Μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα
Ιδρύθηκε το 752, στην περιοχή της Γαλίαινας, πάνω σε ένα βραχώδη όγκο, που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Πυργί. Το μοναστήρι ερημώθηκε το 1922.
Το όνομά του οφείλεται στο ότι, κατά την παράδοση, ένα σμήνος περιστεριών οδήγησε, προπορευμένο, από τα δάση των Σουρμένων ως το βράχο, τους τρεις μοναχούς – κτήτορες της μονάς, που κουβαλούσαν μαζί τους και την εικόνα του Αγ. Γεωργίου. Κατά την παράδοση πάλι, οι ιδρυτές της μονής είδαν σε ενύπνιό τους τον Άγιο, που τους προέτρεψε να χτίσουν τη νέα μονή του.
Ο ναός / καθολικό του μοναστηριού ήταν χτισμένος στη ΒΑ πλευρά του βράχου και δεν είχε μεγάλες διαστάσεις, αλλά ήταν <<ωραίος, πάλλευκος, χαρίεις και προ πάντων φωτόλουστος>>. Κατά την περιγραφή του μητροπολίτη Τραπεζούντας και έπειτα Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χρύσανθου, <<ουδαμού της γης υπάρχει τεχνητός ή φυσικός εξώστης, παρέχων ευρυτέραν, χαριεστέραν, μαγαλοπρεπεστέραν θέαν…>>. Κατά τον ίδιο, ο βράχος του μοναστηριού περιζωνόταν πανταχόθεν από ένα πυκνό δάσος, με έλατα, φυλλάκανθα και γιγαντιαία πλέγματα κισσού και άλλων φυτών.
Στην ακμή του το μοναστήρι έφτασε να έχει 187 κελιά, καθώς και πλουσιότατη βιβλιοθήκη, στην οποία περιείχοντο 7000 τόμοι, γραμμένοι σε μεμβράνη, χαρτί και πάπυρο.
Το 1203, έπειτα από 450 χρόνια συνεχούς ζωής, ερημώθηκε και επί δύο αιώνες, περίπου, κανένας μοναχός δεν κατοικούσε σ’ αυτό. Το 1398, ο ηγούμενος της μονής Σουμελά ζήτησε από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Μανουήλ Γ ´ το Μεγάλο Κομνηνό, την άδεια να ανασυσταθεί η μονή, πράγμα που έγινε. Το 1462, ο Περιστερεώτας γνώρισε μια άλλη καταστροφή, ληστές άρπαξαν πολλά από τα κειμήλια του ιδρύματος. Η καταστροφή συμπληρώθηκε από μία πυρκαγιά, το 1483, κατά την οποία χάθηκαν χρυσόβουλα σιγίλια και όλα σχεδόν τα κειμήλια του μοναστηριού. Το 1453, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, με φιρμάνι του, χορήγησε στη μονή πολλά προνόμια.
Το 1501, επί Οικουμενικού Πατριάρχη, Καλλίνικου, με σιγίλιό του, η μονή έγινε σταυροπηγιακή, όπως και η Σουμελά και ο Βαζελώνας, και έτσι ως τις αρχές, σχεδόν του 20ού αι., αποτελούσε την εξαρχία της Γαλίαινας. Σ’ αυτήν υπάγονταν 593 οικογένειες (στέφανα) και 4000 ψυχές. Κάθε οικογένεια υποχρεωνόταν να καταβάλλει στη μονή πέντε οκάδες καλαμπόκι ως ετήσια εισφορά, ενώ το μοναστήρι, εκτός από ιερέα, συντηρούσε σε κάθε χωριό ένα δάσκαλο, για να μαθαίνει στα παιδιά την ελληνική γλώσσα, καταβάλλοντάς του ως ετήσιο μισθό 10-25 χρυσές λίρες.
