Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας ηγέτης του 20ου αιώνα. Σε πολιτικό επίπεδο, εξέφρασε την προσπάθεια για εθνική ολοκλήρωση, σε αντίθεση με το Παλάτι, τη φιλομοναρχική παράταξη. Το Παλάτι και ολόκληρη η φιλομοναρχική παράταξη εξέφρασε τον εθνικό συντηρητισμό της Παλαιάς Ελλάδας. Την ίδια εποχή και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα θα χαρακτηριστεί από δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: αυτή της Φεντερασιόν και του Μπεναρόγια που θα επιβληθούν επί του νεαρού ελλαδικού κινήματος (παρότι ο Μπεναρόγια θα διαγραφεί το ΄23 ως “πράκτορας του ταξικού εχθρού“) και η προσέγγιση των κομμουνιστών που προέρχονταν από τον ελληνισμό της Ανατολής, όπως ο Σμυρνιός Δημήτρης Γληνός και ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός. Οι δύο αυτοί σημαντικοί διανοούμενοι, με τα άρθρα τους από το 1908, θα προειδοποιήσουν ότι η ουσιαστική ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων θα επιτευχθεί μόνο με τη διάλυση της απολυταρχικής νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας .
Τα πρώτα λάθη
Ξεκινώντας το μικρασιατικό εγχείρημα, ο Βενιζέλος έκανε δύο βασικά λάθη: τοποθέτησε κατ΄αρχάς ως αρμοστή στη Σμύρνη τον Στεργιάδη, άνθρωπο των Βρετανών, ο οποίος υπήρξε ο κακός δαίμονας των Μικρασιατών και παρ’ όλες τις εκκλήσεις τους για αντικατάσταση, επέμενε στην αρχική του απόφαση, την οποία -όλως περιέργως- αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν οι βασιλικοί διάδοχοί του. Το δεύτερο βασικό λάθος του υπήρξε η υποτίμηση του ποντιακού κινήματος, ενός δυναμικότατου ελληνικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που δρούσε στη βόρεια Μικρά Ασία και απειλούσε άμεσα τις γραμμές εφοδιασμού των Κεμαλικών.
Οι Έλληνες του Πόντου είχαν διατυπώσει από νωρίς το αίτημα δημιουργίας δεύτερου ελληνικού κράτους στις νότιες παραλίες της Μαύρης Θάλασσας, ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης του ελληνισμού στη γενέθλια γη. Τον Οκτώβριο του 1917 ο Κ. Κωνσταντινίδης, ένας από τους ηγέτες του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος της δυναμικής οργάνωσης της Μασσαλίας είχε ενημερώσει τον Βενιζέλο. Στον Πόντο, όπου κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Τούρκοι είχαν προβεί σε γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, δρούσε ένα δυναμικό αντάρτικο ελληνικό κίνημα, το οποίο αριθμούσε σε 18.000 άντρες. Το αίτημα των Ποντίων ήταν η ενίσχυση των ανταρτών κατά το υπόδειγμα του Μακεδονικού Αγώνα.
Το Ποντιακό Ζήτημα
Ο Βενιζέλος, παρότι αρχικά αμφιταλαντεύτηκε, επέλεξε να αγνοήσει τα αιτήματα των Ποντίων και να υποστηρίξει στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1918, την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Μια θέση που εξόργισε τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις, οι οποίες με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προσπάθησαν να παρέμβουν αυτοτελώς στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας Ελληνικού Κράτους στον Πόντο. Ο Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική του και στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 δήλωσε στον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον ό,τι παρότι οι Έλληνες του Πόντου επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, αυτός αντιτάχθηκε απόλυτα. Επίσης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sunday Times, δήλωσε ότι δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στην Αρμενία. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων. Το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα κατακλύστηκε από τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη κ.ά. οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν “την προβαλλόμενη ιδέα καθ’ ην η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους.”
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων άλλαξε η πολιτική της κυβέρνησης. Απεστάλησαν στον Πόντο και στον Καύκασο ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται εν μέρει τα ποντιακά σχέδια, επιτρέποντας τη δημιουργία ειδικού ποντιακού σώματος στον ελληνικό στρατό, ώστε μελλοντικά να μπορεί να αποσταλεί στον Πόντο. Όμως, ακόμα και τότε ήταν ορατή η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου από το Ποντιακό Ζήτημα το οποίο δεν το ενέτασσε στα ευρύτερα εθνικά σχέδια. Στο απόρρητη έγγραφο που φέρει την υπογραφή του, ο αγώνας για την χειραφέτηση του ποντιακού ελληνισμού δεν αντιμετωπίζεται ως μέρος του ευρύτερου εθνικού ζητήματος αλλά ως «αγών των Ποντίων».
