ΕΜΕΙΣ ΑΔΑ ΚΙ IΝΟΥΜΕΣ,
Σ’ ΕΜΕΤΕΡΑ ΘΑ ΠΑΜΕ...
Monday, February 2, 2009
ΓENOKTONIA ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Το ολοκαύτωμα που χρίζει διεθνούς αναγνώρισης
“…Oι Tούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Mερζιφούντος, αφού την ελεηλάτησαν και την επυρπόλησαν. Tους προσπαθήσαντας να διασωθούν ετυφέκισαν και εθανάτωσαν καταλαβόντες τας διόδους… Aπηγχόνισαν εν Aμασεία 168 προκρίτους Aμισού και Πάφρας… Eβίασαν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδία των άνω πόλεων, τας ωραιοτέρας δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων…”.
Με αυτές τις εκφράσεις, που η λακωνικότητα τονίζει τις αποτρόπαιες πράξεις, περιέγραψαν 40 έλληνες διανοούμενοι το έτος 1921 τα όσα συνέβησαν σε ορισμένες μόνο περιοχές του Πόντου, από το καταστροφικό “πέρασμα” των Τούρκων. Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, που αριθμεί περί τους 353 χιλιάδες νεκρούς, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας. Ναι μεν για τους Τούρκους η έννοια της γενοκτονίας συνεχίζει να είναι άγνωστη, ωστόσο και η Βουλή των Ελλήνων, μόλις τον Φεβρουάριο του 1994 και καταγράφοντας εβδομηκονταετή καθυστέρηση, ανακήρυξε την 19η Μαΐου Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ
Το σχέδιο των Τούρκων ήταν καλά οργανωμένο. Όπως προκύπτει από τα ιστορικά στοιχεία, σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν περιοχές με αμιγή πληθυσμό θρησκευτικά και φυλετικά. Στην πρώτη περίπτωση, το σχέδιο προέβλεπε την απομάκρυνση όσων είχαν διαφορετική καταγωγή από τους ίδιους ενώ στη δεύτερη απλά τον εξισλαμισμό τους. Και στις δύο περιπτώσεις, θύματα οι Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή.
Και δεν ήταν λίγοι.
Στοιχεία που περιέλαβε σε ειδικό αφιέρωμά του το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων δείχνουν οτι το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 άτομα ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1880, ο αριθμός τους είχε φθάσει στα 330.000 άτομα, κάτοικοι οι περισσότεροι στα αστικά κέντρα της περιοχής. Στις αρχές του 20ου αιώνα σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των οθωμανικών αρχών, ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης και Νικόπολης αριθμούσε περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη Νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ
Το σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή είχε προετοιμασθεί από καιρό. Εμπνευστές του οι τούρκοι στρατηγοί Εμβέρ και Ταλαάτ. Από τον Δεκέμβριο του 1916 άρχισε η επέμβαση των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων αρχικά στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας και περίπου δύο χρόνια αργότερα στην περιοχή της Τραπεζούντας, μετά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων που κατείχαν την περιοχή. Στόχος τους η "άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης". Το προσωπείο των Τούρκων πέφτει αφού αρχίζουν να καταφθάνουν καταγγελίες για κρούσματα βίας από διάφορες περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Οι καταστροφές και οι λεηλασίες περιουσιών περνούν στην ημερήσια διάταξη ενώ ακολουθούν εκτοπισμοί, απελάσεις και δολοφονίες αθώων ανθρώπων που ενώ πήγαιναν στη δουλειά, δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους.
Χιλιάδες άνδρες επιστρατεύονται και στέλνονται στα Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα οι Τούρκοι αμφισβητούν το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος όλων των Ελλήνων ενώ διαμηνύουν με τον πλέον αυστηρό τρόπο προς τους μουσουλμάνους πως απαγορεύονται οι επαγγελματικές σχέσεις με τους Έλληνες. Όσοι μάλιστα προτίθεντο να παρακούσουν τις εντολές, αντιμετώπιζαν την τιμωρία από τις στρατιωτικές αρχές.
Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν και η Ελληνική Πρεσβεία σε έκθεση της μεταξύ άλλων ανέφερε πως “οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών τούς παρελάμβαναν, για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα...”.
Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Τραπεζούντα που αποτελούσε μια ασπίδα προστασίας για τον ελληνικής καταγωγής πληθυσμό της περιοχής και ο φόβος επανάληψης όσων είχαν συμβεί σε γειτονικές περιοχές προκάλεσε ένα κύμα φυγής με αποτέλεσμα τον ξεριζωμό σχεδόν του μισού πληθυσμού της περιοχής ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον Καύκασο και τα παράλια της Γεωργίας.