Μετά τον ξεριζωμό, η μονή ανιστορήθηκε στο Ροδοχώρι της Νάουσας, το 1970, από το σωματείο «Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας», εμψυχωτής του οποίου ήταν ο Χ. Κιαγχίδης.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ
Ευλογία
Μία από τις τρεις εικόνες της Θεοτόκου, που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, την τρίτη απ’ αυτές, την άφησε πεθαίνοντας στη Θήβα, σε έναν μαθητή του, τον Ανανία. Εξαιτίας αυτής της εικόνας, οι Θηβαίοι έχτισαν ναό της Παναγίας της Αθηναίας, και σ’ αυτή την εκκλησία έμεινε η εικόνα ως τα χρόνια του Θεοδόσιου Α´. Τότε, περί το 379/380, η Παναγία εμφανίσθηκε στο όνειρο του ευσεβή χριστιανού Βασίλειου και του ανιψιού του Σωτήριχο προστάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τα πάντα , ν’ αλλάξουν τα ονόματά τους και να υπακούσουν στις εντολές της. Έτσι, ο Βασίλειος-Βαρνάβας και ο Σωτήριχος-Σωφρόνιος μοίρασαν την περιουσία τους στους φτωχούς και πήγαν να προσκυνήσουν την Παναγία την Αθηναία στη Θήβα. Εκεί, άκουσαν μια φωνή να τους λέει, εγώ προπορεύομαι, τέκνα, όπως προείπον, εις όπερ εξελεξάμην Όρος του Μελά, μεθ’ υμών ούσα. Οι δύο μοναχοί από τη Θήβα πηγαίνουν στα Μετέωρα και στη συνέχεια στη μονή Ιβήρων του Αγ. Όρους, απ’ όπου με πλοιάριο φθάνουν στη Μαρώνεια της Θράκης. Πεζοπορώντας, ύστερα, μέσο Ραιδεστού έρχονται στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί με ένα τραπεζουντιακό πλοίο κατευθύνονται στην Τραπεζούντα, όπου προσκυνούν την Θεοτόκο Χρυσοκέφαλο και την κάρα του Αγ. Ευγενίου για να κατευθυνθούν, κατόπιν, στο εσωτερικό του Πόντου. Μετά Καρυές / Τσεβιζλούκ, όμως, μπερδεύονται. Φιλοξενούνται πάντως στο χωριό Κουσπιδή και εκεί πληροφορούνται ότι τα ψάρια, που έφαγαν, ψαρεύτικαν στον Πυξίτη, ποταμό που κατεβαίνει από το όρος Μελά. Ξεκινούν την άλλη μέρα, νυχτώνονται στο δάσος και το επόμενο πρωί βλέπουν την κορυφή του βουνού πάνω από τα δέντρα και σμήνη χελιδονιών να μπαινοβγαίνουν σε μια αόρατη σ’ αυτούς σπηλιά. Φτάνοντας, όμως, στη βάση του βουνού σταματούν, γιατί δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανέβουν και τότε μια θεόπεμπτη σκάλα λύνει το πρόβλημά τους. Μόλις μπαίνουν στο σπήλαιο, τα χελιδόνια το εγκαταλείπουν, και οι δύο μοναχοί βλέπουν την εικόνα σε μια εσοχή του.
Η δημιουργία
πειτα από πολλές προσευχές, αρχίζουν να καθαρίζουν τη σπηλιά, οπότε παρουσιάζεται ένα δεύτερο πρόβλημα, η έλλειψη του νερού. Όμως και πάλι ενεργεί η Παναγία, κάτω από το βράχο, όπου ήταν θρονιασμένο το εικόνισμά της, αρχίζει να στάζει νερό. Οι μοναχοί χτίζουν ένα πρόχειρο κελί, αμέσως μετά, και τρέφονται επί 17 ημέρες μόνο με χόρτα, αλλά φτάνει έπειτα σταλμένο από τη μονή Βαζελώνος ένα μουλάρι φορτωμένο με εφόδια. Το μουλάρι εκείνο είχε ξεκινήσει δίχως αγωγιάτη, γιατί οι Βαζελιώτες μοναχοί δεν ήξεραν που να το στείλουν. Σιγά σιγά και με τη βοήθεια των περιοίκων, χτίζεται η μονή. Πρώτα εγκαινιάζεται το εξωκλήσι του Αρχ. Μιχαήλ κι έπειτα ο ναός της Θεοτόκου, στα εγκαίνια του οποίου (386 μ.χ) παρευρίσκονται ο επίσκοπος Τραπεζούντος και ο Αυγουστάλιος Κορτίκιος, διοικητής της περιοχής.