Η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου
Οι Πόντιοι συνέχισαν να επιζητούν την ελλαδική βοήθεια και να απαιτούν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο. Για το σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει τους απαιτούμενους πόρους για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης. Βασικό επιχείρημά τους ήταν ότι οι αντάρτικες ποντιακές δυνάμεις, θα μπορούσαν να αποκόψουν τις γραμμές εφοδιασμού των κεμαλικών από τους σοβιετικούς. Το Νοέμβριο του 1919 οι Βρετανοί απέρριψαν σχέδιο αποστολής του ποντιακού τμήματος του ελληνικού στρατού στο Βατούμι και τη συγκρότηση επί τόπου ποντιακού στρατού. Ο Ελ. Βενιζέλος, με αφορμή τη βρετανική άρνηση επανήλθε στις απορριπτικές του θέσεις και επαναμετάθεσε το Ποντιακό Ζήτημα στο πλαίσιο του Αρμενικού. Η στάση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου.
“Απληροφόρητος στο ζήτημα του Πόντου”
Η πρόταση αυτή συνάντησε την άρνηση της βρετανικής πλευράς. Την αρνητική απάντηση της βρετανικής κυβέρνησης στην πρόταση αυτή εισηγήθηκε ο Βρετανός αρμοστής στο Βατούμι Γουόρντροπ (Wardrop). Tην απόρριψη της πρότασης, παρόλο που αυτή εξυπηρετούσε άριστα τον αντιμπολσεβικικό αγώνα της Αντάντ, ο Δ. Καθενιώτης ερμηνεύει ως αποτέλεσμα της υποκειμενικής στάσης του Άγγλου Αρμοστή να αποδεχτεί τη μεταφορά των Ταγμάτων του Πόντου στο Βατούμι, γιατί ήταν φανατικός σλαβόφιλος, ευμενέστατα διακείμενος προς τους Βουλγάρους.
Μασσαλία, 1918. Χάρτης του διεκδικούμενου Πόντου
O Xρύσανθος, αντιδρώντας στις επιλογές Βενιζέλου, απείλησε με κοινή εξέγερση των Ελλήνων και Μουσουλμάνων κατοίκων, εάν τελικά προκρινόταν η λύση της υπαγωγής του Πόντου στην Αρμενία. H Kεντρική Επιτροπή των Ποντίων, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, σε έγγραφό της προς την Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος δηλώνει: “… επί ενός τόσον σοβαρού εθνικού ζητήματος αφορώντος αυτήν την ύπαρξιν Ελληνικής Πατρίδος ημών, καθήκον ημών θεωρούμεν όπως διαμαρτυρηθώμεν πάσαις δυνάμεσι κατά πάσης τοιαύτης αναληθούς διαβεβαιώσεως καθ’ ην ήτο ποτέ δυνατόν να δεχθώμεν να υπαχθεί η Πατρίς μας υπό τον ζυγόν των Αρμενίων. Δηλούμεν δε ρητώς και κατηγορηματικώς ότι διαρρηγνύομεν τα ιμάτιά μας δια μίαν τοιαύτην σκέψιν και ότι ουδέποτε θα δεχθώμεν μίαν τοιαύτην λύσιν, όντες έτοιμοι να υποστώμεν πάσαν θυσίαν δια να αντιστώμεν κατά πάσης αποφάσεως τεινούσης να αφήση τον Ελλ. Πόντον υπό τον απεχθή ζυγόν των Τούρκων ή απαλλάττουσα αυτόν από αυτούς να τον υποδουλώσει εις τους Αρμενίους.”
Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθενιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα. Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στο Βρετανό πρωθυπουργό το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ο Αλέξης Αλεξανδρής γράφει ότι τελικά ο Βενιζέλος, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του ‘20, παρόλες τις παλινωδίες του στο Ζήτημα του Πόντου -που κόστισαν πολύτιμο χαμένο χρόνο σε κρίσιμες εποχές- αποφάσισε να αποστείλει ελληνικά στρατεύματα στον Πόντο και ενημέρωσε το Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ για το σχέδιο επέμβασης στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος. Ο Διχασμός και οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της νέας γραμμής στο Ποντιακό Ζήτημα. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Αργότερα, η βενιζελική πλευρά υποστήριξε ότι εάν στις εκλογές δεν κέρδιζε η φιλομοναρχική παράταξη, οι σύμμαχοι της Αντάντ θα είχαν «…καλύψει την απελευθέρωση του Πόντου από την Μεραρχία Δ. Καθενιώτη.»