Αν και αρχικά, η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έσπειρε ελπίδες στους Έλληνες της περιοχής πως η κατάσταση θα βελτιωνόταν, εντούτοις αυτές δεν επαληθεύθηκαν, αφού δεν εισακούστηκαν οι εκκλήσεις τους από το ελληνικό κράτος για συμπερίληψη της εν λόγω περιοχής εντός της ελληνικής επικράτειας. Κύρια αιτία της άρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου αυτού του ενδεχόμενου ήταν η απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από τον Πόντο και η αδυναμία υπεράσπισής του από τις τουρκικές επιδρομές.
Η πρόταση ωστόσο για δημιουργία ομοσπονδίας με τους Αρμενίους πήρε “σάρκα και οστά” τον Ιανουάριο του 1920, όταν ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τη σχετική συμφωνία που προέβλεπε τη δημιουργία ποντοαρμενικού κράτους.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους όμως ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ, με αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους, που άφησαν για ακόμη μια φορά μόνους τους Έλληνες του Πόντου.
Δύο χρόνια αργότερα ο Κεμάλ, και αφού “εκκαθάρισε” τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, επεκτείνει χωρίς να τον εμποδίσει κανείς τις δραστηριότητές του στις περιοχές όπου διαβιεί ο ποντιακός ελληνισμός. Τα αποτελέσματα τραγικά: Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Σχετικοί υπολογισμοί αναφέρουν πως στο διάστημα 1914 - 1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί “γραμμή επικοινωνίας” ελληνικής κυβέρνησης και Κεμάλ Ατατούρ, η οποία μεταφράστηκε σε συμφωνία για τη μεταφορά των Ελλήνων του Πόντου με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο του 1922 έλυσε κάβους το πρώτο καράβι που ξεκίνησε από τη Σαμψούντα με τελικό προορισμό την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης, διαδικασία που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους.
Το 1924 υπογράφεται η ελληνοτουρκική σύμβαση που προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών, στους οποίους περιλήφθηκαν και οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου, ενώ όσοι από τους άνδρες είχαν επιζήσει από τα τάγματα εργασίας που εμπνεύστηκαν οι Τούρκοι (τα γνωστά αμελέ ταμπουρού) επέστρεψαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας είτε μέσω Συρίας.
ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Καστοριά, Δράμα, Κιλκίς, Καβάλα, Κοζάνη, Πρέβεζα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη είναι ορισμένες μόνον από τις περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες του Πόντου. Η προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα ιδιαίτερα δύσκολη αφού πέραν της αδυναμίας της ελληνικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στο έργο της προσφυγικής αποκατάστασης, οι Έλληνες από τον Πόντο θα έπρεπε επί της ουσίας να ξεκινήσουν από την αρχή, παλεύοντας με τις αναμνήσεις της ζωής που άφησαν πίσω. Το μόνο πράγμα που τους θύμιζε πλέον το σπίτι τους και τον τόπο που γεννήθηκαν ήταν τα ελάχιστα αντικείμενα που κατάφεραν να μεταφέρουν μαζί τους στην Ελλάδα τα οποία ίσα-ίσα που χωρούσαν σε λιγοστά ξύλινα σεντούκια τα οποία μέχρι και σήμερα οι απόγονοί τους φυλάγουν ως "κόρη οφθαλμού". Ο πόνος και η θλίψη για τον άδικο χαμό των δικών τους ανθρώπων αλλά και τη λεηλασία της περιουσίας τους θα έπρεπε να μείνουν πίσω, αφού αυτό που προείχε ήταν η επιβίωση και μάλιστα σε έναν τόπο που επί της ουσίας τους ήταν ξένος.
Η Αθήνα ζήτησε τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας, η οποία και ανταποκρίθηκε αφού φιλανθρωπικές οργανώσεις, κυρίως αγγλικές και αμερικάνικες, όπως η Αmerican Bible Society, η Save the Children Fund και η All British Appeal προσέφεραν σημαντικά στην ανακούφιση των προσφύγων. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη σύναψη δανείων με ξένες τράπεζες, για να εγκαταστήσει παραγωγικά τους πρόσφυγες.
Την όλη διαχείριση των χρημάτων, καθώς και την πρόοδο του εποικιστικού έργου, ανέλαβε μια διεθνής επιτροπή που συστάθηκε υπό την κηδεμονία της ΚΤΕ, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, γνωστότερη ως ΕΑΠ.
Η εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε προς δύο βασικές κατευθύνσεις,
α) την αγροτική και
β) την αστική εγκατάσταση.
Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, αφού σε Μακεδονία και Θράκη υπήρχε διαθέσιμη γη ενώ χορηγήθηκαν στους αγρότες-πρόσφυγες σπίτια -συνήθως αντιστοιχούσε 1 σπίτι σε κάθε 2 ή 3 οικογένειες- αλλά και απαραίτητος εξοπλισμός για την καλλιέργεια της γης, διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1930.