Γιάτρισσα και Τιμωρός
Η φήμη του νέου μοναστηριού ολοένα μεγαλώνει κι απλώνεται σ’ ολόκληρη τη Μ. Ασία. Η φήμη, όμως, γίνεται αιτία να συγκεντρωθούν πολλά πλούτη στη μονή, κι έτσι άπιστοι ληστές οργανώνουν μια επιδρομή εναντίον της, καταστρέφουν το μοναστήρι, σκοτώνουν τους μοναχούς και, κατά τη διανομή των λαφύρων, η εικόνα διεκδικείται από τρεις ληστές. Ο ένας απ’ αυτούς ωστόσο παραιτείται, κι όταν οι άλλοι δύο προσπαθούν να την τεμαχίσουν, το δάσος παίρνει φωτιά, και μαζί του καίγονται και οι δύο ιερόσυλοι. Ο τρίτος ληστής έρχεται στο σπήλαιο και μονάζει, ενώ το εικόνισμα είτε πετάει στο σπήλαιο μόνο του, κατ’ άλλους, είτε μεταφέρεται σ’ αυτό από τον μετανοήσαντα ληστή. Έκτοτε, ο τόπος που κάηκε ονομάστηκε Καμένα, και σ’ αυτόν τίποτε δε φυτρώνει από τότε. Η μονή ερημώθηκε για δεύτερη φορά, στα τέλη του ΣΤ´ αι., όμως την επανιδρύει το 644 ο αγράμματος χωρικός Χριστόφορος από το χωριό Χαζαρή. Από τότε ως τη μικρασιατική καταστροφή λειτούργησε ανελλιπώς.
Άνασσα του Πόντου
Η Σουμελά γνώρισε μια νέα αίγλη επί Μ. Κομνηνών. Ιδιαίτερα τη φρόντισε ο Αλέξιος Γ´, όταν σώθηκε από μια θαλασσοταραχή. Της χάρισε μάλιστα 48 χωριά, αυτά που αποτέλεσαν αργότερα την εξαρχία της μονής. Ως το 1650, άλλωστε, σωζόταν στην πύλη του ναού επιγραφή σχετική: Κομνηνός Αλέξιος κτίτωρ πέφυκε της μονής ταύτης νέος.
Η μαύρη σκλαβιά
Μετά το 1461, η μονή συνέχισε να υφίσταται και ν’ αποτελεί κέντρο των χριστιανών της περιοχής, ώσπου ο σουλτάνος Σελίμ Α´ κυνηγώντας στο δάσος της Σουμελά είδε τα κτήριά της και θεωρώντας προσβολή την ύπαρξη ενός τόσο μεγαλόπρεπου μοναστηριού αποφάσισε να το καταστρέψει. Αλλά….καταλήφθηκε από σπασμούς και μερική παράλυση και ανάρρωσε μόνο με την αναίρεση της διαταγής του για καταστροφή της μονής. Λίγο αργότερα, το 1522, εξέδωσε χάτι σερίφ, με το οποίον επικύρωνε όλα τα προηγηθέντα χρυσόβουλα των Κομνηνών. Ο ίδιος στέγασε με χαλκόν τον ναόν, και αφιέρωσε πέντε τεραστίας λαμπάδας στην Θεομήτορα που εσώζοντο μέχρι των ημερών μας (Κτενίδης). Η μονή ευεργετήθηκε επίσης και από άλλους σουλτάνους, που εξέδωσαν φιρμάνια ασυδοσίας των κτημάτων της, όπως ο Ιμπραήμ Α´ (1635), ο Σουλεϊμάν Β´ (1681), ο Μουσταφά Β´ (1693), ο Μεχμέτ Γ´ (1700). Χρυσόβουλα υπέρ της μονής εξέδωσαν επίσης και οι ηγεμόνες των παρίστριων χωρών, όπως ο Σκαρλάτος Γκίκας της Μολδοβλαχίας (1756), ο Στέφανος της Μολδοβλαχίας (1764), ο Ιωάννης Υψηλάντης της Ουγγροβλαχίας (1775). Στην Παναγία Σουμελά έρχονταν προσκυνητές απ’ ολόκληρο τον Πόντο ιδίως τον 15αύγουστο. Η πανήγυρης της μονής ήταν καθιερωμένη από χρόνια.