Ένα από τα τραγικά λάθη του Βενιζέλου ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελική φιλοβασιλική παράταξη με τις φήφους των Τούρκων της Μακεδονίας και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων, των βουλγαροφρόνων κ.ά έδωσαν τη νίκη στους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι πολιτεύτηκαν με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδικούς κομμουνιστές. Η τεράστια ευθύνη του Βενιζέλου ήταν ότι παραγνώρισε την αναγκαία προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση: Τον έστω και με τη βία εξαναγκασμό της Παλαιάς Ελλάδας να πάρει μέρος στην προσπάθεια και να καταβάλει τις απαιτούμενες θυσίες. Όπως γράφει ο Γ. Βεντήρης: “Διότι η πλειοψηφία του λαού της Παλαιάς Ελλάδας, συστηματικώς εξαπατηθείσα, παραγνώριζε κατά βάση την πραγματικότητα… Δύο το πολύ εκατομμύρια προσώπων του παλαιού κράτους έκριναν την τύχη έξη εκατομμυρίων Ελλήνων των Νέων Χωρών και του αλύτρωτου Γένους.“
Στα μεγάλα ιστορικά αινίγματα εντάσσονται τα κίνητρα του Βενιζέλου για προκήρυξη εκλογών. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι πίστευε πως θα κερδίσει, ως επιβράβευση για τις μεγάλες επιτυχίες που κατάφερε στο διπλωματικό τομέα. Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονται ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση για εύσχημη αποχώρηση από την πολιτική σκηνή, ώστε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη πιθανής κακής εξέλιξης στο μικρασιατικό. Πάντως ο Νίκος Καζαντζάκης, συνεργάτης του Βενιζέλου, σε επιστολή του το Δεκέμβριο του 1921, υποστηρίζει ευθέως ότι έκανε τις εκλογές γνωρίζοντας ότι θα τις χάσει. Γράφει: “Άνθρωπος που μ’ επανάσταση κατάλαβε την αρχή και δικτατορικώς εκυβέρνησε τόσα χρόνια, Πώς; και Γιατί; θυμήθηκε το σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πώς θα χάσει.” (Αρχείο Κώστα Τριαρίδη).
Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε επιστολή του προς τον Βεντήρη έδινε την εξής εξήγηση για την προκήρυξη των εκλογών του Νοεμβρίου του ‘20: “Όταν υπέγραψα τη Συνθήκη των Σεβρών, έκρινα ότι δεν είχα πλέον καμιά δικαιολογία να αναβάλλω περαιτέρω τις εκλογές.. Είχα ανάγκη της εμπιστοσύνης του (σ.τ.σ. του λαού) πριν προβώ στην περαιτέρω δράση την οποία απήτει η επιβολή της Συνθήκης…”
Η Ανατολική Θράκη
Ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ξέσπασε το Σεπτέμβριο του 1922 η επανάσταση του Στρατού και του στόλου εναντίον της κυβέρνησης Γούναρη με επικεφαλής το συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Η ανατροπή της βασιλικής κυβέρνησης και η παρουσία ισχυρού ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη δημιούργησε ελπίδες ότι η καταστροφή δεν θα ήταν πλήρης. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν αποφασίσει την παράδοσή της στους κεμαλικούς. Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο οι επαναστάτες κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση είχε ήδη αποδεχτεί την άποψη της Αντάντ για την Ανατολική Θράκη. Έτσι, συνέδεσε την επιστροφή του στην κυβέρνηση με την αποδοχή της γαλλοβρετανικής άποψης από τους επαναστάτες. Στο τηλεγράφημα προς τους επαναστάτες έγραφε: “Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης ήταν καταστροφή ανεπανόρθωτος… εφόσον αι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσίν της εις την Τουρκία. Η κυβέρνηση είναι ανάγκη τάχιστα να χαράξη την πολιτικήν της. Εάν η πολιτική αύτη περιλαμβάνη την απόφασιν να κρατήσωμεν την Θράκην και εναντίον της γνώμης των πρώην συμμάχων μας, αι θερμαί μου ευχαί θα συνοδεύουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι εν τοιαύτη περιπτώσει εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν.”
