας συμπεραίνεται ότι "θεώρησαν πιο αρμόζον και συμφέρον γι αυτούς να αλλαξοπιστήσουν για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση." Από τα τέλη του 17ου αιώνα θα ξεκινήσει η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο που λειτούργησε ήταν το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675. Στην Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733 και στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία στη Σαμψούντα και στην Κερασούντα. Κατά το 19ο αιώνα εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στον Πόντο.

Τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών

Η αφύπνιση των κατακτημένων λαών είχε οδηγήσει στην απελευθέρωσή τους στη Βαλκανική. Στο βαλκανικό Νότο έγινε κατορθωτή η δημιουργία ενός μικρού ελληνικού βασιλείου, ως απόρροια της μεγάλης ελληνικής αντιοθωμανικής Επανάστασης που άρχισε το 1821.

Η συμμετοχή του Πόντου ανιχνεύεται στη στρατολόγηση Φιλικών, στη συμμετοχή εθελοντών στον Ιερό Λόχο και στις επαναστατημένες περιοχές, και στη συμμετοχή των μεγάλων ποντιακών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης. Σημαντική εκπρόσωπος της ποντιακής συμμετοχής υπήρξε η οικογένεια των Υψηλαντών, η οποία, όπως και η άλλη ποντιακή οικογένεια των Μουρούζηδων, έδωσαν τα πάντα στον Αγώνα. Η οικογένεια των Υψηλαντών ενσάρκωσε με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το γεγονός της στράτευσης όλων στο στόχο της πολιτικής αποκατάστασης των Ελλήνων.

Μετά τη δημιουργία του κράτους της Ελλάδας, γεννήθηκαν νέα εθνικά κράτη. Η Ρουμανία το 1862, το Μαυροβούνιο το 1860, η Σερβία το 1876, η Βουλγαρία το 1878 και η Αλβανία το 1913. Αλλά και στην ίδια τη Μικρά Ασία εμφανίστηκαν τάσεις ανεξαρτησίας στους Αρμένιους, στους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας και αργότερα στους Κούρδους. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η εφημερίδα "Ο Λαός", που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη: "Τουρκικός λαός λογιούνταν όλοι οι μουσουλμάνοι, δηλαδή οι πιστοί καθώς ονομαζόντουσαν μόνοι τους… Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους ματαχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειές τους..."

Οι νεότουρκοι

Ένας σημαντικός παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ' όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ήταν ο νεαρός τουρκικός εθνικισμός. Με την εμφάνισή του ο όρος "Τούρκος" άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ώς "Τουρκία". Μέχρι εκείνη τη στιγμή το ισλάμ και οι νέες παντουρκιστικές ιδέες δεν σχετίζονταν με συγκεκριμένο εθνικό έδαφος. Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ' αυτό των Τούρκων. Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ (Giokalp) πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ' αυτήν σ' ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body). Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν βρεθεί στη Γαλλία, και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού. Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας- αποφάσισαν σε συνέδριό τους την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των - πολυεθνοτικής καταγωγής - μουσουλμανικών πληθυσμών.

Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής:

"Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται... Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία.... Η μουσουλμανική κυριαρχία είναι αναπόφευκτη και μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και παραδόσεις οφείλεται σεβασμός. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας."

Αφορμή για την υλοποίηση των προαποφασισμένων σχεδίων έδωσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Νεότουρκοι στον Πόντο - όπως και στην υπόλοιπη Μικρά Ασία, καθώς και την Ανατολική Θράκη - άρχισαν με την επιστράτευσή όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους στα Τάγματα Εργασίας. Η πλειονότητά τους στάλθηκε στις περιοχές μεταξύ Σεβάστειας και Βαν για την κατασκευή δρόμων. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές αρχές. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και η ληστρικές ομάδες που δρούσαν στην παρανομία και ευνοήθηκε η δραστηριότητά τους.

Οι απόψεις των συμμάχων των Νεοτούρκων

Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο αναφέρονται τα εξής για την πολιτική των συμμάχων τους:

"Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ' τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων."

Ο μαρκήσιος Pallavicini έγραφε τον Ιανουάριο του 1918:

"Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς."

Οι Αυστρογερμανοί μαρτυρούν ότι είχε ειπωθεί από ανώτερους αξιωματούχους ότι:

"Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους... Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε."

Διαπίστωναν επίσης ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπογορεύτηκε κυρίως από την παντουρκιστική ιδεολογία και την περιφρόνηση για τους "άπιστους" (γκιαούρηδες). Ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κviatofski ανέφερε σε υπηρεσιακή του επιστολή ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στα πλαίσια του προγράμματος των Νεοτούρκων, με το οποίο επεδιώκετο η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απηχήση στην Ευρώπη απ' ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.

Μετά το '22

Οι εθνικές εκκαθαρίσεις - Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου - που θα γίνουν την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και αυτές που θα ακολουθήσουν την περίοδο 1919-1922 θα καθορίσουν τη μοίρα του ποντιακού ελληνισμού και θα ανατρέψουν πλήρως τη φυσιογνωμία της περιοχής. Η καταστροφή αυτής της φυσιογνωμίας - η οποία είχε διαμορφωθεί από την αρχαιότητα - επισφραγίστηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάννης μετά το πέρας του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919 - 1922 και ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία της Άγκυρας του 1930.

Ο Πόντος, η «βαθειά Ελλάδα» των μεσαιωνικών χρονικογράφων, όπως και η υπόλοιπη Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη, θα μετατραπούν – εκτός από «χαμένες πατρίδες»- σε μυθικούς, εξιδανικευμένους «ου τόπους» αναφοράς στη μνήμη των προσφύγων. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως ονόματα δρόμων και ως μνημεία, στα απειράριθμα προσφυγικά χωριά και πολιτείες στην ελεύθερη Ελλάδα. Όμως, η μνήμη των προσφυγικών πληθυσμών και η τραυματική ιστορική περιπέτεια θα εξοβελιστούν συνειδητά από την εκάστοτε εξουσία – όπως και από την εκάστοτε αντιπολίτευση- στη μετά το ’22 Ελλάδα. Η συλλογική μνήμη θα περιοριστεί μόνο στη βαλκανική εμπειρία του ελληνισμού. Θα ‘πρεπε να ‘ρθει η δεκαετία του ’80, όταν η κοινωνία των πολιτών θα αρχίσει να αναπτύσσεται και να αμφισβητεί τις παραδεδεγμένες ερμηνείες, για να ξαναβρεί η ιστορία τις πραγματικές της εξηγήσεις, για να γίνει προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα που ακόμα αιωρούνται, για να αρχίσουν να γεμίζουν οι Λευκές Σελίδες της ιστοριογραφίας μας, για να ξεκινήσουν και πάλι οι περιηγητές να περιηγούνται και να περιγράφουν με το δικό τους τρόπο τις κάποτε «ημέτερες πατρίδες».