Η καταστροφή
Κι ήρθαν άλλοι καιροί-πικρότεροι καιροί. Το 1922. Η Μικρασιατική καταστροφή. Το νέο ξερίζωμα του γένους από τους τόπους που βαθειά είχε ριγμένες τις ρίζες του. Η περιπέτεια η πιο τραγική. Σαν ξέσπασε η λαίλαπα εκείνη, με σφιγμένη καρδιά οι μοναχοί της Μονής της Παναγίας Σουμελά, οι πιστοί θεματοφύλακες των ιερών Της σκέφθηκαν πως η ίδια τύχη περίμενε κι’ εκείνους και η ίδια ερήμωση θαύρισκε την κατοικία της Παναγίας που με τόση θερμή λατρεία διακονούσαν. Γι’ αυτό σιγά-σιγά και κρυφά άρχισαν να κρύβουν όλα τα τιμαλφή Της σε κρύπτες εδώ κι εκεί. Όσους οι αιώνες είχαν σωριάσει θησαυρούς ατίμητους στα πόδια Της, τώρα έμπαιναν στις πιο σκοτεινές γωνιές, για να αποφύγουν τα ιερόσυλα των εχθρών βλέμματα. Σαν θάπεφταν επάνω στο Μοναστήρι, δεν έπρεπε να βεβηλώσουν τίποτα.
Έκρυψαν, έκρυψαν τα πάντα οι πιστοί μοναχοί. Στο τέλος έμειναν μόνο τρία κειμήλια να κρύψουν-τα πιο πολύτιμα: Τη σεπτή εικόνα της Παναγίας, το χειρόγραφο του Ευαγγελίου, πάνω σε πολύτιμη μεμβράνη, του Αγίου Χριστοφόρου και το Σταυρό των Κομνηνών με το Τίμιο Ξύλο. Κατανυκτικά προσεύχονταν στην Παναγία να τους φωτίσει. Γιατί κανένα καταφύγιο δεν εύρισκαν αρκετά ασφαλισμένο, ώστε να τα σώσει από τη φθορά και την αρπαγή.
Τότε σκέφθηκαν το μικρό εκκλησάκι το απόμακρο της Αγίας Βαρβάρας, το μικρό, το ταπεινό ξωκλήσι, εκείνο που πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια έκτισε ο πιστός σύντροφος του μοναχού Βαρνάβα του ιδρυτού, ο Σωφρόνιος. Ένα χιλιόμετρο απείχε από το Μοναστήρι το εκκλησάκι. Μια νύχτα τρέμοντας από συγκίνηση οι μοναχοί, βαθειά πονεμένοι, κουβάλησαν ως εκεί ασφαλισμένους καλά σε σιδερένια κιβώτια τους θησαυρούς, τους πιο ακριβούς και τους έθαψαν σε μέρος που θάταν δύσκολο ν’ ανακαλύψουν οι εχθροί.
Αύγουστος πάλι….Αύγουστος 1923. Μήνας που λατρευόταν η Ιερά Της Μνήμη. Όλα βουβά, θρηνητικά, σβησμένα. Οι μοναχοί δίπλωσαν τα χρυσά τους άμφια. Προσκύνησαν τη γυμνωμένη εκκλησιά. Αποχαιρέτησαν με το δακρύβρεκτο βλέμμα τους τον ευλογημένο τόπο. Έριξαν στερνή ματιά στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας με τον κρυμμένο θησαυρό. Και κίνησαν για το αγύριστο ταξίδι. Χρόνια πρώτα της προσφυγιάς πικρά. Οι Πόντιοι νοσταλγοί της μακρινής Πατρίδας προσπαθούν να ριζώσουν μέσα στης Μητέρας Ελλάδας την προστατευτική αγκαλιά.
Όμως κι’ αν όλα τα έχασαν κι’ αν όλα με την αξιοσύνη τους τα’ αντικατέστησαν, ένα τους έλειπε. Ένα αγαθό μεγάλο, αναντικατάστατο. Και προς Αυτό είχαν στραμμένο τον πόθο τους. Τους έλειπε η Παναγία τους. Η Παναγία του Όρους Μελά. Η ψυχή τους.
Ο γυρισμός
Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Γιορτή της κοίμησης. Πανηγύρι στον άλλο δοξασμένο Ναό της Παναγίας, στο Μέγα Σπήλαιο των Καλαβρύτων, το 1931. Κόσμος, κόσμος πολύς είχε προσέλθει όπως κάθε χρόνο να προσκυνήσει την ιερή Της Μνήμη. Ανάμεσά τους και πολλοί Πόντιοι, νοσταλγοί του μεγάλου ετήσιου πανηγυριού της Παναγίας Σουμελά. Μαζί με το πλήθος προσκυνητής και ο πρωθυπουργός, ο αείμνηστος Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά την τελετή, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος, αναπολώντας τη δόξα του Μοναστηριού του Πόντου, εξομολόγησε την απόκρυψη της Αγίας Εικόνας του Ευαγγελιστή Λουκά και των Ιερών Κειμηλίων στον έξοχο εκείνο Έλληνα. Όταν άκουσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος την ιστορία, κατασυγκινημένος υποσχέθηκε ότι θα κάνει το κάθε τι, δεν θα λογαριάσει καμιά θυσία, για να ξαναφέρει κοντά στο Λαό της την κρυμμένη Παναγία.