Η διατήρηση της Ανατολικής Θράκης, φαινόταν ως η ύστατη λύση, πριν την απόφαση Βενιζέλου για παραχώρησή της στους κεμαλικούς
Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 1ης/14ης Οκτωβρίου 1922 ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 300.000 νέους πρόσφυγες. Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχό της σ’ αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού, ενώ είναι βέβαιο ότι ούτε τα κεμαλικά στρατεύματα μπορούσαν να διασχίσουν τον Ελλήσποντο και τα Δαρδανέλλια, ούτε η Αντάντ να υποχρεώσει στρατιωτικά την Ελλάδα να αποχωρήσει. Ο Ελ. Βενιζέλος, ο επαναστάτης του Θέρισου, με περισσή ευκολία εγκατέλειψε μια από τις σημαντικότερες ιστορικές εστίες των Ελλήνων. Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης, μαζί και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, αποτελεί μια από τις πλέον λευκές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Η Λoζάνη
Ο Βενιζέλος έχει ήδη μετατραπεί σε ένα κλασικό Παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Τίποτα πια δεν θύμιζε το Βενιζέλο της κρητικής επανάστασης. Το μόνο του μέλημα ήταν τα κρατικά συμφέροντα -και τα στενά τοπικιστικά της εκλογικής του πελατείας- όπως αυτός τα ερμηνεύει, ανεξαρτήτως αν γι’ αυτό πρέπει να θυσιαστούν ελληνικοί πληθυσμοί. Δεν κατέβαλε την παραμικρή πολιτική και στρατιωτική προσπάθεια μερικής επανόρθωσης της ήττας, και δεν εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή που οι μαξιμαλιστικές θέσεις των Τούρκων εκπροσώπων στη Λοζάνη απειλούσαν να τινάξουν, κυριολεκτικά, στον αέρα τη σύνοδο. Τη στιγμή εκείνη, η Ελλάδα, απαλλαγμένη από τις συμμαχικές υποχρεώσεις -έχοντας ως δεδομένο ότι το μπλοκ εξουσίας στην Τουρκία είχε διασπαστεί και οι διάφορες ομάδες είχαν αποδυθεί σε αιματηρό αγώνα επικράτησης, καθώς και ότι υπήρχε αυξανόμενη ένταση με τους Κούρδους- είχε άριστο πεδίο για να επιχειρήσει την επανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης. Δεν υπήρχαν πλέον συμμαχικά στρατεύματα να εμποδίζουν, για δικούς τους κατανοητούς λόγους, την κατάληψη της Πόλης, που ήταν παράλληλα και έδρα του Χαλιφάτου, δηλαδή ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Και στρατιωτικά, τότε, ο ελληνικός στρατός υπερτερούσε στο ευρωπαϊκό έδαφος, όπου θα μπορούσε να δοθεί η τελική μάχη. Όμως η μάχη αυτή δεν θα δοθεί ποτέ.
Ο Βενιζέλος με παλιούς του συνεργάτες
Ο Ελ. Βενιζέλος, αγνοώντας πλήρως τους πρόσφυγες και τις οργανώσεις τους υπέγραψε το 1923 στη Λoζάνη την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και περιουσιών -”μετανάστευση” ονομάσθηκε στα επίσημα κείμενα- και στη συνέχεια αποδύθηκε σε μια προσπάθεια μειωμένης αποζημίωσης των προσφύγων. Επιπλέον αποδέχτηκε μια ιδέα δυτικών διαμεσολαβητών για παραμονή στην Ελλάδα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, ως αντίβαρο-εγγύηση στην παραμονή Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο. Η συγκεκριμένη αυτή πρόταση αυτή ήταν αντικειμενικά δυνάμει καταστροφική, γιατί οι αλυτρωτικές επιδιώξεις της Τουρκίας επί της Δυτικής Θράκης ήταν καταγεγραμμένες προ της υπογραφής της Συνθήκης. Θα μπορούσε να διατηρήσει ως αντίβαρο τους μουσουλμάνους στην Κρήτη, που ήταν έτσι και αλλοιώς ελληνόφωνοι και ελληνογενείς, είτε στην Ήπειρο, είτε τους ελληνόφωνους Βαλαάδες στη Δυτική Μακεδονία. Επί πλέον, αφού υπέγραψε τη συγκεκριμένη Συνθήκη, εκτόπισε τους αντικεμαλικούς μουσουλμάνους από τη Δυτική Θράκη και παρέδωσε στην Τουρκία τους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Η παράδοση των μουσουλμάνων της Ελλάδας στον τουρκικό εθνικισμό θα ολοκληρωθεί μερικές δεκαετίες αργότερα από τη χούντα των Απριλιανών πραξικοπηματιών. Επίσης, ο Ελ. Βενιζέλος αναίτια ενέδωσε στην πίεση της φασιστικής Ιταλίας για εξαίρεση των περίπου 25.000 αλβανόφωνων μουσουλμάνων Τσάμηδων από την ελληνική Ήπειρο. Το αποτέλεσμα για τα ελληνικά συμφέροντα είναι γνωστό. Οι Τσάμηδες θα συνεργαστούν δύο δεκαετίες αργότερα με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές και θα εκδιωχθούν μετά τον πόλεμο ομαδικά και χωρίς διάκριση από τις αντάρτικες ομάδες του Ζέρβα. Η σύγχρονη Ελλάδα κληρονόμησε σήμερα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις το υπαρκτό αυτό πρόβλημα, χωρίς να υπάρχει κανείς προφανής λόγος, εφόσον με βάση τη Συνθήκη Ανταλλαγής των πληθυσμών οι Τσάμηδες θα έπρεπε να απελαθούν στην Τουρκία.
Ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε επίσης από τον τρόπο υπογραφής της Συνθήκης και τονίζει την επιπολαιότητα της ελληνικής πλευράς, ήταν το γεγονός ότι δεν τέθηκε αίτημα να υπάρξει ειδική πρόνοια με την οποία θα αναγνωριζόταν με απόλυτη σαφήνεια η κυριαρχία της Ελλάδας σε όλα τα νησιά και τις βραχονησίδες του Αιγαίου, που βρίσκονταν σε απόσταση πέραν των τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές. Στην απουσία αυτής της σαφούς πρόνοιας της Συνθήκης και της δυνατότητας υποκειμενικών ερμηνειών, βασίζεται σήμερα η Τουρκία για να εγείρει θέμα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.Παρότι η αποκατάσταση τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων αποτελεί επίτευγμα των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής και της Κοινωνίας των Εθνών, που επόπτευσε και υλοποίησε το πρόγραμμα αποκατάστασης, εν τούτοις υπάρχουν στοιχεία, τα οποία είναι συγκλονιστικά όσον αφορά την ένταξη των προσφύγων. Καταρχάς ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσφύγων θα χάσει τη ζωή του από τις κακουχίες στον ελλαδικό χώρο. Από την άλλη, η «ανταλλάξιμη περιουσία», που θα έπρεπε -με βάση τη διεθνή Συνθήκη της Ανταλλαγής των πληθυσμών- να μοιραστεί εξ ολοκλήρου στους πρόσφυγες, αποτέλεσε -έως και σήμερα- σημείο της μεγαλύτερης οικονομικής κατάχρησης στη μετά το ‘22 Ελλάδα. Για παράδειγμα, ο Ελ. Βενιζέλος, όσον αφορά την αποκατάσταση των προσφύγων, αποδείχτηκε εξαιρετικά τοπικιστής. Τη στιγμή που αντιστοιχούσαν τέσσερεις πρόσφυγες σε ένα ανταλλάξιμο μουσουλμάνο, στην εκλογική του περιφέρεια εγκατέστησε πολύ λιγότερους πρόσφυγες από τους μουσουλμάνους που είχαν απελαθεί στην Τουρκία. Ο λόγος ήταν προφανής: Οι περιουσίες των μουσουλμάνων που δικαιωματικά θα έπρεπε να μοιραστούν στους πολλαπλάσιους πρόσφυγες, καταπατήθηκαν από την εκλογική του πελατεία.