Στη δεύτερη περίπτωση ωστόσο η κατάσταση ήταν σαφώς πιο δύσκολη, αφού πέραν του στεγαστικού προβλήματος, οι Έλληνες του Πόντου είχαν να αντιμετωπίσουν και τον εφιάλτη της απασχόλησης.
Άλλωστε, οι αστοί αποτελούσαν το 42% μεταξύ των προσφύγων, ενώ την ίδια εποχή ο συνολικός αστικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε το 23%. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η δημιουργία προσφυγικών συνοικισμών, με άσχημες συνθήκες στην αρχή, που βελτιώθηκαν στο διάβα του χρόνου.
ΟΙ ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Η ενσωμάτωση των Ελλήνων του Πόντου στην Ελλάδα είχε πολλαπλές θετικές συνέπειες στους περισσότερους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.
Όπως αναφέρεται στο αφιέρωμα του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, όσον αφορά στον εθνολογικό τομέα σημειώνεται πως το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού ενώ το 1920 το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%, όπερ σημαίνει πως ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%.
Η εγκατάσταση των προσφύγων σε Μακεδονία και Θράκη και η αποχώρηση των περίπου 300 χιλιάδων μουσουλμάνων και περίπου 60 χιλιάδων Βούλγαρων ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926 το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8%, ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της ΕΑΠ, Morgentau, Eddy και Howland.
Και στον οικονομικό τομέα η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό, ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοΐα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης, στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
Τέλος, και στον πνευματικό τομέα η συμβολή των προσφύγων υπήρξε τεράστια. Επιστήμονες, διανοούμενοι και διάφοροι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι από τη Μ. Ασία λάμπρυναν με την παρουσία τους το χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα ονόματα.
Ο αξέχαστος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πάνος Κατσέλης, ο Μανώλης Καλομοίρης. Όσον αφορά, ειδικότερα, την πνευματική συνεισφορά των Ποντίων, είναι σημαντικό ότι το 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών από ομάδα Ποντίων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Επίσης, κυκλοφόρησαν τα εξής περιοδικά: “Ποντιακά Φύλλα”, “Χρονικά του Πόντου”, “Ποντιακό Θέατρο”, “Ποντιακή Εστία”, “Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής” και φυσικά το περιοδικό “Αρχείον Πόντου”. Αλλά τα βάσανα των ξεριζωμένων ενέπνευσαν και πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Ολόκληρη η μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή είναι σφραγισμένη από την τραγωδία της Ασίας. Δεν έλειψαν, επίσης, και οι διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές. Αναφέρονται ενδεικτικά η ταινία του Νίκου Κούνδουρου ''Μαγική Πόλη'', γυρισμένη το 1955, η ''Τραγωδία του Αιγαίου'' του Βασίλη Μάρου (1961), η ''Ξεριζωμένη Γενιά'' του Απόστολου Τεγόπουλου (1968) και το ''1922'' του Παντελή Βούλγαρη (1978).
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ
Όμως, τα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν πως η τραγωδία του ποντιακού ελληνισμού επί της ουσίας ξεκινά επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, δηλαδή την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461.
Ήταν την εποχή που ο ποντιακός ελληνισμός έχανε μεν την ανεξαρτησία του, όχι όμως την εθνική του συνείδηση, αφού κατάφερε ανάμεσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών να διατηρήσει τη γλώσσα και την πίστη του.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η τραγωδία μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη αρχίζει το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα.
Η δεύτερη προσδιορίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα και ολοκληρώνεται λίγο μετά το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω ετών, εκφράζεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο η θρησκευτική βία εναντίον των Ελλήνων, ενώ καταγράφονται οι πρώτοι ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.
Η τρίτη περίοδος που επί της ουσίας ολοκληρώνεται το 1922 με τα γνωστά αποτελέσματα χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες:
Η πρώτη εκφράζεται με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί το 1774 και η δεύτερη ξεκινάει από το 1908, εποχή που αρχίζει να γιγαντώνεται ο τουρκικός εθνικισμός.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Οι Πόντιοι, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία αποτελούσαν ένα αποκομμένο τμήμα του ελληνισμού. Το γεγονός ότι ο ποντιακός ελληνισμός ζούσε σε μια περιοχή ιδιαίτερα φτωχή, δεν στάθηκε εμπόδιο για την οικονομική του εξέλιξη και την επέκταση των δραστηριοτήτων του προς τις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας.