Έτσι, όταν σε λίγο ήρθε στην Αθήνα καλεσμένος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού, για να παρακολουθήσει στο Στάδιο τους Βαλκανικούς αγώνες, ο Βενιζέλος, κατόπιν υποδείξεως του αοιδίμου Χρυσάνθου του ζήτησε να επιτρέψει σ’ έναν Έλληνα ιερέα να μεταβεί στην Τραπεζούντα για να επαναφέρει τα κρυμμένα Κειμήλια. Ο Ινονού έδωσε μ’ ευχαρίστηση τη συγκατάθεσή του. Και τότε ο Έλληνας Πρωθυπουργός απευθύνθηκε στον Τραπεζούντος Χρύσανθο, Αποκρισάριο τότε των Πατριαρχείων, να αναθέσει σε έναν πιστό του την αποστολή.
Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος συγκινημένος για την αναπάντεχη αυτή στροφή της τύχης, διάλεξε ανάμεσα στους μοναχούς της Μονής Σουμελά τον Αμβρόσιο, νέο και πολύ ικανό να φέρει εις πέρας μια τόσο λεπτή και επικίνδυνη αποστολή. Με απόφαση και ζήλο ρίχτηκε στο έργο να το τελειώσει γρήγορα και με ασφάλεια.
Πρώτα πήγε και συνάντησε στο Φύλλυρο του Λαγκαδά, όπου βρισκότανε τότε, τον αρχιμανδρίτη της Μονής Σουμελά, τον σεβάσμιο πατέρα Ιερεμία. Εκείνος τον κατατόπισε για τη σωστή θέση του κρυψώνα, γιατί ήταν εκείνος που απόθεσε στη γη θαμμένα τα Ιερά Κειμήλια. Ύστερα τακτοποίησε τα διαβατήριά το, προμηθεύτηκε έγγραφα, και πρώτα-πρώτα τη διαταγή του Ινονού, κι’ όταν κάθε λεπτομέρεια ήταν έτοιμη, στις 22 Οκτωβρίου του 1931, ξεκίνησε για την ιεραποστολή του.
Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και επισκέφθηκε τον Έλληνα Πρόξενο, που του έδωσε κατά διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως έναν τουρκομαθή συνοδό, τον κ. Αλέξανδρο Βασιλείου. Χωρίς χρονοτριβή την 27η Οκτωβρίου αναχώρησαν και οι δύο με πλοίο για την Τραπεζούντα, όπου έφτασαν μετά πέντε μέρες και αποβιβάσθηκαν στην αποβάθρα της Δαφνούντας και το άλλο πρωί μόλις έφεξε η αυγή, ξεκίνησαν ακολουθώντας τον αρχαίο δρόμο πλάι στον Πυξίτη ποταμό. Το δρόμο που οδηγούσε προς την ουράνια ευδαιμονία πριν χίλια εξακόσια χρόνια το μοναχό Βαρνάβα.
Ερήμωση…
Ποια η διαφορά τώρα! Φρίκη και αποκαρδίωση. Όλα τα Ελληνικά χωριά που συναντούσανε, τα χωριά που ανθούσαν άλλοτε, ήταν καταστραμμένα κι έρημα. Ούτε καπνός εστίας, ούτε χαρούμενα παιδιά, πολυάσχολοι χωρικοί και χλιμιντρίσματα ζώων. Ο ποταμός, που κυλούσε αργά τα νερά του, φανέρωνε με το φιδωτό γνώριμο πέρασμά του, πως το μοναστήρι ήταν πια κοντά. Έφταναν.
