Η συμφωνία αυτή διαχώριζε τη Μέση-Ανατολή σε πέντε τμήματα. Στη Γαλλία θα παραχωρούνταν από την πόλη Άδανα έως την Αντιόχεια τα παράλια της Συρίας και το Λίβανο. Η Αγγλία εκτός από τη Μοσούλη θα έλεγχε όλη τη περιοχή του Κουρδιστάν και το Ιράκ. Στα υπόλοιπα τμήματα θα δημιουργούνταν μικρά κρατίδια υπό την κηδεμονία της Αγγλίας και της Γαλλίας. Αλλά τον Μάιο του 1916 αναγκάστηκαν να ενημερώσουν και να εντάξουν και τη Ρωσία στη συγκεκριμένη συμφωνία. Τότε η Ρωσία τους πρότεινε ότι θα συμμετέχει με την προϋπόθεση ότι θα της παραχωρήσουν τις εξής πόλεις της Ανατολής, το Βαν, την Ερζερούμ και το κομμάτι που βρίσκεται προς τον νότο της σημερινής Τουρκίας. Αυτό έγινε αποδεκτό από τις αμφότερες χώρες και υπογράφτηκε μεταξύ των «Συμμάχων» το πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Η συμφωνία προέβλεπε ότι η περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα διαχωριζόταν σε δύο τμήματα, το βόρειο τμήμα θα παραχωρηθεί στη Ρωσία και το νότιο τμήμα στην Αγγλία και στη Γαλλία. Στη συνέχεια οι συμφωνίες συνεχίστηκαν από το μπλοκ των «Συμμάχων» με σκοπό την ένταξη και άλλων δυνάμεων στο «συμμαχικό»μπλόκ.[16] Όταν τον Απρίλιο του 1916 τα ρωσικά στρατεύματα κατάλαβαν την Τραπεζούντα, ήλθαν μαζί και οι δυο Ρώσοι στρατηγοί Γιουντένιτς και Λιάχωβ, οι οποίοι ανέθεσαν τη διοίκηση προσωρινά στο Μητροπολίτη Χρύσανθο. Το ζήτημα είναι ότι οι Πόντιοι της περιφέρειας προσπάθησαν να διασώσουν την κοινοτική αυτονομία την οποία είχαν και στο παρελθόν. Έτσι όλοι στον Πόντο πίστευαν με την έναρξη της νέας περιόδου ότι θα ιδρύσουν ένα είδος αυτόνομου Ελληνο-μουσουλμανικού Κράτους. Ο Χρύσανθος προσπάθησε να διαφυλάξει τη ζωή την τιμή και τις περιουσίες των Τούρκων.[17] Κατά τη διάρκεια της διετίας συγκροτήθηκαν Ελληνο-μουσουλμανική τοπική αυτοδιοίκηση, οικονομικό επιμελητήριο, ελληνο-μουσουλμανική χωροφυλακή, το ίδιο ίσχυε και στη δικαιοσύνη,[18] ενώ στο δυτικό Πόντο οι Τούρκοι προχωρούσαν χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές στην εφαρμογή του προγράμματος της εθνοκάθαρσης.
Όμως όταν κηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 1917 η επανάσταση στη Ρωσία αντιστράφηκαν οι συσχετισμοί στην περιοχή. Δηλαδή άρχισε να κρίνεται η εξέλιξη του πολέμου με την ανακωχή του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου του 1918 και τα «14 σημεία» του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 12 που αφορούσε αποκλειστικά τις μειονότητες της Ανατολής ως ένα βαθμό της ενθάρρυνε. Αλλά και η συνθήκη του Μπρέστ-Λιτόφσκ που τερμάτιζε τον πόλεμο του ανατολικού μετώπου καθόρισε την τύχη των Ποντίων.