Το «Ιδιώνυμο»
Η κορυφαία πολιτική πράξη που θα χαρακτηρίσει τον Βενιζέλο ως «αντιδραστικό και αντικομμουνιστή» θα είναι η θέσπιση του «ιδιώνυμου» κατά των πολιτικών του αντιπάλων, κυρίως κατά των κομμουνιστών και των προσφύγων, που αντιδρούσαν στο ξεπούλημα των συμφερόντων τους προς όφελος της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Ο Κ. Φουντόπουλος γράφει: «H ξαφνική άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων προκάλεσε ανησυχία στην κρατική εξουσία, η οποία φοβήθηκε τη ριζοσπαστικοποίηση αυτού του πληθυσμού εξαιτίας των κακών συνθηκών διαβίωσής του. H διάψευση των οραμάτων της Μεγάλης Ιδέας έστρεψε την κυρίαρχη ρητορεία στην υπεράσπιση της εσωτερικής τάξης από τους εσωτερικούς εχθρούς. H απεργία δεν αναγνωριζόταν ως μέσο προβολής πολιτικών αιτημάτων, η διαδήλωση θεωρούνταν διασάλευση της κοινωνικής γαλήνης, ο συνδικαλισμός μετατράπηκε σε «ιδιώνυμο» (ειδικό) αδίκημα με απόφαση της νέας κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929 (N. 4229). Εξι στους δέκα καταδικασθέντες την περίοδο 1927-1937 για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους ανήκαν στην εργατική τάξη. Επίσης με την επίκληση του «ιδιωνύμου» διαλύθηκαν οι περισσότερες εργατικές οργανώσεις προς τα τέλη του έτους 1930. Ειρωνικά, οι προθέσεις εκσυγχρονισμού της χώρας, αν υπήρξαν ποτέ, δυναμιτίστηκαν από τον ίδιο τον εμπνευστή τους.»
Το σπίτι αυτό στο Σαρακήνικο της Γαύδου χτίστηκε από την “κολεχτίβα” των πολιτικών εξορίστων το 1933. Μεταξύ τους ήταν και ο Θανάσης Κλάρας, που αργότερα θα γίνει γνωστός ως Βελουχιώτης
Η Νάση Μπαλτά έγραψε: «Με το «Ιδιώνυμο» θεσπίζεται η ποινή της δικαστικής εκτόπισης. Το νομοσχέδιο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» κατατέθηκε στη Βουλή λίγο καιρό μετά την επάνοδο του Βενιζέλου (Δεκ., 1928), ψηφίσθηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 25 Ιουλίου 1929, ίσχυσε δε έως την έκδοση από τη μεταξική δικτατορία του αναγκ. νόμου 117 του 1936. Η πλειοψηφία όσων διώχθηκαν βάσει του Ιδιωνύμου δεν κατηγορήθηκαν για συγκεκριμένες πράξεις, αλλά για την ιδεολογία τους και τη συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, κινητοποιήσεις κ.λπ. Eτσι θεσμοθετείται οριστικά το έγκλημα γνώμης. Το μέτρο της προληπτικής διοικητικής εκτόπισης επανέρχεται με το νόμο 5174 τον Ιούλιο του 1931. Με τους νόμους αυτούς η κυβέρνηση Βενιζέλου απαντά στην επιδεινούμενη κοινωνική κρίση, περιορίζοντας τις ελευθερίες των πολιτών και θεσμοθετώντας τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου. Αλληλέγγυοι βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί εφευρίσκουν τον «εσωτερικό εχθρό» και επισείουν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» χτίζοντας το νέο συνεκτικό πολιτικό μύθο της ελληνικής κοινωνίας πάνω στα συντρίμμια της Μεγάλης Ιδέας.
Ομάδα εξορίστων στην Ίο. Μέχρι το ‘28 είχαν εκτοπιστεί 481 στελέχη της Αριστεράς
Ως το 1937 υπολογίζεται ότι έγιναν περίπου 3.000 καταδίκες με βάση το Ιδιώνυμο. Ο αριθμός των εκτοπίσεων αυξήθηκε σημαντικά όχι μόνο λόγω της έντασης των διώξεων αλλά και διότι, βάσει του Ιδιωνύμου, κάθε καταδικαζόμενος μετά την έκτιση της ποινής φυλάκισης εκτοπιζόταν για όσο διάστημα όριζε η απόφαση. Eτσι πολλοί αριστεροί αρχίζουν να πηγαινοέρχονται από τις φυλακές στις εξορίες.
Η Συμφωνία του ‘30 και η πολιτική της “Μεγάλης Σιωπής”
Αργότερα, με μεσολαβητή τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο Βενιζέλος θα υπογράψει το 1930 την “Ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας” παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Δηλαδή, με την κατηγορία του εχθρού του κράτους. Το Ιδιώνυμο είχε ψηφιστεί για να κατασταλεί η ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά οδηγήθηκε στην υπογραφή της Συνθήκης επειδή είχε γίνει αποδεκτή η πρόθεση της φασιστικής Ιταλίας να δημιουργηθεί ένας άξονας Ρώμης-Αθήνας-Άγκυρας και ένα σύστημα τριμερούς συνεργασίας και θα είχε ως βάση ένα σύνολο διμερών συμφωνιών. Αποτέλεσμα αυτού του συγκεκριμένου πολιτικού οράματος υπήρξε η ελληνοτουρκική Συμφωνία της Άγκυρας του 1930, με την οποία αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος. Μέχρι τότε -όσον αφορά το διεθνές δίκαιο- οι περιουσίες των «ανταλλαχθέντων» παρέμεναν υπό την ιδιοκτησία των ιδιοκτητών τους, μόνο που τα δύο κράτη είχαν αποφασίσει να είναι διαχειριστές των περιουσιών αυτών.