Μεσημέρι. Ένα από τα όμορφα φθινοπωρινά μεσημέρια, τα γεμάτα θάμβη από το χρυσό φως στα ψηλώματα εκείνα. Κοντά μία η ώρα…Τούτοι οι χονδροί αιωνόβιοι κορμοί σημαδεύουν το πλησίασμα. Ω να! Νάτη η παλιά αλησμόνητη κατοικία, κάτω από της Παναγίας την Ιερά Σκέπη. Το Μοναστήρι που έζησε από παιδί. Όταν αφιερώθηκε με την ψυχή του στα Θεία… Πόσο αλλοιωμένο! Αγνώριστο! Μια σειρά από άραχλα, καμένα, κατεστραμμένα παράθυρα, σε μια πρόσοψη καπνισμένη απ’ τη φωτιά, τον κοιτούσαν με τις κενές τρύπες τους, σαν μάτια που είχαν αδειάσει από έκφραση κάθε βλέμματος κι’ έχασκαν. Ο μοναχός Αμβρόσιος σφάλιζε τα θαμπωμένα του μάτια. Είχανε πλημμυρίσει δάκρυα. Έκανε το σημείο του Σταυρού με δάχτυλα πούτρεμαν και έψαλε με φωνή που προσπαθούσε να κάνει σταθερή μια ακόμη τελευταία φορά το Απολυτίκιο της Θεοτόκου στον ιερό χώρο και με βήμα βραδύ, καρδιά βαριά, σαν να ακολουθούσε κηδεία, κατευθύνθηκε προς το εκκλησάκι τής Αγίας Βαρβάρας.
Στον αυλόγυρο, κατά την επτάχρονη εγκατάλειψη, είχαν φυτρώσει δένδρα, θάμνοι, είχαν πέσει πέτρες και χώματα. Με ένα καλό υπολογισμό ο πατήρ Αμβρόσιος σημάδεψε το μέρος όπου έπρεπε να είναι κρυμμένος ο θησαυρός. Μα η δουλειά ήταν κοπιαστική. Όλοι βοηθούσαν. Άνδρες του στρατού, αγωγιάτες, ο Έλληνας συνοδός, μ’ απ’ όλους πιο πολύ ο μοναχός, που αγωνιούσε κι’ αγκομαχούσε. Η κόπωση άρχισε να τους καταβάλλει, όμως επέμεναν, έσκαβαν, παραμερούσαν χώματα, πέτρες, αγωνίζονταν. Και ω! στιγμή αξέχαστη…Μέσα από τα χώματα η αξίνα κάποια στιγμή χτύπησε πάνω σε κάτι στέρεο. Τσούγκρισμα σιδερικών…Ήταν το κιβώτιο με το θείο περιεχόμενο!
Ο μοναχός Αμβρόσιος για μια στιγμή σταμάτησε. Έστρεψε το βλέμμα γεμάτο ευχαριστία προς τον ουρανό. Γονάτισε ύστερα και μόνος, με συγκίνηση ιερή, ενώ οι άλλοι με δέος είχαν αποτραβηχτεί, ξεκαθάρισε τα χώματα και ανέσυρε το κιβώτιο. Σήκωσε το κάλυμμα… Τα κειμήλια ήταν ανέπαφα, εκεί. Έσκυψε κι’ ασπάστηκε την Εικόνα, το Σταυρό, το Ευαγγέλιο. Η ψυχή του ελληνικού Πόντου ξαναζούσε.
Το μέγα θαύμα…
Ο γιατρός Φίλων Κτενίδης, που νέος, κατατρεγμένος από τους Τούρκους, κάποτε, προσέφυγε στη Χάρη Της και σώθηκε, έκανε τάμα στη ζωή του να αναστήσει τον ωραίο Της θρύλο. Έτσι μαζί με άλλους Πόντιους αποφάσισαν την ίδρυση της νέας Μονής Σουμελά. Ερευνώντας τις κορυφές των βουνών της Μακεδονίας με την πλούσια βλάστηση, κατέληξαν στην κορυφή της Καστανιάς. Εκεί στο μεγαλείο και στη γαλήνη της ερημιάς άξιζε η νέα Κατοικία της Παντάνασσας.
Από το Δεκαπενταύγουστο του 1952, τα μάτια της Παναγίας Σουμελά που είδανε τις λαμπρές του Γένους δόξες και κλάψανε τις συμφορές, ατενίζουνε από τον ψηλό που η πίστη των Χριστιανών Της έστησε Θρόνο τη Νέα Ελλάδα. Ένας θρύλος ξαναρχινά... Μια παράδοση συνεχίζετα...