Ακριβώς εκείνη την περίοδο ο μεγαλοεπιχειρηματίας Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, γιος του πρώην Δημάρχου της Κερασούντας Καπετάν Γιώργη που ζούσε στη Γαλλία από πολλά χρόνια, καταβάλει προσπάθεια να κινητοποιήσει όλους τους απανταχού Πόντιους για τη διατήρηση της Αυτόνομης Δημοκρατίας και να επηρεάσει θετικά, κάνοντας έκκληση στις Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, υπέρ ενός ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. Ευθύς εξαρχής όμως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν αντίθετος με όλη αυτή τη προσπάθεια που πήγαινε να κάνει.[19] Ο Κωνσταντινίδης στη Μασσαλία διοργανώνει Παμποντιακό Συνέδριο τον Ιανουάριο του 1918 και εκπροσωπήθηκαν οι Ποντιακοί πληθυσμοί Ευρώπης-εκτός από Ρωσία-, Αμερικής και από την Τουρκία. Το Συνέδριο αποφάσισε υπό την προεδρία του Κωνσταντινίδη να στείλει μια επιστολή προς τον τότε Επίτροπο επί των Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας Τρότσκι, με την παράκληση να συνηγορήσει υπέρ του δικαιώματος των Ποντίων για να αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης τους μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από τον Πόντο και για να μην επανέλθουν ξανά υπό τη τουρκική κυριαρχία.[20] Αυτή η κίνηση με την επιστολή δεν πολύ άρεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας. Ο Ελ. Βενιζέλος αμέσως στέλνει ένα υπόμνημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας και ζήτα εγγυήσεις για την ασφάλεια των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[21] Ακολουθεί ένα δεύτερο συνέδριο στη Μασσαλία που εξουσιοδοτεί τον Κ. Κωνσταντινίδη να βρει λύση στο εθνικό πρόβλημα.
Κατά την ανακωχή η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε επιτροπές για να εξετάσει την κατάσταση των Ποντίων. Οι επιτροπές περιθάλψεως, υπό τον Ι. Ζερβό, Ν. Καζαντζάκη, Αντ/χη Πολεμαρχάκη, Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού υπό τον Θρ. Πετμεζά και άλλοι, υπέβαλαν εκθέσεις προς την Ελληνική κυβέρνηση μετά την επίσκεψη τους στον Πόντου και στη νότια Ρωσία σχετικά με την κατάσταση του Ποντιακού πληθυσμού.[22] Τον Ιανουάριο του 1919 ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Κολωνίας Γερβάσιος Σουμελίδης ζητάει με μια επιστολή να σταλεί στρατός στον Πόντο απευθυνόμενος προς τον πρόεδρο του Συλλόγου «Ελεύθερος Πόντος» Θεσσαλονίκης.[23] Η διοργάνωση του Ποντιακού αντάρτικου είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις για την κυβέρνηση της Πόλης. Η κυβέρνηση της Πόλης φοβόταν πολύ από τις Δυνάμεις Συνεννοήσεως μην τυχόν και κάνουν ανοικτή στρατιωτική επέμβαση στον Πόντο, διότι το άρθρο 7 της ανακωχής του Μούδρου προέβλεπε τη δυνατότητα στρατιωτικής επέμβασης σε οποιοδήποτε πρώην έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε περίπτωση που θα κρινόταν αναγκαίο. Με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων δημιουργήθηκε στην περιοχή του Πόντου ένα κενό και δεν υπήρχε δυνατότητα να διασφαλιστεί η ειρήνη χωρίς την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση η Ποντιακή Δημοκρατία ήταν πολύ αδύναμη και ευάλωτη για άμεση αποσταθεροποίηση.
Προφανώς οι Μητροπολίτες και οι άλλοι ηγέτες των Ποντίων σύντομα αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που καραδοκούσε και ζητούσαν διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη από το Ελλαδικό κράτος. Προφανώς για να αποφύγει τη στρατιωτική επέμβαση η κεντρική κυβέρνηση της Πόλης, ξαφνικά ανακάλυψε την αναγκαιότητα του γενικού επιθεωρητού με σκοπό να στείλει ένα πρόσωπο που θα μπορέσει να βάλει τάξη στην περιοχή του Πόντου. Αυτό το πρόσωπο που ανέλαβε τα καθήκοντα του γενικού επιθεωρητού ήταν ο Κεμάλ. Δυο μέρες πριν φτάσει ο Κεμάλ στην Αμισό, 100 Ινδοί στρατιώτες και 580 Πόντιοι πρόσφυγες έφτασαν στον Πόντο από το Νοβοροσίσκ.[24] Και τέσσερις μέρες πριν φτάσει ο Κεμάλ στην Αμισό έκανε απόβαση ο Ελληνικός στρατός στη Σμύρνη.