Η εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, η διάνοιξη του πολλά υποσχόμενου εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας - Ταυρίδας και η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων με τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Κριμαίας αποτέλεσαν τα βασικά συστατικά για το “οικονομικό θαύμα” που συντελέστηκε την εποχή εκείνη, το οποίο έφερε αξιοσημείωτη δημογραφική άνοδο. Οι καλές οικονομικές επιδόσεις του ποντιακού ελληνισμού αλλά και η δημογραφική αύξηση είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί και η εκπαιδευτική δραστηριότητα. Έτσι και ενώ το 1860 τα ελληνικά σχολεία ήταν μόλις 100, το 1919 και ύστερα από την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1.401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια, εκτός από τα σχολεία, οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Το 1915 ωστόσο τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Ήταν η εποχή που τα περισσότερα κράτη της γηραιάς ηπείρου ενεπλάκησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ίδια εποχή δηλαδή που η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να υλοποιήσει ένα από τα χειρότερα σχέδια κατά της ανθρωπότητας που δεν ήταν άλλο από την εξόντωση όλων των χριστιανικών πληθυσμών που ζούσαν στη Μικρά Ασία.
Το πρώτο χτύπημα πραγματοποιήθηκε τον μήνα Ιούνιο, όταν ξεκίνησε η εξορία και εν συνεχεία η σφαγή των Αρμενίων, χωρίς να αργήσουν οι καταγγελίες για βιοπραγίες εναντίον του ποντιακού ελληνισμού.
Ψήφισμα των ελλήνων διανοουμένων για την τραγωδία του Πόντου
"Oι έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχναι, απηύθυναν προς τους διανοουμένους της Eυρώπης και Aμερικής την κάτωθι διαμαρτυρίαν:
Mετά βαθυτάτης συγκινήσεως οι συγγραφείς και καλλιτέχναι της Eλλάδος απευθύνονται προς τους διανοουμένους του πεπολιτισμένου κόσμου, όπως γνωστοποιήσουν εις αυτούς την τραγωδίαν χιλιάδων οικογενειών του ελληνικού Πόντου. Ξηρά, εξηκριβωμένα και αναμφισβήτητα τα γεγονότα είναι τα εξής:
Oι Tούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Mερζιφούντος, αφού την ελεηλάτησαν και την επυρπόλησαν. Tους προσπαθήσαντας να διασωθούν ετυφέκισαν και εθανάτωσαν, καταλαβόντες τας διόδους.
Mετετόπισαν όλον τον άρρενα πληθυσμόν των πόλεων Tριπόλεως, Kερασούντος, Oρδούς, Oινόης, Aμισού και Πάφρας και καθ' οδόν κατέσφαξαν τους πλείστους εξ αυτών.
Έκλεισαν εντός του ναού του χωρίου Έλεζλη εν Σουλού-Tερέ 535 Έλληνας και τους κατέσφαξαν, διασωθέντων μόνον τεσσάρων. Πρώτους έσφαξαν 7 ιερείς διά πελέκεως προ της θύρας του ναού.
Aπηγχόνισαν εν Aμασεία 168 προκρίτους Aμισού και Πάφρας.
Eβίασαν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδία των άνω πόλεων, τας ωραιοτέρας δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων.
Oι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ' όψιν των διανοουμένων της Eυρώπης και της Aμερικής θεωρούντες ότι όχι μόνον τα γεγονότα ταύτα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητος.
Aθήναι, 22 Nοεμβρίου 1921.
Άννινος X., Aυγέρης M., Bλαχογιάννης I., Bώκος Γερ., Γρυπάρης I., Δούζας A., Δροσίνης Γ., Zάχος A., Θεοδωροπούλου Aύρα, Θεοτόκης K., Iακωβίδης Γ., Kαζαντζάκης N., Kαζαντζάκη Γαλ., Kαμπάνης Aρ., Kαμπούρογλους Δ., Kαρολίδης Π., Kόκκινος Δ., Kορομηλάς Γ., Mαλακάσης M., Mαλέας K., Mένανδρος Σ., Nικολούδης Θ., Nιρβάνας Π., Ξενόπουλος Γρ., Παλαμάς K., Παπαντωνίου Z., Παράσχος K., Πασαγιάννης K., Πολίτης Φ., Πωπ Γ., Σικελιανός Άγγ., Σκίπης Σ., Στρατήγης Γ., Tαγκόπουλος Δ., Tσοκόπουλος Γ., Φυλλύρας P., Xατζιδάκις Γ., Xατζόπουλος Δ., Xορν Π., Σβορώνος I. μεθ' όλης της πικρίας μου διά την κυρίως υπό της Γαλλίας και υπό ουδενός αισθήματος ή συμφέροντος ανθρωπίνου, δικαιολογουμένην εγκατάλειψιν εις σφαγήν των χριστιανών".
Μακεδονία