Η συμφωνία του ‘30, μαζί με την υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για την βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης, εγκαινίασαν μια νέα εποχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: “πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης”. Εφεξής, ο φιλοκεμαλισμός θα ήταν το κοινό συναίσθημα που θα μοιραζόταν οι άνθρωποι της συμπολίτευσης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον ακραίας εκδοχής της. Από το σημείο εκείνο και πέρα, οι πρόσφυγες, φιλοβενιζελικοί στην πλειονότητά τους, θα πορεύονται μόνοι τους σ’ έναν άξενο τόπο.
Από αριστερά: Ελ. Βενιζέλος, Χ. Μοργκεντάου και Α. Δοξιάδης με ορφανά προσφυγόπουλα από τη Μικρά Ασία το Φλεβάρη του ‘24 στο Ζάππειο
Ας θυμηθούμε το γεγονός ότι η φιλομοναρχική παράταξη εξέφραζε πραγματικό μίσος κατά των προσφύγων. Ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά είναι τα αντιπροσφυγικά κείμενα του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή». Ακόμα και τα ρεμπέτικα τραγούδια τους θα απαγορευτούν λίγα χρόνια αργότερα από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Από την άλλη πλευρά, οι ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος, αντιμετώπιζαν τους πρόσφυγες μόνο ως ευπαθή κοινωνική ομάδα την οποία θα έπρεπε να προσεταιριστούν πολιτικά. Όμως η ιστορία αυτής της ομάδας ήταν απαγορευμένη, εφόσον η επίσημη θέση του κόμματος υποστήριζε ότι οι Έλληνες διέπραξαν ιμπεριαλισμό με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ότι οι Τούρκοι εθνικιστές ήταν λαϊκοί επαναστάτες.Οι μεγάλοι χαμένοι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν οι πρόσφυγες. Οι περιουσίες τους ισοψηφίστηκαν, παρότι δεκαπλάσιας αξίας, με αυτές των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό κράτος πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία.
Η αντιπροσφυγική συμπεριφορά του Βενιζέλου συνεχίστηκε με την απαγόρευση καθόδου στην Ελλάδα, το 1930, των προσφύγων με ελληνική υπηκοότητα από το μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση και υπόκειντο των διατάξεων της συνθήκης της Λοζάνης. Με πρόσχημα την αδυναμία της Ελλάδας να υποδεχτεί νέους πρόσφυγες και την υπόθεση ότι οι πρόσφυγες αυτοί εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες, ο Βενιζέλος απαγόρευσε την ελληνική πρεσβεία της Μόσχας να εκδίδει για τους πρόσφυγες άδειες καθόδου (βίζες) στην Ελλάδα. Η πράξη αυτή επί της ουσίας συνιστούσε παραβίαση της συνθήκης της Λοζάνης για τους πρόσφυγες, τις περιουσίες των οποίων είχε παραχωρήσει στο τουρκικό κράτος έναντι των μουσουλμανικών ανταλλάξιμων περιουσιών. Από τις μουσουλμανικές ανταλλάξιμες περιουσίες ουδόλως ωφελήθηκαν οι πρόσφυγες που είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση.
Η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης και του Ελ. Βενιζέλου καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματική τον Ιανουάριο του 1931 από τη γενική συνέλευση του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων και χαρακτηρίστηκε “σκληρή, παράνομη, αντεθνική και απάνθρωπη”. Ζήτησαν επίσης να αναλάβει η Ελλάδα την υποστήριξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Ρωσίας και να ζητήσει αποζημιώσεις για τις τεράστιες ελληνικές περιουσίες που βρίσκονταν στη Ρωσία και είχαν δημευθεί από τους σοβιετικούς. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να ικανοποιήσει τα αιτήματα αυτά είχε τραγικές επιπτώσεις στους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Εμφανίστηκαν περιπτώσεις άρνησης έκδοσης διαβατηρίων από την Ελληνική Πρεσβεία ακόμα και σε πρόσφυγες που ήταν υπό εκτόπιση στη Σιβηρία ή στην Κεντρική Ασία. Η πολιτική αυτή του Βενιζέλου και των πάσης μορφής επιγόνων του εγκλώβισε στη Σοβιετική Ένωση, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από το μικρασιατικό Πόντο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ελληνική εθνότητα θρήνησε τόσο μεγάλο αριθμό (50.000) θυμάτων την περίοδο των μεγάλων σταλινικών διώξεων του 1937-1938.
Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Ελ. Βενιζέλος έχει πολλά αμφισβητούμενα στοιχεία στην πολιτική του ιστορία, τα οποία θα έπρεπε να κάνουν περισσότερο σκεπτικό τον Έλληνα πολίτη, ειδικά όταν προτίθεται να του προσάψει τον τίτλο του «Εθνάρχη». Η εικόνα που καλλιεργείται γι’ αυτόν τα τελευταία χρόνια έχει περισσότερο τα στοιχεία της προκατασκευασμένης αγιογράφησης ενός ηγέτη -που θυμίζει αντίστοιχες προσπάθειες ολοκληρωτικών καθεστώτων- παρά της αντικειμενικής παρουσίασης όλων των πλευρών της πολιτικής που ακολούθησε. Το πρώτο θύμα της πολιτικής που στοχεύει στην αγιοποίηση του Βενιζέλου είναι το μεγαλειώδες ενωτικό κίνημα της Κρήτης, το οποίο άλλαξε το ρου της Ιστορίας και επέτρεψε την ενσωμάτωση της Βόρειας Ελλάδας και τη διεκδίκηση σημαντικών τμημάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Κρητικό Κίνημα -που στη δυναμική του οφείλεται ο επαναπροσδιορισμός των ελληνικών στόχων στις αρχές του 20ου αιώνα- υποβαθμίζεται και ο ρόλος του αποσιωπάται προς όφελος της προβολής ενός μόνο προσώπου.
Σίγουρα ο Ελ. Βενιζέλος υπήρξε το μοιραίο πρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η μεγάλη του προσφορά στον ελληνισμό θα ακυρωθεί, σε μεγάλο βαθμό, από ένα σύνολο ακατανόητων ενεργειών. Ενδιαφέρον έχει να σημειωθεί, ότι οι ανορθολογικές και καταστροφικές αυτές ενέργειες σημειώθηκαν μετά τη δολοφονική απόπειρα που έγινε εναντίον του στη Λυών της Γαλλίας από δύο φιλομοναρχικούς αξιωματικούς, αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Πιθανότατα, η απόπειρα αυτή να τάραξε τον ψυχικό κόσμο ενός μεγαλοφυούς, όντως, πολιτικού και να τον οδήγησε στις περίπλοκες ατραπούς της ψυχικής αστάθειας. Δύσκολα θα μπορέσει ο απροκατάληπτος ιστορικός του μέλλοντος να απαντήσει με σιγουριά στα φοβερά ερωτήματα. Το βέβαιο όμως είναι, ότι εάν ο Ελ. Βενιζέλος δεν παρέδιδε ή δεν έχανε την εξουσία με τις εκλογές του ‘20, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να χαθεί το εγχείρημα της απελευθέρωσης του ελληνισμού της Ανατολής. Η Τουρκία, ως έθνος-κράτος θα είχε περιοριστεί στο χώρο της Ανατολίας, όπου κατοικούσαν συμπαγείς μουσουλμανικές μάζες και θα ακολουθούσε το φυσιολογικό δρόμο, όπως και τα υπόλοιπα τριτοκοσμικά κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο λόγος που η πρώτη αυτή προσέγγιση του φαινομένου «Βενιζέλος» τελειώνει με τις απόψεις της Λούξεμπουργκ είναι η συνειδητοποίηση της μεγάλης ιστορικής ύβρεως που διεπράχθη στην καθ’ ημάς Ανατολή εξαιτίας των ελληνικών λαθών και παραλείψεων, όπως και η θλιβερή διαπίστωση ότι οι Ελλαδικοί θαυμαστές της Λούξεμπουργκ έπραξαν ακριβώς το αντίθετο κατά τα κρίσιμα χρόνια ‘19-’22. Και η πικρή, εν τέλει, διαπίστωση, ότι η αλλοτρίωση και η παραπλάνηση αποτελούν βασικό στοιχείο της σύγχρονης αντίληψης της Ιστορίας αλλά και του ευρύτερου κόσμου που μας περιβάλλει.
B.A.
”…Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικό κράτος αλλά και σύμπαν το ελληνικό έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Αδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάσει και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος…”