Τα πράγματα δυσκόλευσαν ακόμη περισσότερο για τους απροστάτευτους Ρωμιούς στην Ανατολή. Οι Νεότουρκοι και αυτοί που ακολούθησαν τον Κεμάλ, την ανακωχή του Μούδρου κάπως την αποδέχτηκαν γιατί πίστευαν ενδόμυχα ότι κάποια στιγμή οι κηδεμόνες τους θα αποχωρήσουν. Ενώ με την Ελληνική απόβαση αλλάζουν τα δεδομένα για αυτούς.[25] Ο Κεμάλ ζητάει από το Στρατηγό Καράμπεκιρ να εξοπλίσουν τα τουρκικά χωριά του Πόντου επωφελούμενοι από τη χωροφυλακή.[26] Εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του Κεμάλ για να συγκροτήσει αντάρτικο (τσέτες) εμφανίζεται στο προσκήνιο επίσημα πια ο Τόπαλ Οσμάν. Εν τω μεταξύ εντείνεται ο διπλωματικός πυρετός στο εξωτερικό λαμβάνοντας υπόψη όμως τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται στο εσωτερικό.
Βέβαια ο Βενιζέλος επιθυμούσε να συνδέσει τα εμπορικά κέντρα που είχαν δημιουργηθεί από τους Ρωμιούς της Ανατολής απευθείας με την Ελλάδα. Όταν είχε θέσει αίτημα τον Νοέμβριο του 1918 με ένα υπόμνημα του ο Βενιζέλος στον Lloyd George αναφερόταν μόνο για τα δυτικά παράλια της Ανατολής καμιά μνεία για τον Πόντο.[27] Εν τω μεταξύ ακολούθησαν Παμποντιακά συνέδρια αντιπροσωπευτικά στο Βατούμ. Το Δεκέμβριο του 1919 το συνέδριο στο Βατούμ μετονομάστηκε Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου και πρόεδρος εξελέγη ο Βασίλειος Ιωαννίδης. Το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου παρακολουθούσε από κοντά τις συνεδριάσεις του Παρισιού και βρισκόταν σε συντονισμό μεταξύ Αθήνας και Πόλης.[28] Στο Παρίσι όμως όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος αποδέχτηκε την προσάρτηση του βιλαετίου Τραπεζούντας στην Αρμενία. Το ίδιο έπραξε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδεχόμενο την πρόταση του Αρμενικού Πατριαρχείου. Τότε όλες οι Ποντιακές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν έντονα ως προς το ζήτημα αυτό. Τότε οι Αρμένιοι επέμεναν ότι θέλουν την Τραπεζούντα ως διέξοδο προς τη θάλασσα. Οι Πόντιοι για να ανατρέψουν την πολιτική απόφαση του Βενιζέλου ως προς το ζήτημα της Τραπεζούντας του πρότειναν μέσω του Μητροπολίτη Χρύσανθο Φιλιππίδη για Ελληνό-μουσουλμανική σύμπραξη στο Πόντο. Ο Βενιζέλος τούτη την πρόταση την αποδέχτηκε με προϋπόθεση όμως ότι θα αναλάβει την αμυντική θωράκιση και οργάνωση του Πόντου, και ανέθεσε την υπόθεση στον έμπιστο του Συνταγματάρχη Καθενιώτη.[29]
Παράλληλα ο Μητροπολίτης Χρύσανθος ήλθε σε επαφή με τους ηγέτες των κρατών της Αντάντ με σκοπό να τους ενημερώσει για τα δίκαια αιτήματα. Παρ' όλες τις υποσχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων καμιά από αυτές δεν ανέλαβε να συμπληρώσει το κενό που υπήρξε στον Πόντο μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων. Διότι η Δημοκρατία του Πόντου χωρίς τη στρατιωτική υποστήριξη δεν ήταν δυνατόν να είναι βιώσιμη. Να σημειώσουμε σε κάποια φάση, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι αποδέχτηκαν να συμπεριληφθούν το βιλαέτι της Τραπεζούντας και Αργυρούπολη στην Αρμενία, και τα άλλα δύο Σαμψούντα και Λαζιστάν θα παραχωρούνταν στην Τουρκία και Γεωργία αντίστοιχα.[30]
Η θέση του Βενιζέλου ευθύς εξαρχής ήταν ότι αποδέχτηκε την προσάρτηση της Τραπεζούντας στην Αρμενία. Άλλωστε το είχε δηλώσει ο Βενιζέλος ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προστατεύσει τέτοιου είδους μικρά κρατίδια στην Ανατολή.[31] Κατά συνέπεια η αυτόνομη Δημοκρατία του Πόντου για τους λόγους που εξήγησα οδηγήθηκε στην κατάρρευση μετά τη Συνθήκη των Σεβρών.